Το επετειακό αφιέρωμα της Attica Voice στο ελληνικό 1922 συνεχίζεται. Σε έναν καιρό που οι πόλεμοι ακόμα μαίνονται στην Ευρώπη και μάλιστα στις ίδιες περιοχές που φλέγονταν 100 και πλέον χρόνια πριν. Η ευρωπαϊκή ήπειρος ποτέ δεν ησύχασε, ούτε πρόκειται να ησυχάσει ποτέ, όπως δείχνει η εμπειρία των χρόνων που πέρασαν από τον εποχή στην οποία αναφέρεται το αφιέρωμα μας. Τα χρόνια ειρήνης που ζήσαμε στην περίοδο αυτή, δηλαδή μόνο τα χρόνια από το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου μέχρι το 1989, 44 χρόνια ειρήνης στην Ευρώπη, ήταν το μικρό διάλειμμα μίας ηπείρου που ο πόλεμος ήταν πάντα ο μόνος σταθερός της κάτοικος.
1914-1919 (Καλλίπολη - Σμύρνη). Πρώτη και δεύτερη απόπειρα αποστολής ελληνικών δυνάμεων
Όπως είδαμε, μετά την αποχώρηση των Ιταλών από τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, το «Συμβούλιο των Τριών» ανάθεσε στην Ελλάδα, δια του Βενιζέλου, να στείλει εκστρατευτικό σώμα ως «ειρηνευτική δύναμη» στη Σμύρνη. Για την ακρίβεια δεν επρόκειτο ακριβώς για ειρηνευτική δύναμη αλλά για δύναμη επιβολής των όρων της Συνθήκης του Μούδρου (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1918) και διατήρησης τους εν ισχύι. Ήταν μία σειρά από όρους που περιέγραφαν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η «άδεια» των Συμμάχων (η υποκίνηση των Άγγλων στην πραγματικότητα) για την κατάληψη της Σμύρνης και της ζώνης γύρω της από τους Έλληνες, ήταν μία εντολή στην ουσία. Μία εντολή που διατυπώθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής της συνθήκης του Μούδρου, άρα βασιζόταν σε μία πραγματική ανάγκη όλων των Συμμάχων πλην των Ιταλών, οι οποίοι είχαν ήδη αποχωρήσει από τη Συνδιάσκεψη του Παρισιού.
Μεταξύ των όρων της Συνθήκης που καλούταν η εντεταλμένη δύναμη να εφαρμόσει, ήταν η παροχή της δυνατότητας στους Συμμάχους να καταλάβουν, για λόγους ασφάλειας, οποιαδήποτε στρατηγικά σημεία επί του εδάφους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα πάλι με τη Συνθήκη του Μούδρου, οι Σύμμαχοι θα αποκτούσαν την ελεύθερη χρήση παντός λιμένος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από συμμαχικά πλοία, τη χρήση παντός υλικού επανόρθωσης που θα βρισκόταν σε τουρκικό λιμάνι και άλλα πολλά, που αφορούσαν τη φύλαξη, διατήρηση και εκμετάλλευση των κατακτημένων από τους Συμμάχους, εδαφών.
Για την εφαρμογή των παραπάνω χρειαζόταν ένας στρατός, για να επιβάλλει τη νέα κατάσταση και πέραν αυτού ουδέν άλλο. Οι Σύμμαχοι ήξεραν καλά τι ήθελαν και πως θα το επιτύγχαναν, αλλά χρειάζονταν στρατό και οι δικοί τους στρατοί ήταν ήδη εξαντλημένοι από τις μάχες του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Οι Άγγλοι, που είχαν επιχειρήσει και πάλι την «αξιοποίηση» των Ελλήνων και της Μεγάλης τους Ιδέας το 1914, όταν σχεδίαζαν την κατάληψη της Καλλίπολης από το ελληνικό ναυτικό, προέκριναν την ελληνική επέμβαση.
1914. Η πρώτη απόπειρα εμπλοκής ελληνικών δυνάμεων στην αποτυχημένη επιχείρηση κατάληψης της Καλλίπολης
1914 Εικαστική απόδοση της αποτυχημένης απόπειρας κατάληψης της Καλλίπολης
Τα σχέδια του Τσώρτσιλ για την ελληνική εμπλοκή από το 1914, αποσκοπούσαν ουσιαστικά σε μία κίνηση που θα αμφισβητούσε έμμεσα τη δηλωμένη πρόθεση των Ρώσων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και όπως είναι επακόλουθο, τα Στενά του Βοσπόρου. Ο Βενιζέλος ήταν ξεκάθαρα υπέρ της αγγλικής πρότασης και μάλιστα κατέθεσε σχετικά υπομνήματα, τον Νοέμβριο του 1914 και τον Ιανουάριο του 1915, στον βασιλιά (Κωνσταντίνος Α’). Ο βασιλιάς ήταν αρνητικός και μαζί του το Γενικό Επιτελείο υπό τον Ι. Μεταξά, ο οποίος κατάθεσε δικό του υπόμνημα στο οποίο προέβλεπε νίκη των Γερμανών και πρότεινε την αποφυγή οποιασδήποτε εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο. Ήταν το ξεκίνημα του Εθνικού Διχασμού.
5 χρόνια μετά, οι Άγγλοι επανέρχονται
Τώρα –το 1919- εκείνη η αγγλική πρόταση και τα σχέδια του Τσώρτσιλ για την αξιοποίηση των ελληνικών δυνάμεων, επανέρχονται. Οι Άγγλοι, οι οποίοι έχουν επιδείξει ιδιαίτερη σπουδή στην υπογραφή και εφαρμογή της Συνθήκης του Μούδρου το 1918, ωθούν τον Βενιζέλο να αναλάβει στρατιωτική δράση στην κατάληψη της Σμύρνης. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τη θέση του αγγλικού επιτελείου και τις εκτιμήσεις Τσώρτσιλ (υπόμνημα Φος) που υπολόγιζαν ότι ο έλεγχος της Μικράς Ασίας απαιτούσε στρατό 600.000 ανδρών. Αντίστοιχα ο στρατάρχης (και σύμβουλος του Lloyd George) Henry Hughes .Wilson, στο άκουσμα της αποδοχής της αποστολής από τον Βενιζέλο, του είπε «κατάστρεψες τη χώρα σου»
Ο Άγγλος στρατάρχης Henry Hughes Wilson
Έτος 1919
Ο Βενιζέλος, αφού λαμβάνει την «άδεια» από το Συμβούλιο των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων τηλεγραφεί στην Ελλάδα στις 6/5 πως:
«Ανώτατον Συμβούλιον της Συνδιασκέψεως με πληροφορεί ότι εν τη σημερινή συνεδριάσει του απεφάσισεν όπως το εκστρατευτικόν σώμα αναχωρήση αμέσως δια Σμύρνην. Απόφασις ελήφθη παμψηφεί (και οι Ιταλοί ευθυγραμμίσθησαν)».
Οι τρείς μεγάλοι που απέμειναν στην Αντάντ, μετά την αποχώρηση των Ιταλών (από αριστερά Κλεμανσώ, Γ. Ουϊλσον, Τζωρτζ)
Πέρα του ότι αναφέρει πως «οι Ιταλοί ευθυγραμμίσθησαν» ενώ δεν ήταν καν παρόντες, δεν αναφέρει τίποτα για τον ρόλο που θα είχε ο στρατός που θα καταλάμβανε την περιοχή της Σμύρνης. Κάποιος καλοπροαίρετος θα πει πως ο Βενιζέλος τηλεγραφεί την εντολή και τα υπόλοιπα -αν δεν ήταν ήδη γνωστά για το ενδεχόμενο που θα λαμβανόταν τέτοια απόφαση- θα περιέχονταν σε επόμενη σχετική ενημέρωση των επιτελών, ίσως μέσω άλλου επικοινωνιακού διαύλου. Το θέμα όμως είναι πως δεν υπήρξε σχετική ενημέρωση προς τον στρατό και τον λαό και έτσι ο ενθουσιασμός για την ελληνική απόβαση καλλιέργησε ένα αίσθημα «δικαίωσης» του ανυπόστατου και επικίνδυνου μεγαλοϊδεατισμού.
Δεν ήθελε και πολύ. Ειδικά μετά την εγκατάσταση του ελληνικού στρατού (ως μέρους συμμαχικού στρατού κατοχής) στην Κωνσταντινούπολη ήδη από την περασμένη χρονιά, η απόβαση στη Σμύρνη έμοιαζε στα μάτια των Ελλήνων με τη συνέχεια του δρόμου προς την τελική επαναφορά των εδαφών της Ιωνίας στους «αρχαίους ιδιοκτήτες». Αυτό διατυπώνεται ξεκάθαρα στον λόγο του μητροπολίτη Σμύρνης, Χρυσοστόμου, στις 14 Μαΐου, μόλις η ελληνική νηοπομπή έχει αρχίσει την απόβαση στην πόλη.
«Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγικαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά τη σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μαΐου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον... Η αποβίβασις των ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο, το εξωτερικόν φρούριον της Σμύρνης κατελήφθη υπό των ελληνικών στρατευμάτων. Αύριο οι ελευθερωτές μας εισέρχονται... Η μικρά και ένδοξος Ελλάς, μεγενθυνομένη ούτω, θα βαδίση γοργώ τω βήματι προς ένδοξότατον μέλλον... Το ζήτημα ήτο να θέση άπαξ τον πόδα της επί της Μικράς Ασίας και της Θράκης και τον έθηκε πλέον βαρύν. Ζήτω η Μεγάλη μας Πατρίς Ελλάς. Ζήτω η Ελληνική Σμύρνη. Ζήτω ο Βενιζέλος. Ζήτω ο ναύαρχός μας Ηλίας Μαυρουδής. Ζήτω η ένωσίς μας μετά της μητρός Ελλάδος»
Το μήνυμα είχε φύγει από το Παρίσι και μέχρι να φτάσει στη Σμύρνη είχε αλλάξει τόσο σε διατύπωση όσο και σε περιεχόμενο. Σε αυτό βοήθησε η «μισή αλήθεια» του Βενιζέλου, αλλά κυρίως ο φλογισμένος ενθουσιασμός του λαού που εκφράστηκε με τα λόγια του μητροπολίτη. Η λογική είχε παραχωρήσει τη θέση της στον ενθουσιασμό και αυτός ήταν το σίγουρο μονοπάτι προς την τρέλα.
Η τριετής εξισορρόπηση
Ο Βενιζέλος είχε περίπου εκτιμήσει σωστά τη διαστρεβλωμένη εικόνα που θα σχημάτιζαν οι Έλληνες της Σμύρνης αλλά και οι υπόλοιποι, σε Μικρά Ασία και στην κυρίως Ελλάδα. Σίγουρα τον έκανε να μοιάζει με «Θεός της Ελλάδας» αλλά είχε επίγνωση των δυσκολιών που θα προκαλούσε ο ασυγκράτητος εθνικισμός σε αυτή τη φάση. Θέλοντας να αποκαταστήσει την ισορροπία, να πετύχει στην εκπλήρωση της αποστολής που είχε αναλάβει και να δώσει με πράξεις, την αληθινή εικόνα της νέας κατάστασης, αποφάσισε να εμπιστευθεί την αρμοστεία της περιοχής που βρισκόταν υπό Συμμαχικό έλεγχο, σε έναν φίλο του και μάλιστα ικανό ισορροπιστή, όπως είχε αποδειχθεί από τη θητεία του ως Γενικός Διοικητής Ηπείρου, την περίοδο 2017-2019. Τον Αριστείδη Στεργιάδη. Οι επιδέξιοι χειρισμοί του ως Γενικού Διοικητή Ηπείρου και η αντιμετώπιση εκ μέρους του των Ιταλικών και Αλβανικών διεκδικήσεων και παράλληλα η αντιμετώπιση της ακμάζουσας –εκείνη την εποχή- ληστοκρατίας, πιστοποιούσαν τις ικανότητες του, τις αναγκαίες για το αξίωμα. Αξίωμα το οποίο αρχικά αρνήθηκε αλλά κατόπιν αποδέχθηκε. Και πράγματι πέτυχε πολλά, αλλά η υποτίμηση του ρόλου της ιεραρχίας (στρατιωτικής και εκκλησιαστικής) και η άγνοια κινδύνου που επέδειξε, δεν του βγήκαν σε καλό. Το αποτέλεσμα ήταν σήμερα να θεωρείται «αμφιλεγόμενη προσωπικότητα». Αυτά όμως θα τα δούμε στην επόμενη ενότητα του επετειακού αφιερώματος μας στα 100 χρόνια από το "ελληνικό 1922"
Λ. Παρασκευόπουλος, Αρ. Στεργιάδης - Χρυσόστομος. Η στρατιωτική, η πολιτική και η εκκλησιαστική εξουσία στη Σμύρνη το 1919