η φωτό είναι από την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Δάγλα "Η μέρα των φωταγωγών, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1982"
«Είμαι πολύ επιφυλακτικός όταν ακούω κάποιον να λέει “είμαι ποιητής”. Ίσως, μετά από σκληρές δεκαετίες, αίμα, δάκρυ, αμείλικτα χτυπήματα μπορέσει κάποιος να μπει σ’ αυτό το δρόμο. Και πάντα θα είναι ένας ελάσσων, ασκούμενος προφήτης, θα είναι ο έσχατος ασκητής που καίγονται τα σωθικά του στην έρημο της πόλης, σε δρόμους που δεν ξέρει πού οδηγούν… Χωρίς την ταπεινότητα έχει χάσει το στοίχημα, την ύπαρξή του. Ο χώρος του ποιητή δεν είναι τα φουαγιέ των κρατικών θεάτρων, τα σουαρέ των καθώς πρέπει κυριών, οι αυλές των αρχόντων. Οι πραγματικοί ποιητές είναι οικουμενικοί, δεν έχουν πατρίδα, εθνικότητα, χρώμα, τόπο και χρόνο […]. Ο ποιητής είναι χαμένος. Πάντα ψάχνει ένα καταφύγιο. Ένα ερημικό καφενείο. Μια καταστροφική σχέση. Έναν άγνωστο προορισμό. Δεν έχει τίποτα. Δεν θέλει να έχει τίποτα. Μόνο τις λέξεις του και τους δαίμονές του. Επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Στην αυτοεξορία του. Και φεύγει ξανά. […]. Ο ποιητής έχει την φυγή και την έκρηξη μέσα του. Την εξέγερση. Είναι από τη φύση του αναρχικός κι ανυπότακτος»
Ο Γιώργος Δάγλας είναι ποιητής. Από αυτούς ακριβώς τους ποιητές που περιγράφει παραπάνω. Αυτούς που μια φορά τους βρίσκεις και πολλές φορές τους χάνεις, όταν αποφασίζουν να καταφύγουν στην αυτοεξορία τους. Αυτούς, που το μόνο που έχουν, είναι οι λέξεις και οι δαίμονές τους.
Η Παντοφίλη Βαρβαρήγου, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ και συνταξιούχος εκπαιδευτικός, γράφει για τον συντοπίτη και φίλο της ποιητή και προσεγγίζει το έργο του Γιώργου Δάγλα μέσα από ποιήματα από την τελευταία ποιητική συλλογή του “Ταριχευτές πουλιών, Εκδόσεις Κύμα, 2020”
……………………………………………………………….
Γιώργος Δάγλας, «Ταριχευτές Πουλιών, Κύμα, Αθήνα 2020» ….. της Παντοφίλης Βαρβαρήγου
Αναζητώντας, ως Ιθακήσια, στοιχεία για να παρουσιάσω τον συμπατριώτη μου ποιητή Γιώργο Δάγλα, σταδιακά συνειδητοποιούσα ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια αντίφαση: Από τη μια πλευρά, αισθανόμουν ότι εμείς γνωρίζουμε τον Γιώργη και λίγα πράγματα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε μια βιογραφική, ας την ονομάσουμε, παρουσίαση. Είναι ο πατριώτης μας, ο παιδικός μας φίλος, ο φλογερός και, εν πολλοίς, οργισμένος ιδεολόγος έφηβος, είναι ο άνθρωπος ο οποίος στο ξεκίνημά του πέταξε από το παράθυρο τις ευκαιρίες που βρέθηκαν στον δρόμο του για μια «στρωμένη ζωή», είναι εν τέλει εκείνος, που άλλοτε τον βρίσκαμε δίπλα μας και άλλοτε τον χάναμε, πλάνητα, ταξιδευτή, μοναχικό, γράφοντα «γραφές» τις οποίες μάλλον αδυνατούσαμε να αξιολογήσουμε, θα έλεγα κιόλας, ενίοτε αρνούμασταν και να προσέξουμε…
Κι ενώ, λοιπόν, εμείς οι συμπατριώτες ψάχναμε τον Γιώργη, κάποιοι άλλοι, σ‘ αυτή την αέναη, απ’ ό,τι φαίνεται, περιπλάνησή του, ανακάλυπταν τον Γιώργο Δάγλα, τον ποιητή, και τον αναζητούσαν και τον ρωτούσαν και τον προσκαλούσαν και μιλούσαν κι έγραφαν γι’ αυτόν…
Έτσι, θα αναφέρω σταχυολογώντας, ο Γιώργος Δάγλας, ο ποιητής, με ποιήματα από το Μαύρο Χιόνι του, παρουσιάζεται στο περιοδικό Λόγου και Τέχνης Επτανησιακά (2014), με πρωτοβουλία του Φόρκυνα γίνεται στο Βαθύ της Ιθάκης, μια εκδήλωση προς χάριν του (χειμώνας 2015), δίνει συνέντευξη στον Νίκο Λέκκα για το περιοδικό επιλεγμένης λογοτεχνίας Φτερά Χήνας (2016), οι Καντάδες του μελοποιούνται και γίνονται ροκ και τζαζ μελωδίες από τον συνθέτη Βασίλη Λαγό (2016), περιλαμβάνεται ανάμεσα στους σύγχρονους Επτανήσιους ποιητές, τους οποίους τιμά η Ιόνιος Βιβλιοθήκη της Ένωσης Επτανησίων Ελλάδας (2017), μεταφράζεται στα αγγλικά για το ηλεκτρονικό περιοδικό Diasporic Literature Spot από τον Κύπριο ποιητή Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη (2018), ο οποίος εντυπωσιασμένος τον αποκαλεί «τραγική φωνή», οι Ταριχευτές Πουλιών σχολιάζονται από τον Αναπληρωτή καθηγητή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Πέτρο Στεφανέα στην Εφημερίδα των Συντακτών (2020), δίνει συνέντευξη στον γνωστό συγγραφέα και ερευνητή Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για το ηλεκτρονικό περιοδικό Κόσκινο (2021), ενώ το (2022) συμμετέχει στον συλλογικό τόμο της Ελληνοεκδοτικής, με τίτλο Γενέθλια Πόλη –τον οποίο επιμελείται ο Ιντζέμπελης– ανάμεσα σε εξήντα πέντε ακόμα συγγραφείς και ποιητές, με ένα εξαιρετικό κείμενο που, βεβαίως, αναφέρεται στον γενέθλιο τόπο, στην κοινή πατρίδα, την Ιθάκη.
Κάπως έτσι, λοιπόν, μ’ ετούτα και με τ’ άλλα και ανάμεσα σε πολλά, ο Γιώργος Δάγλας μέχρι στιγμής, έχει, επίσης, καταθέσει στους αναγνώστες της ποίησης τέσσερις ποιητικές συλλογές: Μέρα Φωταγωγών, 1982 - Μαύρο Χιόνι, 1999 - Καντάδες για ένα δαίμονα, 2014 και Ταριχευτές Πουλιών, 2020. Και απ’ όσο δείχνουν τα πράγματα, απτόητος συνεχίζει, διατηρώντας στο ραδιόφωνο 2510 Radio εκπομπή στην οποία φιλοξενεί σύγχρονους/νες ποιητές και ποιήτριες…
Αυτή τη στιγμή δεν θα σχολιάσω επιδράσεις και ποιητικές καταβολές· θεωρώ ότι η ανίχνευση τέτοιων στοιχείων, ιδιαίτερα σ’ ετούτη την εποχή με τις τρομακτικές δυνατότητες επικοινωνίας, επιρροών και αλληλεπιδράσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη και προϋποθέτει άλλου είδους προσέγγιση και ερευνητική διαδικασία. Θα σταθώ στους Ταριχευτές Πουλιών και θα σχολιάσω κατ’ επιλογήν λίγα από τα ποιήματα της συλλογής, επιχειρώντας να δώσω το στίγμα τους, με αρωγό στην προσπάθεια τον λόγο του ποιητή, όπου υπάρχει
Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι οι τίτλοι είναι ένα πολύ σημαντικό παρακειμενικό στοιχείο και αντικατοπτρίζει πνεύμα και ουσία του περιεχομένου, θα επιχειρήσω – αφού σχολιάσω τον τίτλο– να ανιχνεύσω το νήμα του και το μήνυμά του στον ποιητικό λόγο που ακολουθεί. Ο έμπειρος Ιντζέμπελης, στην συνέντευξη που προαναφέρθηκε, ρωτάει σχετικά με την επιλογή του τίτλου και από την απάντηση μαθαίνουμε ένα πολύ ενδιαφέρον φιλολογικό στοιχείο· ότι ο αρχικός τίτλος της συλλογής ήταν «Ενεργά Ηφαίστεια», προκειμένου έτσι να καταδείξει ο ποιητής πόσο εκρηκτική μπορεί να γίνει η ποίηση. «Τελικά», συνεχίζει, «κατέληξα στους Ταριχευτές Πουλιών βλέποντας να περιορίζονται οι ελευθερίες, να καταστρατηγούνται τα δικαιώματα, να “λιγοστεύει” ο αέρας. Και βέβαια γιατί τα πουλιά πετούν ελεύθερα […]». Να, λοιπόν, πώς προκύπτει η λέξη «ταριχευτές» στον τίτλο· «ταριχεύω» σημαίνει «εμποδίζω τη σήψη, βαλσαμώνω» και ταριχευτές είναι οι ειδικοί που διατηρούν το σώμα ως είχε, αλλά νεκρό, χωρίς ζωή, χωρίς βούληση, χωρίς αισθήσεις. Να, λοιπόν, κι ένα μήνυμα διαμαρτυρίας και ανυπακοής από τον τίτλο ακόμα: οι ταριχευτές καιροφυλακτούν, Επαγρυπνείτε!
Με βάση αυτό το κριτήριο, θα επιχειρήσω να σκεφτώ διαβαίνοντας μέσα από την ποίηση του Γ. Δ. στην τελευταία του ποιητική συλλογή.
Σε ανύποπτο χρόνο, ζήτησα από το Γ. Δ. να χαρακτηρίσει τα ποιήματά του. «Μικρές ιστορίες», μου είπε, «καθημερινές σκηνές, τροφή για σκέψη…». Μια τέτοια μικρή, καθημερινή ιστορία, ακύρωσης όμως και ανικανοποίητης επιθυμίας είναι το πρώτο ποίημα αυτής της συλλογής, «Ο καθρέφτης»
Σε λίγο θα έγραφε ένα γράμμα.
Θα το περίμεναν.
Έπρεπε να το δώσει στο λιμάνι.
Μα όλο κάποιος
χτυπούσε την πόρτα-του,
για μια ασήμαντη δουλεια,
να τον βοηθήσει σ’ ένα μερεμέτι,
να παίξουν τάβλι στο καφενείο,
να του θυμίσει ένα παλιό έρωτα.
Όλο και κάποιος του ανέβαλε το ταξίδι.
Τοποθετημένο χρονικά στο παρελθόν, όπως ο συνήθης χρόνος της αφήγησης παρουσιάζει λιτά μια εικόνα καθημερινότητας που δεν έχει εξάρσεις. Έχει όμως σύμβολα· ένα παράθυρο, που ορίζει το «μέσα» και το «έξω», έχει τη θάλασσα, που παραπέμπει στο όνειρο της φυγής, της απομάκρυνσης και του ταξιδιού, έχει πολύ συγκεκριμένα όργανα ναυτιλίας –πυξίδα, χάρτη, εξάντα– δηλωτικά επιδίωξης συγκεκριμένου ταξιδιωτικού στόχου και προορισμού, έχει έναν καθρέφτη –πίσω από το ποιητικό υποκείμενο, καθόλου τυχαία– ουσιαστικό το οποίο αποτελεί, επίσης, τον τίτλο του ποιήματος και οι τίτλοι είπαμε πως έχουν τη βαρύτητά τους. Ένα σημαντικό στοιχείο στην ποίηση του Γ. Δ. είναι η συχνή χρήση του ρηματικού τύπου θα + παρατατικός: «Σε λίγο θα έγραφε ένα γράμμα. Θα το περίμεναν». Είναι ο τύπος ο οποίος δηλώνει την ανεκπλήρωτη επιθυμία και η χρήση του, εδώ, στο πρώτο ποίημα της συλλογής εισάγει το θέμα της αναβολής, του απροσδόκητου προσκόμματος, του αθέλητα ανολοκλήρωτου στόχου, της έντονης επιθυμίας για ένα σκοπό, εν προκειμένω το ταξίδι, που τελικά ακυρούται. «Όλο και κάποιος του ανέβαλε το ταξίδι», καταλήγει το ποίημα…
Ήρωες και ποιητικά υποκείμενα του Γ. Δ. είναι οι αποσυνάγωγοι, οι τρελοί, οι περιθωριακοί, οι αλαφροΐσκιωτοι, οι καταραμένοι, όσοι κρατούν στην ψυχή τους ένα είδος βαθιάς και αλύτρωτης γνησιότητας που ο κόσμος αυτός δεν τους επιτρέπει να εκφράσουν. Δεν έχουν πολλές επιλογές προκειμένου να εκφραστούν· είτε θα «δραπετεύσουν», ποικιλοτρόπως, από τον δρόμο τον ευρέως και κοινωνικά αποδεκτό, της τάξης, της λογικής, της ένταξης… είτε ο κόσμος θ’ αλλάξει. Το δεύτερο είναι, συνήθως, ανεκπλήρωτο… απομένει το τραχύ μονοπάτι της διαφυγής… Ένας ήρωας τέτοιος, ένας «δραπέτης» αυτού του κόσμου, δεσπόζει ευθύς εξ αρχής, στον τίτλο του ποιήματος «Ο τρελός ταχυδρόμος»
Κατά καιρούς
-καιρούς, που μόνο το κύμα
ακούγονταν να χτυπάει με μανία τα βράχια-
περνούσε από την ερημιά μας
ο τρελός ταχυδρόμος.
Ανέμιζε ψηλά έναν κίτρινο φάκελο
και ούρλιαζε στον άνεμο
στον βόρειο άνεμο ούρλιαζε,
ονόματα, χρονολογίες,
άδειες εισόδου σε ψυχιατρεία, φυλακές
στρατόπεδα, πρακτικά ανακρίσεων,
δηλώσεις μετανοίας, πιστοποιητικά φρονημάτων.
Έσκυβε το κεφάλι,
έβαζε ξανά το φάκελο στην τσάντα
κι έφευγε ήρεμος.
Τότε άναβε ξαφνικά ο ξεχασμένος φάρος,
χιλιάδες πλοία γέμιζαν το πέλαγος
μ’ όλα τα φώτα αναμμένα
και τα κύματα χάιδευαν στοργικά τα βράχια.
Μ’ ένα ουρλιαχτό που η έντασή του συνοδεύεται ακόμα κι από την ίδια τη φύση –«μόνο το κύμα ακούγονταν να χτυπάει με μανία τα βράχια»– ο τρελός ταχυδρόμος, παντέρμος ο ίδιος, αλλά και μέσα στη δική μας ερημιά, ξεσπάει απελευθερώνοντας βίαια στις ριπές του ανέμου –και όχι οποιουδήποτε αλλά του βόρειου– όλο το περιεχόμενο εκείνου του κίτρινου φακέλου που του ρήμαξε τη ζωή: «ονόματα, χρονολογίες, άδειες εισόδου σε ψυχιατρεία, φυλακές, στρατόπεδα, πρακτικά ανακρίσεων, δηλώσεις μετανοίας, πιστοποιητικά φρονημάτων» ό,τι δηλαδή μαρτυράει τον κακοτράχαλο δρόμο του, το βάσανο, το μαρτύριο της ψυχής και του σώματός του, ό,τι, επιτέλους, δηλώνει την πικρή του ταυτότητα. Κι έπειτα, έφευγε ήρεμος, με το φάκελο τακτοποιημένο στην τσάντα του, ενώ η φύση και πάλι ακολουθεί την ψυχική του κατάσταση: «Τότε άναβε ξαφνικά ο ξεχασμένος φάρος, / χιλιάδες πλοία γέμιζαν το πέλαγος / μ’ όλα τους τα φώτα αναμμένα / και τα κύματα χάιδευαν στοργικά τα βράχια». Η ένταση, το ξέσπασμα, το φρικτό ουρλιαχτό, ο παγωμένος βοριάς, η μανιασμένη θάλασσα υποχωρούν και προκρίνονται οι εικόνες χιλιάδων φωτισμένων πλοίων, ο ξεχασμένος φάρος –σηματοδότης σωτηρίας και ασφάλειας στα πέλαγα– έρχεται στο προσκήνιο, ενώ τα κύματα γλύφουν, χαϊδεύουν τρυφερά τα βράχια… πόση παράδοξη νοσταλγία και τόνος απροσδόκητα λυρικός…
Ένα ποίημα της συλλογής, το οποίο αντικατοπτρίζει απόλυτα την άποψη του Γ. Δ. για τη μοίρα των ομοτέχνων του, είναι εκείνο με τον απολύτως δηλωτικό τίτλο «Ποιητές»
Ξαφνικά,
μάθαμε πως θα ‘ρθουν από άλλο δρόμο.
Από το μεγάλο πλακόστρωτο
με τις στολισμένες άμαξες
συνοδεία οργάνων και χορευτριών.
Τους ακολουθούν κόλακες
και ιερείς με χρυσοποίκιλτα άμφια.
Κι εμείς
που αιώνες περιμέναμε
στα σκοτεινά στενά
και στις ταβέρνες
με τους φτωχούς τροβαδούρους
κοιταχτήκαμε σιωπηλά
και φοβισμένα.
“Δεν μπορεί” “Αποκλείεται”
είπαν κάποιοι.
Δεν είναι ποιητές
αυτοί που έρχονται
Μοιάζει επίσης με μια μικρή ιστορία που είναι οργανωμένη αντιθετικά, σε δύο ενότητες με ρήματα α’ πληθυντικού προσώπου, δηλωτικού της ταύτισης του ποιητικού υποκειμένου με το περιεχόμενο. Στην πρώτη ενότητα με το ρήμα «μάθαμε» εισάγεται η πληροφορία πως οι ποιητές «θα ‘ρθουν από το μεγάλο πλακόστρωτο» με εντυπωσιακή συνοδεία, άμαξες στολισμένες, όργανα, χορεύτριες, ιερείς με «χρυσοποίκιλτα άμφια». Κάπως «πομπώδης» περιγράφεται αυτή η πομπή, με σίγουρα και μεγαλόστομα μέλη, γεμάτα αυτοπεποίθηση και αέρα εξουσίας, ασφαλώς αποδεκτά από φορείς και θεσμούς. Η μοίρα όμως της ποίησης έρχεται από άλλο δρόμο... Έτσι, στη δεύτερη ενότητα δηλώνεται ο τρόπος που ο απλός, ο καθημερινός, ο βασανισμένος άνθρωπος, εμείς δηλαδή, περιμένει τον ποιητή με τον λυτρωτικό του λόγο, να φωτίσει, να διεκδικήσει, να προστατέψει, να απελευθερώσει. Αυτός, λοιπόν, ο λόγος δεν φτάνει στον άνθρωπο μέσα από μεγάλα πλακόστρωτα και πολύβουες συνοδείες. Αυτός ο λόγος δημιουργείται αργά και φτάνει αργά, γιατί προϋποθέτει τη βάσανο της κάθαρσης, της αποποίησης κάθε εκζήτησης, της τελικής απογύμνωσης του ασκητή, της ταύτισής του με το μαρτύριο του ανθρώπου αλλά και με την παιδική αθωότητα, ενώ κάποιοι διψασμένοι τον περιμένουν αιώνες για να δροσιστούν.
Ας δούμε τώρα πώς, απολύτως, αιτιολογείται η χρήση του α’ πληθυντικού προσώπου, της ταύτισης δηλαδή του ποιητή με το περιεχόμενο του ποιήματος, μέσα από τον ίδιο το λόγο του, στη συνέντευξή του στον Νίκο Λέκκα: Λέει ο Γ. Δ.: «Είμαι πολύ επιφυλακτικός όταν ακούω κάποιον να λέει “είμαι ποιητής”. Ίσως, μετά από σκληρές δεκαετίες, αίμα, δάκρυ, αμείλικτα χτυπήματα μπορέσει κάποιος να μπει σ’ αυτό το δρόμο. Και πάντα θα είναι ένας ελάσσων, ασκούμενος προφήτης, θα είναι ο έσχατος ασκητής που καίγονται τα σωθικά του στην έρημο της πόλης, σε δρόμους που δεν ξέρει που οδηγούν… Χωρίς την ταπεινότητα έχει χάσει το στοίχημα, την ύπαρξή του. Ο χώρος του ποιητή δεν είναι τα φουαγιέ των κρατικών θεάτρων, τα σουαρέ των καθώς πρέπει κυριών, οι αυλές των αρχόντων. Οι πραγματικοί ποιητές είναι οικουμενικοί, δεν έχουν πατρίδα, εθνικότητα, χρώμα, τόπο και χρόνο […]. Ο ποιητής είναι χαμένος. Πάντα ψάχνει ένα καταφύγιο. Ένα ερημικό καφενείο. Μια καταστροφική σχέση. Έναν άγνωστο προορισμό. Δεν έχει τίποτα. Δεν θέλει να έχει τίποτα. Μόνο τις λέξεις του και τους δαίμονές του. Επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Στην αυτοεξορία του. Και φεύγει ξανά. […]. Ο ποιητής έχει την φυγή και την έκρηξη μέσα του. Την εξέγερση. Είναι από τη φύση του αναρχικός κι ανυπότακτος ».
Αυτό το νήμα του μοναχικού ασκητή, του ποιητή, που ούτε έχει ούτε θέλει να έχει οτιδήποτε, εκφράζεται στο ποίημα «Δήλος»
Είσαι πιο όμορφη τώρα
που δεν έχεις τίποτα.
Σαν αρχαία πόλη.
Και είναι τα δύο μάτια-σου
παράθυρα ανοιχτά στην άγρια θάλασσα.
Και εγώ,
που εφτά φορές τον κόσμο γύρισα,
φύλακας τώρα στο έρημο νησί της Δήλου
σώματα ερειπωμένα αφουγκράζομαι
κι ούτε τίποτα έχω.
Μόνο ναυάγια
κάτω από σάπια παράθυρα ψαρεύω.
«Είσαι πιο όμορφη τώρα που δεν έχεις τίποτα. Σαν αρχαία πόλη». Η έναρξη μ’ ένα ρήμα δεύτερου ενικού προσώπου είναι πάντα ισχυρή, γιατί προκαλεί στον αναγνώστη ταυτίσεις, η παρομοίωση, απ΄ την άλλη πλευρά, λιτή και σίγουρη, αρχικά ξενίζει. Είναι ακριβέστατη όμως και συγκλονιστική, καθώς παραπέμπει στην απόλυτη απογύμνωση από κάθε τι υλικό, κάθε θορυβώδες στοιχείο της «συνάφειας του κόσμου», κάθε τι που αποσπά και αποπροσανατολίζει από την ομορφιά της ερημιάς. Η Δήλος δεν είναι τυχαία εδώ. Είναι άδεια, είναι παντέρμη, αλλά λουσμένη στο εκτυφλωτικό Απολλώνιο φως, από το οποίο ο προφήτης-ποιητής θα αντλήσει σταγόνα σταγόνα τη δυνατότητα να καταβυθιστεί στα άδυτα του ανθρώπου, να αισθανθεί την οδύνη του και τη μοναξιά του για να μπορέσει να τις εκφράσει. Γι’ αυτό ακριβώς στο δεύτερο μέρος του ποιήματος τα ψέματα τελειώνουν, ο ποιητής δεν κρύβεται, το ρηματικό πρόσωπο μετατοπίζεται και από δεύτερο γίνεται πρώτο. «Κι εγώ / που εφτά φορές τον κόσμο γύρισα / φύλακας τώρα στο έρημο νησί της Δήλου / σώματα ερειπωμένα αφουγκράζομαι / κι ούτε τίποτα έχω. / Μόνο ναυάγια κάτω από σάπια παράθυρα ψαρεύω». Ο φύλακας αυτής της εκτυφλωτικής ερημιάς, πλήρης πλέον εικόνων και αναμνήσεων –τρόπαια της διείσδυσής του στα ανοιχτά παράθυρα της ύπαρξης με θέα την άγρια θάλασσα– ψαρεύει ναυάγια, πολύτιμα όμως, γιατί αυτά ακριβώς τα ναυάγια, αυτός ο βαθύς, αμετάκλητος ανθρώπινος πόνος είναι το στοιχείο που τον καθιστά ποιητή, ικανό ν’ αποτυπώσει «τα πάθια και τους καημούς του κόσμου», κατά τον μέγιστο Παπαδιαμάντη. Από την ψυχρή και ενίοτε βαρετή φιλολογική σκοπιά, θα προσθέσω ότι ισχυρά στοιχεία της συγκρότησης του ποιήματος και καταλυτικά ως προς την εντύπωση που προκαλούν στον αναγνώστη είναι η εναλλαγή του ρηματικού προσώπου, οι παρομοιώσεις, αλλά και η ανακατάταξη της σύνταξης της πρότασης, η τοποθέτηση δηλαδή του ρήματος στο τέλος της, η οποία είναι συχνή στην ποίηση του Γ. Δ. προσδίδοντας επίταση αλλά και αρμονία.
Ένα ακόμα στοιχείο της ποίησης του Γ.Δ. είναι η σύνδεση που επιχειρεί ανάμεσα στη δυστοπική, τη δυσβάχταχτη πραγματικότητα και τους αλαφροΐσκιωτους ήρωές του με την παιδική αθωότητα. Δεν είμαι σίγουρη αν, απαραίτητα, η σύνδεση αυτή είναι ιδιότυπη. Μάλλον δεν είναι. Ίσως μάλιστα ορισμένες φορές να συνιστά την αναμενόμενη προϋπόθεση εκείνης της αλύτρωτης γνησιότητας, που οι καταραμένοι φυλάσσουν στα έγκατα της ψυχής τους. Ένα τέτοιο ποίημα, στο οποίο φανερώνεται αυτή η πτυχή είναι εκείνο όπου ο Γ. Δ. χαράσσει, με στίχους, εικόνες επιθυμητού αποχαιρετισμού, κατά την αναχώρησή του από τον μάταιο κόσμο μας. Με κυρίαρχο το πρώτο ενικό πρόσωπο και χρόνο μέλλοντα γράφει:
Όταν φύγω
για τα επουράνια,
μια παιδική παράσταση
θα κλείνει την αυλαία της,
ένας αργοπορημένος επιβάτης
θα τρέχει να προλάβει
το τελευταίο λεωφορείο,
και μισότρελοι ποιητές
θα με θάβουν
στο βάθος μιας παλιάς ταβέρνας.
Όταν φύγω
ένας πικρός κλόουν
θα υποκλίνεται
στη μέση του τσίρκου
και τα παιδιά
θα χειροκροτούν ενθουσιασμένα.
Το τέλος μιας γνήσιας ποιητικής ζωής, κατά τα πρότυπα του Γ. Δ., κειμενικά σηματοδοτείται από το τέλος μιας παιδικής παράστασης, από έναν αργοπορημένο που τρέχει, γιατί συνειδητοποιεί ότι το λεωφορείο προς τη λύτρωση αναχωρεί και –αλλοίμονο– είναι το τελευταίο, από τον ενταφιασμό του ποιητή που οι μισότρελοι ομότεχνοι οργανώνουν και συντελείται όχι σ’ ένα νεκροταφείο –όπως θα ήταν τυπικό και αναμενόμενο– αλλά σε μια παλιά ταβέρνα, εκεί που οι φτωχοί τροβαδούροι άλλου ποιήματος –«Οι Ποιητές» – συνήθως περιμένουν τους γνήσιους ποιητές να φτάσουν, ολοκληρώνοντας την πορεία και τον προορισμό τους σ’ αυτή τη ζωή. Ένας κλόουν με έναν απόηχο πίκρας θα υποκλίνεται, έχοντας και ο ίδιος δώσει την τελική παράστασή του στη σκηνή του τσίρκου, ενώ την υπόκλισή του θα συνοδεύουν τα ενθουσιώδη παιδικά χειροκροτήματα. Πόσες εικόνες αλλεπάλληλες, πόση πίκρα ματαίωσης, πόση ανάκληση αθωότητας την ύστατη ώρα, σαν τη μόνη αποσκευή… Και ποιος δε θα ‘θελε ένα τέτοιο ξόδι… σαν «ένα μακρινό ταξίδι», όπως αποτυπώνεται στο ποίημα «Σύρος» (18), «χωρίς αποσκευές και πυξίδα. Λίγα κιτρινισμένα χαρτιά κι ένα παιδικό παιχνίδι στις λυπημένες τσέπες μου». Το μόνο που μένει, σημαδεύει εν ζωή και συνοδεύει αβίαστα και χωρίς τέλος εις το επέκεινα... Ποιο είναι αυτό; Είπαμε… η παιδική μας μνήμη, η καλά κρυμμένη παιδική μας αθωότητα…
Διεισδυτικός, λοιπόν, ο Γιώργος Δάγλας, άκρως ευαίσθητος, πονεμένος, μνήμων, προδομένος, ακράδαντα κι αμετανόητα στο πλευρό των ηττημένων, γι’ αυτό ηττημένος και ο ίδιος, μα ταυτόχρονα κυρίαρχος, όσο διατηρεί την επίγνωση της ήττας και τη δύναμη της οργής. Έχει το χάρισμα να γίνεται η σάρκα εκ της σαρκός μας, να είναι, στον πυρήνα του, ό,τι συνθέτει το κύτταρο όλων μας. Έχουμε όλοι μας μερίδιο στη διαμόρφωση του ποιητικού του λόγου και αυτό μας επιστρέφει, γιατί μόνο, έτσι –όντας δικός μας δηλαδή– μπορεί με λέξεις ανεπιτήδευτες, αστόλιστες, ακραία καθημερινές να ανοίγει ρωγμές στην ψυχή μας, να προκαλεί ταυτίσεις, να μας προσκαλεί στη δική του μέθεξη και να μας συγκινεί. Απλά, λαϊκά και κυρίως θιακά, δηλαδή όπως η ντοπιολαλιά μας το λέει, ο Γιώργος Δάγλας έχει βρει το πόνο μας, το σφυγμό μας… Με τα δικά του λόγια: «Θα κατέβεις κάτω… Να νοιώσεις την αγωνία και την ανάσα των ανθρώπων. Να μπεις μέσα τους και να γίνεις η φωνή τους. Να πάρεις το συναίσθημα, την οργή, το παράπονο και να το κάνεις τραγούδι».