Είναι η Ραφήνα το πρόβλημα. Η πόλη που μισεί την ιστορία της, που δε θυμάται ή δε θέλει να θυμηθεί τις πορείες που αιώνια διαγράφονται πάνω στη γη της. Που βρίσκει πολλούς τρόπους να σωπάσει, ακόμα κι όταν δεν της το ζητούν.
Η Πλατεία Ταχυδρομείου, που ήταν εδώ και πριν το ταχυδρομείο, κακά τα ψέματα, πλατεία δεν είναι.
Ένα παλίμψηστο μικροσκοπικό κομμάτι αιωνιότητας είναι. Μια σπιθαμή γης που γνώρισε απ’ την αυγή του χρόνου ανάσες και φωνές ανθρώπων άγνωστων, μια χιλιετία και βάλε μυστήριας διαδοχής προϊστορικών γενεών μες τα συντρίμμια που εμείς βλέπουμε τώρα. Κι αργότερα, την εγκατάσταση, την Κατοχή, τη Μεταπολεμική Ανάπτυξη και το Νέο Λιμάνι. Από μαντρί, αυλή, οχύρωση, αλάνα, πλατεια, γερνώντας μέσα σε αναπλάσεις που άφηναν τα ίχνη τους κάτω απ’ τις πλάκες, με δέντρα που δεν ζούσαν αρκετά για να μιλήσουν.
Είναι η πλατεία του Δημήτρη Θεοχάρη, που εβδομήντα χρόνια πριν ανέσκαπτε σε κάποια άκρη της μια πρωτοελλαδική συνοικία, κι είναι η πλατεία των παιδιών που έπαιζαν εκεί προτού ο νέος δρόμος καλύψει (ή και εξαλείψει) αυτό το στίγμα. Ενός Θεοχάρη που όσο κι αν έβαλε τη Ραφήνα στο χάρτη της Προϊστορίας με δύο οικισμούς μεγάλης σημασίας δεν αξιώθηκε από αυτήν ούτε έναν χωματόδρομο, ένα στενό, μια τρύπα με τ’ όνομά του. Σε μια πόλη της δημοκρατίας που βασιλιάδες έχουν ακόμη την τιμητική τους σε περίοπτη θέση, όπως άλλωστε και οποιοσδήποτε άλλος.
Είναι τέλος η πλατεία των σημερινών αρχαιολόγων κι εργατοτεχνιτών, που με αυταπάρνηση ερεύνησαν ένα νεό, άγνωστο πριν, τμήμα της ιστορίας, αυτό των μεσοελλαδικών και υστεροελλαδικών χρόνων, φέρνοντας στο φως ευρήματα και κτίσματα, κάτω από δύσκολες κι απαιτητικές συνθήκες, σε καύσωνες και βροχές.
Η πλατεία όσων αγάπησαν και μαγεύτηκαν απ’ τις ταπεινές πέτρες, είτε γνώριζαν την αξία τους, είτε εξήψαν απλώς την περιέργειά τους καθώς βάδιζαν δίπλα τους στο κέντρο της Ραφήνας, του δικού μας γαλάζιου κι άγριου μικροκόσμου.
Ζήτημα μνήμης λοιπόν. Όχι σχάρας.