Μακάρι, σκέφτομαι, να μπορέσουμε μια μέρα να κάνουμε τους ανθρώπους που έριξε η δική τους και η δική μας κακή μοίρα στον τόπο μας, να χαίρονται όχι μόνο όταν λησμονούν το παρόν τους, μα και όταν βλέπουν γύρω τους, μια πολιτισμένη κοινωνία αντί για αγριάνθρωπους, βάρβαρους, ανάξιους Έλληνες.
Το Προσφυγικό ζήτημα μπαίνει σε νέα φάση καθώς άρχισε η μεταφορά προσφύγων από τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (γνωστά και ως hotspots) στα νησιά, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ξεκίνησε, έτσι, και ένας χορός αντιδράσεων από μέλη των τοπικών κοινωνιών στις περιοχές όπου στέλνονται οι πρόσφυγες αυτοί. Στις αντιδράσεις αυτές, στις οποίες περισσεύει το μίσος και η χυδαιότητα, οι τοπικοί άρχοντες και η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιδρούν αλλά σε πολλές περιπτώσεις τις στηρίζουν
Για άλλη μια φορά επιλέγουμε να δημοσιεύσουμε ένα άρθρο του Απόστολου Δοξιάδη, με τον οποίο μπορεί να διαφωνούμε σε πολλά, δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται από τη σωστή μεριά και η ταλαντούχα πένα του μπορεί να βοηθήσει για την αντιμετώπιση ενός ζητήματος το οποίο αν δεν φροντίσουμε να το αντιμετωπίσουμε όπως αρμόζει σε μια πολιτισμένη κοινωνία, θα το βρούμε σίγουρα μπροστά μας. Το δημοσιεύουμε αυτούσιο, όπως υπάρχει στο protagon και δεν θα σταθούμε καθόλου στο ότι σε κάποιες διατυπώσεις του μπορεί να διαφωνούμε. Το κείμενο, συνολικά, είναι εξαιρετικά χρήσιμο.
Οι βυζαντινοί μαΐστορες, πριν αρχίσει η χορωδία το τροπάρι, ψέλναν δυο-τρεις συλλαβές, το λεγόμενο απήχημα, εκείνα τα «α-να-νές» ή «λέ-γε-τος» που ακούν ακόμα όσοι πάνε στην εκκλησία. Αυτά είναι στην ανατολίτικη μουσική τα αντίστοιχα στις «σκάλες» της δυτικής, «ντο ματζόρε», «λα μινόρε», κ.λπ. Μόνο που αντίθετα από τις τελευταίες, που ορίζουν με μαθηματική ακρίβεια τους ήχους των ήχων, τα βυζαντινά απηχήματα δίνουν περισσότερη ελευθερία. Δίνουν μιαν ιδέα της μουσικής βάσης του τραγουδιού, ένα πνεύμα θα λέγαμε. Πνεύμα σημειωτέον, σήμαινε στα αρχαία ελληνικά την πνοή, τον αέρα που μας ζει. Και η μελωδία λέγεται στα τούρκικα, όπως και ο αέρας, χαβάς—εξ ου και η έκφραση αυτός «αυτός τον χαβά του».
Ξεκινώ ένα άρθρο για την παρούσα φάση του Μεταναστατευτικού με αυτό τον αλλόκοτο τρόπο γιατί πέρα από τις στατιστικές και τους αριθμούς, που είναι βέβαια καίρια σε ένα τόσο βαθιά πολιτικό ζήτημα, στην στάση μας ως κοινωνία χρειαζόμαστε στο μεταναστευτικό ένα απήχημα, που το λέγανε οι βυζαντινοί, ένα πνεύμα, να οδηγήσει και τον νου και την καρδιά μας. Αρχίζω όμως από τα πρακτικά. Εν αρχή ην η γεωγραφία: είμαστε στην αιχμή του μεταναστευτικού χάρη στη θέση μας ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Το Μεταναστευτικό —του οποίου, παρεμπιπτόντως, το προσφυγικό ζήτημα είναι ένα υποσύνολο, ένα μέρος— δεν το αποζητήσαμε, κατακέφαλα μας ήρθε. Αλλά βλέπω εδώ μια τραγική ειρωνεία, γιατί το μεταναστευτικό είναι η άλλη όψη του μεγαλύτερού μας προνομίου, όπως το αντιλαμβανόμαστε: της θέσης μας στον χάρτη, αυτό το οποίο κάποιοι εκφράζουν λέγοντας πως «έχουμε το καλύτερο οικόπεδο». Και όπως και η αρχαία τραγωδία, που μιλάει για τα αδιέξοδα και τα παράδοξα της ανθρώπινης φύσης, έτσι και το μεταναστευτικό, είναι ταυτόχρονα και αδιέξοδο και παράδοξο: το καλύτερο οικόπεδο μου θέλατε;—είναι σα να να ρωτάει η μοίρα μας. Ε, πάρτε και το Μεταναστευτικό, μπουναμά!
Η θέση μας είναι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, και αυτός είναι και ένας από τους λόγους —κάποιοι στην Ελλάδα το αγνοούν αυτό— που γοητεύουμε τους Δυτικούς ως τουριστικός προορισμός, μαζύ με τα υπέροχα νησιά μας. Αλλά η θέση μας μάς καθιστά ιδανικό τόπο για κατασκευή αόρατης γέφυρας, που δυστυχώς κατασκευάστηκε, και το Αιγαίο είναι σα μια χύτρα, όλο τρύπες, ένα σύνορο που προκαλεί και προσκαλεί να το παραβιάζουν κάθε μέρα. Η πιο επίκαιρη έκφανση του Μεταναστευτικού, όπως τρέχει τώρα στη δημόσια σφαίρα και άρα και στη δημοσιότητα, είναι στην πρόθεση της κυβέρνησης να μεταφέρει μετανάστες από τα λεγόμενα ΚΥΤ, τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (γνωστά και ως hotspots) στα νησιά, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό ανακοινώθηκε ως κυβερνητικό σχέδιο χθες. Αλλά τα πρώτα βήματα, μεμονωμένων μεταφορών, έγιναν ήδη τις τελευταίες βδομάδες. Και μαζί είχαμε και τις πρώτες αντιδράσεις σε ορισμένες τοπικές κοινωνίες.
Οι φωνές που κυριάρχησαν από τις τοπικές κοινωνίες στις πρώτες μετεγκαταστάσεις είναι φωνές άγριες, και ως γνωστόν ο καλύτερος τρόπος να σε προβάλλουν τα ΜΜΕ είναι να φωνάζεις, όσο δυνατότερα και αγριότερα μάλιστα, τόσο καλύτερα —και ως εξ αυτού, δηλαδή από τις πολλές τηλεμεταφερθείσες αγριοφωνάρες, και όχι από την πραγματική ένταση των τοπικών αντιδράσεων, έγιναν θέμα σε όλη την Ελλάδα οι κάποιες, μικρές και λιγοστές και ολιγάριθμες, αντιδράσεις. Οσοι συμμετείχαν σε τέτοιες φωνακλάδικες εκδηλώσεις ταιριάζουν στο μοντέλο των συνήθως περιγραφόμενων ως «αγανακτισμένων πολιτών». Μόνος αντίλογος σε αυτές τις ομάδες, πολύ πιο περιορισμένος και χαμηλόφωνος —και άρα με πολύ λιγότερη προβολή— ήταν από ομάδες με πολιτικές βάσεις, άλλες από μικρά κόμματα της Αριστεράς, άλλες των συχνά λεγόμενων «δικαιωματιστών», ανθρώπων με αγαθές προθέσεις, το δίχως άλλο. Αλλά και οι αντιδράσεις των τελευταίων πάσχουν καθώς είναι φορτωμένες με ετικέτες πολιτικές, και κατά τούτο δεν έχουν ψυχικό έρεισμα. Αγριοφωνάρες από τη μια, ξύλινη πολιτική γλώσσα από την άλλη, δεν βγάζουμε άκρη.
Γι’ αυτό ξαναγυρνώ στον τίτλο του άρθρου, τον οποίο εννοώ κυρίως μεταφορικά, αλλά όχι μόνο: ένα τραγούδι χρειαζόμαστε, για να αντιμετωπίσουμε σωστά ως κοινωνία το Μεταναστευτικό. Είναι στη φύση μας, Ελληνες είμαστε, έτσι είμαστε φτιαγμένοι: αν δεν βρούμε τη σωστή ψυχική στάση στο πρόβλημα, το τραγούδι μας, τον δικό μας χαβά, το δικό μας πνεύμα, δεν πρόκειται να το λύσουμε, όσο και αν πολιτικολογούμε, από τη μια ή την άλλη μεριά. Αλλά πριν μιλήσω για το ίδιο το τραγούδι, θέλω να κρίνω τη στάση των «αγανακτισμένων πολιτών» αλλά και, κυρίως, των δυνάμεων που τους υποκινούν. Η κριτική μου έχει τρεις βάσεις: τη λογική, την πολιτική και την πολιτισμική.
- Η λογική ματιά στη μετεγκατάσταση
Η λογική απαιτεί κατ’ αρχήν να είμαστε ρεαλιστές, και να ξεχωρίσουμε το μεταναστευτικό πρόβλημα στα όσα είναι στις δυνατότητες μας ως κράτος και ως χώρα να λύσουμε, από τα όσα δεν είναι. Με τη μοίρα του «καλύτερου οικόπεδου» δεδομένη, με τυράννους σαν τον Ασαντ, με την ανθρωποφαγία των Ταλιμπάν, ή τους αφρικανούς διεφθαρμένους πολέμαρχους να καταναγκάζουν εκατοντάδες χιλιάδες δυστυχισμένων ανθρώπων να φύγουν για να σωθούν, και να αναζητήσουν μια θέση στον ήλιο, και κυρίως με τον Βεληγκέκα Ερντογάν, που χρησιμοποιεί τους δυστυχισμένους σαν άψυχα πιόνια σε μια σκακιέρα, για να δημιουργήσει προβλήματα και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, οι δυνατότητές μας να λύσουμε το πρόβλημα και ως κράτος είναι τρομερά περιορισμένες. Γιατί ούτε η Ευρώπη κάνει όσα μπορεί, ούτε η Αμερική είναι στα καλύτερά της για να βοηθήσει. Οσα μπορούμε να πετύχουμε για όλα ετούτα είναι στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης —και οφείλει να αγωνιστεί και να προσπαθήσει να κάνει το καλύτερο για τον τόπο, και σίγουρα οι καλοί πολίτες της εύχονται δύναμη και επιτυχία.
Αλλά στη γεωπολιτική κλίμακα μας, εμείς, οι απλοί έλληνες πολίτες, είτε είμαστε αγανακτισμένοι είτε όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Εκεί που μπορούμε να δράσουμε αποτελεσματικά ως πολίτες είναι στην εσωτερική διαχείριση του προβλήματος, μέσα στα σύνορα της χώρας. Και αυτή η δράση είναι σημαντική, γιατί με τους πολίτες εναντίον του, ένα κράτος δεν μπορεί να δράσει ουσιαστικά, ενώ με αυτούς στο πλευρό του μπορεί να κάνει ακόμα και θαύματα. Ας δούμε πώς μεταφράζεται αυτό στην παρούσα κρίση, των αντιδράσεων στο σχέδιο της μεταφοράς των μεταναστών από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στα ΚΥΤ κάπου 25.000 μετανάστες. Τα ΚΥΤ κακοσχεδιάστηκαν και οι έλληνες πολιτικοί δημιουργοί τους τα κακοδιαχειρίστηκαν επί πέντε χρόνια: για παράδειγμα, η Μόρια, με χωρητικότητα κατά το σχέδιο για 2.500 χιλιάδες ανθρώπους, έχει σήμερα 15.000. Η κατάσταση εκεί, όπως και στα άλλα ΚΥΤ, είναι σήμερα ανεξέλεγκτη.
Αφήνω το ανθρωπιστικό πρόβλημα —είπαμε, τώρα μιλώ λογικά— και γυρνώ σε ένα απολύτως πρακτικό: τα κολαστήρια των ΚΥΤ θέτουν σήμερα τεράστιο θέμα δημόσιας υγείας για όλη την Ελλάδα. Μου έλεγε τις προάλλες φίλος γιατρός, άριστος λοιμωξιολόγος, που επισκέφθηκε πρόσφατα τα νησιά: «Μόνο από θαύμα έχουμε αποφύγει την έκρηξη μιας σοβαρής επιδημίας». Στη Μόρια, ενδεικτικά, οι άνθρωποι ζουν στις λάσπες, κυκλοφορούν γύρω τους αρουραίοι μεγάλοι σαν γάτες, οι περισσότεροι είναι εκτεθειμένοι σε ένα σωρό σοβαρές μεταδοτικές αρρώστιες, πολλοί είναι ανεμβολίαστοι, τα κορμιά τους υφίστανται συνεχή τσιμπήματα από έντομα, οι πληγές κακοφορμίζουν, δημιουργώντας πεδίο για άλλες νόσους, τους τρώνε τα τσιμπούρια, φορείς της νόσου του Lyme, που μπορεί να είναι και θανατηφόρα αν δεν διαγνωστεί και θεραπευτεί άμεσα. Όλες οι Πληγές του Φαραώ μαζί. «Υγειονομική βόμβα» είχε χαρακτηρίσει την κατάσταση άλλος φίλος γιατρός, πριν πέντε χρόνια. Η βόμβα είναι τώρα πανέτοιμη να σκάσει και η ισχύς της, κατ’ αναλογία, μπορεί να είναι πυρηνική. Οι συνέπειες της να φτάσουν σε κάθε άκρη της Ελλάδας. Στα ΚΥΤ, έτσι που είναι φτιαγμένα, η κατάσταση δεν είναι ούτε επιλύσιμη, ούτε αναστρέψιμη: είναι η περίπτωση ενός κτιρίου που είναι τόσο ρημαγμένο που η μόνη λύση για να το φτιάξεις είναι να το γκρεμίσεις και να το ξαναχτίσεις από την αρχή. (Αλλά εν προκειμένω, όχι στον ίδιο τόπο—το γιατί θα το δούμε παρακάτω). Να λοιπόν ένα μήνυμα καθαρά ορθολογικό: αν δεν αδειάσουν αμέσως τα ΚΥΤ, αν δεν φύγουν όλοι οι μετανάστες από τα νησιά, είμαστε όλοι σε σοβαρό κίνδυνο. Τα ΚΥΤ, ως προς το υγειονομικό, και όχι μόνο, είναι η Κόλαση. Η διάλυση τους και η διασπορά των εγκλείστων τους στην επικράτεια δεν θα τους πάει φυσικά στον Παράδεισο, που είναι πέραν των δυνατοτήτων μας να προσφέρουμε. Αλλά θα τους πάει τουλάχιστον προσωρινά στο Πουργατόριο, ας το πούμε, να γιατρευτούν σωματικά και να προστατευθούν τα σώματά τους—δεν μιλώ για τις ψυχές, γιατί δεν νοιάζουν τους ψυχρούς ορθολογιστές—όχι μόνο από τις αρρώστιες, αλλά από την τρομερή βία, τους βιασμούς γυναικών και ανηλίκων, που και αυτά εγκυμονούν και τεράστιους υγειονομικούς κινδύνους.
- Η πολιτική ματιά στη μετεγκατάσταση
Ζούμε ευτυχώς σε δημοκρατία, και άρα μόνο μέσα στα όριά της κρίνουμε την πολιτική. Η δημοκρατία όμως, ας θυμηθούμε, δεν είναι μόνο οι εκλογές —γιατί αν ήταν έτσι η ναζιστική Γερμανία θα ήταν δημοκρατική, αφού ο Χίτλερ με εκλογές έγινε αυτός που έγινε. Δημοκρατία σημαίνει την ευθύνη των πολιτών για τα κοινά. Και αν το σύστημα λειτουργεί σωστά, οι πολίτες δεν έχουν την ευθύνη μόνο να εκλέγουν τους ηγέτες τους αλλά και να τους κρίνουν. Γιατί η σωστή δημοκρατία είναι το πολίτευμα που καθιστά τους πολίτες, με ελεύθερη επιλογή τους, διπλά υπόλογους, στον νόμο και στη συνείδησή τους. Μα πάνω από όλα καθιστά υπόλογους τους εκλεγμένους ηγέτες τους, που αν προδώσουν τον σκοπό της δημοκρατίας —το κοινό καλό— εκτός από κακοί δημοκράτες είναι και επίορκοι.
Τα λέω αυτά γιατί το φαινόμενο της δυσλειτουργίας της σωστής δημοκρατίας το βλέπουμε στις τοπικές κοινότητες όπου έχουμε τελευταία τις εκδηλώσεις των «αγανακτισμένων πολιτών». Κι ο λόγος είναι ότι οι αντιδράσεις ξεκινούν κατά κανόνα όχι από τους ίδιους τους πολίτες, αλλά κάποιους τοπικούς άρχοντες, με στόχο το πολιτικό όφελος. Βλέπουν μια ευκαιρία να δείξουν πόσο τάχα νοιάζονται για το καλό της κοινότητας —εύκολα και ανέξοδα: οι μετεγκαταστάσεις έχουν δώσει ευκαιρία σε κάποιους δημάρχους, κυρίως, να βγουν εις άγραν πελατείας, τρομάζοντας τον κόσμο —η σταθερή συνταγή των λαϊκιστών. Η καλύτερη απόδειξη για το πόσο πολύ καθοδηγούμενες είναι οι αντιδράσεις των «αγανακτισμένων πολιτών» φαίνεται στο πόσο λίγοι κατά τόπους δημότες συμμετέχουν σε αυτές: δείτε τα βίντεο, διαβάστε τα ρεπορτάζ. Οι φωνακλάδες είναι λίγοι και οργανωμένοι. Δεν είναι κακοί άνθρωποι: κακή πληροφόρηση έχουν, και άρα κακή καθοδήγηση.
Το πρόβλημα της μετεγκατάστασης, όπως πάνε το παρουσιάσουν οι (ευτυχώς λιγοστοί) τοπικοί άρχοντες στους πολίτες τους, είναι ψεύτικο —και κατ’ αυτό ελέγχεται από τους θεσμούς της σωστής δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί στο σχέδιο της μετεγκατάστασης που παρουσίασε σήμερα το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μπαίνει ως ανώτατο θεωρητικό όριο, σε μια τυχόν πολύ μεγαλύτερη έξαρση του προσφυγικού, η μέγιστη αναλογία του 1% μεταναστευτικού πληθυσμού, ως προς το 99% του γηγενούς. Αλλά στις τωρινές, σημερινές του διαστάσεις, με λιγότερο από 25.000 στα ΚΥΤ, ουσιαστικά θα έχομε με τη μεταφορά τους ένα 0,2% μεταναστευτικού πληθυσμού, ανά 99,8% γηγενούς. Με άλλα λόγια, έναν μετανάστη ανά 500 κατοίκους—έναν μετανάστη, σημειωτέον, σε ελεγχόμενο χώρο. Είναι τόσο φοβερό αυτό; Τι στην ευχή επηρεάζει την όποια κοινωνία, την όποια κοινωνία, όπου είναι βέβαιο στατιστικά ότι για κάθε 500 πολίτες τυχαία επιλεγμένους σίγουρα θα υπάρχουν ανάμεσά τους περισσότερος από ένας παλιάνθρωπος, ένας ασυνείδητος, ένα αντικοινωνικό στοιχείο. Είναι βέβαιο: με κατά κανέναν τρόπο δεν θα αλλάξει τη ζωή μια τοπικής κοινωνίας ο (το πολύ) ένας μετανάστης στους 500. Απλώς, δίνει αφορμή ώστε κάποιοι αγοράζουν ψηφαλάκια με ψέματα, με λαϊκίστικες παλιές συνταγές.
Πριν πάω στην τελευταία οπτική, βάζω εδώ μια υποσημείωση: βεβαίως η συνεννόηση του κεντρικού κράτους με τις τοπικές αρχές είναι χρήσιμη, αναγκαία μάλλον, πριν από τέτοιες μετακινήσεις —και πρέπει το κράτος να την κάνει. Όμως ας γνωρίζουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις όπου υπήρξαν υποκινημένες εκδηλώσεις «αγανακτισμένων πολιτών», η κυβέρνηση είχε κάνει τέτοιες συνεννοήσεις, ή μάλλον είχε προσπαθήσει να τις κάνει. Και δυστυχώς, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ήταν είναι κυρίως ευθύνη του κεντρικού κράτους η κακή συνεννόηση: ήταν συχνά των δημάρχων, που δεν την ήθελαν, καθώς θα τους χάλαγε την ευκαιρία να κάνουν σαματά.
- Η πολιτισμική ματιά στη μετεγκατάσταση
Δεν αναφέρομαι εδώ στον πολιτισμό με την έννοια θεμάτων της αρμοδιότητας του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά σε αυτό που εννοούμε όταν θέλουμε να λέμε ότι είμαστε «πολιτισμένοι άνθρωποι». Ούτε θα αναφερθώ σε ανθρωπιστικές αξίες, σε φιλαλληλία, σε καλοσύνη—κι αυτό γιατί για πολλούς αυτά είναι ψιλά γράμματα. Όμως δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να αναφερθώ σε χριστιανικές αξίες, κι αυτό για τον λόγο ότι ακούω στις αντιδράσεις κάποιων «αγανακτισμένων πολιτών» το επιχείρημα «μα αυτοί είναι μουσουλμάνοι». Σε αυτούς θέλω να θυμίσω ότι το «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», το είπε ο Χριστός κι όχι ο Μωάμεθ. Και ειδικά σε όσους πέταξαν πέτρες στους μετανάστες, να θυμίσω επίσης ότι ο Χριστός είπε «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» —και είμαι σίγουρος ότι κανείς τους δεν είναι αναμάρτητος, όπως δεν είμαι ούτε και εγώ ούτε και κανένας άνθρωπος. Και ούτε θα κρίνω το άλλο επιχείρημα, που μου λένε κάποιοι όταν τους μιλώ για τέτοια θέματα: «Αφού θες τους τους μετανάστες, πάρε τους στο σπίτι σου». Δεν το κρίνω ετούτο γιατί είναι απλώς ηλίθιο: καμία λύση του μεταναστευτικού που πρότεινε καμία κυβέρνηση, ούτε η τωρινή, δεν περιέχει στο σχέδιο να λύσουν ατομικά οι πολίτες το μεταναστευτικό, κάνοντας τα σπίτια τους ξενώνες μεταναστών.
Η πιο βασική πολιτισμική κριτική στις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει η λέξη πολιτισμός, που κατάγεται από το «πόλις», που σημαίνει κοινή ζωή. Όταν μας ορίζει ως «ζώα πολιτικά» ο Αριστοτέλης, λέει ότι είναι στη φύση μας να ζούμε μαζί, με ομόνοια. Και τελικά είναι το ίδιο πράγμα που σημαίνει το «εμείς» του Μακρυγιάννη. Ακούστε πώς το είπε, στα «απελέκητα γράμματά» του, που τα έλεγε: «Είμαστε εις το ‘εμείς’ κι όχι εις το ‘εγώ’. Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί.» Είμαι σίγουρος ότι δεν θα διαφωνούσε με τη επαναδιατύπωση αυτή: «αν θέλουμε να ζήσουμε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι»
Η πολιτισμική κριτική στις μετεγκαταστάσεις ξεκινά ακριβώς από το «εμείς» του Μακρυγιάννη. Και τούτο γιατί οι κάτοικοι των νησιών όπου βρίσκονται σήμερα τα ΚΥΤ, ανήκουν και αυτοί στο ίδιο «εμείς» με εμάς τους υπόλοιπους έλληνες. Μα αν για μας η παρουσία των μεταναστών στις κοινωνίες μας σημαίνει έναν άνθρωπο στους 500, στα νησιά σημαίνει ετούτη τη στιγμή έναν στους 5! Αναλογιστείτε το: οι μετανάστες εκεί φτάνουν το 20% της τοπικής κοινωνίας, συχνά και μεγαλύτερο ποσοστό. Και η υγειονομική έκρηξη, που από ώρα σε ώρα μπορεί να συμβεί—αλλά δεν θα συμβεί αν έχουν τη σωστή φροντίδα οι άνθρωποι, με τη μετεγκατάσταση—εκεί θα γίνει πρώτα, αυτοί θα κινδυνεύσουν περισσότερο.
Οι πολίτες λοιπόν της Λέσβου, της Σάμου, της Λέρου λοιπόν, ρωτώ, δεν είναι Ελληνες; Στο ίδιο «εμείς» με εμάς δεν ανήκουν; Και εφ’ όσον ναι—γιατί βέβαια η απάντηση είναι ναι—εμείς οι υπόλοιποι πώς μπορούμε να αποκαλούμε τους εαυτούς μας πολιτισμένους, δηλαδή άξιους κατοίκους μιας πολιτισμένης χώρας, αν λέμε «σκασίλα μας εμάς, τι μας νοιάζουν οι νησιώτες, μακριά από τον κόρφο μας το πρόβλημα, και όπου θέλει ας είναι;» Καταλάβετέ το, συμπολίτες: εμείς είμαστε και η Λέσβος, η Σάμος, η Λέρος. Και όσοι δεν το πιστεύετε αυτό, ε, κάνετε πρόταση να τις δώσουμε σε άλλη χώρα, μόνο κάντε τη δημόσια, ενυπογράφως, για να πάρετε την ευθύνη όλων των απόψεών σας, και όχι μόνο των φωνακλάδικων εκδηλώσεων.
Θύμωσα λίγο γράφοντας τα παραπάνω, και ζητώ συγγνώμη αν κάποιον αδίκησα ή στενοχώρησα με αυτό. Σκοπός μου δεν ήταν να σας θυμώσω —το αντίθετο. Με τραγούδι άρχισα, με τραγούδι θα τελειώσω. Γιατί το πρόβλημά που δημιουργούν στην κοινωνία οι μετεγκαστάσεις από τα ΚΥΤ δεν είναι αντικειμενικό, είναι τελικά ψυχικό. Την αγανάκτηση, όπως είπα, την πριμοδοτούν κάποιοι, με ιδιοτέλεια, παραλογισμό, έλλειψη δημοκρατικής συνείδησης, πολιτισμού και τελικά πραγματικού πατριωτισμού: δηλαδή αγάπης για την πατρίδα, που είναι μόνο το «εμείς». Δεν θέλουμε τους ακραίους πολιτικούς και τους φανατικούς που μας αγριεύουν, και μας κάνουν να αντιδρούμε βάναυσα, παράλογα, αντιδημοκρατικά και απολίτιστα, σε ένα πρόβλημα εθνικό, πολιτικό και ανθρώπινο.
Θέλουμε αντί για τα πύρινα λόγια της αγανάκτησης ένα τραγούδι, που να μας θυμίζει το ποιοι μπορούμε να είμαστε. Το θέλουμε ευρωπαϊκό; Γιατί όχι; Τόσα και τόσα όμορφα υπάρχουν. Το θέλουμε ανατολίτικο; Γούστο μας ελεύθερο και αυτό. Αλλά όποιο κι αν είναι το τραγούδι, το θέλουμε οπωσδήποτε πολιτισμένο, και αυτό δεν είναι δύσκολο: γιατί η τέχνη, όταν είναι πραγματική, είναι αναπόσπαστη από τον πολιτισμό. Η τέχνη είναι η αντίθεση στις αγριοφωνάρες. Ναι. Ως αντίθεση στις αγριοφωνάρες του μίσους, πέρα από τα πρόχειρα επιχειρήματα που παρουσίασα, θέλουμε το τραγούδι εκείνο, όποιας λογής, που μας γλυκαίνει την ψυχή, τη μαλακώνει.
Λέει ο Ισοκράτης πως «'Ελληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τοις κοινής φύσεως μετέχοντας» (δηλαδή έλληνες είναι όσοι μοιράζονται την παιδεία μας, όχι το αίμα μας). Και τι βαθύτερο, τι γνησιότερο, υπάρχει στη δική μας παιδεία, από τα αρχαία χρόνια, από την έννοια της πόλης, που στην ιδανικότερη εκδοχή της είναι ταυτόσημη με την ανθρωπιά—λέξη μοναδική στα ελληνικά, με το νόημα ακριβώς που της δίνουμε στη γλώσσα μας.
Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε Έλληνες σωστοί, πρέπει με ανθρωπιά να φερθούμε, και στους συμπολίτες μας στους συνανθρώπους μας. Ο καθένας ας διαλέξει το τραγούδι που του πάει, για κάτι τέτοιο. Εμένα προσωπικά ο νους μου πάει στα ρεμπέτικα, και μάλιστα από ένα είδος που έλκει την καταγωγή του από την ελληνιστική εποχή, που τότε τα ονόμαζε με το χαρακτηριστικότατο όνομα «παρακλαυσίθυρα»: κάποιου που ξεροσταλιάζει έξω από μια πόρτα, από αγάπη, και κλαίει για να του ανοίξουν. Πρόχειρα-πρόχειρα, μου έρχεται στο νου ο στίχος «Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω…», από το τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου, ή «Το παραθύρι σου άνοιξε, ρίξε μου μια γλυκιά ματιά», από το «Μινόρε της Αυγής» του Περιστέρη—δεν είναι τυχαίο που και τα δυο μιλούν για άνοιγμα, άνοιγμα παραθύρων μα και άνοιγμα ψυχής. Μα πιο πολύ το πονεμένο πολυφωνικό ηπειρώτικο «Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπούμαι», που το έγραψαν Έλληνες, για τη δική τους ξενιτιά.
Μακάρι, σκέφτομαι, να μπορέσουμε μια μέρα να κάνουμε τους ανθρώπους που έριξε η δική τους και η δική μας κακή μοίρα στον τόπο μας, να χαίρονται όχι μόνο όταν λησμονούν το παρόν τους, μα και όταν βλέπουν γύρω τους, μια πολιτισμένη κοινωνία αντί για αγριάνθρωπους, βάρβαρους, ανάξιους Έλληνες. Το απήχημα που θέλουμε στο τραγούδι που αποζητούμε, με αυτές τις συλλαβές το τραγουδάει ο πρωτοψάλτης, για να ορίσει το πνεύμα του: αν-θρω-πιά.