" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Το δεκαπεντάμηνο που έρχεται θα είναι μία εκλογική χρονιά. Θα είναι μία χρονιά που η δημοκρατία θα (ξανά-) γιορτάσει. Κάλπες παντού, κάλπες για όλα τα γούστα. Μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου έρχονται εκλογές βουλευτικές, με ισχυρά ενδεχόμενη επανάληψη τους σε δεύτερο γύρο.  Τον Οκτώβριο έρχονται 2  γύροι αυτοδιοικητικών εκλογών. Και την Άνοιξη του 2024 οι ευρωεκλογές. Να χαίρεσαι να ψηφίζεις και να λυπάσαι τελικά που ψήφισες με λίγα λόγια.

Όλες οι εκλογικές διαδικασίες που έρχονται, από εκείνες των τοπικών κοινοτήτων μέχρι εκείνες που αφορούν στη «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια», είναι βουτηγμένες σε κάθε λογής λαθροχειρίες που καμία σχέση δεν έχουν με τη δημοκρατία όπως την εννοούσαν οι γεννήτορες της. Στους συμμετέχοντες (και τελικά στην ίδια τη διαδικασία των εκλογών) υπάρχουν λεκέδες που δεν συνάδουν με την καθαρότητα που θα έπρεπε να υπάρχει. Στις εκλογές συμμετέχουν υπόδικοι, συμμετέχουν αξιωματούχοι που κατηγορούνται για εγκλήματα κατά της ίδιας της δημοκρατίας, συμμετέχουν υποψήφιοι που τους σκιάζουν υποψίες για χρηματισμό και διαφθορά. Και αυτό ο νόμος το επιτρέπει αφού το σύστημα των τετραετιών επιτρέπει σ’ αυτόν που βαρύνεται με την υποψία ή την κατηγορία, να είναι ο ίδιος  ρυθμιστής και νομοθέτης. Αν για παράδειγμα οι αιρετοί θα μπορούσαν να ανακληθούν αμέσως μόλις προκύψουν ενδείξεις διαφθοράς ή εγκληματικών ενεργειών ή παραλείψεων εις βάρος τους, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Αλλά δεν ζούμε σε «Σοβιετία» για να έχουμε τη δυνατότητα  να ανακαλέσουμε τους ελεγχόμενους. Ζούμε σε αστική δημοκρατία και γι΄ αυτό οι ελεγχόμενοι προστατεύονται και μάλιστα με τη δική μας έγκριση.

Απαιτεί θράσος η εκλογική διαδικασία στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Απαιτεί το θράσος που εκπορεύεται από ελαστικές συνειδήσεις που γνωρίζουν πως το παιχνίδι των εκλογών δεν απαιτεί ακεραιότητα και εντιμότητα ως βασικά εφόδια του κάθε υποψηφίου. Αυτές οι αρετές για επιζώσες συνειδήσεις μόνο, αποτελούν εμπόδιο για τις εκλογικές επιδιώξεις των «αρχόντων». Πως αλλιώς θα μπορούσε για παράδειγμα κάποιος να θέσει υποψηφιότητα όντας υπόδικος ή ακόμα και ύποπτος για εγκλήματα κατά της ίδιας της διαδικασίας;  Μόνο αν διαθέτει μία απονεκρωμένη συνείδηση και πλήρη απουσία ενσυναίσθησης. Δηλαδή να μην αισθάνεται  ντροπή απέναντι σε αυτούς που καλεί να τον ψηφίσουν ενώ κατηγορείται και ήδη δικάζεται.

Ας ξεκινήσουμε με  ένα παράδειγμα από την πρόσφατη «Ευρωπαϊκή εμπειρία» μας για να μην αρχίσουμε από  τα πιο κοντινά μας, όπως η αυτοδιοίκηση και η κυβέρνηση που ο κύκλος των υποψηφίων περιλαμβάνει άτομα που φέρουν από καιρό βαρύτατες σκιές και κατηγορίες εις βάρος τους. Πως θα σας φαινόταν αν οι ευρωβουλεύτριες που πρόσφατα πιάστηκαν «κλέπτουσες οπώρας» ζητούσαν εκ νέου την ψήφο σας; Αν τη ζητούσαν τώρα και ενώ δεν έχει εκδικαστεί καμία υπόθεση και φυσικά δεν έχει τελεσιδικήσει. Θα τις ψηφίζατε; Ακόμα και με τα «πλυντήρια της ενημέρωσης» να σας βομβαρδίζουν καθημερινά με το επιχείρημα περί μη τελεσιδικίας των υποθέσεων τους, εσείς θα διατηρούσατε την αποστροφή σας προς τα  βαρυνόμενα με υποψίες ή κατηγορίες, πρόσωπα;

Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και για τις αυτοδιοικητικές και τις βουλευτικές εκλογές. Θα ψηφίζατε κάποιον ο οποίος βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου για κάποιο έγκλημα ή κάποιον που βαρύνεται με κατηγορίες για υποκλοπές ή για κάλυψη αρπάγων της λαϊκής κατοικίας; Αλλά δεν θέτουμε τέτοιο ερώτημα εμείς. Το ερώτημα οφείλουμε να το θέσουμε στους εαυτούς μας όλοι εμείς, οι ψηφοφόροι. Και η απάντηση που θα δώσουμε στον εαυτό μας θα είναι ενδεικτική για το αν διαθέτουμε ακόμα καθαρή συνείδηση και αν εξακολουθούμε να διατηρούμε ένα υγιές σύστημα αξιών. Στον εαυτό του άλλωστε κανείς δεν μπορεί να πει ψέματα

«Δημοσιογραφία θα πει να δημοσιεύεις όσα ενοχλούν τους άλλους και δεν θέλουν να μαθευτούν.  Όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις», έγραφε ο Τζωρτζ Όργουελ*.

Ο αφορισμός του Όργουελ αποκτάει ιδιαίτερο σφρίγος και ορθώνεται ολοζώντανος στην εποχή μας, όπου τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) αποτελούν στόχο ελέγχου από τις εξουσίες,. Μικρές και μεγάλες. Ο έλεγχος των ΜΜΕ  είναι ένα θέμα αμφιλεγόμενης ηθικής. Μάλιστα στην περίπτωση εκείνη που ένα μέσο θέτει εαυτόν αυτοβούλως ως υποπόδιο ή ως ποδόμακτρο του κάθε εξουσιαστή, η ηθική τόσο του ίδιου του μέσου όσο και του «ελεγκτή» του παύει να είναι αμφιλεγόμενη και είναι ξεκάθαρα εκφυλισμένη.

Η δημοσιογραφία θα έπρεπε ιδανικά να είναι ανεξάρτητη, αντικειμενική και χωρίς πολιτικές πεποιθήσεις. Αυτά είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αληθινής δημοσιογραφίας. Ο δημόσιος λόγος πάλι, δεν οφείλει να είναι άχρωμος αλλά να διαθέτει ιδεολογικό υπόβαθρο. Να έχει ιδεολογικές αναφορές και σε καμία περίπτωση να εκφράζει δουλοπρεπή προσωπολατρεία. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη διαφορά, ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος δημοσιολογεί αλλά δεν προπαγανδίζει ούτε λατρεύει ούτε θαυμάζει πρόσωπα, που υποτίθεται πως ελέγχει.. Ως εκπρόσωπος της αποκαλούμενης «τέταρτης εξουσίας» οφείλει να ενοχλεί τα κέντρα εξουσίας με στόχο την εδραίωση της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οφείλει να είναι παρατηρητής, σχολιαστής και κριτής. Να είναι δηλαδή η ενοχλητική για τα κέντρα εξουσίας φωνή, που κάνει διαρκώς αισθητή τη –σταθερά   κριτική-  παρουσία της.

Όποιος  εκφράζει δημόσιο λόγο (που δημοσιολογεί) δεν μπορεί να μην έχει ιδεολογική συγκρότηση. Η έλλειψη  ιδεολογικής συγκρότησης σηματοδοτεί την έλλειψη συνείδησης, αφού η συνείδηση αποτελεί το λίκνο του στοχασμού και των ιδεολογιών. Για παράδειγμα ένας φασίστας δεν διαθέτει ιδεολογία, αφού «ο φασισμός είναι λαϊκισμός, είναι δηλαδή  κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς.»** και «….στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα» (ό.π) Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως ένας αληθινός δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του και το λειτούργημα του, οφείλει να έχει πλήρη ιδεολογική συγκρότηση. Συγκρότηση που θα χαρακτηρίζει το έργο του, για να μην αποτελεί αυτό αλλά και ο ίδιος λαϊκιστικό φερέφωνο (λόγω έλλειψης συνείδησης) κατάλληλο μόνο για  τον επηρεασμό των μικροαστικών μαζών.

Δυστυχώς σήμερα πλέον, στα γραφεία σύνταξης των μέσων κυριαρχεί και επιβάλλεται η  σκιά των άμεσων χρηματοδοτήσεων ή των έμμεσων εισπράξεων δια των διαφημιστικών εσόδων. Αυτή η όζουσα ατμόσφαιρα επικρατεί σε μια περίοδο όπου τα πάντα έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση. Τα έντυπα ΜΜΕ και η ραδιοτηλεόραση, η κυρίαρχη πηγή πληροφόρησης των πολιτών, αναζητούν με κάθε τρόπο  πηγές εισοδημάτων ενώ παράλληλα ανταγωνίζονται τα ψηφιακά μέσα και την πληθώρα δωρεάν ειδήσεων. Στο κυνήγι αυτό (των εσόδων και όχι της είδησης) οργιάζει η παραπληροφόρηση και  μάλιστα κορυφώνεται στην πιο αηδιαστική της μορφή, εκείνη του συστηματικού «γλειψίματος» της εξουσίας. Μίας εξουσίας που έχει φροντίσει να αναδειχθεί σε βασικό παράγοντα για την επιβίωση ενός μέσου ενημέρωσης..

Η δημοσιογραφία της «άποψης»

«Η επικρατούσα άποψη, που συμμερίζονται πολλοί δημοσιογράφοι και πολίτες σήμερα, είναι πως τα γεγονότα της πραγματικότητας, όπως εξελίσσονται καθημερινά, απουσιάζουν από τα ρεπορτάζ που ακούμε, κυρίως γιατί επικρατεί η «δημοσιογραφία της άποψης». Αυτή δια μέσου της οποίας, ο/η ίδιος/α δημοσιογράφος εκφράζει τη δική του/της άποψη για το θέμα που παρουσιάζει. Μα αυτός δεν είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου, ούτε ο σκοπός του λειτουργήματος που προσπαθεί να φέρει εις πέρας.»***

Τα παραπάνω μας μεταφέρει η Μαρία- Χριστίνα Δουλάμη σε άρθρο της στη διαδικτυακή επιθεώρηση Huffington post. Είναι απόλυτα σωστή θέση σε ό,τι αφορά στα μέσα τα οποία αυτοαναγορεύονται σε «δημοσιογραφικά». Η δημοσιογραφία στα μέσα αυτά υποφέρει για τον απλό λόγο πως της απαγορεύεται να αναπνεύσει. Αντί της δημοσιογραφίας, στα μέσα κυριαρχεί η στρατευμένη άποψη. Στρατευμένη στην κατεύθυνση της εξασφάλισης εσόδων (διαφημιστικών ή άμεσων) και της επιβίωσης τους. Έτσι φτάνουμε στο σημείο στο οποίο τα μέσα που οφείλουν να στέκονται κριτικά απέναντι στα κέντρα εξουσίας, να χρηματοδοτούνται από αυτά τα ίδια κέντρα και τελικά τα αυτοαποκαλούμενα «δημοσιογραφικά μέσα» να μετατρέπονται σε λιβανιστήρια της εξουσίας. Της κάθε εξουσίας που τα χρηματοδοτεί για να την χαϊδεύουν (και στην πιο αηδιαστική περίπτωση να τη γλείφουν).

Η αξίωση της «αξιοπιστίας»

Τα πλαγίως εξαγορασμένα μέσα, παρότι γνωρίζουν πως ο λόγος τους είναι ελεγχόμενος από αυτούς που θα έπρεπε να ελέγχουν, αξιώνουν δάφνες αξιοπιστίας. Είναι παράλογη η αξίωση αυτή αλλά η αξιοπιστία αποτελεί το προϊόν που εμπορεύονται και φυσικά κάθε απαξίωση του προϊόντος αυτού, αποτελεί πλήγμα για τα ίδια τα μέσα. Αποτελεί ηθικό και οικονομικό πλήγμα. Το θέμα είναι πως τα ίδια αυτά μέσα έχουν κάνει την αρχή, απαξιώνοντας μόνα τους την αξιοπιστία τους. Κάποια φροντίζουν να «σκεπάσουν» τα κακώς πεπραγμένα τους με επιδερμικές δημοσιεύσεις (συνήθως εξωτερικές όπως δελτία τύπου ή ανακοινώσεις) της αντίθετης από τους χρηματοδότες τους, πλευράς. Άλλα πάλι αδιαφορούν και περνάνε σε κλιμάκωση του χαϊδέματος του υποστηρικτή τους και παράλληλα «κατακεραυνώνουν» τις αντίθετες φωνές.

Και οι δύο περιπτώσεις είναι ορατές από μερίδα του κοινού στο οποίο απευθύνονται και η συνέπεια είναι να διαβάζουμε πως ένας στους τέσσερις Έλληνες δεν πιστεύει τα μέσα, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί δραματικά από τον καιρό που έγινε η μέτρηση του Reuters, από την οποία πήραμε τα δεδομένα****.

Συμπέρασμα: Όσα και αν γραφούν, από οιονδήποτε για τον εκφυλισμό της δημοσιογραφικής ενημέρωσης στην Ελλάδα και σε όλα τα επίπεδα συγκρότησης της ελληνικής διοίκησης, δεν μπορούν να απαξιώσουν περαιτέρω τα μέσα. Δεν μπορούν να τα απαξιώσουν περισσότερο από όσο τα ίδια έχουν φροντίσει –αυτοκτονικά- να απαξιώσουν τον εαυτό τους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα των ειδήσεων που μεταφέρουν και αντικαθιστώντας τις με «απόψεις» ή εύπεπτο lifestyle, καταβαραθρώνοντας έτσι τελικά την ίδια την αξιοπιστία τους.

____

Παραπομπές:

*          The Collected Essays, Journalism and Letters of George Orwell Volume 1 – An Age Like This 1945–1950 - «Why I Write» (Penguin)

**        Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974   (1993, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Βασίλης Ραφαηλίδης

***      Η δημοσιογραφία υπό αμφισβήτηση: Ένας στους τέσσερις Έλληνες δεν πιστεύει στα ΜΜΕ (Huffpost -Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη)

****    Greeks are the only Europeans that trust social media more than their country’s legacy media

ΑΜΕΣΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ  ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ»

Ψηφίζουμε στην διαδικτυακή ψηφοφορία.

 

Είναι χρέος προς τη συνείδηση μας, προς τον τόπο, προς το μέλλον ολόκληρου του πλανήτη τελικά

Το νομοσχέδιο με τίτλο «Εκσυγχρονισμός Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας» που η κυβέρνηση ετοιμάζεται πυρετωδώς  να φέρει προς ψήφιση σε μια πρακτικά κλειστή βουλή λόγω καραντίνας, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να περάσει γιατί:

1. Καταργεί την ουσία της προστασίας των περιοχών Natura 2000 και προωθεί ακόμα και μεταλλευτικές δραστηριότητες και εξορύξεις υδρογονανθράκων σε περιοχές προστασίας της φύσης

2. Εκθέτει σε κίνδυνο τις προστατευόμενες περιοχές, καταργώντας την αυτοτέλεια των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ) 

3. Επιτρέπει την καταστροφή του περιβάλλοντος στο όνομα των κατά βούληση επενδυτικών σχεδίων, εκχωρώντας τον έλεγχο των μελετών (ΜΠΕ) σε ιδιώτες και επιβάλλοντας ασφυκτικές προθεσμίες για γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιών

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.