Eίπα, αφού τα αίματα έμαθες, Αργύρη, στα αίματα θα πορεύεσαι. Εκεί το ‘χεις ταμένο. Κι ήρθα το λοιπόν μια μέρα στο Γιούνιον και λέω δώμτε δουλειά. Κι αφού σ’ αυτή τη δουλειά ήμανε ο καλύτερος, στέριωσα κι όλοι έρχονται και μου χτυπάνε την πλάτ’, Εγγλιέζοι, Ρούσοι, Γερμανοί, όλοι. Αλλά πάλι άμα ξέρανε τι είναι η δουλειά που κάνω, ότι σπάω κεφάλια, πάλιε με σιχασιά θα με κοιτάγανε, παρόλο που την κάνω άξια. Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μη βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπήρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα απ’ το αίμα και να κόβουνε τη μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να ‘σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι. Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στον πόλεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι είν’ έτσ’ στ’ αυτιά πιο ωραίο. Άμα είσαι στα μετόπιστεν ξέρεις πώς είν’ εκεί που πολεμάνε; Άμα είσαι μπακάλης, έμπορας, πουτάνα, ο,τιδήποτε, ξέρεις πώς είν’ το σφαγείο; Δεν είναι μέρη αυτά που πας, κι άμα δεν πάει κανείς, δεν είναι μέρη, κι άμα δεν είναι μέρη, δεν πειράζει κανέναν ποιός είν’ εκεί και τι κάνει. Για τούτο και κάθισα σ’ αυτή τη δουλειά. Τούτο το πράμα έψαχα να βρω όταν έφκα απ’ το χωριό. Κι άμα τους στέλνω κάθε τόσο τα τσέκια με τα λιεφτά είναι για να θυμούνται, είναι για να παίρνω εκδίκηση για όσα μου κάνανε. Να μην ξεχάσουνε ποτέ ότι από όσους σκοτώσανε τούτα τα χέρια κάνουν ακόμα προκοπή.»