Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Οι Κλέφτες: Μύθοι και πραγματικότητα Κύριο

"Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές", Διονύσιος Σολωμός

 

Την ιστορία, λένε πως τη γράφουν οι νικητές. Κι ας είναι και Κλέφτες αυτοί. Η συμμετοχή των Κλεφτών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και η αποφασιστική συμβολή τους στη στελέχωση των ένοπλων τμημάτων του αγώνα διέγραψε το, προ του Αγώνα, παρελθόν τους. Η ύπαρξη των οργανωμένων σωμάτων Κλεφτών θεωρήθηκε απλουστευτικά και βολικά ως αποτέλεσμα της τουρκικής καταπίεσης. Σα να μην ήταν τα προηγούμενα καθεστώτα καταπιεστικά, σαν να μην υπήρχαν σώματα Κλεφτών πριν από την τουρκοκρατία και σαν να έπαψαν να υπάρχουν σώματα Κλεφτών μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους

Δε χωρά καμία αμφιβολία πως η συμβολή των Κλεφτών – και του δυαδικού τους συμπληρώματος, των Αρματολών, οι οποίοι αποτελούν μια ακόμη πιο ιδιαίτερη περίπτωση και για τους οποίους θα κάνουμε ξεχωριστό αφιέρωμα - ήταν καθοριστική για την εξέλιξη της επανάστασης του ’21, καθώς αποτέλεσαν τις μόνες αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις του ένοπλου αγώνα.

Όπως γράφει ο Φοριέλ στα 1824-25, « … τους κλέφτες είχε κυρίως λογαριάσει ο δυστυχισμένος Pήγας για την επιτυχία της πατριωτικής του συνωμοσίας. Kαι πιο ύστερα, όσοι Έλληνες επιχείρησαν κάτι για την απελευθέρωση της χώρας τους, στήριξαν τα μέγιστα της εμπιστοσύνης τους, όπως κι εκείνος, στη γενναιότητά τους»

Δε χωρά, επίσης, καμιά αμφιβολία πως οι Κλέφτες υμνήθηκαν από εκατοντάδες δημοτικά τραγούδια, καθώς οι απλοί άνθρωποι θαύμαζαν το θάρρος και το πνεύμα ανεξαρτησίας που απέπνεαν.

«Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,

δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες,

μον' καρτερώ την άνοιξη να' ρθούν τα χελιδόνια,

να βγούν οι βλάχες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες»

 

Όπως, εύστοχα, έγραψε ο Τζορτζ Φίνλεϊ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» : «Όπου η κυβέρνηση δεν δείχνει σεβασμό στη δικαιοσύνη, οι εκτός νόμου συχνά βρίσκουν υποστήριξη στις κατώτερες τάξεις του λαού, σα μέσον που διασφαλίζει την εκδίκηση ή επανορθώνει τα αφόρητα κοινωνικά κακά. Μια ζωή ανεξάρτητη, κι όταν ακόμα λεκιάζεται από το έγκλημα, πάντοτε διαχύνει κάποια γοητεία στα πνεύματα των καταπιεζομένων...»

Όμως, δε χωρά και καμία αμφιβολία για τους σύγχρονους ιστορικούς πως οι κλέφτες αποτελούσαν μια πληγή για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού - και όχι μόνο για τους Τούρκους αγάδες και τους Έλληνες κοτζαμπάσηδες. Μια πληγή που λειτουργούσε με εκβιασμούς και πολλές φορές εκφραζόταν με τρομακτική σκληρότητα

Είναι χαρακτηριστική μία παράγραφος από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, στην οποία ο Μακρυγιάννης, με αφορμή ένα επεισόδιο στα χρόνια της Επανάστασης όπου είδε έναν αγωνιστή να βασανίζει έναν πολίτη, έγραψε «τέτοιον τυραγνισμόν δεν τον ξέραν να του κάμουν μήτε οι Kατ­ζαντωναίοι οπούταν λησταί … τότε σιχάθηκα ολωσδιόλου το Ρωμαΐικο, ότι μάθαμεν όλοι την ληστείαν γενικώς »

Για τα αίτια που δημιούργησαν τα φαινόμενο των κλεφτών, ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του “Οι Κλέφτες του Μωριά” γράφει σχετικά: «Μέσα στις χώρες η φτώχεια γεννοβολάει το έγκλημα· στην εξοχή κάνει να φυτρώση πρώτα η ζωοκλοπή, ύστερα η φυγοδικία, και τέλος η ληστεία να θεριέψη. Ο Κλέφτης πρώτα και κύρια ήτανε ληστής, κι η ληστεία επάγγελμά του∙ αν τώρα ομορφαίνουμε τις πράξεις του, είναι γιατί η δημόσια αρχή που τον κατέτρεχε ήτανε ξενική κι αλλόπιστη»

Αντίθετα, υπήρξαν ιστορικοί, όπως ο I. Φιλήμων, οι οποίοι περιγράφουν μία εμφανώς εξιδανικευμένη και ωραιοποιημένη εικόνα του Κλέφτη, μία εικόνα που έμελλε να κυριαρχήσει στη συλλογική συνείδηση του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους. «Οι Κλέπται», γράφει ο Φιλήμων το 1834, «επολέμουν την τυραννίαν εις τα όρη ... Tο όνομα Kλέπται δεν εδόθη εις τούτους δια το πραγματικόν μέρος της διαγωγής των. Aυτή δεν ήτο κατ’ αρχάς διόλου ενοχλητική εις τους Έλληνας...»

Ένα άλλο κρίσιμο θέμα που αποφεύγεται επιμελώς να συζητηθεί, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι περισσότεροι από τους Κλέφτες υπηρέτησαν την «εθνική υπόθεση». Ένας τρόπος που προέτασσε το προσωπικό τους όφελος έναντι του συλλογικού ή του εθνικού και οδήγησε πολλές φορές την εθνική υπόθεση στα χείλη της καταστροφής. Ένας ιδιοτελής τρόπος, βέβαια, που δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτούς, αλλά και σε άλλες μερίδες των επαναστατημένων Ελλήνων, όπως οι αρματολοί, οι νησιώτες καραβοκύρηδες, οι κοτζαμπάσηδες, οι Φαναριώτες. Πλήθος είναι οι μαρτυρίες για τους τσακωμούς μεταξύ των οπλαρχηγών που είχαν να κάνουν με το μοίρασμα των λαφύρων μετά από μία μάχη και επισφράγισμα της πρόταξης των προσωπικών επιδιώξεων έναντι της εθνικής υπόθεσης αποτελούν οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι που έγιναν στο μέσο της Επανάστασης. Όλα αυτά θα τα δούμε σιγά-σιγά

Τώρα γιατί τα σκαλίζουμε τόσο πολύ, θα αναρωτηθεί κανείς. Αυτό το κάνουμε, επειδή θεωρούμε πως η Ιστορία θα έπρεπε να ερμηνεύει, να εξηγεί, να διδάσκει και μέσω αυτής της διαδικασίας να προάγει την πολιτική ζωή και να καθοδηγεί για το πώς θα πορεύεται μια κοινωνία και δε θα επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος. Μια κοινωνία, όπως η νεοελληνική, που επιλέγει να ζει με παραμύθια, με λειασμένες καταστάσεις και με κατά παραγγελίαν αγιογραφήσεις είναι καταδικασμένη να παραμένει στο νηπιακό στάδιο ανάπτυξης

Πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, σε παλιά συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία και στην ερώτηση του Δημήτρη Γκιώνη για τις αρετές που πρέπει να έχει ένας ιστορικός, είχε πει : «Η πρώτη αρετή είναι η αντικειμενικότητα και η αλήθεια. Πολλές φορές που είχα αμφιβολία για ένα επεισόδιο του '21, αναζητούσα κι άλλες πηγές. Έπρεπε πάντα να το διασταυρώσω κι όταν νόμιζα ότι βρήκα την αλήθεια, αδιαφορούσα ποιον θα ευχαριστούσα και ποιον θα δυσαρεστούσα. Μεγάλος δάσκαλος για όλο τον κόσμο είναι ο Θουκυδίδης, που δεν δίστασε να γράψει αυτά που θα δυσαρεστούσαν τους συντοπίτες του Αθηναίους»

Δυστυχώς, η επίσημη ιστοριογραφία γράφτηκε από ιστορικούς που δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν κανέναν από όσους βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών και αποφάσισε να κρύψει κάτω από το χαλί ό,τι ενοχλούσε και ό,τι δυσαρεστούσε. Έτσι, η κυρίαρχη αφήγηση κατέληξε να ερμηνεύει τα πάντα με έναν αφελή, αντιεπιστημονικό και υπεραπλουστευτικό τρόπο, στον οποίο κυριαρχούν απλοϊκά δίπολα του τύπου άσπρο - μαύρο: φιλέλληνας – ανθέλληνας, καλό – κακό, ήρωας – προδότης, παραγνωρίζοντας πόσο σύνθετη είναι η ιστορική πραγματικότητα, αλλά και η ανθρώπινη υπόσταση.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή προσπαθώντας να μεταφέρουμε μια εικόνα αποστασιοποιημένη τόσο από εξιδανικεύσεις, όσο και από αφορισμούς

 

Η γέννηση των κλεφτών. Προέλευση των κλεφτών και στόχοι τους

Το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο των Βαλκανίων με τα ψηλά βουνά, τις στενές κοιλάδες και τα πυκνά δάση ήταν ανέκαθεν το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη και την επιβίωση αυτόνομων ληστρικών ομάδων, τις οποίες καμία κεντρική εξουσία δεν μπορούσε να ελέγξει. Η ληστεία ήταν συνηθισμένη συμπληρωματική οικονομική δραστηριότητα των ορεινών νομαδικών ή ημινομαδικών ποιμενικών φύλων

 

kleftes02

 

Η κατάκτηση, μάλιστα, των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη μετακίνηση, κυρίως χριστιανικών, πληθυσμών προς τα ορεινά και δυσπρόσιτα, πλην άγονα, μέρη. Η ένταση της ληστείας αυξάνεται στον οθωμανικό κόσμο από τον 17ο αιώνα και έπειτα, κυρίως ως έμμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της αυτοκρατορίας.

Όπως αναφέρει ο Λ. Κουτσονίκας«Οι πρώτοι της Ελλάδος κατακτηταί Σουλτάνοι Οθωμανοί, δια να διατηρώσιν εις τελείαν υποταγήν τους Έλληνας μετώκησαν εκ του Ικονίου της Μικράς Ασίας τετρακοσίας χιλιάδας κατοίκων οθωμανών […] εις τας πεδινάς επαρχίας της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, τους δε κατοικούντας Έλληνας απεδίωξαν˙ ούτοι δε αναγκασθέντες απεσύρθησαν εις τα ορεινά μέρη, και απεκαταστάθησαν εις τ’ άγονα και τραχέα των χωρών τούτων μέρη».

Στην πραγματικότητα, όμως, η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο σύνθετη. Οι εξουσιαστές δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι κατακτητές αλλά και οι διορισμένοι από αυτούς, Έλληνες κοτζαμπάσηδες. Η καταπίεση και απομύζηση του πληθυσμού ωθούσε τους θαρραλέους να «βγούνε στο κλαρί» και να γίνουν κλέφτες

Αυτοί πάλι που έβγαιναν στο κλαρί, δεν ήταν μόνο χριστιανοί, αλλά και μουσουλμάνοι, όπως οι Λιάπηδες και οι Αρναούτηδες, που έδρασαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χριστιανοί – ελληνόφωνοι ή αλβανόφωνοι - Κλέφτες συνέπρατταν με αλβανόφωνους μουσουλμάνους ή Τούρκους Κλέφτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύμπραξη του Αλή πασά και του πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, όταν ο Αλή Πασάς ήταν ακόμη κλέφτης, πριν γίνει πασάς των Ιωαννίνων.

Στο σημείο αυτό, θεωρούμε χρήσιμο να τονίσουμε πως η έννοια της εθνικότητας είναι κάπως συγκεχυμένη εκείνη την εποχή. Στην πραγματικότητα, ο κύριος διαχωρισμός τη δεδομένη χρονική περίοδο έχει να κάνει με το θρήσκευμα και γι’ αυτό είναι πιο σωστό μάλλον να μιλάμε για χριστιανούς και μουσουλμάνους, παρά για Έλληνες και Τούρκους. Αλλιώς, δεν θα μπορούμε να εξηγήσουμε την έντονη παρουσία των Αλβανών και, ιδίως, τη μεγάλη συμμετοχή αλβανόφωνων στην πλευρά των Ελλήνων. Πρέπει, επίσης, να πούμε πως οι περισσότεροι κάτοικοι των επαναστατημένων περιοχών μπορούσαν να μιλούν δύο ή και τρεις γλώσσες. Ελληνικά, αλβανικά και τουρκικά. Ο κάθε ένας είχε βέβαια τη μητρική του γλώσσα, αλλά μπορούσε να συνεννοείται και στις άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα οι Σουλιώτες είχαν ως κύρια γλώσσα τα αλβανικά αλλά μπορούσαν να μιλούν και ελληνικά, τουλάχιστον οι άντρες που έρχονταν πιο πολύ σε επαφή με τις γύρω περιφέρειες. Η κοινή χριστιανική θρησκεία, όμως, τους έφερνε πιο κοντά στους Έλληνες που έτσι κι αλλιώς και εκείνοι γνώριζαν αλβανικά. Με δεδομένο πως στο πλευρό των Τούρκων υπηρετούσαν πολλοί αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι – οι αποκαλούμενοι στην ιστοριογραφία μας ως Τουρκαλβανοί – δεν είναι περίεργο που όλες οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών γίνονταν στην αλβανική γλώσσα.

Επανερχόμενοι όμως στο θέμα μας, οι στόχοι των επιθέσεων των κλεφτών δεν είχαν να κάνουν με το θρήσκευμα ή την εθνικότητα. Κύριος στόχος των κλεφτών ήταν οι πλούσιοι του κάμπου, Χριστιανοί προεστοί ή Μουσουλμάνοι πλούσιοι. Αγαπημένος, επίσης, στόχος των κλεφτών ήταν οι ταξιδιώτες και οι έμποροι, στους οποίους έστηναν καρτέρι ή καραούλι στα στενά ορεινά περάσματα, τα δερβένια όπως ονομάζονταν.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι κλέφτες φορολογούσαν με τη βία και τον εκβιασμό ακόμη και ολόκληρα χωριά. Χαρακτηριστική είναι η επιδρομή στο Καρπενήσι το 1764. Ο Αλέξης Πολίτης παραθέτει πηγή της εποχής για την επιδρομή αυτή: «Στις επιδρομές αυτές, κάποτε, οι λήσταρχοι Γιολδάσης και Τουρκέτος, ο μεν πρώτος Τουρκαλβανός, Έλλην δε ο δεύτερος, έχοντες και ετέρους μεθ' αυτών κακούργους επέκεινα των τριακοσίων, πολλά κακά ειργάσαντο τοις δυστυχέσι κατοίκοις, πάσαν μεν την κινητήν αυτών ουσίαν διαρπάσαντες, πολλούς δε αιχμαλώτους απαγαγόντες εξ ών και τινες εν τη αιχμαλωσία απέθανον, οι δε λοιποί μετά πολύμηνον ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, δια λύτρων πολλών διεσώθησαν"

Για τους αγαπημένους στόχους των κλεφτών, ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Μετά από τους προεστούς οι κλέφτες ευχαριστιόνταν να παίρνουν λύτρα από τους καλόγερους, τους οποίους δε συμπαθούσαν καθόλου, και από τους παπάδες, όσες φορές συνέπεφτε να είναι και προεστοί των χωριών και εξαιτίας αυτού εχθροί των κλεφτών. […] Τέλος όταν δεν υπήρχαν Τούρκοι, καλόγεροι και προεστοί, οι κλέφτες φορολογούσαν τα χωριά ή και τις ίδιες τις πόλεις»

 

kleftes09

 

 

O William Martin Leake στο βιβλίο του «Travels in Northern Greece” αναφέρει : «Όταν οι κλέφτες έχουν πρόθεση να επιτεθούν σε ένα χωριό, συνήθως βρίσκουν ένα σημείο – αρχηγείο κοντά σε αυτό, από όπου στέλνουν γράμμα στον κοτζαμπάση το οποίο ξεκινά ως εξής : “αγαπημένε μου προεστέ”. Με το γράμμα αυτό τον προσκαλούν να έρθει και να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του μαζί τους. Η απάντηση είναι συνήθως η φυγή του ίδιου και των κατοίκων του χωριού του, οπότε οι κλέφτες, που δεν αντιμετωπίζουν πια αντίσταση, μπαίνουν στο χωριό, πυρπολούν τα σπίτια, σφάζουν τα κοπάδια και αρπάζουν παιδιά και γυναίκες που δεν πρόλαβαν να φύγουν. Παίρνουν μάλιστα επιλεκτικά εκείνες που ξέρουν ότι θα τις ανταλλάξουν για μεγαλύτερα ποσά. Συνέπεια όλων αυτών είναι ότι τα χωριά που βρίσκονται κοντά σε λημέρια ληστών εξ ανάγκης ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους και προσπαθούν να διατηρούν καλές σχέσεις μαζί τους»

Ένας άλλος Άγγλος περιηγητής, ο H. Baird, συμπληρώνει: «Οι γηραιότεροι ενός χωριού δώριζαν μεγάλα ποσά και εφοδίαζαν με τρόφιμα τη συμμορία για να εξασφαλίσουν απαλλαγή από το πλιάτσικο»

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χωριάτες αντιστάθηκαν με τα όπλα στις αρπακτικές διαθέσεις των κλεφτών. Σύμφωνα με τον Αλέξη Πολίτη : « … Ο Γερμανός περιηγητής Γιάκομπ Σάλομον Μπαρτόλντυ συνάντησε στα Αμπελάκια, στον Κίσσαβο της Θεσσαλίας, τον πρόκριτο της κωμόπολης που του παράστησε τις απαιτήσεις των κλεφτών για χρήματα και τρόφιμα, καθώς και την απόφαση των χωρικών να αμυνθούν και να μην ενδώσουν. Εντυπωσιακή είναι και η καθολική συμμετοχή του χριστιανικού πληθυσμού της Πελοποννήσου στον μεγάλο κατατρεγμό των κλεφτών το 1805. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, κλέφτης τότε, αφηγείται με αφέλεια: «Εστείλαμεν εις τα Βέρβενα να μας στείλη ψωμί και ζωοτροφές και αυτοί μας αποκρίθησαν: ‘‘ Έχομεν βόλια και μπαρούτι’’, και επήγαμε και τους χαλάσαμε»· και λίγο παρακάτω, «επήγαμεν εις το Ανεμοδούρι διά ψωμί, ευρήκαμεν μόνον τες γυναίκες και οι άνδρες ήτανε εις τα διάσελα και εφύλαγαν με τους Τούρκους»

Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και τη μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή Pouqueville, στο βιβλίο του “Voyage dans la Grèce” όταν περιγράφει τα μέρη της Κάτω Αχαΐας: «Ο πληθυσμός αυτού του χωριού σχεδόν εκμηδενίστηκε από τότε που οι κάτοικοί του χάθηκαν από το σπαθί ενός ληστή με τ’ όνομα Κολοκοτρώνης»

Ωστόσο, οι Κλέφτες κατόρθωναν και απολάμβαναν την αναγνώριση και το θαυμασμό από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, όσων τουλάχιστον δεν επλήττοντο από τη δράση τους. Όπως γράφει ο Αλέξης Πολίτης , στην εισαγωγή του βιβλίου “Τα Κλέφτικα τραγούδια” : « … οι ένοπλοι εξεγερμένοι είχαν αποκτήσει την εκτίμηση των πληθυσμών της υπαίθρου – και ιδιαίτερα των συγχωριανών τους – καθώς αποτολμούσαν κάτι που όλοι ονειρεύονταν, την αντίδραση στις αδικίες της κοινωνίας· είχαν άλλωστε κοινό εχθρό, τους εκπροσώπους της εξουσίας και τους γαιοκτήμονες, δηλαδή στην ελληνική περίπτωση τους Οθωμανούς και τους προκρίτους. Το παγκόσμιο αυτό φαινόμενο ονομάστηκε «πρωτόγονη επανάσταση»: επανάσταση γιατί ξεφεύγει από το ατομικό και αποκτά κοινωνικές διαστάσεις, πρωτόγονη επειδή παρατηρείται σε σχετικά καθυστερημένες κοινωνίες και επειδή πρόκειται για αντίδραση αυθόρμητη, που αναπαράγει τις συνθήκες που τη δημιούργησαν, δίχως να τις μετατρέπει — και έτσι αναλώνεται μέσα στην ίδια της τη δυναμική. Τυπικοί της εκπρόσωποι στην Ελλάδα, οι κλέφτες· ορθότερα, μια μερίδα των κλεφτών. Αυτή τη σχέση των ληστών με τους χωρικούς και την κοινωνία την έχει μελετήσει – ως παγκόσμιο φαινόμενο – επίμονα και διαφωτιστικά ο Έρικ Χομπσμπάουμ»

 

Η διάρθρωση της κλέφτικης ομάδας

Οι κλέφτικες συμμορίες αποτελούνταν από λίγες δεκάδες άντρες μέχρι και πάνω από εκατό. Πολλά χωριά συνεργάζονταν οικειοθελώς με τις κλέφτικες συμμορίες, τις υποστήριζαν με διάφορα μέσα και αποκόμιζαν τα αντίστοιχα ωφελήματα, όπως προστασία και ποσοστά από τα κλοπιμαία. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπήρχε το δικαίωμα της άρνησης συνεργασίας. Σε όσες περιπτώσεις συνέβη αυτό, τα χωριά και οι κάτοικοι αντιμετώπισαν το μένος και τη σκληρότητα των κλέφτικων ομάδων.

kleftes07

 

Μερικές φορές είχαμε και το εντυπωσιακό φαινόμενο, ολόκληρα χωριά να παίζουν το ρόλο του Κλέφτη εφορμώντας εναντίον γειτονικών χωριών. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν οι Σουλιώτες, οι οποίοι είχαν κάνει τα γύρω χωριά του κάμπου να είναι, κατά κάποιον τρόπο, φόρου υποτελείς σε αυτούς. Δηλαδή, τα χωριά του κάμπου γύρω από τα χωριά του Σουλίου αναγκάζονταν να πληρώνουν τους Σουλιώτες, προκειμένου οι Σουλιώτες να τους αφήνουν στην ησυχία τους

Στην κορυφή της κλέφτικης ομάδας βρισκόταν ο Καπετάνιος. Πιο κάτω από αυτόν στην ιεραρχία βρίσκονταν τα πρωτοπαλίκαρα, οι πιο έμπιστοι συμπολεμιστές του Καπετάνιου, ακολουθούσαν τα παλικάρια και τέλος ακολουθούσαν οι δόκιμοι, κατά κύριο λόγο έφηβοι, που καλούνταν ψυχογιοί. Πριν από οποιαδήποτε επιχείρηση τα μέλη της ομάδας μαζεύονταν σε συνέλευση και ο καθένας έλεγε τη γνώμη του. Η άποψη της συνέλευσης των παλικαριών γινόταν σεβαστή από τον Καπετάνιο

 

Η συνείδηση των Κλεφτών μέσα από τα κλέφτικα τραγούδια

Η εθνική συνείδηση ήταν μάλλον άγνωστη στους κόλπους αυτών των ομάδων, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την πολυεθνική τους επάνδρωση. Έλληνες, Αλβανοί, Σλάβοι, Βούλγαροι ακόμα και Τούρκοι συνενώνονταν με σκοπό την λεία.

Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σε πλήθος κλέφτικων τραγουδιών, όπως το παρακάτω, που βρέθηκε στην αρχαιότερη σωζόμενη καταγραφή δημοτικού τραγουδιού που αναφέρεται σε κλέφτη. Η καταγραφή είναι του 1694. Την έκανε ένας Κερκυραίος νοτάριος (συμβολαιογράφος στα χρόνια της φραγκοκρατίας και τουρκοκρατίας):

 

"Στις τόσες-τόσες του Μαγιού επίστισεν ο Νάννος,

και παλικάρια μάζωνε Βουργάρους και Αρβανίτες.

Εις τις δεκαεφτά της Βουργαριάς, καλεί ’κατό Αρβανίτες·

μετρόνται το Τουρκομανιόν και λείπουν τρεις χιλιάδες,

μετρόνται και οι Αμαβρανοί και λείπει ένας λεβέντης,

κι εκείνος εκαλίγωνε στου φεγγαριού τη φέξη"

 

Ο A. Gerolymatos σχολιάζει σχετικά: «Η έλλειψη πολιτικής ή ταξικής συνείδησης στους ληστές ήταν ισάξια με την έλλειψη επίγνωσης για την πολιτική και ιστορική κληρονομιά των εθνών στα οποία ανήκαν»

Με αυτή την παρατήρηση συμφωνεί και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: « Ίσως οι άνθρωποι αυτοί, οι περισσότεροι τουλάχιστον απ’ αυτούς, δεν είχαν τη συνείδηση της εθνικής ανεξαρτησίας˙ ίσως πολεμούσαν κατά των Τούρκων περισσότερο για την ατομική τους ελευθερία και τη χριστιανική πίστη παρά για όλη την πατρίδα»

Πράγματι, στα κλέφτικα τραγούδια εξυμνούνται τα κατορθώματα ή θρηνείται ο θάνατος του Κλέφτη. Τα κατορθώματα αναφέρονται στη σύγκρουση με τον αντίπαλο, συνήθως τον μουσουλμάνο – αλλά και τον χριστιανό – εκπρόσωπο των τοπικών αρχών, ή κάποιον άλλον κλέφτη. Εξυμνούνται επίσης, το θάρρος, η δύναμη και η τόλμη του ήρωα. Στα τραγούδια αυτά δεν υπάρχουν οι λέξεις πατρίδα, εθνική ανεξαρτησία ή κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτά δόθηκαν εκ των υστέρων από μια ρομαντική προσέγγιση του φαινομένου. Ο Κλέφτης μαχόταν μόνο για τον εαυτό του και για την ομάδα του

Ωστόσο οι Φιλικοί, αντιλαμβανόμενοι τη δύναμη που είχαν αποκτήσει οι Κλέφτες, διέβλεπαν σε αυτούς την κινητήρια δύναμη που θα αποτίνασσε την οθωμανική κυριαρχία και τους προσέγγισαν. Έτσι, πολλοί Κλέφτες ήρθαν σταδιακά σε επαφή με μέλη της Φιλικής Εταιρείας και μυήθηκαν σ’ αυτήν. Είναι γεγονός, όμως, πως η συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα έγινε με προτεραιότητα τα ατομικά τους οφέλη, παρά για τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους, πόσο μάλλον για κοινωνική δικαιοσύνη.

Είναι χαρακτηριστική η αφήγηση του Howe, σχετικά με τις διαπραγματεύσεις που διεξαγόντουσαν μεταξύ των Τούρκων πολιορκημένων της Τριπολιτσάς και των Ελλήνων πολιορκητών της : « … Οι Τούρκοι ήθελαν πολύ να διαπραγματευτούν με τον Υψηλάντη ή κάποιον άλλον από τους Ευρωπαίους, για να ΄ναι βέβαιοι ότι θα τηρήσει τους όρους της συμφωνίας. Αλλά ο Κολοκοτρώνης δεν ήθελε κανέναν. Είχε αποφασίσει να μην αφήσει τους θησαυρούς του κάστρου να πάνε στο δημόσιο ταμείο και σ’ αυτό συνηγόρησαν και οι άλλοι αρχηγοί. Υποσχέθηκε στους Τούρκους ότι θα τα τακτοποιήσει όλα και ότι θα τους εξασφάλιζε τη μεταφορά τους στην Ασία. Πήρε πλούσια δώρα σε διαμάντια και άλλα κοσμήματα και εν συνεχεία έγινε ανακωχή για δύο μέρες. Οι πλούσιοι Τούρκοι επωφελήθηκαν απ’ την ανακωχή για να συνεννοηθούν προσωπικά με τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους αρχηγούς. Τον γέμισαν λεφτά, αργυρά σκεύη και κοσμήματα, ανυπολόγιστης αξίας. Θυσίαζαν μέρος από τα πλούτη τους για να διασώσουν τα υπόλοιπα, πιστεύοντας ότι έτσι θα κερδίσουν την εύνοια των Ελλήνων αρχηγών. Γαϊδούρια και άλογα, φορτωμένα με ασημένια επιτραπέζια σκεύη και άλλα είδη πολυτελείας, φυγαδεύτηκαν τη νύχτα από τους Έλληνες αρχηγούς και στάλθηκαν στα σπίτια τους με γερή συνοδεία. Οι στρατιώτες, όμως, βλέποντάς τα, άρχισαν ν’ αγανακτούν, γιατί έχαναν τη λεία μέσα από τα χέρια τους»

Αλλά και, μετά την άλωση της πόλης και το πλιάτσικο που ακολούθησε, το μεγάλο μέρος των λαφύρων κατέληξε στα χέρια των καπετάνιων. Οι προσπάθειες του Δημητρίου Υψηλάντη να πάει ένα μέρος των λαφύρων υπέρ του δημοσίου ταμείου, απέβησαν άκαρπες, όπως άκαρπες είχαν αποβεί και οι προηγούμενες προσπάθειές του για τη δημιουργία ενός στρατού που θα θύμιζε απελευθερωτικό αγώνα και όχι ανταγωνιζόμενες ομάδες μισθοφόρων που πλαισίωναν το ασκέρι οποιοδήποτε καπετάνιου υποσχόταν περισσότερα κέρδη από τα λάφυρα

 

Οι Κλέφτες μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους

Μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους, πολλοί πρώην κλέφτες ή αρματολοί ανέβηκαν στις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ιεραρχίας της ελληνικής κοινωνίας. Αρκετοί από αυτούς φρόντισαν στα απομνημονεύματά τους να εξωραΐσουν την προεπαναστατική δράση των κλεφτών και αρματολών και να επιβληθεί η άποψη περί πατριωτικής δράσης των κλεφταρματολών

Όσοι, πάλι από αυτούς, δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στον νέο εθνικό στρατό, επέστρεψαν σε αυτό που γνώριζαν πιο καλά, στη ληστεία, δημιουργώντας ένα μεγάλο μπελά στο νεοσύστατο κράτος.

Tο πρόβλημα της ενσωμάτωσης όλων αυτών των «ατάκτων» ήταν ένα από τα πιο σημαντικά που είχαν να αντιμετωπίσουν οι πρώτες μετεπαναστατικές κυβερνήσεις. Οι πολεμιστές αυτοί, άριστοι γνώστες του κλεφτοπόλεμου, βρέθηκαν μετά την απελευθέρωση εκτός στρατεύματος και εκτός των διαμορφωνόμενων θεσμικών πλαισίων του κράτους. Αυτή ακριβώς η αδυναμία του κράτους να τους εντάξει στη νέα τάξη πραγμάτων και να τους προσφέρει τα απαιτούμενα μέσα συντήρησης, ώθησε πολλούς από τους πολεμιστές αυτούς να βγουν πάλι στο κλαρί και να επιβιώνουν μέσω της λεηλασίας της υπαίθρου.

Το 1833 υπολογίζεται πως υπήρχαν στο ελληνικό βασίλειο 5.000 περίπου άτακτοι πολεμιστές.

Από το βιβλίο του Δημήτρη Φωτιάδη: «Όθωνας, η μοναρχία» διαβάζουμε: “ Όσο για λαϊκές ελευθερίες και σύνταγμα ούτε συζήτηση. Ελεύθεροι ήταν μονάχα το κόμμα πού βρισκότανε στην αρχή και οι μπράβοι του. Ο λαός είχε φτάσει πάλι σε απόγνωση.

Οι μικροεξεγέρσεις ήταν συχνότατες. Ιδιαίτερα το 1848 ξέσπασαν και στην Ελλάδα πολλές άγνωστες στις λεπτομέρειές τους τοπικές εξεγέρσεις. Όλες όμως ή τις έπνιγαν στο αίμα ή τις εκμεταλλεύονταν για λογαριασμό τους οι πολιτικάντες. Μόλις τσακίζονταν οι αγροτικές εξεγέρσεις, πολλοί ξεσηκωμένοι αγρότες έπαιρναν τα βουνά για να γλιτώσουν και το 'ριχναν στη ληστεία”

Το φαινόμενο αυτό, που ονομάστηκε «κοινωνική ληστεία» επέζησε μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Ο Νταβέλης στην Αττική, ο Γιαγκούλας στη Θεσσαλία και οι Ρετζαίοι στην Ήπειρο ήταν οι πιο διάσημες μορφές κλεφτών που έδρασαν μετά την ίδρυση του νεοελληικού κράτους. Ο Νταβέλης σκοτώθηκε το 1856 σε σύγκρουση με τη χωροφυλακή, ο Γιαγκούλας το 1925 επίσης κατά τη διάρκεια σύγκρουσης, ενώ οι αδελφοί Ρετζαίοι εκτελέστηκαν το 1930 μετά από τη σύλληψή τους

 

kleftes05

 

Όλοι οι παραπάνω είχαν γίνει λαϊκοί ήρωες και ο απλός κόσμος ισορροπούσε ανάμεσα στο φόβο που ένιωθε γι αυτούς, αλλά και το θαυμασμό για το θάρρος τους. Στη συνείδηση μεγάλου μέρους του κόσμου, οι κλέφτες ήταν υπερήρωες που ενσάρκωναν την ανυπακοή και την αντίσταση σε μια εξουσία που δεν είχε καταφέρει να επιφέρει την κοινωνική δικαιοσύνη, και ας ήταν τώρα ελληνική.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως και οι τρεις αυτές θρυλικές μορφές ληστών αναγκάστηκαν επί της ουσίας να βγουν στην παρανομία εξ αιτίας κάποιας αδικίας που είχε συντελεστεί σε βάρος τους. Από τότε, βέβαια η ζωή τους ήταν γεμάτη από ληστείες, δολοφονίες, απαγωγές και συγκρούσεις με την αστυνομία.

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως, ειδικά ο Νταβέλης και ο Γιαγκούλας, φέρονταν να βοηθούν με διάφορους τρόπους τις φτωχές κοινωνίες των περιοχών στις οποίες δρούσαν.

 

kleftes04

 

Τηρουμένων των αναλογιών, ένας σύγχρονος Κλέφτης θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι και ο Βασίλης Παλαιοκώστας. Η περίπτωσή του – μόλο που δεν έχει διαπράξει φόνους – παρομοιάζει μεγάλες ομοιότητες με τις προηγούμενες περιπτώσεις. Τόσο η ικανότητά του να διαφεύγει των διωκτικών αρχών έχοντας αποδράσει δύο φορές από τις φυλακές με ελικόπτερο – κάτι που τον έκανε παγκόσμια γνωστό - όσο και το δίκτυο υποστήριξης που - όπως όλα δείχνουν - έχει από τμήματα της κοινωνίας όπου δραστηριοποιείται, μία υποστήριξη που φαίνεται πως ανταμείβεται, μας κάνουν να τον θεωρούμε αυτοδίκαια συνεχιστή της μεγάλης παράδοσης των Κλεφτών.

 

Πηγές

"1821. Ενάντια σε φρούρια και τείχη",  του Γιώργου Μαργαρίτη

"Περιηγητές (Ι), τι είδαν στην προεπαναστατική Ελλάδα" , Ιστορικά Ελευθεροτυπίας

"Κλέφτες, Αρματολοί και κάποι" , Ερανιστής

"Η Επανάσταση του 1821. Ένα δύσκολο εγχείρημα μιας περίπλοκης κοινωνίας"  Μαρία Ευθυμίου

"Κλέφτικα Τραγούδια"  Εισαγωγή Αλέξης Πολίτης, Επιμέλεια Παντελής Μπουκάλας

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=262289

https://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/13089/1/Kathimerini_7_41.pdf

 

 

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 06 Οκτωβρίου 2021 12:03