Η ευχή είναι μια έννοια όχι απλά μεταφυσική αλλά πρωτόγονα μαγική, που παραπέμπει στη «συμπαθητική μαγεία», δηλαδή στην πίστη του πρωτόγονου ανθρώπου πως είναι αρκετό να αναπαραστήσεις μια πράξη ή να εκφωνήσεις με ειδικό τρόπο το όνομα ενός πράγματος, κι αυτή η πράξη ή αυτό το πράγμα θ' αποκτήσουν αυτόματα υπόσταση.
Παίρνουμε και δίνουμε ευχές με μια απίθανη ευκολία. Άλλωστε, οι ευχές δε στοιχίζουν τίποτα, σε αντίθεση με τα δώρα που πρέπει να τα αγοράσει κανείς.
… Η ευχητική δοσοληψία, καθώς και η δωροληψία, είναι μια υπόθεση καθημερινή, αλλά στις γιορτές έχουμε πάντα ένα ευχολογικό και δωροληπτικό «μπουμ». Διότι οι εορταστικές ημέρες έχουν μια «ιδιαιτερότητα», επίσης μαγικής τάξεως: Παρόλο που κι αυτές οι ημέρες έχουν εικοσιτέσσερις ώρες, παρόλο που κουβαλούμε και σ' αυτές τα καθημερινά μας βάσανα, παρόλο που η δυστυχία μας λόγω ανεργίας ή από άλλα αίτια διογκώνεται ψυχολογικά αυτές τις μέρες εξαιτίας της απαίτησης για ευτυχία που επιβάλλει η ίδια η έννοια της γιορτής, παρόλα αυτά τα πολύ πεζά πράγματα, συνεχίζουμε να πιστεύουμε αφελώς πως η μαγική ευχή στο μαγικό περιβάλλον της γιορτής θα λειτουργήσει με πολλαπλάσια ένταση.
Δηλαδή, όπως και οι μάγοι, συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως αν εκφωνήσουμε την κατάλληλη λέξη (άμπρα - κατάμπρα) την κατάλληλη στιγμή όλα θα παν καλύτερα. Μόλις περάσει η γιορτή διαπιστώνουμε με αφελή έκπληξη πως τίποτα δεν πήγε καλύτερα, αλλά αυτό δε μας εμποδίζει καθόλου να περιμένουμε την επόμενη γιορτή, όπου η πανάρχαιη πράξη της «συμπαθητικής μαγείας» θα επαναληφτεί για μυριοστή φορά και πάλι επί ματαίω.
Μ΄ αυτά και μ΄ άλλα, ο βίος μας τελειώνει κάποτε, και στο χείλος του τάφου φωνάζουμε τον παπά να «διαβάσει» για λογαριασμό μας, αφού εμείς δεν μπορούμε να διαβάσουμε πια, την τελευταία ευχή για τη σωτηρία μας. Μιας και οι ευχές δε μας ωφέλησαν σε τούτη τη ζωή, ας μας συνοδεύσουν τουλάχιστον στην άλλη, όπου είναι η πραγματική τους θέση.
Καθημερινά κολυμπάμε στο ευχητικό πέλαγος μιας ευκταίας ευτυχίας, που όλο κινάει να ’ρθει και ποτέ δε φτάνει. Και πώς να φτάσει με μαγικές επικλήσεις εκ του ασφαλούς και χωρίς αγώνα;
… Το «καλημέρα», «καλησπέρα» και τα συναφή, καθώς και το «μπάι μπάι», «τσιάο», «αλό» και οι ανάλογοι ξενόγλωσσοι βαρβαρισμοί που πλούτισαν το ήδη πλούσιο ευχολόγιο της ελληνικής γλώσσας, δεν είναι παρά κοινές και καθημερινές ευχές —τόσο κοινές και καθημερινές που έχασαν πια το αρχικό μεταφυσικό τους περιεχόμενο και μετατράπηκαν σε σκέτους ήχους. Έτσι το «καλημέρα», για παράδειγμα, δε σημαίνει ακριβώς «σας εύχομαι μίαν καλή ημέραν» αλλά «σας είδα»: Λέμε σε κάποιον «καλημέρα» για να δηλώσουμε, απλώς, πως βρίσκεται εδώ και λίγη ώρα εντός του οπτικού μας πεδίου, ότι δηλαδή η παρουσία του δεν πέρασε απαρατήρητη, πράγμα που θα ήταν απρέπεια.
Όσο για την «καλή σου μέρα», γνωρίζουμε από πείρα πως το καλό ή το κακό της ημέρας του κυρίου που χαιρετίσαμε είναι τελείως άσχετο απ’ την ευχή μας. Άλλωστε, τίποτα δεν αποκλείει ο εν λόγω κύριος να βρεθεί κάτω απ' τους τροχούς ενός αυτοκινήτου αμέσως μετά την ευχή μας —και παρά την ευχή μας.
… Η απομεταφυσικοποίηση λοιπόν όλων των ευχών είναι ένα γεγονός. Οι ευχές έχουν μετατραπεί σε κενούς τύπους ευγένειας, που ωστόσο διατηρούν αταβιστικά ένα μέρος από το αρχικό μεταφυσικό τους περιεχόμενο, έτσι για να μην ξεχνάμε τον πρωτογονισμό μας.