" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Πως κρίνει κάποιος τον πολιτισμό αν πρώτα δεν τον γνωρίσει; Πως γίνεται να εκφέρει κρίση για ένα έργο τέχνης -οποιασδήποτε τέχνης- αν πρώτα δεν σταθεί ενώπιος τη δημιουργίας που κρίνει και δεν βλέπει ή δεν ακούει αυτό που θέλει να του πει, μεταφορικά ή κυριολεκτικά ο δημιουργός; Και αν η αληθινή τέχνη απαιτεί ανοιχτά αισθητήρια όργανα αλλά κυρίως ανοιχτό μυαλό, η φτηνή τέχνη είναι εύληπτη και κυρίως εύπεπτη. Με κριτήριο λοιπόν την ευκολία λήψης του σημαινόμενου από μία δημιουργία, είναι ο εύκολος δρόμος για την πλάνη και την αυτόματη αναγόρευση των σκουπιδιών σε τέχνη. Ένα παράδειγμα οικείο σε εμάς που η τύχη μας περιέλαβε στην άγρια φυλή των νεοελλήνων, είναι η διάδοση που γνωρίζει στις μάζες που διαμορφώνει η διαφήμιση και τα μέσα της, των ελαφρολαϊκών, σκυλοπόπ τραγουδιών. Τα τραγούδια των playlist του ραδιοφώνου, τα οποία λόγω της ευληπτότητας τους, που επιπλέον υποστηρίζεται από τον άμεση και φτηνή αντανάκλαση τους στον καθημερινό βίο, γίνονται επιτυχίες. Γίνονται σουξέ και μεγάλο μέρος του πληθυσμού τα αναπαράγει. Άλλοι καλύτερα και άλλοι χειρότερα. Επιτυχίες γίνονται αλλά τέχνη δεν θα γίνουν ποτέ. Η τέχνη που συμφωνεί με τη φτήνια δεν είναι τέχνη. Η τέχνη διαφωνεί με τη φτήνια και παλεύει να διορθώσει την ασχήμια. Γι’ αυτό και στις οπισθοδρομούσες πολιτιστικά κοινωνίες, η τέχνη είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτη. Τα έργα της -τα έργα τέχνης- δεν είναι εύληπτα γιατί η επικρατούσα ασχήμια παραμορφώνει την κρίση μας και αχρηστεύει κάθε αισθητικό μας κριτήριο.

Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις ενός ανθρώπου που ούτε κριτικός τέχνης είναι αλλά ούτε θέλει να επιδείξει ανοχή στη λατρεία του εύκολου και της ασχήμιας, στάθηκε η επέτειος της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την πρώτη έκδοση ενός μνημειώδους λογοτεχνικού έργου, γέννημα του κορυφαίου Ιρλανδού λογοτέχνη. Του James Joyce, του συγγραφέα του «Οδυσσέα» (Ulysses). Ενός έργου που αποτελεί μέτρο της επάρκειας του αναγνώστη που θα το διαβάσει και δεν θα το φυλλομετρήσει ή απλά θα το «βιβλιοθετήσει», κατά τη συνήθεια του μεγαλύτερου μέρους των καταναλωτών βιβλίων, με όρους της σύγχρονης αγοράς.

Το κορυφαίο αυτό ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, όταν εκδόθηκε το 1922, κάτω από δύσκολες εκδοτικά συνθήκες, σχεδόν αμέσως, απαγορεύτηκε για λόγους παραβίασης της βικτωριανής ηθικής. Η απαγόρευση αφορούσε τις αγγλοσαξωνικές χώρες, Αγγλία και ΗΠΑ κυρίως, οι οποίες κατά την προηγηθείσα κυκλοφορία του σε μέρη, από τις σελίδες του The Little Review, της επιθεώρησης του Έζρα Πάουντ που κυκλοφορούσε στο Λονδινο, αντέδρασαν στο ότι ο Λήοπολντ Μπλουμ αφόδευε ή αυνανιζόταν. Δεδομένου πως αυτά ήταν ανεπίτρεπτα πράγματα στην ακόμα ισχυρή βικτωριανή ηθική, η απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου ήταν άμεση. Ταξιδιώτες έκρυβαν τα τεύχη της επιθεώρησης που το δημοσίευσε και αργότερα το ίδιο το βιβλίο, στις αποσκευές τους ανάμεσα στα ρούχα τους για να μην το εντοπίσουν οι τελωνειακές αρχές και το κατασχέσουν. Βικτωριανή ηθική και διαχρονική γελοιότητα, όπως ακόμα επιβιώνουν σε αρκετές «ευρωπαϊκές» χώρες, με άλλο όνομα αλλά με την ίδια κυρίαρχη αντίληψη. Σίγουρα δεν θα δυσκολευτείτε ιδιαίτερα να θυμηθείτε παρόμοιες περιπτώσεις που έλαβαν (και  δυστυχώς λαμβάνουν ακόμα) χώρα στην αντιδιαμετρική με την Ιρλανδία, ευρωπαϊκή χώρα του βαλκανικού νότου.(1)

Η 16η Ιουνίου 1904 (στιγμιότυπα μίας αστικής Οδύσσειας)

NoraBarnacle

Η Nora Barnacle, σύζυγος του James Joyce. 16/6/1904 βγήκαν για το πρώτο τους ραντεβού

Ο Οδυσσέας του Joyce περιγράφει μία μόνο μέρα του Leopold Bloom, ουγγρικής καταγωγής Εβραίου, που ζει στην Ιρλανδία και έχει ασπαστεί την Ιρλανδική υπηκοότητα και ζωή. Περιγράφει την Οδύσσεια της καθημερινότητας ενός ανθρώπου που ζει στο Δουβλίνο του 1904, μία δεκαετία μετά τον λιμό που προκάλεσε στη χώρα η καταστροφή της σοδειάς της πατάτας.(2)

Στο βρώμικο Δουβλίνο του 1904, όπου δεν υπάρχει κεντρικό δίκτυο αποχέτευσης ούτε καν για τα όμβρια και τα άλογα που σέρνουν στους δρόμους κάρα και άμαξες, δημιουργούν μία ασφυκτική ατμόσφαιρα από τις καβαλίνες, που η βροχή τις παροχετεύει στον ποταμό Λίφυ (Liffey) μαζί με τα λύματα και διάφορα σκουπίδια και απόβλητα. Εκεί, στις 16 Ιουνίου 1904, ο Λέπολντ Μπλουμ, αφού ξυπνήσει το πρωί και ετοιμάσει το πρωινό της συντρόφου του Μολυ, ξεκινάει τη δική του Οδύσσεια. Μία Οδύσσεια που περιέχει πολλές εικόνες της πόλης. Εικόνες- καταγγελία για τους Άγγλους που κατάντησαν την πόλη του όπως την κατάντησαν. Η περιδιάβαση του Μπλουμ στην πόλη μας δίνει εικόνες της. Πρόσωπα, όψεις, αντικείμενα φαινομενικά ασήμαντα, όλα αφορμές για σκέψεις. Σκέψεις που αναδεικνύονται από την τεχνική της «συνειδησιακής ροής», την οποία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά. (3) 

Ο Οδυσσέας, ο Λήοπολντ Μπλουμ, οι θεοί και οι άνθρωποι

Ο Οδυσσέας του Joyce είναι άθρησκος, όπως και ο ομηρικός ήρωας. Σε όλη την έκταση του έργου αυτό γίνεται φανερό. Όπως στην Οδύσσεια του Ομήρου, που ο ήρωας δεν σταματά να παλεύει και να αντιμάχεται τους ίδιους τους θεούς και τους φρικτούς τους υπηρέτες  που του επεφύλαξαν την περιπέτεια της ζωής του,  έτσι και ο Λ. Μπλουμ καλείται να διαχειριστεί τα σύγχρονα του τέρατα, εκείνα του εθνικισμού και του ρατσισμού. Ήδη από την πρώτη ενότητα του έργου, ο άλλος πρωταγωνιστής του Οδυσσέα, ο Στήβεν Ντένταλους (ο οποίος στη φάση της ομηρικής αναγνώρισης υπονοείται πως είναι ο ομηρικός Τηλέμαχος γιος το Οδυσσέα) αντιπαρατίθεται σε διάλογο με τον διευθυντή του σχολείου στο οποίο διδάσκει και ο οποίος αναπτύσσει έναν αντισημιτικό λόγο.

Επίσης στο επεισόδιο 12, των Κυκλώπων, ο Λ. Μπλουμ επισκέπτεται την Barney Kiernan's pub όπου εμφανίζεται ένας ανώνυμος χαρακτήρας, που το μόνο όνομα του είναι «Ο Πολίτης» (The Citizen). Ο Πολίτης είναι ένας εθνικιστής Ιρλανδός επαναστάτης και αντι-Σημίτης.  Στον αψύ διάλογο με τον Λ. Μπλουμ ο οποίος διατηρεί την ψυχραιμία του στην επίθεση που του γίνεται, διακρίνουμε γνωστά μας στερεότυπα που τα συναντάμε από τον τρομερό Γκας Πορτοκάλος (4) του «Γάμος ala ελληνικά» μέχρι πολλούς καθημερινούς ανθρώπους στην Ελλάδα του σήμερα. Ένα από αυτά είναι και ο ισχυρισμός του Πολίτη πως τα πάντα από κτίσεως κόσμου είναι Ιρλανδικά. Οι λέξεις, ο πολιτισμός, οι τέχνες, η τεχνολογία. Μετά από την υπόδειξη του Μπλουμ προς τον καθολικό «Πολίτη» πως και οι ίδιος ο Σωτήρας του είναι Εβραίος και αφού γυρίζει να φύγει από την pub, ο Πολίτης, θυμωμένος, ρίχνει ένα κουτί μπισκότων προς τον Μπλουμ, αλλά δεν τον πετυχαίνει.

BarneyKiernans

H Barney Kiernan's pub

 Ο Μπλουμ παρέμεινε ψύχραιμος μπροστά στην κυκλώπεια εθνικο- παραφροσύνη και ευτυχώς γλίτωσε και από το κουτί που του πέταξε ο Πολίτης. Πρόκειτα για μία από τις εξοχότερες παρωδίες της εθνικιστικής μισαλλοδοξίας.

Ακολουθεί το επεισόδιο 13 (Ναυσικά), ένα επεισόδιο που προκάλεσε την αντίδραση των πιστών της βικτωριανής ηθικής. Στο επεισόδιο αυτό ο Μπλουμ συναντά μια νέα γυναίκα που ονομάζεται Γκέρτυ ΜακΝτάουελ η οποία κάθεται στα βράχια με φίλες της και προσέχουν τρία παιδιά. Ο Μπλουμ την παρακολουθεί και η  Γκέρτυ, που τον έχει αντιληφθεί, τον προκαλεί αποκαλύπτοντας τα πόδια και τα εσώρουχά της. Ο Μπλουμ αυνανίζεται. Την ώρα που ο Μπλουμ «κορυφώνει» την σηματοδοτούν  πυροτεχνήματα από ένα κοντινό παζάρι. Καθώς η Γκέρτυ φεύγει, ο Μπλουμ συνειδητοποιεί ότι είναι κουτσή και πιστεύει ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει «μείνει στο ράφι». Ακολουθεί η επίσκεψη του Μπλουμ σε μαιευτήριο και την Μίνα Πιούριφοϊ που είναι ετοιμόγεννη. Εκεί συναντά και τον Στήβεν Ντένταλους για τον οποίο αρχίζει να γίνεται προστατευτική, πατρική φιγούρα.

Κορυφαίο θεωρείται (όχι από πολλούς αλλά για εμάς είναι) το επεισόδιο 15 (Κίρκη) το οποίο εκτυλίσσεται μέσα σε ένα πορνείο. Το «σπίτι» της Μπέλλα Κοέν. Εκεί μπερδεύονται παραισθήσεις και πραγματικότητα. Αφηγήσεις σεξουαλικών σκηνών, βίαιων ή μη, δίνουν έρεισμα στους ηθικολόγους της εποχής για να καταδικάσουν το σύνολο του έργου. Η σύγχυση φαντασίωσης και πραγματικότητας μάλλον φόρτωσε ανυπόφορα τα πνιγμένα στη βικτωριανή ηθική μυαλά τους.

 

Τα επεισόδια

Ο Λήοπολντ Μπλουμ είναι ο Οδυσσέας και η δική του Οδύσσεια της καθημερινότητας, έχει την ίδια δομή με το ομηρικό έπος. Μπορεί στον Όμηρο η περιπέτεια να είναι η καθημερινότητα θεών και ανθρώπων στον Joyce όμως οι θεοί είναι νεκροί και η περιπέτεια της καθημερινότητας βαραίνει μόνο τους ανθρώπους

Οι ενότητες και τα επεισόδια του είναι:

Μέρος Ι: Τα Τηλεμάχεια

Επεισόδιο 1, Τηλέμαχος

Επεισόδιο 2, Νέστωρ

Επεισόδιο 3, Πρωτέας

Μέρος ΙΙ: Η Οδύσσεια

Επεισόδιο 4, Καλυψώ

Επεισόδιο 5, Λωτοφάγοι

Επεισόδιο 6, Άδης

Επεισόδιο 7, Αίολος

Επεισόδιο 8, Λαιστρυγόνες

Επεισόδιο 9, Σκύλλα και Χάρυβδη

Επεισόδιο 10, Πλαγκταί

Επεισόδιο 11, Σειρήνες

Επεισόδιο 12, Κύκλωπες

Επεισόδιο 13, Ναυσικά

Επεισόδιο 14, Βόδια του Ήλιου

Επεισόδιο 15, Κίρκη

Μέρος ΙΙΙ: Ο Νόστος

Επεισόδιο 16, Εύμαιος

Επεισόδιο 17, Ιθάκη

Επεισόδιο 18, Πηνελόπη

 

Ο Άρης Μαραγκόπουλος, συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων, κειμενογράφος, κριτικός βιβλίου, μεταφραστής και εκδότης, από τους εμβριθέστερους μελετητές του James Joyce (Joycean) με βιβλία όπως το Ulysses: Οδηγός ανάγνωσης και το Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο, λέει σε συνέντευξη του στον Ν. Μπακουνάκη και στα Lifo podcasts

«…εδώ είναι το όμορφο αυτού του βιβλίου. Το ανεξίθρησκο και πέρα από τη συμβατική ηθική αυτού του βιβλίου, ότι ο καθένας μπορεί να βρει κάπου αλλού έναν πατέρα κάπου αλλού έναν γιο, κάπου αλλού έναν σύντροφο και ούτω καθεξής. Αυτό περνάει συνέχεια στο βιβλίο. Η ανοχή -πως να το πω- είναι το υπ’ αριθμόν ένα χαρακτηριστικό του βιβλίου. Η ανοχή στο διαφορετικό»

Η Bloomsday

Στην Ιρλανδία η 16η Ιουνίου θεωρείται κάτι σαν εθνική εορτή. Το όνομα της είναι Bloomsday και η σχετική ευχή που ανταλλάσσουν οι Ιρλανδοί (και όχι μόνο) είναι «Happy Bloomsday». Οι Ιρλανδοί επίσης έχουν μετατρέψει το Δουβλίνο σε θεματικό πάρκο, αφιερωμένο στον Οδυσσέα του Joyce. Μάλιστα, όπως περιγράφει και ο Άρης Μαραγκόπουλος, το πρωί της 16ης Ιουνίου τιμούν την Bloomsday φτιάχνοντας πρωινό ίδιο με αυτό που προτιμούσε ο Leopold Bloom και περιγράφει στο βιβλίο του. Εκτός από τα τοστάκια και το δυνατό μαύρο τσάι που προσέφερε στη σύντροφο του, ο ίδιος αγαπούσε τα εντόσθια και ειδικότερα τα τηγανητά νεφρά. Έτσι το πρωί κάθε 16ης Ιουνίου, η πόλη μυρίζει παντού ψητά ή τηγανητά νεφρά που πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα με εκείνη την υπόξινη μυρωδιά των ούρων.

Με τους Πορτογάλους και το πάθος τους για τον Πεσσόα και τους Τσέχους με τις εκδηλώσεις τους για τον Κάφκα, οι Ιρλανδοί αποτελούν τον πιο παθιασμένο με λογοτέχνη, λαό. Καθόλου άδικα όπως θα διαπιστώσετε αν αποφασίσετε κάποια στιγμή να διαβάσετε και να απολαύσετε το απαιτητικό αλλά με πολλά ανταποδοτικά οφέλη έργο.

Παραπομπές

  • Πρόσφατο παράδειγμα, η επίθεση που δέχτηκε η διοργάνωση συναυλίας ειρήνης στα Προπύλαια με αιχμές να αφορούν στα ονόματα καλλιτεχνών όπως ο Θανάσιμος ή ο Εισβολέας. Άνθρωποι που δεν τους έχουν ακούσει ποτέ εξέφρασαν «άποψη» πάντα στην κατεύθυνση της πιο ανερμάτιστης άποψης των πιο στερημένων καλλιτεχνικά αλλά και πιο φανατισμένων κομματικά, συντηρητικών κύκλων 
  • Επρόκειτο για προσβολή της κύριας πηγής τροφής των Ιρλανδών, της πατάτας, από τον μύκητα Phytopthora infestans. Ο λιμός κορυφώθηκε μεταξύ 1845-1852 αλλά οι συνέπειες του διήρκεσαν σαράντα χρόνια μετά. Πέθαναν από πείνα 1.500.000 Ιρλανδοί και περίπου άλλοι τόσοι έφυγαν μετανάστες στην Αμερική για να επιβιώσουν. Οι προτεστάντες Άγγλοι οι οποίοι έλεγχαν πλήρως την οικονομία της φτωχής, πεινασμένης και πλέον κατεστραμμένης, καθολικής Ιρλανδίας επέτειναν κι άλλο τη συμφορά, με τους πολιτικούς τους χειρισμούς. 
  • Οι Θεσσαλονικείς λογοτέχνες και κριτικοί της δεκαετίας του 1930, στους οποίους χρωστάμε τη γρήγορη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τον Joyce, με προεξάρχοντα τον Ν.Γ. Πεντζίκη, είχαν αποδώσει τη συνειδησιακή ροή που χρησιμοποιεί ο Joyce, λανθασμένα ως «εσωτερικό μονόλογο», θέση που δεν ακριβολογεί αφού αποδίδει την τεχνική ως ψυχολογική κατάσταση του ήρωα και όχι ως καθαρή αλληλουχία συνειρμών πάνω σε πραγματικές εικόνες και γεγονότα 
  • Παροιμιώδης είναι ο διάλογος με την ερμηνεία του Γκας Πορτοκάλος για την προέλευση της λέξης «κιμονό».

-Πως λένε την εποχή που κρυώνουμε και πρέπει να φοράμε ρόμπα;

-Χειμώνα

-Άρα Χειμώνας – Κιμώνας – …..Κιμονό

 

Πηγές: 

Τζαίημς Τζόυς -  ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 1990 (μετάφραση Σωκράτης Καψάσκης)

Συνέντευξη Άρη Μαραγκόπουλου στον Ν. Μπακουνάκη, 8/2/2022 – Βιβλία και συγγραφείς - LiFO podcasts

Αυτός ο αιώνιος νεοελληνικός δυϊσμός, που σχεδόν πάντα καταλήγει σε διχασμό, οφείλεται στη σχεδόν πάντα βίαια προσαρμογή μας στις εποχές. Δεν είχαμε παιδική ηλικία ως λαός. Ούτε καν νηπιακή. Η υποχρεωτική σύνδεση μας με μία Ιστορία και ένα παρελθόν, περγαμηνές που πρέπει να διαθέτουν τα «καθωσπρέπει» έθνη (γιατί αυτοπροσδιορίζονται ως έθνη και όχι ως λαοί) δεν οδήγησε πουθενά. Μάλλον οδήγησε και σε αντίστροφη κατεύθυνση. Σε μία οπισθοδρόμηση που οι δάφνες του «αρχαίου κλέους» έγιναν πλαστικά κακέκτυπα στο κεφάλι ενός προτεκτοράτου.

Ο ανόητος καθωσπρεπισμός μας, κατάλοιπο δουλοφροσύνης αιώνων ίσως, δεν μας επέτρεψε να απελευθερώσουμε τον Παπαδιαμάντη από το «ράσο» της Ανατολής, ούτε τον Σολωμό από τη φορεσιά του δυτικού Διαφωτισμού. Τους αφήσαμε εκεί, απομονωμένους, φυλακισμένους χωρίς να τους καταλάβουμε και να τους επιτρέψουμε να γεννήσουν μαζί, έναν αληθινό σύγχρονο πολιτισμό. Προτιμήσαμε τον πλαστό, τεχνητό και γι’ αυτό εξαρτημένο, «νεοελληνικό πολιτισμό» που σήμερα είναι η φιλοσοφία του σκυλάδικου, η συχνά εγκληματικής φύσης ψευτομαγκιά, και ο ψευτοφεμινισμός με ολίγο παραποιημένο μαρξισμό.

Όπως γράψαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση, αυτές οι γιορτές είναι γιορτές της θλίψης, της αποτυχίας, της πανδημίας και φυσικά της κοροϊδίας που υφιστάμεθα από την πιο αποτυχημένη  κυβέρνηση μεταπολιτευτικά, που σπαταλά πόρους στους επιτήδειους της προπαγάνδας για να επιβιώσει. Σε αυτές τις γιορτές, περισσότερο από άλλες, αναζητάμε ανακούφιση στην ποίηση, στην πεζογραφία, στο δοκίμιο. Σε έναν τόπο ακριβό, έναν τόπο παραμυθίας  και όχι πλαστικής και ηλεκτροφωτισμένης ανοησίας. Έτσι σήμερα αναδημοσιεύουμε το δοκίμιο του Γερ. Λυκιαρδόπουλου «Νεοελληνικά διλήμματα» που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Η Ρωμιοσύνη στον παράδεισο» (σειρά ΙΔΕΕΣ) το 1983 από τις εκδόσεις ΕΡΑΣΜΟΣ

 

Νεοελληνικά διλήμματα - Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

Για τις επισημάνσεις στο κείμενο ευθύνεται ο συντάκτης του παρόντος

 

  • Δεν έχομεν βεβαίως τους nihilistes της Ρωσίας ούτε τους socialistes της εκ  χρηματολογικών ζητημάτων φλεγμονούσης γηραιάς Ευρώπης, διότι δόξα τω Θεώ δεν εγηράσαμεν εισέτι εθνικώς.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, 1877

 

  • Η έλλειψις παρ’ ημίν τοιούτων αιρέσεων είναι βεβαίως ευτύχημα, η  αυτάρέσκεια όμως επί τούτω ομοιάζει ως ει εκαυχάτο ο ουδέποτε πολεμήσας ότι δεν φέρει πληγήν επί του σώματος.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ, 1877

 

Η εθνική μας «αυταρέσκεια» για την απουσία των ευρωπαϊκών εκείνων πληγών, που αναφέρει ο Εμμανουήλ Ροΐδης στην περίφημη διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, δεν μπόρεσε ούτε να προφυλάξει ούτε να θεραπεύσει το ταλαίπωρο νεοελληνικό σώμα από κάποια άλλα κακοφορμισμένα τραύματά του· κι αυτό εκφράζεται και με την ίδια τη διένεξη των δύο λογίων, που οι ιστορικές της ρίζες βυθίζονται στο ερώτημα του Βυζαντινού λυκόφωτος: Ανατολή ή Δύση; Στο αδιέξοδο μερικών ερωτημάτων η σκέψη αποκρίνεται με το κομμάτιασμα και τον κομματισμό της. Διαφωτισμός και Ορθοδοξία, «Δημοτική» και «Καθαρεύουσα», Βενιζελισμός και Αντιβενιζελισμός κι όλες οι άλλες εκφάνσεις του εθνικού μας δυϊσμού, αποτελούν πραγματικότητες που η διαζευκτική τους παράσταση τις κομματιάζει σε συστήματα αντιθέσεων μέσα στα οποία δεν χωράνε πια παρά όσα μόνο μπορεί ν’ αντέξει το πλαίσιο της ιδεολογίας –«συντηρητικής» ή «προοδευτικής».

Τα όρια ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περιοχές είναι κινητά και όλα τα στρατόπεδα ένας κοινός τόπος ζυμωμένος στην ίδια λάσπη και στο ίδιο αίμα. Η αθλιότητα της προοδευτικής ιδεολογίας είναι η αθλιότητα της συντηρητικής. Γιατί ο καθημερινός φασισμός της δημοκρατίας, όπως δοξολογείται στις μεγάλες εφημερίδες της, (υποκρισία μιας πολιτικής ελευθερίας που προϋποθέτει πολιτικούς κρατούμενους και φενάκη ενός πολιτικού δικαιώματος που εξέπεσε σε πολιτική υποχρέωση) συμβαδίζει με την πολιτικά ισχύουσα έννοια της «προόδου» που είναι το άδειασμα της σκέψης από τις παλιές κοίτες της στα καινούρια της καλούπια. Τα καλούπια αυτά παράγονται προοδευτικά,, καθημερινά, μαζικά, συγχωνεύοντας θέσεις και αντιθέσεις μέσα στη μεγάλη αποσύνθεση.

Αυτή η προϊούσα απώλεια βάθους στη νεοελληνική σκέψη καθρεφτίζεται εκτός των άλλων και στην κρατούσα χυδαιότητα της δημοσιογραφικής γλώσσας όπου η έκπτωση μιας ορισμένης λογοτεχνικής γραφής σε κοινότυπο συναισθηματισμό ισοζυγιάζεται με το απρόσωπο μιας ψευδεπιστημονικής ψυχρότητας. Το σύνολο καταλήγει στην αποθέωση της πολυτελούς μηδαμινότητας, της ανεγκέφαλης αυταρέσκειας και της κομψεπίκομψης ευτέλειας: Με τις σημερινές δυνατότητες αναπαραγωγής και επιβολής του γραπτού λόγου κι ενώ τα όρια ανάμεσα στη δοκιμιογραφία και την δημοσιογραφία έχουν εξαφανιστεί, ο αισθητισμός της τυπογραφίας γίνεται το ύφος του μηδαμινού.

Αυτό το ύφος μέσω του οποίου η σκουπιδογραφία ανάγεται σε καλλιγραφία έχει αποσπαστεί από μία γραφή που, πριν καταλήξει στις εφημερίδες (λυρικισμός της συνοικίας και φιλοσοφία του σκυλάδικου, μαγκιά, σημειολογία, φεμινισμός συν ολίγος μαρξισμός), υπήρξε κυρίως δοκιμιακή και ξεκινούσε από τα κείμενα του Γ. Σεφέρη, του Ζ. Λορεντζάτου και –απώτερα –του Φώτη Κόντογλου. Σήμερα δεν αντιπροσωπεύει πια την προσωπική μαθητεία του γραφέα σε μια παράδοση ή σ’ ένα έργο αλλά τη δουλωτική ετερονομία του, τη δήλωσή του πως «ανήκει» σ’ ετούτο ή σ’ εκείνο το ιδεολογικό μαγαζί –μια πράξη ένταξης (στην παράδοση ή στην αντιπαράδοση)· η πραγματική μαθητεία γεννάει καινούρια έργα, ενώ εδώ έχουμε μόνο το σχήμα μιας χειρονομίας που το περιεχόμενό της έχει χαθεί –μια μίμηση τρόπων.

Με τον τρόπο του Γ. Σεφέρη π.χ. καλύπτεται η κενολογία μιας φοβισμένης θετικότητας της νεοελληνικής σκέψης, η οποία ξορκίζει την άρνηση καταφεύγοντας σ’ ένα ύφος. Η δομή αυτού του ύφους συνδυάζει την πεποιημένη απλότητα με μια μακρυγιαννική γλωσσική ταπείνωση που εκλύεται στον κομπασμό ενός λόγια πλέον καθιερωμένου λαϊκισμού. Συχνά μέσα σ’ αυτή την ιδεολογικο-αισθητική επίκληση της αδρότητας του λόγου απηχείται ένας νοηματικός δυϊσμός, που η μια του πλευρά αποτελεί το άλλοθι της άλλης. Παράδειγμα η γνωστή φράση του Σεφέρη: «Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη, γιατί δεν έμαθε γράμματα (το άλλοθι) αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει». Το μήνυμα που μεταφέρεται πίσω από τη φραστική περιστροφή είναι το ίδιο εκείνο μήνυμα που σήμερα εξυπηρετείται (πολύ καλύτερα βέβαια) από την κυρίαρχη κενογραφία της ποιητικίζουσας δημοσιογραφίας και της φασιστίζουσας ιδιωτείας που ονομάζει «κουλτουριάρικο» ό,τι δεν καταλαβαίνει. Το κέρδος από την αναπαραγωγή αυτού του ύφους είναι η ευκολία επαφής που δημιουργεί ανάμεσα στον γραφέα και τον αναγνώστη μετατοπίζοντας και μεταποιώντας τη φράση του Μακρυγιάννη: «Ευρισκόμεθα εις το εμείς και όχι εις το εγώ».

Σήμερα αυτή η γλώσσα, όταν δεν καλύπτει μιαν απουσία νοήματος, φέρει ένα μήνυμα πέραν και εναντίον της –στο βαθμό που αυτή η ίδια τροφοδοτεί ήδη μια λογοτεχνία αντιλογοτεχνίας:

Θα χρειαστεί λοιπόν να τυφλωθούμε και να κουφαθούμε για πολλά, να λησμονήσουμε όσους πρόθυμοι μας κάνουν τα χατίρια, [θα χρειαστεί] να ξεχνάμε καμμιά φορά το παιχνίδι του «τίς στιχίζει κρείττον» αν πρόκειται να βρούμε το αληθινό βάρος του Παπαδιαμάντη ή, χωρίς παραβολές, το δρόμο που φέρνει σ’ αυτόν και από εκεί πιο πέρα [1].

Όσοι υποτιμούν και λιγοστεύουν τη λογοτεχνία στην «καλλιγραφία» της, για να αναδείξουν κάποια υπερκείμενη ουσία ή κάποιο κρυμμένο βάθος κάτω από την επιφάνεια της μορφής της, φθάνουν από τον αντίθετο δρόμο στον ίδιο αδιέξοδο προβληματισμό των (υποθετικών τώρα πια) αντιπάλων τους, των απολογητών του αισθητισμού, αφού καταλήγουν κι οι ίδιοι να βλέπουν τη λογοτεχνία σαν παιχνίδι. Κι αν επικαλούνται την ουσία εναντίον του παιχνιδιού της μορφής, παραβλέπουν την ουσία της λογοτεχνίας που είναι ακριβώς η τάση της να αυτοκαταργηθεί όχι θεωρητικά-προγραμματικά αλλά περνώντας μέσα από τις εσωτερικές της αντιστάσεις, που παρεμβάλλονται διαρκώς λίγο πριν από το όριο της τελικής σιωπής. Αυτό το πριν αποτελεί την ουσία και ταυτοχρόνως τη μορφή της λογοτεχνίας. Το μετά ή το «πιο πέρα» της λογοτεχνίας είναι το αιώνιο ζητούμενο που η ίδια θέτει στον εαυτό της –και θέτοντάς το υπάρχει· όταν ποτέ το βρει, θα φτάσει στην πραγματοποίησή της, δηλαδή στο τέλος της.

Όσοι δεν το βλέπουν έτσι το ζήτημα ή όσοι δεν μπορούν να το αντέξουν έτσι – κι εφόσον από την άλλη μεριά δεν μπορούν πια ούτε και να επιστρέψουν στον ούτως ή άλλως απορριγμένο «αισθητισμό» -είναι υποχρεωμένοι να  προσηλώνονται στη θέση ενός ξεθυμασμένο κ α τ η χ η τ ι σ μ ο ύ :

Τα γυρίσαμε όλα σε λόγια. Με τα λόγια ζούμε και με τα λόγια πεθαίνουμε. Δεν καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει τέχνη παρά πως υπάρχει ζωή. Αυτό που λέμε τέχνη είναι ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό, αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής (…). Ζητάμε από τον Παπαδιαμάντη αυτό που ζητάμε κι από τον εαυτό μας, τα λόγια. Αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μήτε λογογράφος μήτε λογοτέχνης. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας άνθρωπος αληθινός που έτυχε να γράψει. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο «ποιήσας και διδάξας» και μεις καθόμαστε και λέμε πως είναι λογοτέχνης [2]

Ο ίδιος ο Κόντογλου υποστηρίζοντας όσα υποστηρίζει έχει βέβαια πίσω του μια σειρά αφηγήσεων, η οποία τον εντάσσει σε μια λογοτεχνική παράδοση που περνάει από τον «Παλιό θαλασσινό» του Κόλεριτζ και τις προρομαντικές και μεταρομαντικές περιπλανήσεις του μυθιστορήματος (Ντηφόου – Στήβενσον - Μέλβιλ) στη μεσοπολεμική περιπέτεια της φυγής. Και ακριβώς αυτή η μεγάλη λογοτεχνική παράδοση είναι που, ενώ μας επιβάλλει από τη μια μεριά να δεχτούμε τη φράση του «Αυτό που λέμε τέχνη είναι ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής», μας επιτρέπει από την άλλη να ολοκληρώσουμε τη φράση αυτή αντιστρέφοντάς την: Αυτό που λέμε τέχνη «αν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής» δεν είναι τέχνη.

Ουσιαστικά όμως ανάμεσα στον συγγραφέα του «Πέδρο Καζάς» και στον Χριστιανό απολογητή του έργου του Παπαδιαμάντη δεν έχουμε μια σύγκρουση αλλά μια μετατόπιση του ίδιου βιοθεωρητικού και συγκινησιακού φορτίου σε διαφορετική περιοχή: ο απόκοσμος ερημίτης γίνεται κατηχητής μες στους ανθρώπους. Αλλά ο ερημίτης που θέλει να γίνει απολογητής της ερημίας του εγκαταλείπει τον μόνο προστατευτικό χώρο του –όπου δεν του χρειάζονται άλλωστε και απολογίες. Αυτό που είναι πάνω απ’ όλα συζητήσιμο στην περίπτωση του Κόντογλου (συζητήσιμο με τους δικούς του όρους) είναι η ιδεολογικοποίηση του «καταραμένου» πυρήνα που βρίσκεται σε μερικά αφηγήματά του όπως ο «Πέδρο Καζάς» ή το «Πώς πέθανε ο ληστής Ιγνάτιος Φόβος». Η ιδεολογικοποίηση αυτή εκφράζεται και μέσ’ από τον τυπικό τρόπο με τον οποίο ο Κόντογλου αντικρύζει το έργο του Παπαδιαμάντη, τρόπο ο οποίος συνεπάγεται μια διάσπαση της οργανικής ενότητας που συνιστά ένα έργο τέχνης σε μορφή και σε περιεχόμενο.

Αν η διαφωτιστική κριτική αρνήθηκε την λογοτεχνική αξία του Παπαδιαμάντη [3], για να μειώσει το ύψος του παραδοσιακού του βάθρου, οι αντιδιαφωτιστές αντίθετα προσπαθούν να τον αποσπάσουν από την αμαρτία της λογοτεχνίας, για να τον αποδώσουν άσπιλο και αμόλυντο στην αγιοποιητική μυθολόγηση. Όμως ο Παπαδιαμάντης ξεχωρισμένος από την αμαρτία της τέχνης του είναι ανύπαρκτος. Ας ακούσουμε λίγο τη δική του φωνή, χωρίς να μισερώνουμε στα διαφωτιστικά ή αντιδιαφωτιστικά μας καλούπια:

Εις τας ώρας της μοναξίας της νυκτός εκείνης των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ψιθύρους και φωνάς (…)Ύπνος τότε με κατέλαβεν εις το στασίδιον όπου εκαθήμην. Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως, εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή ήτις ομοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζει…«Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου…» Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχε εισακούσει την δέησίν μου. («Φαρμακολύτρια»)

Η τέχνη του Παπαδιαμάντη είναι αυτή η «αγρία χαρά». Η «αισθητική» δεν είναι «επιφάνεια» αλλά η ίδια η ψυχή του ανθίζοντας τους τρόμους και τις ηδονές της σε «ήχους, ψιθύρους και φωνάς», ενώ το σώμα ταπεινωμένο αλλ’ ανυπότακτο γράφει το δικό του ανεξίτηλο όραμα των «ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών». «Ο Παπαδιαμάντης είναι άνθρωπος αληθινός που έτυχε να γράψει» φώναζε ο Κόντογλου. Αλλά μιλάμε γι’ αυτόν, επειδή ακριβώς «έτυχε» να γράψει. Αν δεν έγραφε το πάθος του αλλά αρκούνταν να το βιώσει «έξω από τη γραφή», δεν θα μας έθετε το ζήτημα που συζητάμε. «Έτυχε» όμως να γράψει –και σ’ αυτό το «τυχαίο» συμβάν της γραφής κρύβεται ο πειρασμός που του ’κλεισε το δρόμο προς τον Άθω. «Με αγρίαν χαράν» δέχτηκε ο «άγιος των γραμμάτων μας» τον πειρασμό της λογοτεχνίας. Ποιος θα μπορούσε να του αφαιρέσει αυτή τη δική του χαρά, τη δική του αμαρτία –αυτό το γεμάτο κρασοπότηρο που λάμπει στα δάχτυλά του «όλο το άρωμα και πτήσις και αφρός!»

Η ίδια πολωτική διαδικασία που παράγει ψευτοδιλήμματα του είδους «Ζωή ή Τέχνη;», «Γιαγκούλας ή Καβάφης; [4]» και ρηματικές υπερβασίες αλα Λουντέμη «δεν κάνω τέχνη κάνω ζωή», τροφοδοτεί και τον ειδικό βερμπαλισμό που διέπει μια προβληματική ακινητοποιημένη μεταξύ των λαϊκιστικών εκδοχών της σκέψης του Γ. Σεφέρη και των θεολογικοπολιτικών προτάσεων του Χρ. Γιανναρά. Η πόλωση αυτή τη φορά αντιπαρατάσσει σ’ ολόκληρο τον κόσμο της δυτικής σκέψης τη μαγική εικόνα μιας παρθενικής νεοελληνικής ψυχής:

Αν εκινδύνευσε το 21 και το ελεύθερο έθνος κατόπιν υπέστη –και υφίσταται –τα πάνδεινα (…), οφείλεται κυρίως στην ξενομανία των λογίων, που επεδίωξαν πάση δυνάμει να μεταφυτεύσουν ευρωπαϊκά πρότυπα στη «σγουρή μας κόγχη» και άνοιξαν δρόμο στον δημοτικισμό, τον καπιταλισμό, το σοσιαλισμό και τα λοιπά ανθυγιεινά υποπροϊόντα τους, αδιαφορώντας ολότελα για την πραγματικότητα της νεοελληνικής ψυχής, η οποία βγαίνει κατ’ ευθείαν από το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία [5].

Φυλακίζοντας τον Παπαδιαμάντη στο ράσο της ανατολικής ορθοδοξίας και το Σολωμό στο δόγμα του δυτικοευρωπαϊκού διαφωτισμού εξαφανίζουμε και τον πρώτο και τον δεύτερο και στήνουμε στη θέση τους τα δυο μεγάλα εικονίσματα-στοιχεία του «νέου ελληνισμού». Σ’ αυτά τα μνημειώδη εικονίσματα αφιερώνεται πάντοτε κάθε ρινοφωνία των σημερινών εθνικών λειτουργιών («μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη») –ηλεκτροφωνική δοξολόγηση του «πονεμένου» και «αγιασμένου λαϊκού μας πολιτισμού» (Ράμφος) που δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει καμιά επαφή με τα μολύσματα της ευρωπαϊκής σκέψης (και, ει δυνατόν, της σκέψης γενικά).

Όμως τ’ ωραίο πήδημα πάνω απ’ όλ’ αυτά (τον «δημοτικισμό», τον «καπιταλισμό», τον «σοσιαλισμό» -προς τα πού άραγε;) δεν έγινε ποτέ. Έτσι μας απομένει αυτό το «πού;» ιστορικά άδηλο και με το ερωτηματικό του πάντα φιλόξενο για τα υπερβατικά διαβήματα της μεταπολιτικής μας αμηχανίας. Μόνο που εδώ θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μήπως και αυτά τα διαβήματα δεν ανήκουν επίσης στα «ανθυγιεινά υποπροϊόντα» του τρικέφαλου τέρατος «δημοτικισμός-καπιταλισμός-σοσιαλισμός». Διότι η σκέψη ως συνεχής και «εκ των προηγουμένων» παραγωγή δεν διστάζει στα αδιέξοδά της. Απλώς κομματιάζεται ή περιστρέφεται. Οι περιστροφές, οι επιστροφές καθώς και οι «καταστροφές» της σκέψης είναι μέσα στους τρόπους κινήσεώς της. Πισωγυρίζοντας επικαλείται πάντα ένα διαλεκτικό «δεύτερο» ή «ανώτερο» επίπεδο ανάπτυξης όπου π.χ. το Α γίνεται Α τονούμενον, η Αναγκαιότητα Ελευθερία, ο Θεός Λαός και η Εκκλησία Κόμμα.

Πολλοί σταματούν εδώ παραιτούμενοι από «διαλεκτικές» επιστροφές: ο απωλεσθείς «Λαός» δεν ξαναγίνεται γι’ αυτούς με κανένα τρόπο «Θεός» και η σκέψη τους υποχρεώνεται να λειτουργεί εν κενώ μέχρι την πλήρη και συνεπή εξάντλησή της. Άλλοι όμως δεν φθάνουν ποτέ σ’ αυτή την αιχμή αλλά καθυστερούν και παρατείνουν την ανθοφορία νέων θετικοτήτων. Μέσα στα πλαίσια αυτών των «διαλεκτικών» επιστροφών το τέλμα του «νέου ελληνισμού» πλουτίζεται από τα κανούρια ιδεολογικά λύματα του λαϊκισμού και της ορθοδοξίας.

Οι ερμηνείες της νεοελληνικής ιστορίας με όρους όπως «νόθα αστικοποίηση», «μεταπρατική κοινωνία», «εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις» που αποτελούν τις ορίζουσες για τη «μαρξιστική» μυθοποίηση της αστικής «εθνικοαπελευθερωτικής ιδεολογίας γίνονται, μαζί με το χριστιανοσταλινικό ιδεολόγημα της «εθνικής ταυτότητας» η νέα αφετηρία για παλιές νοσταλγίες κι ενθουσιώδεις εκδρομές στις φανερές και άφαντες «ρίζες» μας. Δεξιοί και αριστεροί, δυτικόφιλοι και φιλορθόδοξοι, δογματικοί και νεοδογματικοί, ευρωκομμουνιστές και εθνοκομμουνιστές ανταγωνίζονται για το ποιος θα πιάσει πρώτος και καλύτερος τον σωστό ρυθμό. Νομπελίζοντες και Λενινίζοντες ηλιοφορούν και ροπαλοφορούν με στόχο τους των ιδεών το αλλότοπο και της ψυχής το αλλότροπο και το μη κυανόλευκο. Η ορθόδοξη ψυχή «αυθεντική ανατολίτισσα» καλά κρατεί «το νήμα της ζωής που εφ’ όσον το ακολουθήσαμε θα βρούμε επιτέλους την Ελλάδα» (Ράμφος).

Συμπέρασμα. Μέσα στο μπετόν ανθοβολούν οι ιδεολογίες της πρασινάδας. «Πρέπει να δείξουμε ότι δεν εξάγουμε μόνο τα λαχανικά μας αλλά και τη λογοτεχνία μας». Έτσι. Να μη μείνει τίποτα χωρίς την «αξιοποίησή» του. Κανένα νησί και καμιά σελίδα. «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Εθνικοποίηση συν εξηλεκτρισμός. Νοικοκύρηδες πια κι εμείς στον τόπο μας· να ξέρουμε πόσο πουλάμε και τι πουλάμε. Όχι μονάχα την Κω, την Ίο, τη Σίκινο αλλά κι αυτό που δεν ήμασταν ποτέ –μάσκες, φαντάσματα και πύργους στον αέρα.

 

Παραπομπές

[1] Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος: Πρόλογος στον τόμο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του», Εκδόσεις των φίλων, 1979

[2] Φ. Κόντογλου: «Παπαδιαμάντης ο πνευματικός οδηγός μας (1966). Αναδημοσιεύεται στο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», ό.π.

[3] «Ολόκληρο το πεζογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη, αν εξαιρέσει κανείς τις πρώτες του μυθιστορηματικές δοκιμές [υπογραμμίζουμε τη φράση που μαρτυράει τις αισθητικές (:«συνθετικές») προτιμήσεις του γραμματολόγου] το σημαδεύει απόλυτη αναμελιά αντίθετη με κάθε νόημα τέχνης (…) Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή» ( Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελλ. Λογοτεχνίας)

[4] «Προσωπικά ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μ’ ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής. Είμαι σύμφωνος να τουφεκίζουν τους ληστές μα θα έδινα πολλά για να ακούσω τις εξομολογήσεις τους, ενώ η εξομολόγηση του κ. Καβάφη σκορπισμένη στα εκατόν πενήντα ποιήματά του δεν προσθέτει τίποτα στη γνώση μου των ανθρωπίνων παθών» (Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, 1929).

[5] Στ. Ράμφος, Το νήμα της ζωής, περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ 42, σ. 44.

Δεν περιγράφουμε. Δεν χρειάζονται λόγια. Δεν υπάρχουν λόγια

Μεγάλο Ρέμα. Περίοδος Φεβρουαρίου Μαρτίου 2020. Κλάδος Πετρέζας, Πικέρμι, Νεκροταφείο Ραφήνας. Μνημεία του νεοελληνικού πολιτισμού

20200303Petreza1

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.