Πριν από λίγες μέρες γράφαμε για το άδικο της σύνδεσης μία πόλης με την παράνομη δραστηριότητα που έχει γίνει σκοτεινός συρμός τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Η ανάρτηση αφορούσε τη λειτουργία 4 παράνομων και κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενων «κυνοκομείων» στην Ραφήνα, υπό την ανοχή του δήμου, αλλά και της κοινωνίας. Μίας κοινωνίας η οποία δεν είχε μάθει ποτέ πως προέκυψαν αυτά τα κολαστήρια και κάτω από ποια νομοθεσία λειτουργούσαν. Αυτό ήταν υποχρέωση, άρα και εγκληματική αμέλεια του δήμου, οποίος έδειξε ύποπτη ανοχή και ακόμα μέχρι σήμερα δεν έχει εξηγήσει τίποτα για αυτό το αίσχος που έφερε στο φως η δημοσιογραφική έρευνα(1) και κανένας άλλος.
Μία χώρα με ελλιπείς υποδομές στον τομέα της περίθαλψης και φροντίδας των αδέσποτων ζώων. Μία χώρα που η ζωοφιλία δεν ανήκει στην κουλτούρα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της. Μία χώρα, που μέχρι χθες τα παιδιά της μεγάλωναν ελεύθερα, παίζοντας στους δρόμους και τις αλάνες και είχαν σαν ένα συνηθισμένο παιχνίδι τον βασανισμό ζώων, για πλάκα(....) Ποιος αλήθεια, μεσήλικας, δεν θυμάται παιδιά να παίζουν τραβώντας μία γάτα από την ουρά και το κεφάλι ή τα πόδια για να βγάζει αυξομειούμενες σε ύψος και ένταση στριγκλιές, ή να της ανάβουν φωτιά στην ουρά; Ποιος δεν έτυχε να δει να κρεμάνε κονσέρβες ή μπουκάλια στο λαιμό ή την ουρά σκυλιών; Ποιος δεν έχει πετύχει στο δρόμο του ζώομε ακρωτηριασμένα αυτιά ή ουρά; Δεν θα αναφέρουμε τη φρίκη του Μοσχάτου το 2018 ή της Κρήτης φέτος. Αυτές άλλωστε είναι περιπτώσεις που χρειάζονται ψυχιατρική ανάλυση.
Μία τέτοια χώρα αποτελεί ιδανικό τόπο ανάπτυξης του pet trafficking (του ιδιαζόντως απεχθούς εμπορίου ζώων) και μάλιστα κατέχοντας τη θέση της «χώρας αρχικής προέλευσης». Της χώρας - «πηγής» ζώων. Και τα αδέσποτα καθιστούν την Ελλάδα ανεξάντλητη πηγή πλουτισμού του αισχρού εμπορίου.