της Μαρίας Νάτση
Οι Σαλταδόροι της Αθήνας, υπήρξαν ένα από τα πιο αδικημένα και αφανή κεφάλαια της ιστορίας της Κατοχής· παιδιά που, μέσα στη φρίκη του πολέμου, έγραψαν με το θάρρος τους μια σιωπηλή, μα ηρωική σελίδα αντίστασης.
Παιδιά και έφηβοι που αναγκάστηκαν να ενηλικιωθούν πρόωρα και βίαια, επιστράτευσαν όλη τη φαντασία, τη σβελτάδα, την τόλμη και την εξυπνάδα τους για να επιβιώσουν. Με ασύλληπτο θάρρος πηδούσαν πάνω στα γερμανικά φορτηγά, αποσπώντας κουραμάνες, αλεύρι και άλλα τρόφιμα — κι αργότερα όπλα, λάστιχα ή ο,τιδήποτε μπορούσε να χρησιμεύσει, διακινδυνεύοντας κάθε φορά τη ζωή τους.
«Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ο πιο ολοκληρωτικός πόλεμος της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Α΄ Παγκόσμιος υπήρξε πόλεμος χαρακωμάτων, όπου το 95% των θυμάτων ήταν στρατιώτες και μόλις το 5% άμαχοι. Στον Β΄ Παγκόσμιο, τα μεγέθη αυτά αντιστρέφονται δραματικά: μόλις το 33% των νεκρών ανήκε στα στρατιωτικά σώματα, ενώ το 67% ήταν άμαχος πληθυσμός (Μαργαρίτης).
Ήταν ένας πόλεμος χωρίς όρια, διαφορετικός από κάθε προηγούμενο, όπου η έννοια του πολέμου ξεπερνούσε τα εθνικά σύνορα και συμπληρωνόταν από χαρακτηριστικά ιδεολογικά, ταξικά, φυλετικά και εμφύλια (Μαργαρίτης).
Στις 27 Απριλίου οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Αθήνα και δημιουργούν τη δωσίλογη κυβέρνηση με επικεφαλής τον Τσολάκογλου. Αυτή ήταν η αρχή για να μπει η χώρα στην Κατοχή.
Η διακοπή της τροφοδοσίας από το εξωτερικό εξαιτίας του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού, η μείωση της παραγωγής υλικών αγαθών, η σίτιση των δυνάμεων Κατοχής, η κατάρρευση των συγκοινωνιών η οποία εμπόδιζε τη μεταφορά αγαθών από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα και η ανικανότητα της κυβέρνησης Τσολάκογλου να λύσει το πρόβλημα του επισιτισμού και να θέσει λειτουργικούς κανόνες στην αγορά, αποτέλεσαν τους κύριους λόγους για την ολοκληρωτική πτώση της ελληνικής οικονομίας, την άνοδο του πληθωρισμού, την εμφάνιση της μαύρης αγοράς και τη ριζική μεταβολή της μέχρι τότε υπάρχουσας κοινωνικής δομής.
Οι παραπάνω λόγοι έγιναν περισσότερο αισθητοί στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο λιμός τον χειμώνα του 1941-42, ο οποίος αφαίρεσε τη ζωή σε 40-45.000 ανθρώπους (Χαραλαμπίδης) δημιούργησε πρωτόγνωρες καταστάσεις και εικόνες στους κατοίκους της πρωτεύουσας»

Μέσα σε αυτές τις ακραίες συνθήκες πείνας και θανάτου, οργανώθηκαν οι ομάδες των σαλταδόρων.
«Οι περισσότεροι κατάγονταν από προσφυγικές γειτονιές και αντικαθιστούσαν το αρσενικό στοιχείο που έλειπε από την οικογένεια. Ζούσαν μια επικίνδυνη καθημερινότητα βοηθώντας τους συνανθρώπους τους, με αντάλλαγμα πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή. Το λεγόμενο “σαλτάρισμα” ήταν μέρος της αντίστασης, πράξη ηρωική αλλά ταυτόχρονα και η μοναδική επιλογή επιβίωσής τους. Οργανωμένοι σε ομάδες είχαν οριοθετήσει τα δικά τους σύνορα στην κατοχική Αθήνα . Οι σαλταδόροι, οι περισσότεροι από τον Βύρωνα και το Παγκράτι είχαν ως τόπο συγκέντρωσης το Ζάππειο όπου χωρίζονταν σε ομάδες δύο ως τριών ατόμων και ξεκινούσαν το επικίνδυνο παιχνίδι τους. Το Σύνταγμα, η Ομόνοια και η Ακρόπολη, μέρη που σύχναζαν οι Γερμανοί ήταν και ο τόπος δράσης τους. Οι σαλταδόροι από την Κοκκινιά, το Αιγάλεω και το Περιστέρι δρούσαν στο λιμάνι του Πειραιά και στις διαβάσεις του τρένου μέχρι το Ρουφ (Φιλέρης)
Οι μικροί ήρωες διατηρούσαν μια ιεραρχική και αυστηρή κλίμακα ανάλογα με την επικινδυνότητα της δράσης. Οι έμπειροι ονομάζονταν “αετοί” ενώ οι νέοι και άπειροι, “σπουργίτια”. Είχαν τη δική τους γλώσσα, το δικό τους λεξιλόγιο συνεννόησης. Με το “λίιιιιου” έδιναν το παρόν, με το μακρόσυρτο “ντου” μπορούσε κάποιος να ορμήσει με ασφάλεια και η λέξη “χάπατες” σήμαινε “προσοχή κίνδυνος”. Επίσης “Παστασούτας” ήταν ο Ιταλός και “Μπυράκιας” ο Γερμανός. Το “ξεψείρισμα” σήμαινε αφαίρεση αντικειμένων, ενώ το κυαλάρω σήμαινε “παρατηρώ με προσοχή”
Η τόλμη, η αποφασιστικότητα και η εφευρετικότητα των αμούστακων αυτών παιδιών δημιούργησε στην οργάνωση της ΕΠΟΝ μια μεγάλη διαμάχη για τον τρόπο διαχείρισής τους. Τελικά πολλοί από αυτούς οργανώθηκαν στην ΕΠΟΝ και πρόσφεραν ουσιαστική βοήθεια στον πεινασμένο λαό της Αθήνας»

Αναφορές στη γενναιότητά τους βρίσκουμε στη μουσική, στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία: στα τραγούδια του Μιχάλη Γενίτσαρη, του κατεξοχήν χρονικογράφου της κατοχικής Αθήνας και του Πειραιά, του Τσιτσάνη, του Ζαμπέτα και του Μαρκόπουλου· στην ταινία “Ξυπόλητο Τάγμα”· και στο μοναδικό αυτοβιογραφικό βιβλίο για τους σαλταδόρους του Ξενοφώντα Φιλέρη, “Οι Σαλταδόροι του Βύρωνα”
Όπως γράφει ο Ξ. Φιλέρης:
«Πολύς κόσμος πίστευε ότι οι σαλταδόροι ήταν κλέφτες, απατεώνες, τυχοδιώκτες. Όμως εγώ και τα φιλαράκια μου, οι άλλοι σαλταδόροι, ποτέ δεν κλέψαμε Έλληνες, ποτέ δεν αδικήσαμε συνάνθρωπό μας. Αντίθετα, σε κείνα τα δύσκολα χρόνια, βοηθήσαμε πολλούς εξαθλιωμένους»

Αυτά τα παιδιά με το θάρρος αλλά συχνά και με τη θυσία τους, σφράγισαν τη συλλογική μνήμη του λαού μας.
Ο Ανδρέας Λυκουρίνος ήταν μόλις δώδεκα χρονών όταν ξεκίνησε τη δράση του κι αργότερα εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, την αντιστασιακή οργάνωση νέων που ξεπήδησε μέσα από τους κόλπους του ΕΑΜ. Πολύ γρήγορα έγινε θρύλος, ενώ οι Γερμανοί μιλούσαν με ανησυχία για τη δράση κάποιου “μωρού” στο Κουκάκι.
Όταν το ΕΑΜ χρειάστηκε όπλα, ο Ανδρέας, κρατώντας ένα πήλινο ψεύτικο πιστόλι, παραμόνεψε ένα βράδυ στη γωνιά. Με απίστευτη ψυχραιμία αφοπλίζει τον πρώτο γερμανοτσολιά, πετάει το ψεύτικο όπλο και, κρατώντας πια αληθινό, μαζεύει πιστόλια, χειροβομβίδες και στολές. Δεν ήταν λίγοι οι γερμανοτσολιάδες που γύριζαν στο στρατώνα τους μόνο με τα εσώρουχα, όπως γράφει ο Θέμος Κορνάρος.
Λίγο αργότερα, ο Ανδρέας συλλαμβάνεται και οδηγείται στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου το παιδικό του σώμα υπομένει φριχτά βασανιστήρια. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, εκτελείται μαζί με άλλους αγωνιστές. Λίγο πριν, είχε την ψυχραιμία να πετάξει ένα σημείωμα στους δικούς του:
«Μπαμπά, με πάνε για εκτέλεση μαζί με τους (αναφέρει ονόματα). Ειδοποίησε, σε παρακαλώ, τα σπίτια τους. Μη στενοχωριέστε. Ανδρέας»
Ήταν χαμηλού αναστήματος, μα τα πολυβόλα ήταν ρυθμισμένα πιο ψηλά· έτσι, σύμφωνα με μαρτυρίες, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να τον βρουν οι σφαίρες. Αυτό το ανέβασμα λίγων εκατοστών ήταν μια δήλωση αξιοπρέπειας, μια σιωπηλή πρόποση στη λευτεριά, μπροστά στον θάνατο.
Οι Σαλταδόροι της Αθήνας έγιναν σύμβολα μιας γενιάς που έμαθε να παλεύει για επιβίωση και δικαιοσύνη, μέσα σε συνθήκες ακραίας βίας και πείνας. Η μνήμη τους ταυτίζεται με τον πόνο των παιδιών του σημερινού κόσμου, που εξακολουθεί να τρέφει πολέμους, γενοκτονίες και λιμούς.
Γιατί τα παιδιά δεν θέλουν να είναι θύματα, δεν θέλουν να γίνουν ήρωες· θέλουν απλώς να τους επιτρέψουμε να είναι παιδιά.
Οι Σαλταδόροι μας θυμίζουν πως, ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές, τα παιδιά μπορούν να γίνουν οι πιο τολμηροί φύλακες της ζωής και πως η ελπίδα, έχει το μέγεθος ενός παιδιού που στέκεται στις μύτες των ποδιών του για να φτάσει τη λευτεριά.
Πηγές:
το ιστορικό ντοκιμαντέρ της Κατερίνας Κατσαρή " Κορώνα - Γράμματα Οι σαλταδοροι της Αθήνας" και στην Διπλωματική Εργασία της στη Δημόσια Ιστορία. https://apothesis.eap.gr/archive/item/219922?lang=el ( Πραγματοποιήθηκε εξαιρετική παρουσίαση από την κ.Κατσαρη στην Ομάδα βιβλιοθήκης του Επιμορφωτικού Συλλόγου Νέας Μάκρης)
" Οι σαλταδοροι του Βυρωνα" Ξενοφών Φιλέρης