Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Που πάνε τα ρολά όταν ανεβαίνουν; Κύριο

Ένα διήγημα της Δήμητρας Διδαγγέλου*  από το 2012, το οποίο μεταφέρει σε υψηλή πυκνότητα εικόνων, την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνη την ιδιαίτερα σκληρή εποχή, ειδικά στο κέντρο της πρωτεύουσας.

 

«Πηνάο» γράφει το ταμπελάκι πάνω μου, Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, ένα σούρουπο ακόμη, την ώρα που τα ρολά μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων ρίχνουν τον ιστό τους το ένα μετά το άλλο και περιμένουν το ξημέρωμα να εξαφανιστούν και ν’ αρχίσω ν’ αναρωτιέμαι πάλι που πάνε όταν ανεβαίνουν, την ίδια στιγμή το ψιλόβροχο έχει αρχίσει να ψεκάζει την ατμόσφαιρα, ακουμπά πάνω στην ύλη, σκορπίζεται, πέφτει στο πεζοδρόμιο και σταγόνες σαν υδράργυρου κυλούν στους βυθισμένους υπονόμους ξυπνώντας ό,τι έμψυχο βρίσκεται μέσα τους. Ζώα και άνθρωποι έχουν το ίδιο ξεθωριασμένο βλέμμα, βροχή και ήλιος θερμοκρασία μηδέν, σκοτάδι και φως γκρίζα απόχρωση, ατμόσφαιρα θολή, παιδιά και γέροι παλιά φθαρμένη σκιά, όλα περνούν καθημερινά από μπροστά μου, εικόνες, ζωές, φωνές, εκεί Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής στη γωνίτσα που μ’ έβαλαν, μέσα σ’ ένα ρολόι που δεν έχει δείκτες, αλλά λέει πάντα τη σωστή ώρα. «Πηνάο» γράφει το ταμπελάκι πάνω μου, «πρόσφυγας από την πατρίδα μου μέσα στην πατρίδα μου, δεν ξέρω τα σύνορά μου, έχω χάσει την ταυτότητά μου, δεν ξέρω πού είναι το στομάχι μου, αν τρώω με το μυαλό μου, αν βλέπω με τα χέρια μου, αν αγγίζω με την ψυχή μου», ψελλίζει από το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο ο κύριός μου, ο ίδιος που με πλένει τακτικά, με καθαρίζει προσεκτικά, με φροντίζει στοργικά, με χαϊδεύει σα να είμαι από χρυσό, σα να έχει μόνο εμένα σ’ αυτή την πόλη.

Όταν τα κέρματα φτάσουν μέχρι πάνω συμπληρώνονται στο περίπου πέντε ευρώ, είναι η ώρα που ο κύριός μου παίρνει την τυρόπιτά του την κουρού, ένα μικρό νερό κι ένα γάλα, με βάζει στη γωνίτσα μου, Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, τα ρολά που κατεβαίνουν μου κάνουν παρέα, μου ρίχνει το γάλα, περνάει ο σκύλος και το πίνει αργά όλο το βράδυ και μ’ αυτό τον τρόπο μένει και ο σκύλος χορτάτος και το κεσεδάκι στη θέση του, εγώ δηλαδή, εκείνο το μικρό κεσεδάκι στη γωνίτσα του απ’ το ξημέρωμα μέχρι το σούρουπο, εκείνο που είναι σαν αόρατο, που περνάς από μπροστά του κάθε μέρα κι ούτε γυρίζεις να το κοιτάξεις -θα προτιμούσα όμως να με κλωτσήσεις παρά τέτοια περιφρόνηση- αυτό το ταπεινό κεσεδάκι είμαι ‘γω, τη μέρα γεμίζω με κέρματα και όλο το βράδυ με προσέχει ο σκύλος μέχρι τα ξημερώματα να γίνει πάλι αλλαγή βάρδιας με τον κύριό μου, να με πάρει, να βάλει πάνω μου την ταμπελίτσα «πηνάο» και ν’ αρχίσω να γεμίζω, αυτή είναι η δουλειά μου, η ζωή μου, η αποστολή μου σ’ αυτή την πόλη.

Ξημέρωσε, τα ρολά ανεβαίνουν. Μα, που πάνε κάθε πρωί τα ρολά;

__________________________________

Η Δήμητρα Διδαγγέλου είναι επιστημονικός δημοσιογράφος, με σπουδές στην Ψυχολογία και Μ.Μ.Ε. Μέσα από τη δουλειά της στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα ψυχικής υγείας. Το πρώτο της διήγημα «Αν ο Φρόιντ είχε μουστάκι» διακρίθηκε στη βραχεία λίστα του διαγωνισμού «Hotel Οιδίπους» των εκδόσεων Πατάκη και κάνει μαθήματα λογοτεχνίας ντοκουμέντου με τον Μισέλ Φάις.

Είναι η δημιουργός του «Ψυχογραφήματα» όπου και εντοπίσαμε το κείμενο.

Το διήγημα «Πού πάνε τα ρολά όταν ανεβαίνουν» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο “ONE STORY“ στο οποίο δεν υπάρχει πια όπως διαπιστώσαμε παρά την εντατική αναζήτηση του διηγήματος

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Σχετικά Άρθρα