Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Για την Ανδρονίκη και για κάθε γυναίκα που αποφασίζει να μην ανήκει Κύριο

14η γυναικοκτονία φέτος. Κάθε μία από αυτές κάνει όλο και πιο δυνατές τις φωνές όσων επιζητούν την καθιέρωση αυτού του όρου, ως ξεχωριστού ανάμεσα στον κατάλογο των εγκλημάτων και κάνει όλο και πιο πρόθυμα τα αντρικά αυτιά να τις ακούσουν και να συνταχθούν με αυτές. Αυτιά που αποφασίζουν να βγουν επιτέλους από την άνεση και την ευκολία που τους παρέχει το φύλο τους μέσα σε ένα κόσμο που ακόμη είναι αντρικός και να μπουν στη θέση των γυναικών προσπαθώντας να κατανοήσουν πράγματα που μέχρι πριν λίγο καιρό τα θεωρούσαν υπερβολικά.

Μέσα σε αυτούς είναι και ο γράφων που μέχρι πρότινος αδυνατούσε να καταλάβει την ανάγκη καθιέρωσης αυτού του όρου. Ώσπου αποφάσισε να ακούσει (ή μάλλον ν’ ανοίξει τα βουλωμένα αυτιά του) τις φωνές των γυναικών, να μπει στη θέση τους και να αναρωτηθεί επιτέλους γιατί όποτε διασταυρωνόταν με γυναίκα, αυτή χαμήλωνε το βλέμμα της. Και κατάλαβε πως αυτό δεν το έκανε από ντροπή, αλλά από φόβο. Τότε μόνο κατάφερε να συνειδητοποιήσει τη βία κάθε μορφής που μπορεί να έχει βιώσει μια γυναίκα από το κάθε καβλαντισμένο αρσενικό

Κάποτε, αυτά τα εγκλήματα τα αποκαλούσαν «εγκλήματα τιμής» και η κοινωνία σιωπηρά τα αποδεχόταν, αν δεν τα επιδοκίμαζε κιόλας. Ο πατέρας, ο αδελφός, ο σύζυγος είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στην κόρη, την αδελφή, τη σύζυγο. Για μία τέτοια τραγική ηρωΐδα, την Ανδρονίκη, μιλάει ένα παραδοσιακό τραγούδι που το ερμηνεύει μοναδικά η Μάρθα Φριντζήλα. Για την Ανδρονίκη που την έσφαξε ο αδελφός της επειδή αυτή αποφάσισε να ζήσει ελεύθερα, όπως ένας άντρας

Σιγά-σιγά η κοινωνία έκανε βήματα μπροστά και τα «εγκλήματα τιμής» λιγόστευαν και έπαυαν να έχουν την επιδοκιμασία τουλάχιστον του μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Η γυναίκα όμως εξακολουθούσε να παραμένει ένα κατώτερο είδος, προορισμένο να υπηρετεί τον αφέντη άντρα. Για μια τέτοια γυναίκα που εθελόδουλα υπηρετεί και εντελώς παράλογα αγαπά τον άντρα και αφέντη της, τον «άνθρωπό της» τραγουδάει η Σοφία Βέμπο, μόλις πριν από λίγες δεκαετίες. Ένα τραγούδι που δε θα μπορούσε βέβαια να γραφτεί σήμερα

Η κοινωνία έκανε και άλλα βήματα μπροστά και τα πρότυπα αυτά άρχισαν να σπάνε. Η γυναίκα σιγά-σιγά, άρχισε να χειραφετείται και να διεκδικεί την ισότιμη θέση της στην κοινωνία. Η γυναίκα, νομικά, απέκτησε πλέον ισότιμη θέση με τον άντρα. Πολλές φορές όμως οι κοινωνίες είναι πιο πίσω από το νομοθέτη, πόσο μάλλον σε μια προβληματική και υπανάπτυκτη κοινωνία όπως η ελληνική. 

Και στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε πως μεγάλη ευθύνη για την καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας σε αυτό το ζήτημα – όπως και σε άλλα άλλωστε - φέρει η Εκκλησία, η οποία φροντίζει να συντηρεί με διάφορους τρόπους την ανισότητα μεταξύ άντρα και γυναίκας. Με το «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» που ακούγεται στη γαμήλια τελετή, με το «κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ» του Αποστόλου Παύλου στην Α’ Επιστολή του προς Κορινθίους, με την απαγόρευση εισόδου των γυναικών στο Άγιο όρος, με τη θεώρηση πως μια γυναίκα κατά την έμμηνο ρύση της είναι βρώμικη και ως εκ τούτου απαγορεύεται να μεταλάβει, με το μητροπολίτη που με αφορμή μία από τις πρόσφατες γυναικοκτονίες κάλεσε τις γυναίκες να το «βουλώσουν» και να πάψουν να αντιμιλούν στους άντρες τους.

Αυτός ο κόσμος, όσο και να έχει προοδεύσει, είναι ακόμη «A man’s world”, όπως τραγουδούσε ο James Brown και αν τα πράγματα κάποια στιγμή στραβώσουν ή αν «χαλάσει η φάση» όπως είπε στην κατάθεσή του ο δολοφόνος της Γαρυφαλιάς στη Φολέγανδρο, «σίγουρα θα πάμε μια και φτάσαμε ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή» όπως τραγουδούσε κάποτε ο Βασίλης Τσιτσάνης και όπως όλοι μας έχουμε πολλές φορές σιγοτραγουδήσει. Και επιμένουμε να αναφερόμαστε σε τραγούδια, γιατί αυτά αποτελούν τα αποτυπώματα των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής τους

Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει πολύ δουλειά ακόμη. Όσο οι παπάδες στις εκκλησίες αναμασάνε ξεπερασμένες κοινωνικές δοξασίες προηγούμενων χιλιετιών νομίζοντας πως είναι θεϊκές ρήσεις και όσο η κοινωνία θα αποκαλεί πουτάνα όποια γυναίκα τολμά να διαχειριστεί τη σεξουαλικότητά της με την ελευθερία που το κάνει και ο άντρας, η γυναίκα δε θα γίνει ισότιμη με τον άντρα ποτέ

Τελειώνοντας, επιλέξαμε να ακούσουμε τρία ενδεικτικά τραγούδια

Το πρώτο είναι η «Ανδρονίκη», ένα παραδοσιακό τραγούδι των αρχών του περασμένου αιώνα που έχει καταγραφεί σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας – με ελαφρώς παραλλαγμένους στίχους – και το οποίο αφηγείται τη δολοφονία της Ανδρονίκης από τον αδελφό της, επειδή αυτή τόλμησε να προσπαθήσει να ζήσει ελεύθερα όπως ένας άντρας. Σε κάποιες εκδοχές του τραγουδιού, μάλιστα, ο στιχουργός την αποκαλεί κακούργα. Όχι τον δολοφόνο-αδελφό της Ανδρονίκης, αλλά τη δολοφονημένη. Το ακούμε από τη Μάρθα Φριντζήλα, σε μια μοναδική ερμηνεία

Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν
πιάννει τσε `ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονίκη, κρίμας στο μπόι σου
Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά
με τούτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του
τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του

Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ
έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της
μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της
δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της

 

 

Το δεύτερο τραγούδι είναι ο «Άνθρωπός μου», ένα τραγούδι του 1956 σε στίχους του Τραϊφόρου-Βασιλειάδη στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ, η ηρωΐδα υπομένει με κατανόηση τον οποιονδήποτε εξευτελισμό και την οποιαδήποτε βαρβαρότητα από τον «σύντροφό» της, γιατί απλά είναι ο «άνθρωπός της». Το ακούμε από τη Σοφία Βέμπο και απορούμε

Χρόνια και χρόνια με τυραννάει
κι ούτε μια στάλα δεν με πονάει
γιατί;

Και ζω κοντά του μες τη μιζέρια
χειμώνες τώρα και καλοκαίρια
γιατί;

Και με βαριέται και μ’άλλες πάει
και μου τα παίρνει και με χτυπάει
γιατί;

Μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου
γιατί είναι βλέπεις ο άνθρωπός μου

 

 

Το τρίτο τραγούδι είναι το «Δεμένη» σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου που ερμηνεύει η Νατάσα Μποφίλιου

 

Μεγάλωνα στην τσέπη του πατέρα μου
Δεμένη μ' αλυσίδα στα κλειδιά του
Με τ' όνομα, τ' αμάξι και τα σπίτια του
Και μ' όλα τα μεγάλα όνειρα του

Μεγάλωνα στης μάνας μου τα δάκρυα
Σαν σκάλισμα σε βέρα από πλατίνα
Που έβγαζε και άφηνε στην άκρια
Καθώς έπλενε πιάτα στην κουζίνα

Μεγάλωνα γι' αυτούς περιμένανε
Και ύστερα για χάρη κάποιου ψεύτη
Και μέρα με τη μέρα αντί για μένανε
Τη μάνα μου αντικρίζω στον καθρέφτη

Δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω
Μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο

 

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)