Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους και ο εμφύλιος πόλεμος της Επανάστασης Κύριο

 

Άλλη μια επέτειος της 25ης Μαρτίου πέρασε στην ιστορία και για μια ακόμη φορά χορτάσαμε πανηγυρικούς δεκάρικους και ανέξοδους διαγωνισμούς πατριωτισμού. Είναι εντυπωσιακός ο αντιδιαλεκτικός τρόπος με τον οποίο η ελληνική κοινωνία προσεγγίζει την ιστορία, ερμηνεύοντας τα γεγονότα μέσω συγκρουσιακών δίπολων. Με ήρωες και με προδότες. Με άγιους και με διαβόλους. Τίποτα το ενδιάμεσο δεν υπάρχει στην προσέγγιση αυτή. Ο Κολοκοτρώνης έχει παραδοθεί στη συλλογική μας μνήμη ως άγιος, ενώ ο Μαυροκορδάτος ως διάβολος. Προφανώς, ούτε ο πρώτος ήταν άγιος, ούτε ο δεύτερος ήταν διάβολος. Πολύ απλά ήταν δύο άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες ο καθένας στον τομέα του, που έρχονταν από εντελώς διαφορετικούς και ασύμβατους κόσμους. Υπηρέτησαν βέβαια το εθνικό συμφέρον, σε καμία περίπτωση όπως πάνω από το προσωπικό τους. Επόμενο ήταν λοιπόν οι δύο αυτοί κόσμοι να συγκρουστούν.

Με την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, έχουμε την πρώτη προσπάθεια για συγκρότηση εθνικής Διοίκησης. Η προσπάθεια όμως αυτή σκοντάφτει εν τη γενέσει της, κυρίως πάνω στους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Οι Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες δεν εννοούν με τίποτα να δεχτούν πως κάποιοι ξένοι (ξένους θεωρούσαν όλους τους μη Πελοποννήσιους) θα αποφασίζουν για την περιοχή τους και ότι δε θα έχουν αυτοί τον πρώτο ρόλο. Γιατί, μπορεί να μπήκαν στον αγώνα (άλλοι από μόνοι τους, άλλοι με σπρώξιμο), αλλά δεν θα δέχονταν με τίποτα να πάψουν να είναι άρχοντες, όπως είχαν συνηθίσει.

Από την άλλη μεριά, ο Κολοκοτρώνης, ο πρώην κάπος των κοτζαμπάσηδων, αφού αρχικά υψώνει το ανάστημά του απέναντι στους κοτζαμπάσηδες, γρήγορα συντάσσεται μαζί τους, μη αντιλαμβανόμενος και φοβούμενος τις νέες πολιτικές ιδέες και εξελίξεις. Όπως στη Στερεά Ελλάδα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, έτσι και στην Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης, θεωρούν πως η δύναμη των όπλων τους, δίνει αυτοδίκαια σε αυτούς την εξουσία και δεν σκοπεύουν να την παραδώσουν σε ανθρώπους που ούτε καταλαβαίνουν, ούτε εμπιστεύονται.

Εν τω μεταξύ, ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης, με τη δύναμη που τους δίνει η εξασφάλιση του δανείου από τη Μεγάλη Βρετανία, μισθώνουν Ρουμελιώτες και Σουλιώτες και τους στέλνουν στην Πελοπόννησο για να καταστείλουν την ανυπακοή στην κυβέρνηση. Πράγματι, ο Κ. Τζαβέλας, ο Κ. Μπότσαρης, ο Ι. Γκούρας, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Α. Ίσκος, ο Ν. Πανουργιάς, ο Γ. Δυοβουνιώτης, ο Μακρυγιάννης, ο Οδ. Ανδρούτσος και άλλοι οπλαρχηγοί, επικεφαλής οχτώ χιλιάδων στρατιωτών, εισβάλλουν στην Πελοπόννησο και τη ρημάζουν κυριολεκτικά. Η λεηλασία και η καταστροφή είναι πέραν πάσης περιγραφής. Τόσο μεγάλη είναι η καταστροφή που προκαλούν οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες στην Πελοπόννησο, ώστε χαράσσεται για γενιές στη συλλογική μνήμη των Πελοποννησίων.

Και ενώ οι Έλληνες σφάζονται μεταξύ τους, στις 26 Φεβρουαρίου του 1825 ο Ιμπραήμ Πασάς αποβιβάζει τα στρατεύματά του στη Μεθώνη της Μεσσηνίας. Οι Σουλιώτες και οι Ρουμελιώτες, βλέποντας τα δύσκολα και αδιαφορώντας για τον εθνικό σκοπό, εγκαταλείπουν την Πελοπόννησο και επιστρέφουν στους τόπους τους, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στον Ιμπραήμ. Άλλωστε και ο Κολοκοτρώνης από τη μεριά του, δεν επιχείρησε ποτέ πέρα από τον ισθμό της Κορίνθου.

Μόνο ο Δημήτριος Υψηλάντης δε συμμετέχει σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου και της ιδιοτέλειας. Μέχρι και την τελευταία στιγμή προσπαθεί, δυστυχώς ανεπιτυχώς, να αποσοβήσει τον εμφύλιο. Ας πάρουμε, όμως τα πράγματα από την αρχή και ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα ενός πολέμου, για τον οποίο ο σύγχρονος των γεγονότων Κασομούλης γράφει : «Ο κάλαμος του ιστορικού ας μη γράψει τα περί του πολέμου τούτου συμβεβηκότα και ας παραδοθεί εις την λήθιν η αναμέτρησις αύτη».

 

Προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η κεντρική διοίκηση

Ένα από τα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η A’ Εθνοσυνέλευση, είναι το αν θα καταργηθούν ή θα διατηρηθούν οι περιφερειακές διοικήσεις. Τελικά, αποφασίζεται να διατηρηθούν οι τρεις Γερουσίες, αλλά ως τμήματα πλέον της κεντρικής διοίκησης και θα υπάγονται στις αποφάσεις αυτής. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται εντελώς διαφορετική.

 

Η κατάσταση στην Πελοπόννησο - Οι κινήσεις του Κολοκοτρώνη

Την εξουσία στην Πελοπόννησο ασκεί ουσιαστικά η Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία έχει αναλάβει πολλές και σημαντικές αρμοδιότητες : τη διαχείριση των προσόδων των επαρχιών, την ευθύνη για την οργάνωση των πολεμικών επιχειρήσεων, τη στρατολογία, τη μισθοδοσία και την απονομή των στρατιωτικών βαθμών.

Από την άλλη μεριά, ο Κολοκοτρώνης μετά τη μεγάλη του νίκη στα Δερβενάκια, νιώθει πλέον πολύ ισχυρός στην Πελοπόννησο και αποφασίζει να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο να γίνει ο κύριος της Πελοποννήσου και της Ελληνικής Επανάστασης γενικά. Έτσι, αλλάζει πορεία πλεύσης και, ενώ μέχρι τα Δερβενάκια στεκόταν απέναντι στους κοτζαμπάσηδες, τώρα αρχίζει να συνομιλεί με ένα τμήμα των προυχόντων της Πελοποννήσου και με την Πελοποννησιακή Γερουσία. Με προφανή στόχο να κυριαρχήσει σε αυτή και μέσω αυτής να αναδειχθεί στον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της Επανάστασης.

Είναι χαρακτηριστικό πως στην προσπάθειά του να προσεγγίσει την οικογένεια Δεληγιάννη στην οποία υπήρξε κάποτε κάπος, και με την οποία μέχρι πριν από λίγο καιρό είχε πολύ μεγάλες αντιθέσεις, δεν διστάζει να παντρέψει τον μικρό του γιο τον Κολίνο που ήταν 9 ετών, με την κόρη των Δεληγιανναίων, που ήταν επίσης σε αντίστοιχη ηλικία.

 

kolokotronis deliyiannis

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Κανέλλος Δεληγιάννης

 

Έτσι, μετά το πρώτο εξάμηνο του 1822, η Πελοποννησιακή Γερουσία ελέγχεται ουσιαστικά από την ομάδα του Κολοκοτρώνη, γεγονός που του επιτρέπει να ανακηρυχθεί από τη Γερουσία, αρχιστράτηγος των όπλων της Πελοποννήσου και ο γιος του, Πάνος, χιλίαρχος. Ο Κολοκοτρώνης πλέον, έχει συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη και ασκεί επιρροή σε πολλές επαρχίες της Πελοποννήσου

Το κύρος της νέας εξουσίας πρόκειται να μειωθεί ακόμη περισσότερο, όταν εμφανίζεται η απειλή του ισχυρού στρατού του Δράμαλη. Στη θέα αυτής της απειλής, τα μέλη της εθνικής Διοίκησης σπεύδουν να καταφύγουν από την Κόρινθο στα πλοία του Αργολικού κόλπου και παραμένουν σε αυτά περισσότερο από δύο μήνες (το καλοκαίρι του 1822) , αφήνοντας τον Κολοκοτρώνη και την Πελοποννησιακή Γερουσία να αντιμετωπίσουν μόνοι τους την κατάσταση.

 

 

Η κατάσταση στη Ρούμελη – Οι κινήσεις του Οδυσσέα Ανδρούτσου

Αλλά και στη Ρούμελη η εθνική Διοίκηση αντιμετωπίζει προβλήματα στην άσκηση της εξουσίας. Οι ισχυροί οπλαρχηγοί δεν δέχονται να υπαχθούν στην εξουσία της κεντρικής διοίκησης, κάτι που τους φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση με το Μαυροκορδάτο και το Νέγρη

Στη Δυτική Ρούμελη, τα προβλήματα της εθνικής Διοίκησης με τους αρματολούς ξεπερνιούνται εύκολα, καθώς μετά την ήττα των Ελλήνων στο Πέτα της Άρτας αρκετοί από τους Έλληνες οπλαρχηγούς ( Βαρνακιώτης, Μπακόλας, Κουτελίδας, Ίσκος ) συνθηκολογούν με τους Οθωμανούς και η θέση του Μαυροκορδάτου ενισχύεται. Καθώς μάλιστα ο Μαυροκορδάτος κατορθώνει να υπερασπιστεί το Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας του (Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1821) και να το διατηρήσει ως κέντρο της Ελληνικής Επανάστασης στην περιοχή, ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο τη θέση του.

Αντίθετα στην Ανατολική Ρούμελη, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για την κεντρική διοίκηση και τον εκεί εκπρόσωπό της Θ. Νέγρη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αμφισβητεί ανοιχτά την εξουσία του Νέγρη και του “Άρειου Πάγου” και την αρμοδιότητα της διοίκησης να αποφασίζει για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Η οριστική ρήξη του Οδ. Ανδρούτσου με το Νέγρη έρχεται ως αποτέλεσμα της διαφωνίας τους για το πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί ο στρατός του Δράμαλη που βρισκόταν στη Λαμία και ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο. Ο Ανδρούτσος αρνείται να ακολουθήσει τα σχέδια της Διοίκησης και το ελληνικό στρατόπεδο διαλύεται μετά την αποτυχία στις επιχειρήσεις που διεξάγονται στην Υπάτη και τη Στυλίδα (Μάρτιος του 1822). Η Διοίκηση αποδίδει στον Ανδρούτσο τις ευθύνες για την αποτυχία και του αφαιρεί την αρχηγία των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Στέλνει μάλιστα στην ανατολική Ρούμελη δύο δικούς της ανθρώπους, τον Αλέξιο Νούτσο και τον Χρήστο Παλάσκα, με σκοπό να ελέγξουν (ή κατ’ άλλους να δολοφονήσουν) τον Ανδρούτσο, αλλά προλαβαίνει και τους δολοφονεί ο Ανδρούτσος

 

androutsos noutsos palaskas

Οδυσσέας Ανδρούτσος - Αλέξιος Νούτσος - Χρήστος Παλάσκας

 

Στους επόμενους μήνες ο Ανδρούτσος καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των περισσότερων πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων της ανατολικής Ρούμελης και δέχεται πρόταση από τους Αθηναίους να αναλάβει την Ακρόπολη, το μόνο σημαντικό οχυρό που κατέχουν οι Έλληνες στην ανατολική Ρούμελη. Καταφέρνει επίσης, το Σεπτέμβριο του 1822, να συγκαλέσει συνέλευση που περιορίζει τις εξουσίες του Άρειου Πάγου. Στη συνέχεια ο Ανδρούτσος προσεγγίζει τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Θ. Κολοκοτρώνη και δημιουργούν ένα δίκτυο επικοινωνίας αναζητώντας τρόπους αντίδρασης απέναντι στην νέα εξουσία.

 

Η σύγκρουση Βουλευτικού και Εκτελεστικού

Αυτά τα πολλά και διαφορετικά κέντρα δύναμης προκαλούν προβλήματα στη λειτουργία της Διοίκησης φέρνοντας σε αντιπαράθεση το Βουλευτικό με το Εκτελεστικό σώμα. Το Εκτελεστικό σώμα (δηλαδή η κυβέρνηση) αρχίζει να μην λαμβάνει υπόψη του τις αποφάσεις του Βουλευτικού σώματος, επειδή θεωρεί ότι οι Πελοποννήσιοι που μετέχουν στο σώμα αυτό σχεδιάζουν την ανατροπή της κυβέρνησης. Την εποχή μάλιστα που οι Έλληνες επαναστάτες πολιορκούν το Ναύπλιο, τα μέλη του Εκτελεστικού μεταφέρουν την έδρα του από την Κόρινθο στο Άργος, ώστε να είναι κοντά στο Ναύπλιο και να εμποδίσουν έτσι τον Κολοκοτρώνη να ελέγξει ο ίδιος το φρούριο του Ναυπλίου.

Ταυτόχρονα, τα μέλη του Εκτελεστικού αρχίζουν να έρχονται σε διαπραγματεύσεις με κοτζαμπάσηδες και στρατιωτικούς προσπαθώντας να τους πείσουν να ενωθεί η Πελοποννησιακή Γερουσία με το Βουλευτικό σώμα, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα πετύχουν την αποδυνάμωση της Γερουσίας και του Κολοκοτρώνη. Στην προσπάθειά τους αυτή, βρίσκουν συμμάχους τους Υδραίους καραβοκύρηδες, οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να απειλούν ότι σε περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί η ένωση της Πελοποννησιακής Γερουσίας με το Βουλευτικό σώμα, αυτοί θα αποσύρουν τα καράβια τους και δε θα συνεχίσουν τον πόλεμο.

 

vouleftiko gerousia

Σφραγίδες του Βουλευτικού Σώματος και της Πελοποννησιακής Γερουσίας

 

Η πρόταση της Διοίκησης για ένωση της Γερουσίας με το Βουλευτικό βρίσκει σύμφωνους ορισμένους κοτζαμπάσηδες, όπως τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αλλά και στρατιωτικούς, όπως τον Παναγιώτη Γιατράκο, που δεν βλέπουν με θετικό τρόπο την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Κολοκοτρώνη. Συναντά, όμως, την αντίδραση των περισσότερων κοτζαμπάσηδων και, τελικά, η πρόταση της Διοίκησης απορρίπτεται τον Αύγουστο του 1822, δηλαδή τις μέρες του θριάμβου του Κολοκοτρώνη επί του Δράμαλη.

Εν τω μεταξύ, η δύναμη του Κολοκοτρώνη ολοένα και αυξάνεται. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1822, έχει καταλάβει το φρούριο του Ναυπλίου ενώ την ίδια στιγμή ο Ο. Ανδρούτσος, με τη δύναμη που του προσφέρει το κάστρο της Αθήνας, έχει αποκτήσει τον έλεγχο της Ανατολικής Ρούμελης και ουσιαστικά ακυρώνει την εξουσία της κεντρικής διοίκησης.

Η κατάσταση φαίνεται πλέον ανεξέλεγκτη. Ο Φωτάκος γράφει : «ολίγον κατ΄ ολίγον οι Έλληνες έγιναν όλοι ισοκέφαλοι. Διεδόθη στους μικροτέρους καπεταναίους ο κομματισμός. Και οι μεγάλοι άρχισαν να αδυνατούν. Διότι οι λοιποί έτρεχον πλέον χωρίς χαλινόν και κανέναν δεν εσέβοντο. Τοιουτοτρόπως δε επολέμουν το εθνικόν πνεύμα το οποίο εμοίρασαν εις τοιούτον τρόπον ώστε να μη μπορεί να ενεργεί. Ενεκρώθησαν τα εθνικά όργανα. Οι δε Υδραίοι λέγουν: Εις την Πελοπόννησον, εις το κέντρον τουτέστιν των ελληνικών δυνάμεων ουδέν ισχύει η Διοίκησις, αλλά πάντα νομοθετεί και διατάττει η Πελοποννησιακή Γερουσία και απαιτούν -εξ αυτού οι Υδραίοι- τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της κυβέρνησης».

Ο Σουηδός φιλέλληνας Άσλινγκ συνηγορεί : «Αν υπήρχε ένας αληθινός αρχηγός που θα μπορούσε να συνδυάσει την φιλοπατρία με τη δύναμη, τις γνώσεις με τη δραστηριότητα και σταθερότητα, η ανεξαρτησία της Ελλάδας θα ήταν από καιρού εξασφαλισμένη».

Ο δε Μακρυγιάννης, μιλώντας για τον Κολοκοτρώνη, γράφει: «Καθημερινώς ο Κολοκοτρώνης και η φατρία του δουλεύουν την πατρίδα με εμφυλίους πολέμους και νέες φατρίες».

 

      

Η διαμάχη για την κεντρική εξουσία. Β΄ Εθνοσυνέλευση

Μέσα σε αυτή την τεταμένη κατάσταση, πλησιάζει η λήξη της θητείας της εθνικής Διοίκησης, η διάρκεια της οποίας είχε οριστεί στο ένα έτος. Ένα χρόνο μετά την εκλογή της, η Διοίκηση, ενώ αδυνατεί να ασκήσει την πολιτική της και να επιβάλλει την κυριαρχία της, καλείται να διοργανώσει εκλογές προκειμένου να αναδειχθούν οι αντιπρόσωποι της Β΄ Εθνοσυνέλευσης.

Στις 9 Νοεμβρίου του 1822, το Εκτελεστικό σώμα δημοσιεύει τον εκλογικό νόμο για την ανάδειξη των αντιπροσώπων. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, νιώθει πλέον αρκετά ισχυρός ώστε να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία της Διοίκησης στα ζητήματα της Πελοποννήσου. Έτσι, σε έγγραφό του προς το Εκτελεστικό (1 Δεκεμβρίου του 1822), αναγγέλλει πως η Πελοπόννησος θα κάνει δική της συνέλευση για να ανανεωθεί η θητεία της Γερουσίας. Απειλεί, μάλιστα, την κυβέρνηση ότι σε περίπτωση που δεν συμφωνήσει με την απόφασή του, ο ίδιος και ο λαός της Πελοποννήσου θα πάψουν να την υπακούουν.

Από την άλλη πλευρά, η Διοίκηση προσπαθεί να πάρει με το μέρος της κοτζαμπάσηδες και οπλαρχηγούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Δεκέμβριο του 1822 και τον Ιανουάριο του 1823, πολλές επαρχίες της Πελοποννήσου αρχίζουν να εκλέγουν αντιπροσώπους για την Εθνοσυνέλευση, εγκαταλείποντας τον Κολοκοτρώνη και τη Γερουσία, οι οποίοι την ίδια εποχή καλούν τις επαρχίες να εκλέξουν αντιπροσώπους για τη συνέλευση της Πελοποννήσου που έχει αποφασισθεί να γίνει στην Τρίπολη.

Πολύ σύντομα, οι δύο πλευρές έρχονται σε ευθεία σύγκρουση, καθώς η Διοίκηση αποφασίζει να ορίσει το Ναύπλιο ως έδρα της και ως τόπο διεξαγωγής της Β’ Εθνοσυνέλευσης. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, αρνείται να παραδώσει την πόλη του Ναυπλίου στη Διοίκηση και η Διοίκηση ορίζει ως νέο τόπο διεξαγωγής της Β’ Εθνοσυνέλευσης το Άστρος Κυνουρίας, ενώ παράλληλα κατηγορεί τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και τους συμμάχους τους για ανταρσία.

Η επιλογή του Κολοκοτρώνη να μην παραδώσει το Ναύπλιο στη Διοίκηση, του στοιχίζει πολιτικά. Σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Π. Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς, ο Γιατράκος και άλλοι, τον εγκαταλείπουν και κατευθύνονται και αυτοί στο Άστρος, όπου βρίσκεται ήδη συγκεντρωμένη η πλειοψηφία των αντιπροσώπων των επαναστατημένων περιοχών. Έτσι, ο Κολοκοτρώνης απομονώνεται και η Πελοποννησιακή Γερουσία διασπάται, καθώς τα περισσότερα μέλη της ακολουθούν πλέον τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας.

Αντιμέτωποι με την κατάσταση αυτή, οι στρατιωτικοί του Κολοκοτρώνη αναγκάζονται να κατευθυνθούν και αυτοί στο Άστρος, όπου επιχειρούν να επηρεάσουν τις εργασίες της Β’ Εθνοσυνέλευσης σε συνεργασία με άλλους δυσαρεστημένους και ιδίως με τον Ο. Ανδρούτσο. Στην πραγματικότητα, ο Κολοκοτρώνης και οι άνθρωποί του δεν ενδιαφέρονται να συμμετέχουν στα όργανα της κεντρικής διοίκησης. Περισσότερο απαιτούν, ως πολεμικοί αρχηγοί, να μην βρίσκονται κάτω από τις διαταγές των πολιτικών θεωρώντας ότι οι πολιτικοί φτιάχνουν τους νέους θεσμούς και τους νόμους με σκοπό να τους χειραγωγήσουν.

Η Β΄Εθνοσυνέλευση αρχίζει τις εργασίες της στο Άστρος στις 29 Μαρτίου του 1823. Ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει για το κλίμα που επικρατούσε στις εργασίες της συνέλευσης: «Λόγος περί πολιτικών αρχών δεν εγένετο επί της συνελεύσεως ταύτης … λόγος πολύς εγένετο περί προσωπικών, ή μάλλον ειπείν, κομματικών συμφερόντων».

Το προεδρείο της διεξαγωγής της Εθνοσυνέλευσης στο Άργος έχει επικεφαλής του τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Εκεί βρίσκονται 230 παραστάτες, σε σχέση με την εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου που ήταν 60 άτομα. Από τους παραστάτες αυτούς, οι πολιτικοί ελέγχουν περίπου 150, ενώ οι στρατιωτικοί περίπου 80.

Εκεί, Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες, άρχοντες των ναυτικών νησιών και οι πολιτικοί κύκλοι του Μαυροκορδάτου και του Κωλέττη, θέτουν ως στόχο την πολιτική ενοποίηση των επαναστατημένων περιοχών και τη συγκέντρωση των εξουσιών κάτω από μία κεντρική αρχή. Εμπόδιο προς την κατεύθυνση αυτή θεωρούν την Πελοποννησιακή Γερουσία και τον Κολοκοτρώνη και γι΄αυτό επιθυμούν τη διάλυση της Γερουσίας.

Οι εργασίες της Β' Εθνοσυνέλευσης ολοκληρώνονται στις 18 Απριλίου του 1823, αφού προηγουμένως αναθεωρεί το Σύνταγμα της Επιδαύρου και εκλέγει νέο Βουλευτικό και Εκτελεστικό σώμα. Με το Σύνταγμα του Άστρους αποφασίζεται η κατάργηση των περιφερειακών διοικήσεων και η υπαγωγή των αρμοδιοτήτων τους στην κεντρική εξουσία.

Επίσης, αποφασίζεται η κατάργηση της δουλείας, υπογραμμίζεται η ανάγκη της ελευθεροτυπίας και η προστασία της ιδιοκτησίας, της τιμής και της προσωπικής ασφάλειας όλων και όχι μόνο των Ελλήνων

Orlandos theodoritos

Ι.Ορλάνδος, πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος - επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, αντιπρόεδρος

 

Αποφασίζεται, επίσης, το όριο ηλικίας για την εκλογιμότητα να είναι στα 30 και ενισχύεται το Βουλευτικό σε σχέση με το Εκτελεστικό, σε αντίθεση με την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου όπου το Εκτελεστικό είχε αναλάβει σαφώς ισχυρότερες εξουσίες. Πρόεδρος του Βουλευτικού εκλέγεται ο Ι.Ορλάνδος, γαμπρός των Κουντουριώτηδων, και αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Πρόεδρος του Εκτελεστικού εκλέγεται ο Π. Μαυρομιχάλης και γενικός γραμματέας ο Α. Μαυροκορδάτος. Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι οι κερδισμένοι είναι οι ισχυροί παράγοντες της Πελοποννήσου και των νησιών και χαμένοι είναι οι κερδισμένοι της Α΄ Εθνοσυνέλευσης, ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης.

petrompehs mavrokordatos

Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πρόεδρος του Εκτελεστικού - Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, γενικός γραμματέας

 

Ακόμη, στηλιτεύεται η πρακτική να γίνονται δούλοι οι αιχμάλωτοι Οθωμανοί, όπως επίσης και το να αναγκάζονται με βίαιο τρόπο οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι να γίνονται χριστιανοί. Η Εθνοσυνέλευση του Άστρους υπογραμμίζει ότι δεν επιτρέπεται η βίαιη αλλαγή θρησκεύματος σε ανθρώπους.

Για πρώτη φορά, επίσης, συζητείται η ανάγκη ύπαρξης βασιλιά και αποφασίζεται να σταλεί στην Πορτογαλία μία αντιπροσωπεία που να αποτελείται από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Αναγνώστη Δεληγιάννη, προκειμένου να βολιδοσκοπηθεί ως βασιλιάς της Ελλάδας ο Δον Μιγκέλ της Πορτογαλίας, άσχετα που αυτή η αντιπροσωπεία τελικά δεν θα πάει για διάφορους λόγους.

Επίσης, τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης αποφασίζουν να επιτραπεί στη νέα διοίκηση να προχωρήσει σε σύναψη εξωτερικού δανείου με υποθήκη τα εθνικά κτήματα, διαψεύδοντας με τον τρόπο αυτό τις προσδοκίες των ακτημόνων και των μικροκαλλιεργητών για διανομή των εθνικών κτημάτων στο λαό.

Αποφασίζεται, επίσης, η σύγκληση νέας Εθνοσυνέλευσης μετά από δύο χρόνια και επιλέγεται ως πρωτεύουσα η Τριπολιτσά, δηλαδή το παλιό κέντρο της οθωμανικής εξουσίας στην Πελοπόννησο. Σε αντίθεση με τις παράκτιες πόλεις Κόρινθο και Ναύπλιο, η Τριπολιτσά δεσπόζει στον κεντρικό ορεινό χώρο της Πελοποννήσου και συνεπώς μπορεί να προστατευτεί καλύτερα στη διάρκεια του πολέμου. Ταυτόχρονα, καθώς βρίσκεται στο κέντρο της Πελοποννήσου, έχει πιο γρήγορη επικοινωνία και πρόσβαση στις περισσότερες επαρχίες της.

 

Το επεισόδιο Κολοκοτρώνη - Μαυροκορδάτου

Ο Κολοκοτρώνης και οι σύμμαχοί του έχουν τον έλεγχο της Καρύταινας και των γύρω περιοχών, αλλά και σημαντικών στρατιωτικών κέντρων, όπως η Τρίπολη, το Ναύπλιο και η Κόρινθος. Νιώθοντας ισχυροί αλλά και δυσαρεστημένοι από τις εξελίξεις στη Β’ Εθνοσυνέλευση, αρχίζουν επαφές με άλλους παράγοντες που δεν κατάφεραν να καταλάβουν θέσεις εξουσίας στο Άστρος, όπως ο Θ. Νέγρης και αρκετοί Πελοποννήσιοι κοτζαμπάσηδες, όπως ο Α. Φωτήλας και οι Δεληγιανναίοι αλλά και ο Ο. Ανδρούτσος.

Όλοι αυτοί συναντιούνται σε ένα χωριό κοντά στην Καρύταινα, τη Σηλίμνα, σχεδιάζοντας την ανατροπή της κυβέρνησης ακόμη και με τα όπλα. Η Διοίκηση αντιδρά σε αυτή τη σύναξη και με προκήρυξή της, στις 19 Μαΐου του 1823, κατηγορεί τους συγκεντρωμένους στη Σηλίμνα ότι παραβιάζουν τους νόμους του έθνους και ότι ενδιαφέρονται για το δικό τους συμφέρον και όχι για το εθνικό. Παρόλα αυτά, η Διοίκηση, αναγνωρίζοντας τη δύναμη του Κολοκοτρώνη, προσέρχεται σε συνομιλίες και διαπραγματεύσεις.

Στις διαπραγματεύσεις αυτές, επέρχεται ένας προσωρινός συμβιβασμός, καθώς προσφέρεται στον Κολοκοτρώνη, και αυτός το αποδέχεται, μία θέση στο Εκτελεστικό και η αντιπροεδρία του σώματος. Παράλληλα, ο γιος του, Πάνος Κολοκοτρώνης, αναλαμβάνει φρούραρχος του Ναυπλίου. Με τις ενέργειές της αυτές, η Διοίκηση αποσκοπεί στην ενσωμάτωση του Κολοκοτρώνη στη νέα πολιτική τάξη, καθώς δεν επιθυμεί καθόλου να τον έχει αντίπαλο.

Από τη δική του τη μεριά ο Κολοκοτρώνης, καταλαβαίνει πως έχει απομονωθεί και, έτσι, αποφασίζει να ενταχθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή, καθώς αντιλαμβάνεται ότι εκεί πλέον ασκείται η εξουσία. Δεν μπορεί όμως να κατανοήσει ότι στο νέο πολιτικό πεδίο, οι όροι άσκησης της πολιτικής είναι διαφορετικοί από αυτούς που ήξερε. Ο ίδιος έχει συνηθίσει να κάνει πολιτική βασιζόμενος στους δεσμούς συγγένειας και στις συμμαχίες μέσω επιγαμιών.

Έτσι, μόλις αδειάζει η θέση του προέδρου του Βουλευτικού, μετά την παραίτηση του Ι. Ορλάνδου, ο Κολοκοτρώνης υποστηρίζει την υποψηφιότητα για τη θέση αυτή, του συντοπίτη του και προσφάτως συμπεθέρου του, Α. Δεληγιάννη. Όμως, τη θέση αυτή τη διεκδικεί και την κερδίζει ο Α. Μαυροκορδάτος στις 10 Ιουλίου του 1823. Ο Κολοκοτρώνης δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και, με την απειλή της βίας, αναγκάζει το Μαυροκορδάτο να παραιτηθεί.

Το επεισόδιο αυτό είναι καθοριστικό για την πορεία των πραγμάτων. Ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης και οι Υδραίοι άρχοντες αποφασίζουν να προσπαθήσουν για μια νέα και ισχυρή εκτελεστική εξουσία, από την οποία θα αποκλείονται ο Κολοκοτρώνης και οι σύμμαχοί του. Ο μόνος τρόπος, όμως, για να μεταστραφούν οι πολιτικοί συσχετισμοί, που εκείνη τη στιγμή φαίνεται να γέρνουν υπέρ του Κολοκοτρώνη, είναι να κατορθώσουν να εξασφαλίσουν εξωτερικό δάνειο και, γι' αυτό, αποφασίζουν να επισπεύσουν τις διαδικασίες που απαιτούνται για το σκοπό αυτό.

 

Τα μέτωπα της αντιπαράθεσης

Μετά το επεισόδιο με το Μαυροκορδάτο και τον Κολοκοτρώνη, τα δύο σώματα – Εκτελεστικό και Βουλευτικό – έρχονται σε ρήξη και δημιουργούνται, έτσι, δύο αντίπαλα κέντρα εξουσίας.

Από τη μία μεριά είναι το Βουλευτικό σώμα, που έχει την πεποίθηση ότι η λειτουργία της εθνικής Διοίκησης υπονομεύεται διαρκώς στην Πελοπόννησο, όχι μόνο από τον Κολοκοτρώνη και τους συμμάχους του στρατιωτικούς, αλλά και από μια μεγάλη μερίδα κοτζαμπάσηδων που επιθυμούν να διατηρήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα στις επαρχίες τους. Στην πλευρά του Βουλευτικού σώματος έχουν προσχωρήσει και δύο σημαντικοί κοτζαμπάσηδες, οι Ανδρέας Ζαΐμης και Ανδρέας Λόντος, που πιστεύουν στη δημιουργία ισχυρής κεντρικής εξουσίας, διεκδικώντας βέβαια για τον εαυτό τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε αυτήν.

 

Zaimis Lontos

Ανδρέας Ζαΐμης - Ανδρέας Λόντος (σε πίνακα του Louis Dupre)

 

Οι άνθρωποι που στηρίζουν το Εκτελεστικό σώμα είναι τα άρματα της Πελοποννήσου, δηλαδή ο Κολοκοτρώνης και οι στρατιωτικοί σύμμαχοί του, οι Μαυρομιχαλαίοι και ισχυροί κοτζαμπάσηδες, όπως οι Δεληγιανναίοι, οι Παπατσώνηδες, ο Α. Φωτήλας, ο Σ. Χαραλάμπης κ.α. Παρά τις διαφορές και τις εντάσεις που δημιουργούνται στις επαρχίες ανάμεσά τους για τον έλεγχο των προσόδων και των όπλων, όλοι αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν την ίδια δυσπιστία απέναντι στα νέα πολιτικά πρόσωπα και τις νέες πρακτικές που βλέπουν να εφαρμόζονται. Θεωρούν, επίσης, ότι η Διοίκηση τους βάζει στο περιθώριο και κάτι τέτοιο ούτε το καταλαβαίνουν, ούτε το αποδέχονται. Πιστεύουν, ακόμη, ότι οι Υδραίοι εποφθαλμιούν τη γη και τις προσόδους της Πελοποννήσου και πως ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης τους εχθρεύονται επειδή είναι ισχυροί στον τόπο τους.    

Η αντιπαλότητα μεταξύ του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος, δεν αργεί να εξελιχθεί σε κατά μέτωπο σύγκρουση. Αιτία αποτελούν οι καθαιρέσεις του υπουργού Οικονομικών, Χ. Περούκα, και του μέλους του Εκτελεστικού σώματος, Α. Μεταξά, τις οποίες αποφασίζει το Βουλευτικό σώμα, με αφορμή ενέργειές τους που το Βουλευτικό σώμα δεν ενέκρινε.

Το Εκτελεστικό σώμα δεν αποδέχεται την καθαίρεση του Περούκα, ενώ στην περίπτωση της καθαίρεσης του Α. Μεταξά, ο Κολοκοτρώνης, οργισμένος, αντιδρά βίαια. Στέλνει το γιο του Πάνο με στρατιώτες στο Άργος, όπου συνεδριάζει το Βουλευτικό, και το διαλύει υπό την απειλή των όπλων (26 Νοεμβρίου του 1823)

Ύστερα από το επεισόδιο αυτό, ο Μαυροκορδάτος, οι Υδραίοι άρχοντες και οι Λόντος και Ζαΐμης, αφού παίρνουν με το μέρος τους πολλά μέλη και από το Βουλευτικό και από το Εκτελεστικό σώμα, αναδεικνύουν νέο Εκτελεστικό σώμα, με επικεφαλής το Γεώργιο Κουντουριώτη. Το νέο Εκτελεστικό εγκαθίσταται στο Κρανίδι, όπου μεταφέρονται και τα μέλη του Βουλευτικού που στήριξαν τις εξελίξεις αυτές. Μάλιστα, όσα μέλη του Βουλευτικού δεν παρουσιάζονται στο Κρανίδι, καθαιρούνται και οι επαρχίες τους καλούνται να εκλέξουν τους αντικαταστάτες τους.

 

Kountouriotis

Γεώργιος Κουντουριώτης, πρόεδρος του νέου Εκτελεστικού

 

Έτσι, ο Δεκέμβριος του 1823, βρίσκει τους Έλληνες να έχουν δύο εθνικές διοικήσεις, δηλαδή δύο Βουλευτικά και δύο Εκτελεστικά σώματα, αφού η παλιά διοίκηση δεν παραιτήθηκε. Αυτή, με επικεφαλής τον Π. Μαυρομιχάλη, μεταφέρει την έδρα της από το Ναύπλιο στην Τρίπολη.

Παρ' όλα αυτά, οι δύο πλευρές προσπαθούν να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Στις συζητήσεις αυτές η παλιά διοίκηση δηλώνει ότι θα αναγνωρίσει τη νέα, με την προϋπόθεση, όμως, να συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν ο Π. Μαυρομιχάλης, ο Σ. Χαραλάμπης και ο Α. Μεταξάς, να επανέλθουν στο Βουλευτικό σώμα οι βουλευτές που είχαν παραιτηθεί και να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τη σύγκληση νέας εθνοσυνέλευσης.

Οι Υδραίοι, όμως, είναι αδιάλλακτοι. Αυτό που ενισχύει την αδιαλλαξία τους είναι οι εξελίξεις που έχουν να κάνουν με τη σύναψη του δανείου, οι οποίες τους δίνουν τη βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση του Κρανιδίου θα είναι αυτή που θα πάρει τελικά τα χρήματα. Οι Κουντουριώτηδες, μάλιστα, και ο Κωλέττης πιστεύουν πως ο μόνος τρόπος, πλέον, για να επιβληθεί η εθνική διοίκηση, είναι η στρατιωτική επιβολή.

Μια ύστατη προσπάθεια συμφιλίωσης επιχειρείται από τον Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος μεταβαίνει στο Κρανίδι στις 22 Φεβρουαρίου του 1824. Εκεί, μιλά ενώπιον του Βουλευτικού σώματος, εξαντλώντας κάθε επιχείρημα στην προσπάθειά του να αποσοβήσει τον εμφύλιο πόλεμο. Μεταξύ άλλων, προτείνει να ακυρωθεί το διάταγμα που καταδίκαζε τον Μεταξά και να παραιτηθούν οι Κολοκοτρώνης και Πετρόμπεης από τις θέσεις τους. Οι προτάσεις όμως του Υψηλάντη απορρίπτονται και έτσι χάνεται και η τελευταία ελπίδα για ειρήνευση

 

 

Ο εμφύλιος πόλεμος της Επανάστασης ξεκινά. Η πρώτη φάση του εμφυλίου (Μάρτιος - Ιούλιος του 1824)

Οι κοτζαμπάσηδες και οι στρατιωτικοί που στηρίζουν την παλιά Διοίκηση που είχε εκλεγεί στο Άστρος, αντλούν τη δύναμή τους από την κατοχή τριών στρατηγικών σημείων της Πελοποννήσου: του Ναυπλίου, της Ακροκορίνθου και της Τρίπολης.

Στις αρχές Μαρτίου του 1824, η νέα Διοίκηση του Κρανιδίου ορίζει ως έδρα της το Ναύπλιο, το οποίο όμως κατέχει ο Πάνος Κολοκοτρώνης. Έτσι, ενώ τα στρατεύματά της έχουν καταλάβει τους Μύλους, ένα χωριό απέναντι από το Ναύπλιο, διατάζει τον Πάνο Κολοκοτρώνη να την αφήσει να μπει στην πόλη. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, αρνείται και η νέα Διοίκηση τον καταγγέλλει για ανυπακοή και στασιασμό και αρχίζει τον αποκλεισμό του Ναυπλίου από ξηρά και θάλασσα.

Ενώ, μάλιστα, πολιορκείται το Ναύπλιο, ένοπλα σώματα στέλνονται από τη νέα Διοίκηση στον Ακροκόρινθο. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, που υπερασπίζεται το φρούριο, βλέπει πολλούς οπλαρχηγούς με τους άντρες τους να αποσύρονται και να περνούν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Έτσι, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον Ακροκόρινθο και να καταφύγει στην Τρίπολη.

Η κυβέρνηση του Κρανιδίου έχει καταφέρει να εγκλωβίσει τους αντιπάλους της στην Τρίπολη και αρχίζει να τους πολιορκεί στενά. Ταυτόχρονα, οι φήμες που διαδίδονται ότι το δάνειο βρίσκεται ήδη στα χέρια των Κουντουριώτηδων, κάνουν πολλούς οπλαρχηγούς που υποστήριζαν μέχρι τότε την παλιά Διοίκηση, να την εγκαταλείψουν και να προσχωρήσουν στους αντιπάλους της. Πράγματι, το Α΄ Δάνειο υπογράφεται στο Λονδίνο από τους εκπροσώπους των Ελλήνων το Φεβρουάριο του 1824 και φτάνει στα χέρια της Κυβέρνησης τον Απρίλιο του 1824. Το Β΄ Δάνειο υπογράφεται στο Λονδίνο τον Ιανουάριο του 1825.

Οι “αντάρτες”, πολιορκημένοι στην Τρίπολη, αντιλαμβάνονται πλέον ότι ο αγώνας είναι άνισος και αρχίζουν να σκέφτονται το συμβιβασμό. Η νέα Διοίκηση όμως, δεν έχει καμία διάθεση για συμβιβασμό. Ζητά πλέον τη σύλληψή τους και την τιμωρία τους, για παραδειγματισμό και για προειδοποίηση προς οποιονδήποτε θα σκεφτεί να της αντισταθεί στο μέλλον.

Για το σκοπό αυτό, ζητά από τους Α. Λόντο και Α. Ζαίμη, που έχουν οριστεί υπεύθυνοι για την πολιορκία και την κατάληψη της Τρίπολης, να μη δεχτούν κανένα συμβιβασμό και να απαιτήσουν την άνευ όρων παράδοση των αντιπάλων τους. Οι δύο κοτζαμπάσηδες όμως, δεν υπακούουν στις διαταγές που λαμβάνουν από τη νέα Διοίκηση και προσπαθούν να έρθουν σε συμβιβασμό με τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους. Στις αρχές Απριλίου του 1824, οι Λόντος και Ζαΐμης πετυχαίνουν μία συμφωνία: τα μέλη του παλιού Εκτελεστικού δέχονται να εγκαταλείψουν την πόλη, με τον όρο να μην εισέλθουν στρατεύματα της νέας Διοίκησης σε αυτήν. Δέχονται, επίσης, να παραδώσουν το Ναύπλιο, όχι όμως στη νέα Διοίκηση, αλλά προσωπικά στους Λόντο και Ζαΐμη.

Οι Κουντουριώτηδες αποδοκιμάζουν τη συμφωνία αλλά επέρχεται ο συμβιβασμός και τα μέλη του παλιού Εκτελεστικού αρχίζουν να εγκαταλείπουν την Τρίπολη. Ο Λόντος όμως, δεν τηρεί τη συμφωνία και μπαίνει στην πόλη με τα κυβερνητικά στρατεύματα. Αλλά και ο Πάνος Κολοκοτρώνης από την πλευρά του, αθετεί τις συμφωνίες και δεν παραδίδει το Ναύπλιο. Ταυτόχρονα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αρχίζει αυτός πλέον να πολιορκεί την Τρίπολη και τα κυβερνητικά στρατεύματα και σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου αρχίζουν οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Στις συγκρούσεις αυτές επικρατούν σχεδόν πάντα οι δυνάμεις της νέας Διοίκησης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης με δυσκολία κρατά το Ναύπλιο, αλλά ο πατέρας του έχει φέρει σε δύσκολη θέση τα κυβερνητικά στρατεύματα στην Τρίπολη.

Η κυβέρνηση του Κρανιδίου, τότε, αποφασίζει να στείλει στρατεύματα και να καταστρέψουν την Καρύταινα, το κέντρο της δύναμης του Κολοκοτρώνη και των Δεληγιανναίων. Διατάζει, μάλιστα, τους Λόντο, Ζαΐμη και Νοταρά να εξοντώσουν και να συλλάβουν τους αντάρτες. Αυτοί, όμως, αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές και αναζητούν για μια ακόμη φορά συμβιβασμό, καθώς έχουν καταλάβει ότι αν οι αντάρτες αποδυναμωθούν εντελώς, τότε οι Υδραίοι, ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος θα αποκτήσουν ανεξέλεγκτη δύναμη που θα θέσει σε κίνδυνο και τη δική τους θέση αργότερα.

Αυτή η δεύτερη ανυπακοή των Λόντου-Ζαΐμη απέναντι στις διαταγές της νέας διοίκησης, τους φέρνει σε οριστική ρήξη με τη νέα Διοίκηση, η οποία έχει αρχίσει να πιστεύει ότι οι δύο κοτζαμπάσηδες έχουν πλέον συνταχτεί με το μέρος των ανταρτών. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορούν να έρθουν σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί τους από φόβο να μην τους στείλουν στη μεριά του αντιπάλου οριστικά.

Ο εμφύλιος συνεχίζεται με τις επιχειρήσεις να επικεντρώνονται στο Ναύπλιο, το οποίο υπερασπίζεται ο Πάνος Κολοκοτρώνης, και την Τρίπολη, την οποία κατέχουν τα κυβερνητικά στρατεύματα και την πολιορκεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

 

palamidi

Παλαμήδι - το φρούριο του Ναυπλίου

 

Ο Κολοκοτρώνης νιώθει ότι χάνει πλέον τον πόλεμο, αλλά από την πλευρά της και η κυβέρνηση του Κρανιδίου αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να πετύχει ολοκληρωτική επικράτηση. Έτσι, στα τέλη Μαΐου του 1824, αρχίζουν πάλι διαπραγματεύσεις με σκοπό την εύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης. Το κύριο θέμα των διαπραγματεύσεων αφορά την παράδοση του Ναυπλίου. Ο Κολοκοτρώνης υποστηρίζει ότι δεν θέλει το φρούριο για λογαριασμό του, ούτε όμως δέχεται να το παραδώσει στον Κουντουριώτη και τη νέα διοίκηση, αλλά σε μία διοίκηση “νόμιμη” που θα εκλεγεί από εθνοσυνέλευση. Τελικά, δέχεται να παραδώσει το φρούριο στους Λόντο και Ζαΐμη, με τον όρο όμως να μην το παραδώσουν στους Υδραίους. Συμφωνούν, επίσης, να διαλυθούν τα ένοπλα σώματα των “ανταρτών”.

Η κυβέρνηση του Κρανιδίου δυσανασχετεί που για μια ακόμη φορά οι Λόντος και Ζαΐμης ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία. Παρ' όλα αυτά, αποδέχεται τη συμφωνία και το Ναύπλιο παραδίδεται. Εκεί, εγκαθίσταται η νέα Διοίκηση (αρχές Ιουνίου του 1824) και παραχωρείται αμνηστία στους “στασιαστές”. Με διάταγμα, όμως, απαγορεύεται η συμμετοχή των μελών του παλιού Εκτελεστικού στα όργανα της εθνικής Διοίκησης.

 

Η δεύτερη φάση του εμφυλίου (Οκτώβριος του 1824 - Μάιος του 1825)

Στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 1824, η κυβέρνηση του Κρανιδίου έχει καταφέρει να διαλύσει τα ένοπλα σώματα των ανταρτών, να καταλάβει όλα τα σημαντικά οχυρά στην Πελοπόννησο και την Ανατολική Στερεά και να αποσπάσει το φρούραρχο της Ακρόπολης Ι.Γκούρα από την επιρροή του Ο. Ανδρούτσου. Στη Δυτική Ρούμελη, μπορεί μεν να υπάρχουν οπλαρχηγοί που είναι δυσαρεστημένοι με τη νέα Διοίκηση, όπως ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας, όμως δεν έχουν τη δύναμη να αντιταχθούν στο Μαυροκορδάτο, ο οποίος έχει κατορθώσει να πάρει με το μέρος του τους περισσότερους οπλαρχηγούς της περιοχής. Έτσι, για πρώτη φορά από τη συγκρότησή της, τον Ιανουάριο του 1822, η νέα Διοίκηση έχει αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης.

Όμως, μέσα στη νέα Διοίκηση, αρχίζουν να φθείρονται οι συμμαχίες. Οι Υδραίοι έχουν αποφασίσει να παραγκωνίσουν τους Λόντο και Ζαΐμη, καθώς δεν τους συγχωρούν τον τρόπο με τον οποίο έδρασαν στις διαπραγματεύσεις με τον Κολοκοτρώνη. Εν όψει, μάλιστα, των εκλογών για την τρίτη κυβερνητική περίοδο, οι Υδραίοι υποπτεύονται ότι οι Πελοποννήσιοι, που έχουν μεγάλο αριθμό αντιπροσώπων, θα κατορθώσουν να εκλέξουν ξανά δικούς τους ανθρώπους στα όργανα της Διοίκησης. Ο Ζαΐμης, μάλιστα, έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη του Κολοκοτρώνη και θέτει υποψηφιότητα για την προεδρία του Βουλευτικού.

Οι Ζαΐμης και Λόντος έχουν ήδη μετανιώσει για τη συμμαχία τους με τη νέα Διοίκηση. Η εχθρική συμπεριφορά των Κουντουριώτηδων τους κάνει να φοβούνται ότι θα είναι αυτοί ο επόμενος στόχος. Όλα αυτά συσπειρώνουν τους Πελοποννήσιους πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες. Προσπαθούν, μάλιστα, να πλησιάσουν Σουλιώτες και Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς για να εξασφαλίσουν τη συμμαχία τους. Το ίδιο, όμως, κάνει και η κυβέρνηση Κουντουριώτη από την πλευρά της, έχοντας όμως ένα ακατανίκητο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των Πελοποννησίων : τα χρήματα του δανείου

Στις εκλογές που γίνονται στις 3 Οκτωβρίου του 1824, επικρατούν τελικά οι Υδραίοι με τους συμμάχους τους. Ο Γ. Κουντουριώτης παραμένει πρόεδρος του Εκτελεστικού, ενώ ο Ζαΐμης αποτυγχάνει να εκλεγεί πρόεδρος του Βουλευτικού. Ο Ζαΐμης, ο Λόντος, οι Δεληγιανναίοι, οι Κολοκοτρωναίοι και η πλειοψηφία των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων της Πελοποννήσου καταγγέλλουν τα αποτελέσματα των εκλογών ως αποτέλεσμα εκβιασμού και εξαγοράς ψήφων και τονίζουν ότι δεν τα αναγνωρίζουν.

Ο νέος εμφύλιος είναι πλέον προ των πυλών και η αφορμή δε θα αργήσει να δοθεί. Είναι τον Οκτώβριο του 1824, όταν οι κάτοικοι της επαρχίας Αρκαδιάς (σημερινή Κυπαρισσία) αρνούνται να αποδώσουν στην εθνική Διοίκηση τις προσόδους της επαρχίας τους και διώχνουν από την περιοχή τους τον έπαρχο, μη αναγνωρίζοντάς του το δικαίωμα να επιβάλλει και να εισπράττει φόρους για λογαριασμό της κυβέρνησης. Οι περισσότεροι από τους οπλαρχηγούς και κοτζαμπάσηδες της επαρχίας αυτής είναι άνθρωποι του Κολοκοτρώνη. Η Διοίκηση χαρακτηρίζει το γεγονός αυτό ως ανταρσία και διατάζει τον υπουργό Εσωτερικών Παπαφλέσσα να την καταστείλει.

Ο Παπαφλέσσας φτάνει στην Αρκαδιά το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου και ζητά από τις τοπικές αρχές να πειθαρχήσουν στην εθνική Διοίκηση και να αποδώσουν τους φόρους. Οι οπλαρχηγοί της περιοχής όμως, σε συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη, αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές του και έτσι, οι δύο πλευρές ετοιμάζονται για ένοπλη αναμέτρηση.

Προς βοήθεια των οπλαρχηγών της Αρκαδιάς σπεύδουν οι γιοι του Κολοκοτρώνη, Πάνος και Γενναίος, και αργότερα ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Αλλά και κυβερνητικά στρατεύματα, υπό τους Β. Μαυροβουνιώτη και Δ. Μούρτζινο, σπεύδουν να ενισχύσουν τον Παπαφλέσσα. Στη μάχη που ακολουθεί, οι δυνάμεις των οπλαρχηγών της Αρκαδιάς επικρατούν των κυβερνητικών στρατευμάτων και ο Παπαφλέσσας, ηττημένος, επιστρέφει στο Ναύπλιο.

Στόχος, τώρα, των δυνάμεων του Κολοκοτρώνη και των συμμάχων του είναι η κατάληψη της Τρίπολης. Προς την πόλη αυτή κατευθύνονται τόσο ο Κολοκοτρώνης με τους Δεληγιανναίους όσο και οι Λόντος και Ζαΐμης. Μέσα στην πόλη βρίσκονται τα ρουμελιώτικα στρατεύματα υπό τον Β. Μαυροβουνιώτη, τα οποία κινδυνεύουν να αποκλειστούν από τους αντιπάλους τους και να αντιμετωπίσουν προβλήματα επισιτισμού. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιούν τακτικές εφόδους έξω από την πόλη και έρχονται σε συμπλοκές μαζί τους. Σε μία από αυτές, ο Μαυροβουνιώτης έρχεται σε δύσκολη θέση, ένα μεγάλο μέρος των ενόπλων του διαλύεται και αυτός με τους υπόλοιπους, διαφεύγει προς το Ναύπλιο εγκαταλείποντας την Τρίπολη.

Οι Πελοποννήσιοι αποκτούν, έτσι, τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Τρίπολης. Παρόλα αυτά, δεν επιχειρούν να καταλάβουν την πόλη, την οποία υποστηρίζει μια μικρή κυβερνητική φρουρά, επειδή δεν επιθυμούν να έρθουν σε αντιπαράθεση με τον πληθυσμό της πόλης. Έτσι, αποφασίζουν να τηρήσουν στάση αναμονής

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Κουντουριώτη στρατολογεί ένοπλα σώματα, κυρίως Σουλιώτες και Ρουμελιώτες, προετοιμάζοντας εκστρατεία εναντίον των Πελοποννήσιων. Ο Ι. Κωλέττης είναι αυτός που έχει αναλάβει να υλοποιήσει το σχέδιο. Σουλιώτες οπλαρχηγοί, όπως ο  Κ. Τζαβέλας, ο Κ. Μπότσαρης, ο Γ. Δράκος αλλά και Ρουμελιώτες, όπως ο Ι. Γκούρας, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Α. Ίσκος, ο Ν. Πανουργιάς και ο Γ. Δυοβουνιώτης, έχουν συμφωνήσει με τον Κωλέττη να εισβάλλουν στην Πελοπόννησο και να καθυποτάξουν τους «αντάρτες».

Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Κωλέττη προς τον Γκούρα, ενδεικτική της ποιότητας τόσο του χαρακτήρα του Κωλέττη, όσο και της μορφής που είχε λάβει πλέον ο εμφύλιος πόλεμος. Στην επιστολή αυτή, ο Κωλέττης καλεί τον Γκούρα σε βοήθεια, και του υπόσχεται πλιάτσικο στην Πελοπόννησο: «Αδερφέ, οι Μοραΐτες ελύσαξαν απ’ τα πολλά πλούτη τα οποία ήρπασαν από τους Τούρκους της Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου, του Λάλα, της Κορίνθου, της Μονεμβασίας και των λοιπών μερών … Και εσείς τρέχετε αυτού, χωρίς ψωμί, χωρίς τζαρούχι, χωρίς φορέματα, με μιαν παλαιόκαπαν και καταβασανίζεσθε; Τι λοιπόν περιμένετε; Άλλην αρμοδιοτέραν και ευτυχεστέραν δι’ εσάς περίστασιν δεν θέλη εύρητε ποτέ, διά να πλουτίσετε, μικροί και μεγάλοι. Τώρα άνοιξαν διά εσάς δύο πηγαί πλούτου. Οι λίρες του δανείου και τα πλούσια λάφυρα του Μορέως. Τι άλλον πλέον επιθυμείτε;»

 

Kolettis Gkouras

Ιωάννης Κωλέττης - Γιάννης Γκούρας

 

Έτσι, στις 23 Νοεμβρίου του 1824, ένα πρώτο σώμα με επικεφαλής τον Γκούρα εισβάλλει στην Πελοπόννησο από τον Ισθμό. Ο Λόντος κατορθώνει να διαφύγει, αλλά ο Νοταράς συλλαμβάνεται και οδηγείται στο Ναύπλιο. Στη συνέχεια, τα στρατεύματα του Γκούρα σκορπίζουν τον τρόμο και τον πανικό στις γύρω περιοχές, λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Παράλληλα, κυβερνητικά στρατεύματα αρχίζουν να κινούνται προς την Τρίπολη. Αφού διασπούν τις δυνάμεις των αντιπάλων τους, μπαίνουν στην πόλη.

Το δεύτερο σώμα, με επικεφαλής τους Τζαβέλα, Ίσκο, Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, αποβιβάζεται στο Αίγιο στις αρχές του Δεκεμβρίου. Αφού καταλαμβάνουν το Αίγιο, κατευθύνονται προς την Κερπινή, όπου βρίσκονται τα στρατεύματα των Λόντου, Ζαΐμη και Νικηταρά. Μετά από σφοδρή μάχη, οι Πελοποννήσιοι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να αντισταθούν και υποχωρούν προς την Ηλεία. Ο Γκούρας, όμως, συνεχίζει να τους καταδιώκει, λεηλατώντας και καταστρέφοντας την περιοχή της Γαστούνης.

Τελικά, οι κυνηγημένοι κοτζαμπάσηδες μαζί με το Νικηταρά, κατορθώνουν να διαφύγουν και να περάσουν με πλοία στη Δυτική Ρούμελη. Από εκεί περνούν απέναντι, στο νησί του Καλάμου, που υπάγεται στην Ιόνια Πολιτεία.

Εν τω μεταξύ, στην Πελοπόννησο, οι Ρουμελιώτες και οι Σουλιώτες, αφού λεηλάτησαν την Κερπινή και κατέστρεψαν τα σπίτια και όλα τα υπάρχοντα των Ζαΐμηδων, κατευθύνονται προς τη Γορτυνία με σκοπό να κυνηγήσουν τους Δεληγιανναίους και να καταστρέψουν τις περιουσίες τους στα Λαγκάδια. Αρχηγός των επιχειρήσεων είναι ο ίδιος ο Κωλέττης, ο οποίος είναι αποφασισμένος να συλλάβει τους κοτζαμπάσηδες και να τους οδηγήσει στο Ναύπλιο. Στα Λαγκάδια, οι Ρουμελιώτες λεηλατούν την περιουσία των Δεληγιανναίων, οι οποίοι διαφεύγουν προς το Μυστρά. Αφού περιφέρονται για ένα μήνα στην περιοχή, αποφασίζουν, με τη μεσολάβηση του φίλου τους Π. Γιατράκου, που έχει εν τω μεταξύ πάει με το μέρος των κυβερνητικών, να παραδοθούν. Έτσι, στα τέλη Ιανουαρίου του 1825, οι Δεληγιανναίοι παραδίδονται και οδηγούνται στο Ναύπλιο.

Αλλά και ο Κολοκοτρώνης έχει ήδη αποφασίσει να παραδοθεί, επηρεασμένος και από την εξέλιξη των συγκρούσεων αλλά και από το θάνατο του γιου του, Πάνου, που είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια συμπλοκής στα μέσα Νοεμβρίου. Έτσι, παρουσιάζεται στην Τρίπολη και παραδίδεται. Από εκεί, οδηγείται στο Ναύπλιο όπου φυλακίζεται.

Εν τω μεταξύ, τα ένοπλα σώματα των Σουλιωτών και Ρουμελιωτών που έχουν εισβάλλει στην Πελοπόννησο προχωρούν πλέον σε ανεξέλεγκτες καταστροφές και λεηλασίες των περιουσιών , όχι μόνο εναντίον των ισχυρών κοτζαμπάσηδων και οπλαρχηγών, αλλά και των πληθυσμών της περιοχής, ενώ η Διοίκηση αδυνατεί να επιβάλλει πειθαρχία.

Σα να μην έφταναν τα παραπάνω, στις 26 Φεβρουαρίου του 1825 ο Ιμπραήμ Πασάς αποβιβάζει τα στρατεύματά του στη Μεθώνη της Μεσσηνίας. Στις πρώτες συγκρούσεις που ακολουθούν, ηττούνται οι ελληνικές δυνάμεις και σκοτώνεται ο υπουργός πολέμου Αναγνωσταράς. Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των Σουλιωτών και Ρουμελιωτών εγκαταλείπει την Πελοπόννησο αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στον Ιμπραήμ.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και ευρισκόμενη σε κατάσταση πανικού, η κυβέρνηση αποφασίζει, 18 Μαΐου του 1825, να χορηγήσει γενική αμνηστία σε όλους

 

Πηγές

Νίκος Ροτζώκος: «Η πολιτική και θεσμική θεμελίωση τουεπαναστατημένου έθνους» , από το συλλογικό έργο Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΔΟΜΗ

Μαρία Ευθυμίου: “Η επανάσταση του 1821. Ένα δύσκολο εγχείρημα μιας περίπλοκης κοινωνίας»

Thomas Gordon : Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης

 

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 12 Απριλίου 2022 01:02