Το θέμα το έχει διαπραγματευτεί και ο Γούντυ Άλεν στη μαγική ταινία του “ Midnight in Paris”. Τι νοσταλγούμε άραγε, αναπολώντας και εξιδανικεύοντας παλιότερες εποχές που ίσως δεν προλάβαμε καν να γνωρίσουμε; Είναι το ίδιο το παρόν που μας αναγκάζει; Ίσως δεν αντέχουμε το παρόν και γι αυτό καταφεύγουμε με το μυαλό μας σε ένα μαγικό και καλύτερο παρελθόν, όπου όλα νομίζουμε πως ήταν καλύτερα. Και προφανώς δεν ήταν όλα. Όπως γράφει ο Νίκος Ξυδάκης στην Εφημερίδα των Συντακτών, η νοσταλγία, είτε ως φερτά υλικά των μπούμερ, είτε ως κατασκευές των γενεών του 21ου αιώνα, είναι μια κρυψώνα, ένα καταφύγιο από το αφόρητο παρόν. Μια νοσταλγική παρόρμηση που μπορεί να ιδωθεί και σαν απόπειρα ουτοπικής υπέρβασης, ενόρασης ενός μέλλοντος με νόημα, μιας ζωής που αξίζει να ζεις. Όλως τυχαία, τέτοιες σκέψεις έκανα αυτές τις ημέρες και ήρθε το κείμενο του Νίκου Ξυδάκη να τα πει πιο καλά από ό,τι θα τα έλεγα εγώ.
Η νοσταλγία, είτε ως φερτά υλικά των μπούμερ, είτε ως κατασκευές των γενεών του 21ου αιώνα, είναι μια κρυψώνα, ένα καταφύγιο από το αφόρητο παρόν.
Νοσταλγία τυλίγει τον κακορίζικο τόπο. Ολοι θα ήθελαν να ζουν αλλού, σε άλλο χρόνο, σε άλλο χώρο, κάπου παλιά ίσως, μπορεί και μακριά, πολύ μακριά, όπου η ζωή ήταν απλή, με αργή ροή για να την προλαβαίνεις, ήταν κατανοητή, είχε συνοχή και φανερό νόημα κι είχες κάπου να πιαστείς ν’ ακουμπήσεις, οι ταινίες ήταν απλές ασπρόμαυρες και τα τραγούδια λαϊκά σε πλάκες και σε ράδια.
Οι άνθρωποι που τώρα ζουν σε πλατφόρμες, βλέπουν ατελείωτες σειρές σε πλατφόρμες, επικοινωνούν με ποικίλα μέσεντζερ σε πλατφόρμες, που ακουμπάνε τους καημούς τους σε πλατφόρμες, αυτοί οι άνθρωποι μοιράζονται τη νοσταλγία τους για έναν μυθολογημένο χωροχρόνο χωρίς πλατφόρμες, χωρίς GPS και apps, χωρίς πρόσθετα και βελτιωτικά, μια sublime Αρκαδία.
Ετσι νοσταλγούν οι μπούμερ, πρώην χίπις, πρώην πανκ, μέταλ ή γκοθ, πρώην κατηχητόπουλα, σπασίκλες, κνίτες, αριστεριτζήδες, αναρχικοί, εν γένει πρώην κάτι και νυν ομογενοποιημένο απ’ όλα και τίποτε. Σχεδόν όλοι ομοθυμούν ότι τότε, κάποτε, εκεί, ήταν καλύτερα από τώρα.
Μπορώ να κατανοήσω τη νοσταλγία των μπούμερ - μπούμερ είμαι κι εγώ. Αλλά δεν τη συμμερίζομαι. Δεν νοσταλγώ τους χωματόδρομους του ’60, τον Καραμουρτζούνη, τη φυτίνη και τη χλωρίνη χύμα, την Κλακ Φιλμς, τη χούντα, τις καμπάνες και τις γιακαδάρες του ’70 με Λεντ Ζέπελιν και Μπόουι, δεν νοσταλγώ το ποστ-πανκ ΠΑΣΟΚ ’80, που εντέλει ήταν η δική μου δεκαετία της ενηλικίωσης. Τα θυμάμαι, τα κουβαλάω, δεν τα νοσταλγώ.
Κι όταν ακόμη νοσταλγώ την παρθενία του Αρχιπελάγους ή τον πολύπτυχο επαρχιωτισμό της Αθήνας, μάλλον νοσταλγώ τον χρόνο μου σε αυτούς τους τόπους, τον απολεσθέντα κήπο της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας· είναι συναισθηματικά καταφύγια, για παλίνδρομη κίνηση όταν το παρόν με τυλίγει ξηρό και στείρο. Αλλά για να επιστρέψω.
Κατασκευές με φερτά υλικά
Παραδόξως, όμως, αυτό το Τότε/Εκεί το νοσταλγούν και πολλοί νεότεροι, όσοι δεν είχαν καν μια ελάχιστη επαφή με τα Χρυσά Χρόνια της Ευρώπης, ούτε με την καθ’ ημάς κοινωνική κινητικότητα και αισιοδοξία μετά το ’60. Νοσταλγούν ένα παρελθόν που δεν έζησαν.
Πώς; Υποθέτω: Κατασκευάζουν έναν χωροχρόνο νοσταλγίας από διάσπαρτα ευρεθέντα υλικά, objets trouvés, από τις πληθωρικές προσχώσεις των μπούμερ, ας πούμε, στα ρέματα του διαδικτύου. Τραγούδια, κομμάτια από ταινίες, φωτογραφίες, εφήμερα, ρούχα και στιλ, αποσπασμένα από τις συμφράσεις τους, σχεδόν εξωϊστορικά. Τα υλικά αυτά φέρουν ενδιάθετα το πνεύμα του Τότε/Εκεί, έτσι όπως αναπαράγεται από όσους τα αποθέτουν στο ποτάμι των φερτών υλικών της νοσταλγίας: το Τότε/Εκεί είναι εξωραϊσμένο, αγλαϊσμένο, είναι τόπος συνανήκειν, τόπος οικείος, ασφαλής.
Η κατασκευασμένη νοσταλγία δεν έχει μνημονικό βιωμένο βάθος, χωρίς όμως να στερείται έντασης και λαχτάρας· ακόμη και γνησιότητας. Για τον σημερινό εικοσάχρονο, ας πούμε, η δεκαετία ’80 είναι μια μυθική μπελ επόκ και θα βρει αυτάρεσκους εξηντάχρονους να του το επιβεβαιώσουν, με τον ίδιο τρόπο που ο εικοσάχρονος του ’80 μεγέθυνε στον νου του τους μπήτνικ, την τζαζ, το ροκ του ’50 και του ’60, τους «οσιομάρτυρες» που πέθαναν από υπερβολική δόση νιότης και ουσιών.
Αντίδραση ή υπέρβαση;
Θα λέγαμε λοιπόν ότι δεν είναι απλώς πολιτιστική, είναι κυρίως υπαρξιακή νοσταλγία, μια ανάγκη απόδρασης από το εχθρικό παρόν προς έναν κατασκευασμένο χωροχρόνο χωρίς οδύνες, χωρίς στεναγμούς. Πρόκειται για δυσανεξία προς το παρόν, ή για αδυναμία εννοημάτωσής του, αδυναμία να δοθεί υποφερτό νόημα σε αυτό το γυμνό παρόν, να βρεθούν έστω παράθυρα διαφυγής από τούτη την πηγή δυσθυμίας. Είναι επίσης αντίδραση στην αποξένωση που προκαλεί το Εδώ/Τώρα, το παρόν κοινωνικό περιβάλλον, στημένο έτσι από τις κυρίαρχες δοξασίες του καπιταλισμού, ώστε να αποκλείει τον συλλογικό βίο, τα κοινά αγαθά, τις αλλαγές από τα κάτω. Εξ ου και η νοσταλγική παρόρμηση μπορεί να ιδωθεί και σαν απόπειρα ουτοπικής υπέρβασης, ενόρασης ενός μέλλοντος με νόημα, μιας ζωής που αξίζει να ζεις