" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Για τους παλιούς, φανατικούς ή απλά εθισμένους, αναγνώστες της Ελευθεροτυπίας η στήλη «Απόψεις¨» του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου ήταν κάτι σαν το πέπλο της νύφης. Όχι αναγκαίο αλλά συμβολικό της αγνότητας της ερχόμενης εις γάμου κοινωνία, παρθένου. Ήταν μία αγαπημένη στήλη, τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη γλώσσα του συντάκτη της. Μπορούσε κάλλιστα να λάβει τη δεύτερη (και άκρως τιμητική) θέση στο διάδημα της εφημερίδας, ίσως κάτω από τον «Ιό» και βέβαια κάτω από τους παλαιότερους και λαμπρούς συντάκτες της. Ήταν μία πολύ ωραία στήλη.

Ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος κάπου στα 2008 έγινε εκδότης της LiFO, εφημερίδα που χρειάστηκε χρόνο για να αποκτήσει το μέγεθος του εκδότη της αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως το πέτυχε. Είναι μερικοί άνθρωποι που γράφουν με τέτοιο τρόπο που εθίζουν τον αναγνώστη τους στα ακριβά. Και είναι λίγοι αυτοί. Λίγοι αλλά ευτυχώς υπάρχουν και δρέπουν την εκτίμηση ακόμα και αυτών που βρίσκονται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Όχι, δεν μας ήρθε ξαφνικά η ανάγκη να εκφράσουμε θαυμασμό για τον συγκεκριμένο συντάκτη και εκδότη αλλά διαβάζοντας (από κακή τύχη) πονήματα συντακτών της αποκαλούμενης «τοπικής δημοσιογραφίας», κάτι σαν πικρή ανάμνηση άρχισε να γεμίζει τα κελιά της μνήμης μας. Είναι πραγματικά τρομερό. Άλλα να διαβάζεις και άλλα να εμφανίζονται στην οθόνη του μυαλού σου. Για να μη το επεκτείνουμε περισσότερο, αυτή ήταν μία εισαγωγή σε ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι για τους αναγνώστες μας που είχαν την ίδια κακή τύχη με εμάς να διαβάσουν  ηλεκτρονικό τύπο της γειτονιάς μας, δηλαδή της Ραφήνας.  

Το παιχνίδι μας αυτό καλεί τους αναγνώστες μας να εντοπίσουν τα μέλη της τοπικής αυλής των μέσων εξημέρωσης, όπως την έχει ορίσει και εγκαταστήσει η τοπική εξουσία με το ελάχιστο μέγεθος της. Μέγεθος που έχει ανάγκη το παραμορφωτικό πρίσμα των μέσων για να δείξει πιο μεγάλη. Μία σχέση δούναι και λαβείν που της επιτρέπουμε να υπάρχει χάρις την ανοχή μας, για να μη πούμε και την αδιαφορία μας.

Στις 15/7/2019 έγραψε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος μετέφερε στη LiFO ένα άρθρο με τίτλο  «Ο δημοσιογράφος που γλείφει χειρουργικά την εξουσία». Το αναδημοσιεύουμε αφού η κακή μας τύχη, της ανάγνωσης δοξολογιών σε τοπικό «μέσο» δεν έπαψε στιγμή να μας θυμίζει αυτόν τον κομψό, δίκαιο και δικαιολογημένο λίβελλο ενός εραστή της γραφής.

 

«Ο δημοσιογράφος που γλείφει χειρουργικά την εξουσία»

Εμφάνιση: Λιμοκοντόρου που ξεροσταλιάζει κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα της εξουσίας (παντός είδους). Πάνω μαίνεται η γιορτή, κάτω οργιάζουν οι φαντασιώσεις και τα συμπλέγματα. Ευελπιστεί ότι κάποια μέρα θα ανέβει κι αυτός, να του δώσουν ένα μεζεδάκι. Να του πετάξουν στον αέρα ένα κόκκαλο - Όρμα Τζακ!

Χαϊδευτικό: Ρία Κούρτη (της δημοσιογραφίας). Ικέτης του παντεσπανιού.

Προς τι τόση χολή; Είναι υπαίτιος για την κρυπτογαμία δημοσιογραφίας και δημοσίων σχέσεων.  Σ’ αυτά που γράφει είναι αδύνατον να διακρίνεις το ρουσφέτι από την προσωπική κρίση, την κρίση από την «ισορροπία του (υπολογιστικού) τρόμου», τον έπαινο από το γλείψιμο. Η φτωχοπροδρομική εικόνα του, είναι η πιο θλιβερή εκδοχή δημοσιογραφίας και ένας από τους βασικούς λόγους που το επάγγελμα διασύρεται ιστορικά.

Χρόνια συμπτώματα: Πακτωλός κοσμητικών επιθέτων, ενθουσιασμός που αφρίζει και τρέχει απ' τα μπατζάκια για ψύλλου πήδημα, ούρα με τη σέσουλα ― μια γενική ακράτεια χειροκροτημάτων ως προς εκείνα τα σημεία που θα χαϊδέψουν τα αυτιά του «στόχου» και θα τον κάνουν τύφλα (κυριολεκτικά) από αυτοθαυμασμό, μια φρενήρης προσπάθεια να γνωρίσει τον έναν και τον άλλον για να του πει δια ζώσης πόσο τον εκτιμά και πόσο θα ήθελε να δουλέψει στο Υπουργείο του, προσφέροντας τον εμετό της γνώσης του, εξόφθαλμος βρογχοκήλη από το πολύ γούρλωμα των ματιών. Κάτι σκυφτό που υποδύεται το άνετο. Κάτι φτωχό που υποδύεται το περπατημένο. Κάτι πεινασμένο που υποδύεται το χορτάτο. Κάτι λυπηρό εντέλει που μόλις βολεύεται, κορδώνεται και δίνει πόνο σε όσους ομόσταυλους δεν βολεύτηκαν ακόμα (με πλατύ χαμόγελο).

Δοξασία No 1: Ο δημοσιογράφος που χρησιμοποιεί με στοχοπροσήλωση τη  δημοσιογραφία με μάτι αλλήθωρο, για να γραπωθεί από την πολιτική, τα Ιδρύματα, τα υπουργικά γραφεία, το Δημόσιο, τα φανερά και αφανέρωτα payroll, είναι ένα όνειδος για την δημοσιογραφία και θα έπρεπε να εξορίζεται από τους κόλπους της μια ώρα αρχύτερα.

Αρχαιολογία: Ερείπια πολλά σε στήλες και στηλίτσες. Ο Ίακχος και ο Τήλεφος ήταν μπροστάρηδες. Η «Μαντάμ φακελάκι». Μη πικράνουμε κόσμο ονομαστικά.

Γιατί έχει όμως τόση πέραση; Γιατί η δημοσιογραφία δεν έχει τόσο χρήμα, όσο θέλουν ορισμένοι. Γιατί είναι τεμπέλης, βαριέται να δουλεύει και θέλει τη ζωάρα του παράγοντα― ταξίδια, αραλίκι, ρουσφετάκια. Γιατί εφάπτοντας την εξουσία, νομίζει ότι γίνεται κι αυτός σημαντικός.

Μα υπάρχουν άνθρωποι που επιβραβεύουν τόση γλίτσα; Φυσικά. Οι άνθρωποι της δύναμης χάνουν συχνά την ευθυκρισία και το μέτρο, ζώντας σε μια παράλληλη πραγματικότητα. Θέλουν την κολακεία και υπάκουες αμοιβάδες στην αυλή τους. Κορδώνονται όταν διαβάζουν ένα χαλκευμένο έπαινο για κατορθώματα που δεν έκαναν, αγαθοεργίες που τελικά δεν έγιναν, βραβεία που δεν πήραν.  Δεν έχουν χρόνο για κριτική, συμβουλές και αλήθεια. Θέλουν η σπονδυλική στήλη να είναι νερουλή και τα μάτια έκθαμβα μπροστά στη σαπιοκοιλιά τους.

Ο δημοσιογράφος που γλείφει χειρουργικά και δαγκώνει αδιακρίτως κάθε εχθρό είναι ο άνθρωπος που ονειρεύονται, ο άνθρωπος -σκυλί τους. Βυθίζονται αγκαλιά στην ανυποληψία, κουφοί κι ευτυχισμένοι, ενώ το σύμπαν γύρω τους καγχάζει και τους περιφρονεί.

Δοξασία No 2: Ο δημοσιογράφος που γλείφει χειρουργικά δεν είναι δημοσιογράφος. Είναι ένας υβριδικός απατεώνας που χρησιμοποιεί τις εφημερίδες ως ιδιωτικό κοπρώνα.

Κι οι εφημερίδες δεν φταίνε; Φυσικά. Δική τους είναι η κύρια ευθύνη. Αλλά συνήθως η κατεργαριά είναι κοινή, συμφωνημένη. Οικονομικοί επιφυλλιδογράφοι δουλεύουν ταυτόχρονα σε Τράπεζες, καλλιτεχνικοί συντάκτες πωλούν την ευαισθησία τους σε Υπουργεία Πολιτισμού.

Τι θά 'πρεπε να γίνει:  Τίποτα. Ο καθένας έχει την κόλαση που τού αξίζει.

Ελευθεροτυπία, 1999. Στήλη Επιλογές

 

Το άρθρο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου αντλήθηκε από τη LiFO

Πριν από 9 περίπου μήνες μάθαμε πως τα podcasts της LiFO και στο μέρος των podcasts του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, θα περιλάμβαναν έστω και αποσπάσματα από το αρχείο του Βασίλη Μπουκουβάλα, 68 ραδιοφωνικών εκπομπών του Μάνου Χατζιδάκι στα ιδιωτικά ραδιόφωνα, την περίοδο 1989-1990. Εκπλαγήκαμε από χαρά και αδημονία να ακούσουμε και πάλι τη φωνή του μεγάλου Έλληνα στοχαστή και πιο πολύ να τον ακούσουμε να μιλά και να σχολιάζει στην μετά το περιοδικό Τέταρτο, εποχή. Μέσα από το CD που συνόδευε την έκδοση των «Σχολίων» του 2007 είχαμε τη χαρά της επαφής με τη σκέψη και τη φωνή του Μάνου Χατζιδάκι της εποχής του Τρίτου αλλά η σκέψη και ο λόγος του που από το 1987 και μετά, ήταν οξύς αλλά τελικά προφητικός για το μέλλον της χώρας. Ακούγοντας λοιπόν τα podcasts του Στ. Τσαγκαρουσιάνου, απομαγνητοφωνήσαμε αποσπάσματα των σχολίων του Μάνου Χατζιδάκι σε συγκεκριμένα θέματα και τα παρουσιάζουμε εδώ σε κείμενο. Σας συστήνουμε όμως και την ακρόαση των podcasts όπου η παρουσίαση των ηχογραφήσεων γίνεται από τον ίδιο τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο αφού άριστο περιεχόμενο αξίζει εξαιρετική παρουσίαση..

 

Μάνος Χατζιδάκις: Το ραδιόφωνο οφείλει να είναι ένα μαστίγιο

Ο μιμητισμός των νεαρών Αμερικανών disc jockey της δεκαετίας του ’50. Η ασυδοσία της χωρίς προπαρασκευή ανοησίας. Η φλυαρία των τυχάρπαστων παραγωγών με τυχάρπαστους ακροατές μέσω τηλεφώνου και η ανεπίλεκτη παράθεση ελληνικών και ξένων, ελαφρών τραγουδιών δημιούργησαν ένα κλίμα αποπνικτικό και διόλου αισιόδοξο για το μέλλον της ραδιοφωνίας στον τόπο μας. Συγχρόνως γέννησε μία οικογένεια νεαρών παραγωγών με ύφος και δικαιώματα περί το ραδιόφωνο, που δύσκολα μπορεί κανείς να προσδιορίσει την καταγωγή τους και τις προοπτικές τους στα ερτζιανά του τόπου.  Εκείνο πάντως που μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει είναι η αμορφωσιά, η επαρχιακή στάθμη προτιμήσεων –χωρίς να καταδικάζω ολόκληρη την επαρχία στο επίπεδο τους. Έπαρση περί τη λειτουργία του ραδιοφώνου και αναίδεια απαίδευτης σκέψης. Τέλος πάντων, το ραδιόφωνο δεν είναι ένα καλογυμνασμένο σώμα που χορεύει στις Σεϋχέλλες. Πιστεύω πως οφείλει να είναι περισσότερο ένα μαστίγιο που με απρόβλεπτους ρυθμικούς κτύπους διερευνά τις επιθυμίες μας, τις σκέψεις μας και διεγείρει τη φαντασία μας επεξηγώντας  τα άμεσα γεγονότα με διαχρονικά κριτήρια, εάν αυτό είναι εφικτό. Τουλάχιστον ας δημιουργεί γλώσσα και τρέχουσα σκέψη.

 

(Απόσπασμα από το podcast του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου με τίτλο  «Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλά για τις χίπικες μέρες του στο Φρίσκο, το σαχλό ραδιόφωνο του playlist και τον εκκλησιαστικό φανατισμό»)

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.