" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Στις 29 Αυγούστου 1949 λήγει επίσημα ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Με τη λήξη του Εμφυλίου, οι μαχητές/τριες του Δημοκρατικού Στρατού δεν έχουν άλλη επιλογή, καθώς γνωρίζουν ότι τους περιμένει ή ο θάνατος ή η εξορία. Έτσι, αρχίζει μια πρωτοφανής συντεταγμένη αποχώρηση εξήντα χιλιάδων περίπου Ελλήνων που θα διαμοιραστούν στις χώρες του τότε – όπως έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε - υπαρκτού σοσιαλισμού. Ένα μεγάλο μέρος αυτών βρέθηκε στην Τασκένδη, 4000 χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα.

Δεν ξέρουμε πόσοι από αυτούς βρήκαν στις χώρες αυτές, αυτό που ονειρεύονταν. Το σίγουρο όμως είναι ότι άφηναν πίσω τους μια χώρα ρημαγμένη, μια κατ΄επίφαση δημοκρατία και στην πραγματικότητα αμερικάνικο προτεκτοράτο που θα συνέχιζε για δεκαετίες να φυλακίζει και να εκτελεί χιλιάδες κομμουνιστές .

Για τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε η μεγάλη φυγή των Ελλήνων κομμουνιστών, γράφει στην Εφημερίδα των Συντακτών, η Ελένη Νικολαΐδου, Δρ Ιστορίας

Ακολουθεί το άρθρο

 

Το μεγάλο ταξίδι της εξόδου από την Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου πολέμου

Στις 29 Αυγούστου 1949 λήγει επίσημα ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και τη συντεταγμένη υποχώρηση του κύριου όγκου των δυνάμεών του στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Η διασπορά των πολιτικών προσφύγων δεν έγινε ισομερώς. Στη Σοβιετική Ένωση και συγκεκριμένα στην Τασκένδη, την πρωτεύουσα της σοβιετικής δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν και το Τσιρτσίκ μεταφέρθηκε το στρατιωτικό σκέλος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος.

Πριν αναφερθούμε στο μεγάλο ταξίδι της υποχώρησης, ήδη από τον Οκτώβριο του 1948, σε ένα κτίριο στο Ελμπασάν της Αλβανίας νοσηλεύονταν τραυματίες του ΔΣΕ. Τον Ιούλιο του 1949, 750 βαριά τραυματίες, άλλοι ακρωτηριασμένοι, άλλοι με σοβαρά κατάγματα, με κρανιακές κακώσεις, με νευρολογικά προβλήματα, μεταφέρθηκαν με το πολωνικό φορτηγό πλοίο «Κόσουστσκο» (Kościuszko), από το Δυρράχιο προς την Πολωνία. Ταξίδεψαν από τις 13 Ιουλίου έως τις 25 Ιουλίου 1949, 12 ημέρες. Αγκυροβόλησαν στο νησί Βόλιν της Πολωνίας και νοσηλεύθηκαν στο νοσοκομείο «250». Μόλις αποθεραπεύτηκαν, 200 μαχητές του ΔΣΕ, μεταφέρθηκαν με τρένο «στη μεθοριακή πόλη Ζγκόζετς. Εκεί ήταν το κέντρο διερχομένων των πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα». Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη ομάδα παρτιζάνων του ΔΣΕ που πέρασε στην Πολωνία.

Στο τέλος του Αυγούστου του 1949, ο Δημοκρατικός Στρατός υποχωρεί από τη θέση Μπάτρα του Δυτικού Γράμμου στην Αλβανία. Οι μαχητές/τριες εισέρχονται στην Αλβανία [θυμίζουμε πως τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας ήταν κλειστά γι' αυτούς], παραμένουν για εβδομάδες στο εσωτερικό της Αλβανίας  άλλοι στρατοπέδευσαν έξω από το Ελμπασάν, σε έναν ξερότοπο που είχε κάτι καλύβες, όπου προστέθηκαν σκηνές, κοντά στον ποταμό Σκούμπι, στο μέσον της Αλβανίας και άλλοι σε στρατόπεδο στο Μπουρέλι, στο βόρειο μέρος της Αλβανίας, όπου υπήρχαν «παλιοί ιταλικοί στρατώνες και σκηνές». Ήδη από τον Ιούνιο του 1949, αντιπροσωπεία του ΚΚΕ αποτελούμενη από τους Ιωάννη Ιωαννίδη και Μιλτιάδη Πορφυρογέννη, συναντήθηκε με τον Bedrich Geminder, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας. Στη συνάντηση, η ελληνική αντιπροσωπεία ζήτησε να φιλοξενηθούν στην Τσεχοσλοβακία περίπου 5.000 άτομα

Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στους Αλβανούς, περίμεναν όσο γίνονταν μυστικές διαπραγματεύσεις, για την αναχώρησή τους. Πλήρης μυστικότητα, όπως μυστική κρατήθηκε και η διαδρομή τους αργότερα. Και σταδιακά, τους τελευταίους μήνες του 1949, ανεβαίνουν σε καμιόνια με προορισμό το Δυρράχιο ή την Αυλώνα.

Σχολαστικά τα μέτρα, αφού δεν έπρεπε να δοθεί η παραμικρή υποψία πως οι πολιτικοί πρόσφυγες πλέον, θα επιβιβάζονταν σε πλοία. Ο κίνδυνος επίθεσης από πλοία της ελληνικής κυβέρνησης ήταν μεγάλος. Τα ελληνικά υποβρύχια περιπολούσαν. Η τραγωδία θα ήταν ανείπωτη. Οπότε τηρήθηκε αυστηρή «σιγή ασυρμάτου».
Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα Γκριτζώνα, στις 21 Οκτωβρίου 1949 τους δίνεται η διαταγή:

- Ετοιμαστείτε για αναχώρηση...

Τρόπος του λέγειν φυσικά το «ετοιμαστείτε». Άντε να είχαν μαζί τους μία χλαίνη (πανωφόρι), ένα γυλιό (στρατιωτική τσάντα)...

Από το στρατόπεδο στο Μπουρέλι στριμώχνονται σε αλβανικά στρατιωτικά καμιόνια, κατεβάζουν τους μουσαμάδες και ξεκινούν. Σούρουπο ανέβηκαν, νύχτα ταξίδεψαν.

Χωρίς φωνές, χωρίς τραγούδια, χωρίς ομιλίες. Απόλυτη σιωπή. Ήταν η αρχή της συνωμοτικής διαφυγής.

Ξημερώματα έφτασαν στο Δυρράχιο. 22 Οκτωβρίου 1949.

Τα τμήματα που είχαν στρατοπεδεύσει στο Ελμπασάν, με την ίδια διαδικασία αναχώρησαν με προορισμό το λιμάνι του Δυρραχίου ή και του Αυλώνα.

Αυλώνα – Δυρράχιο, απόσταση 118 χιλιόμετρα

Επιβιβάζονται σε πλοία (ένα από αυτά ήταν αμερικανικής κατασκευής, τύπου Λίμπερτι, που η Ρώσοι το είχαν ονομάσει «Σουκόνα», που ήταν παραπόταμος του ποταμού Ντβίνα) και οδηγούνται στα αμπάρια, όπου και θα παραμείνουν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Πειθαρχημένα ανέβηκαν τη σιδερένια σκάλα του πλοίου, κοίταξαν λίγο το αμπάρι που το είχαν καθαρισμένο και τους περίμενε με λίγες λάμπες δεξιά - αριστερά και κατέβηκαν ήσυχα - ήσυχα. Πειθαρχημένοι, άλλωστε και τα επόμενα δύο χρόνια, έτσι θα ζούσαν στην Τασκένδη, με στρατιωτική πειθαρχία.

Ο Δ. Ζυγούρας αναφέρει πως στα αμπάρια ξυλουργοί είχαν κατασκευάσει ειδικά ράφια για να βολευτούν οι μαχητές/τριες, τα φορτηγά πλοία μετατράπηκαν σε επιβατικά. Πατάρια το ένα πάνω από το άλλο, για να μπαίνουν να κοιμούνται.

Οι περισσότεροι στεριανοί που δεν είχαν δει ποτέ τους θάλασσα, κρυμμένοι την ημέρα, και το βράδυ ίσως λίγο για να ξεμουδιάσουν, στο κατάστρωμα. Με απόλυτη ησυχία, σκοτάδι και πορεία προς το άγνωστο, αφού δεν τους είχε ανακοινωθεί ο προορισμός του πλοίου. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, μέσα στο αμπάρι γίνονταν όλα, εμετοί, ακαθαρσίες. Ο καθαρός αέρας των βουνοκορφών αντικαταστάθηκε με την πνιγερή ατμόσφαιρα. Η υπομονή όμως ήταν ισχυρότερη. 

Η συνωμοτικότητα, η διασφάλιση της ασφαλούς μεταφοράς χιλιάδων ανθρώπων -που πλέον θα θεωρούνταν πολιτικοί πρόσφυγες- και της διαφυγής τους από την Ελλάδα επέβαλε, και σωστά έγινε παρά τις όποιες γκρίνιες, τη μυστικότητα του προορισμού, τη φαινομενική πορεία προς το πουθενά. Ο Κωνσταντίνος Τσίβος, επικαλούμενος τσεχοσλοβακικές πηγές, αναφέρει πως στα πλοία της προσφυγιάς είχαμε τους πρώτους νεκρούς και τις πρώτες γέννες. Πρώτους νεκρούς είχαμε και στη διαδρομή για τη Σοβιετική Ένωση. Τα πτώματα τα έριξαν βράδυ στη Μαύρη Θάλασσα. Αν υπολογίσουμε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, πως σε κάθε καράβι χώραγαν 5.000 άνθρωποι κάθε φορά, καταλαβαίνουμε πόσοι θα περνούσαν όρθιοι ώρες ατελείωτες, πόσο δύσκολη ήταν η διατροφή όλων αυτών των ανθρώπων. Γαλέτα και τσάι.

Ο Δημήτρης Ζυγούρας σημειώνει πως συνολικά προς τη Σοβιετική Ένωση έγιναν τέσσερις αποστολές με πλοία. Δεν είναι εύκολη η συλλογή λεπτομερών στοιχείων των καραβιών που τους μετέφεραν, πώς κατανεμήθηκε ο αριθμός των επιβαινόντων.

 

Προς την Πολωνία

Στο πλοίο «Κόσουστσκο» πολιτικός υπεύθυνος, που συνόδεψε τους/τις μαχητές/τριες, ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης. Υπάρχει η μαρτυρία του Γιάννη Συμεωνίδη (Ταρζάν) πως μετά το Γιβραλτάρ, το πλοίο τους το πλεύρισαν δύο βρετανικές φρεγάτες με την απαίτηση να ερευνήσουν το φορτίο. Ο καπετάνιος όμως τους αγνόησε, δεν ακολούθησε τα πολεμικά πλοία και συνέχισε την πορεία του πλοίου προς το λιμάνι της Γδύνια στην Πολωνία. Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο Γιάννης Συμεωνίδης (Ταρζάν) για τη διατροφή τους μέσα στο πλοίο, όπου οι Πολωνοί μάγειρες κατάφεραν να ταΐσουν χιλιάδες πεινασμένους αντάρτες και αντάρτισσες.

Δύο πλοία, το πολωνικό «Κόσουστσκο» και το ρουμανικό «Τρανσυλβάνια», πέρασαν από το Γιβραλτάρ με προορισμό τη Γδύνια της Πολωνίας. Έμειναν στο καράβι 13 με 14 ημέρες.

Μόνο οι πολιτικοί επίτροποι γνώριζαν τον προορισμό του καραβιού και δεν τον ανακοίνωσαν, παρά μόνο όταν πλησίαζαν.

 

Προς τη Σοβιετική Ένωση

Άλλοι μαχητές/τριες επιβιβάζονταν σε σοβιετικά πλοία.

Ο Τάκης Κωστόπουλος αναφέρει πως αυτός και η γυναίκα του επιβιβάστηκαν στο φορτηγό πλοίο «Βλαδιβοστόκ», χωρητικότητας 12.000 τόνων, το οποίο μετέφερε 1.000 αντάρτες και αντάρτισσες. Το πλοίο τους, αναχώρησε από το Δυρράχιο στις 16 Οκτωβρίου 1949 και στην Τασκένδη έφτασαν στις 4 Νοεμβρίου το μεσημέρι.

Ο Γιώργος Αγραφιώτης (Δεληβοριάς) εξιστορεί την επιβίβασή του σε σοβιετικό πλοίο, το οποίο ήταν φορτωμένο με πίσσα, στα αμπάρια του οποίου κρύφτηκαν αντάρτες και αντάρτισσες. Στον έλεγχο των Τούρκων στα Δαρδανέλια, το μέρος του πλοίου που ήταν τα αμπάρια σκεπάστηκε με έναν τεράστιο μουσαμά. Μόλις το πλοίο βγήκε στη Μαύρη Θάλασσα, τους επιτράπηκε να ανέβουν στο κατάστρωμα.

Ο Παναγιώτης Μπούχρας, εξιστορώντας τη ζωή των γονιών του, και οι δύο μαχητές του ΔΣΕ, γράφει πως στο πλοίο βρίσκονταν 4.000 μαχητές/τριες και κατά τον έλεγχο των Τούρκων τελωνειακών «στη μπούκα του καταστρώματος, μερικοί ναύτες χτυπούσαν δυνατά με σφυριά - δήθεν ότι κάτι επισκεύαζαν. Στην πραγματικότητα, τον θόρυβο τον έκαναν επίτηδες για να καλύψουν βήχα, τυχόν φτέρνισμα».

Ο Στέλιος Γιατρουδάκης αναφέρει πως στην 1 Οκτωβρίου 1949 επιβιβάστηκαν σε σοβιετικό καράβι 550 μαχητές της VIII Μεραρχίας, με διοικητή τον Βαγγέλη Παπαδόπουλο – Φωκά. Το ταξίδι ακολούθησε την ίδια πορεία και διήρκησε 12 ημέρες. Ενδεικτικά, θυμάται πως στον έλεγχο στα στενά του Βοσπόρου, τους απαγορεύτηκε ακόμη και ο βήχας.

Ο Κώστας Γκριτζώνας περιγράφει τη διαδρομή με το πλοίο και τελικό προορισμό την Τασκένδη. Ξεκίνησαν το ταξίδι το τελευταίο 10ήμερο του Οκτωβρίου 1949 και στις 31 Οκτωβρίου το πλοίο έδεσε στο Πότι. Θυμάται την ανακοίνωση του Βασίλη Μπαρτζιώτα για τον τελικό προορισμό και το κλίμα που επικράτησε με αυτή την ανακοίνωση.

Ο Βαγγέλης Παπαδάκης βρέθηκε στο καράβι που ήταν επικεφαλής ο Γ. Κολιγιάννης και ο Χ. Φλωράκης. Όλοι εξιστορούν τις ίδιες συνθήκες, μυστικότητα, απόλυτη σιωπή, τρικυμίες, εμετοί, πορεία προς το άγνωστο. Γράφει επίσης πως το καράβι που είχαν επιβιβαστεί, είχε δηλωθεί πως μετέφερε χοιρινά από την Αλβανία προς τη ΣΕ.

Ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος, πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη εξιστορεί τη διαδρομή που έκαναν οι μαχητές και οι μαχήτριες με το πλοίο, όταν έφυγαν από το Δυρράχιο. Το πλοίο το κυνηγούσαν υποβρύχια. Μένει με την ιστορική έρευνα να αποδειχθεί, τί γνώριζαν οι ελληνικές αρχές για όλη αυτή τη διαδικασία. Κρυμμένοι στο αμπάρι του πλοίου υπήρχαν και ναύτες. Έβλεπαν με την πυξίδα τους πως πήγαιναν προς την Αίγυπτο. Και εκεί κάνει στροφή το πλοίο προς την Τουρκία. Οι ναύτες αναφωνούν, φεύγουμε προς την Τουρκία. Και ο Στέφανος Ευαγγελίου αναφέρει πως το πλοίο τους, όταν έπλεαν κοντά στη Χίο τους ακολουθούσε ελληνικό υποβρύχιο, «είχε διαδοθεί μάλιστα, πως ο σοβιετικός πλοίαρχος ήταν αρκετά ταραγμένος. Ευτυχώς που δεν έγινε κανένα κακό».

Το ταξίδι κατέγραψε πορεία Δαρδανέλια, Προποντίδα, Μαύρη Θάλασσα, αποβίβαση στο λιμάνι Πότι στη Γεωργία και μετά, με φορτηγά τρένα προς το Μπακού (λιμάνι του Αζερμπαϊτζάν), απόσταση Πότι - Μπακού σε ευθεία γραμμή περίπου 900 χλμ. Έφτασαν στην Κασπία Θάλασσα, τη διέσχισαν με πλοία για να καταλήξουν στο σημερινό Τουρκμενιστάν, όπου επιβιβάστηκαν σε τρένα και πέρασαν μέσα από την έρημο Καρακούμ, η διαδρομή με το τρένο διήρκησε έξι ημέρες. Πουθενά πράσινο, πουθενά τα ψηλά δέντρα της Πίνδου. Προορισμός η Τασκένδη και το Τσιρτσίκ. Ο Β. Μπαρτζιώτας, που βρισκόταν και αυτός σε πλοίο και που ήταν η τελευταία αποστολή, μόλις μπήκαν στα ύδατα της ΣΕ ενημέρωσε τους πολιτικούς επιτρόπους και αυτοί με τη σειρά τους τους/τις μαχητές/τριες πως προορισμός ήταν η Σοβιετική Ένωση. Οι πολιτικοί πρόσφυγες θα εγκαθίσταντο στην Τασκένδη, που βρισκόταν στον τεσσαρακοστό παράλληλο, περίπου στο ύψος της Θεσσαλονίκης και απείχε από την Αθήνα, σε ευθεία γραμμή, 3.874 χλμ. Στην Τασκένδη βρίσκονταν ήδη επτά μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ, καθώς και ο Β. Μπαρτζιώτας, ο οποίος συνόδευσε την τελευταία αποστολή πολιτικών προσφύγων. Ο ίδιος έμεινε εκεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, τους έξι πρώτους μήνες διότι του είχε ανατεθεί από το ΠΓ του ΚΚΕ να αναλάβει την τακτοποίηση των πολιτικών προσφύγων. Το Μάιο του 1950, όλα τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ επέστρεψαν στην έδρα της ΚΕ που ήταν το Βουκουρέστι.

Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας διηγείται ένα περιστατικό, καθώς οι πολιτικοί πρόσφυγες περνούσαν από το Τουρκμενιστάν και συγκεκριμένα από την πρωτεύουσά του το Ασγκαμπάτ. «Μας πλησίασε και μας χαιρέτησε μία ομάδα σοβιετικών μαθητών τουρκμενικής καταγωγής, που ήξεραν για τον αγώνα του ΔΣΕ και μας μιλούσαν για το Γράμμο και το Βίτσι. Μας μιλούσαν και έκλαιγαν από τη χαρά τους». Την ίδια θερμή υποδοχή από τους ντόπιους διηγείται και ο Δ. Ζυγούρας (Παλαιολόγος). Από όπου περνούσε το τρένο με τους Έλληνες μαχητές/τριες ετύγχαναν «εκδηλώσεων θερμής συμπάθειας».

Κάθε μεγάλη ομάδα πολιτικών προσφύγων που έφτανε στο Πότι της Γεωργίας, τους περίμεναν Σοβιετικοί Αξιωματικοί, τους πήγαιναν σε κλιβάνους να τους πλύνουν, να τους ξεψειρίσουν, να τους καθαρίσουν τα ρούχα. Και μόλις στέγνωναν, συνέχιζαν τη διαδρομή.

Οι πολιτικοί πρόσφυγες, μόλις έφτασαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ, μπήκαν σε καραντίνα 45 ημερών, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίστηκαν οι πρώτες ανάγκες, όπως ήταν η στέγαση, η σίτιση, η εργασία, η φροντίδα των τραυματιών, τους δόθηκε δωρεάν ρουχισμός, στους άντρες έδωσαν και τσιγάρα Καζμπέκ. Για πρώτη φορά, είδαν όπερα, θέατρο, γενικότερα ξεκίνησε η οργανωμένη ζωή τους.

Οι Σοβιετικοί τους έδωσαν νέα καθαρά ρούχα. Ο συνολικός αριθμός των πολιτικών προσφύγων ανέρχεται στους 55.876. Στη Σοβιετική Ένωση υπήρχαν 11.980 πολιτικοί πρόσφυγες, εκ των οποίων 8.573 άντρες και 3.407 γυναίκες. Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες της Τασκένδης, σύμφωνα με εκτίμηση των Σοβιετικών, οι οποίοι τους παρακολουθούσαν από κοντά, υποδεικνύοντας και παρεμβαίνοντας στις δράσεις και διαδικασίες τους, ανέρχονταν στους 17.500, εκ των οποίων οι 8.000 ήταν οργανωμένοι στο ΚΚΕ. Ο αριθμός των πολιτικών προσφύγων ανά χώρα δεν ταιριάζει ακόμη και στην ίδια εισήγηση του Β. Μπαρτζιώτα και το πιο πιθανό είναι να μην είχαν ακριβή αριθμό. Η Κ. Τσέκου αναφέρει πως το σύνολο των πολιτικών προσφύγων ανερχόταν στους 58.300, βασιζόμενη στο βιβλίο του Λυσίμαχου Παπαδόπουλου, «Νόστιμον ήμαρ», ενώ από το σύνολο του προσφυγικού πληθυσμού, το 60%-65% το αποτελούσαν μαχητές/τριες του ΔΣΕ.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ: Η δύναμη των πολιτικών προσφύγων σε αριθμούς

ΧΩΡΑ - ΑΝΤΡΕΣ - ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΠΑΙΔΙΑ

Ρουμανία - 1.981 - 1.939 - 5.132

Τσεχοσλοβακία - 4.000 - 3.475 - 4.148

Πολωνία - 4.730 - 3.138 - 3.590

Ουγγαρία - 2.161 - 2.233 - 2.859

Βουλγαρία - 1.583 - 764 - 672

Γερμανία ----- ----- 1.128

Σοβιετική Ένωση - 8.573 - 3.407 -----

Σημείωση: Στοιχεία από την εισήγηση του Βασ. Μπαρτζιώτα στην ΙΙΙ Συνδιάσκεψη, 1950

 

Σύμφωνα με τον Σύλλογο Ελληνικού  Πολιτισμού Τασκένδης, το 1949 εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη 11.997 πολιτικοί πρόσφυγες. Καθίσταται σαφές πως ο ακριβής αριθμός ακόμη δεν έχει διερευνηθεί. Όπως έχει αναφερθεί ήδη, περισσότερο έγκυρος θεωρείται ο αριθμός των προσφύγων που παραθέτουν οι Σοβιετικοί, δηλαδή την ύπαρξη 17.500 πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη.

Η καταγραφή των πολιτικών προσφύγων της Τασκένδης από το Σύλλογο Ελληνικού Πολιτισμού Τασκένδης

Σημείωση: Οι Έλληνες της Τασκένδης και η πόλη της Πέτρας: Greeks of Tashkent https://bit.ly/3LE4rM4

 

Πηγή: https://www.efsyn.gr/ellada/373670_megalo-taxidi-tis-exodoy-apo-tin-ellada-ton-politikon-prosfygon-toy-emfylioy-polemoy

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.