Ο φίλος και συνεργάτης της Attica Voice, Αλέξης Κροκιδάς απέδωσε στα ελληνικά ένα ποιηματάκι αγνώστου Άγγλου ποιητή, που χρονολογείται στις 2 πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Το ύφος του είναι μάλλον παιδικό αλλά μέχρι την εποχή του τέλους του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο. Το ποίημα πιθανόν να γράφηκε νωρίτερα από το 1917 και ο ποιητής να χάθηκε σε κάποιο χαράκωμα, μεσούντος του "Μεγάλου Πολέμου" όπως τον αποκαλούσαν τότε, αλλά αυτό είναι κάτι που ίσως δεν μάθουμε ποτέ, όπως και την ταυτότητα του ποιητή
OVER
ήταν ένα μικρό πουλί
(έμοιαζε λίγο με τσαλαπετεινό, αλλά δεν ήταν)
είχε φάει ένα σκάλωμα
και κάθε πρωί
ανέβαινε
σε ένα ψηλό κλαδί
και τραγουδούσε (κάπως φωναχτά)
Μ' ακούει κανείς;
Αν μ' ακούει κανείς
ας μου απαντήσει
όβερ
(δεν ήταν τραγούδι αυτό,
πώς να το περιγράψει κανείς;
ας πούμε, ήταν κάτι σαν παράταιρο νανούρισμα,
ίσως διπλά παράταιρο
πρώτον γιατί τραγουδούσε πρωί πρωί
και δεύτερον γιατί τραγουδούσε φωναχτά
δεν είναι έτσι το νανούρισμα)
ήταν αυτό το μικρό πουλί
και κάπως αστείο
γιατί έπινε όλη τη νύχτα
(ουίσκια το χειμώνα
βότκες το καλοκαίρι
ενδιάμεσες εποχές δεν είχε
στο νησί που ζούσε
μόνο χειμώνα και καλοκαίρι)
και κάθε πρωί παραπατούσε
και παραπετούσε
(δεν χρειαζόταν πάντως να πετάξει μακριά ή ψηλά,
μόνο να φτάσει στο κλαδί του)
τέλος πάντων
προβλέψιμα όπως είναι αυτά τα πράγματα
ένα πρωί
καθώς τραγουδούσε το τραγούδι του
(που τραγούδι δεν ήταν ακριβώς)
πάνω στο κλαδί του
παραπάτησε κι έπεσε
δεν πρόλαβε να κάνει αυτό που κάνουν τα πουλιά
να πετάξει δηλαδή
και έπεσε στο έδαφος
κάτω από το δέντρο
μ' ενα μικρό γδούπο
ένα τσακάλι που περνούσε
το είδε
σταμάτησε και το ρώτησε
Τί έπαθες εσύ;
όβερ
απάντησε το πουλί
όβερ
όπως θες
μουρμούρισε το τσακάλι αδιάφορα
και το κανε μια χαψιά
Ανώνυμος Αγγλος ποιητής circa 1917