Ήταν κάποτε ένα ανθρωπάκι. Ένα τόσο δα ανθρωπάκι, που από μωρό ανθρωπάκι όταν ήταν, προσπαθούσε να καταλάβει τη διαφορά του ύψους από το ανάστημα. Είχε κι έναν δάσκαλο που του τα μπέρδευε διαρκώς. Σύστηνε διαρκώς στο ανθρωπάκι να γνωρίσει τον ποιητή, τον Χιόνη. Εκείνον που μετρούσε το μπόι του ανθρώπου από τα πόδια μέχρι το κεφάλι του, αλλά για το ανάστημα, που ξεκινούσε πάνω από το μπόι, δεν είχε ούτε λόγο ούτε μέτρο.
Τι ήταν τελικά το ανάστημα; Και αν ήταν μέγεθος, πως μπορούσε να μετρήσει το δικό του, το ανθρωπάκι; Ήταν ζωτική ανάγκη για το ανθρωπάκι, να μετρήσει το ανάστημα του. Όπως για κάθε ανθρωπάκι άλλωστε.
Το ανθρωπάκι μεγάλωσε. Όχι σε ανάστημα, όπως άλλωστε δεν μεγαλώνουν ποτέ σε ανάστημα τα ανθρωπάκια. Μεγάλωσε στα χρόνια, μεγάλωσε μαζί και ο κύκλος των ανθρώπων που ζούσαν εξαρτημένοι από το ανθρωπάκι. Αυτό το ήξερε καλά το ανθρωπάκι. Αν θέλεις να σου πουν έναν καλό λόγο κάποτε, αν θες κολακείες και θαυμασμό, μόνο ένας τρόπος υπάρχει για τα ανθρωπάκια. Να τα αγοράσουν. Τα ανθρωπάκια ξέρουν καλά πως κάθε βλέμμα που πέφτει πάνω τους, είναι σαν παγωμένο ξυράφι. Ακόμα και αν συνοδεύεται από λόγια κολακείας, η ψύχρα της αόρατης μα αιχμηρής λεπίδας του βλέμματος του συνομιλητή τους, βυθίζεται στην ύπαρξη και την κομματιάζει. Και το βλέπει να συμβαίνει. Και μάλιστα είναι πολύ πιθανό, ο μόνος μάρτυρας της κατακρεούργησης του να είναι το ίδιο το ανθρωπάκι. Τι κι αν περνούν από μπροστά από τη σκηνή του φονικού χιλιάδες άνθρωποι; Ο μόνος που βλέπει το φονικό βλέμμα να τον κατακρεουργεί, είναι το ίδιο το θύμα. Το ανθρωπάκι. Πως να ζήσει το ανθρωπάκι σε έναν κόσμο που έπρεπε να αγοράζει από το ψωμί του μέχρι την αποδοχή του; Έτσι μοιάζει ένας τέτοιος κόσμος. Με λεπίδα που κατακρεουργεί καθημερινά τα ανθρωπάκια.
Βυθισμένο στις σκέψεις που ξεπερνούσαν σε ύψος το μπόι του ή το μικρό εκείνο ανάστημα, στο οποίο θα μπορούσε να φτάσει ένα ανθρωπάκι ένιωσε πως για το πρόβλημα του, δεν θα έβρισκε συμπαράσταση από πουθενά.
Είναι η συμπαράσταση μέτρο που δεν μετριέται. Σαν το ανάστημα ένα πράγμα. Ούτε η συμπαράσταση ούτε και το ανάστημα τελικά είναι για τα ανθρωπάκια. Και δεν είναι για τα ανθρωπάκια γιατί απλά δεν αγοράζονται, ακόμα και αν στην πιάτσα υπάρχουν πολλοί που δηλώνουν πως τα πουλάνε, σε καλή τιμή πάντα. Διαλαλούν πως τα πουλάνε, ακόμα και σε ανθρωπάκια.
Μεγάλωσε λοιπόν το ανθρωπάκι, όπως μεγάλωσε και η όρεξη του για να μετρήσει ή και να αποκτήσει επιτέλους ένα ανάστημα. Μεγάλωσε κι αυτή η άτιμη. Ένα οποιοδήποτε ανάστημα, δεν του αρκούσε. Ήθελε ένα ανάστημα που θα μπορεί να μετρηθεί και να βγει στο τέλος μεγαλύτερο από όλων των άλλων. Ό,τι ονειρεύονται δηλαδή όλα τα ανθρωπάκια, σε όλο τον κόσμο, σε όλους τους γαλαξίες, εκεί που υπάρχουν ανθρωπάκια.
Έπρεπε λοιπόν κάτι να κάνει. Να αποκτήσει αυτό που δεν έχουν τα ανθρωπάκια, αλλά το χρειαζόταν απελπισμένα τώρα που έπρεπε να το βάλει σαν πρώτο σκαλί για να πατήσει και να μπορέσει να αποκτήσει δικό του ή δανεικό έστω για αρχή, ανάστημα. Και το βρήκε.
Αυτό που δεν είχε, όπως και κανένα ανθρωπάκι δεν έχει, ήταν η ταυτότητα. Όχι η βαφτιστική του, που του είχε χαρίσει εκείνα τα χρόνια η νονά του, ούτε η αστυνομική, που του έφτιαξε ένας ιδρωμένος αστυνομικός με μία λερή στολή, πριν από σχεδόν 40 χρόνια. Η ταυτότητα είναι σπουδαίο πράγμα, που «πρέπει να το έχεις για να μπορούν να σε βλέπουν και οι άλλοι και να μη σε αγνοούν, ως ανθρωπάκι» σκεφτόταν. Ήταν όλα λοιπόν θέμα ταυτότητας. Θέμα ενός συνόλου χαρακτηριστικών που είναι ικανά να ξεχωρίζουν το ένα μέλος ενός συνόλου, ακόμα και το πιο μηδαμινό, από τα υπόλοιπα μέλη. Αλλά πως την αποκτάς την άτιμη την ταυτότητα όταν όλοι σε θεωρούν ανθρωπάκι; Ένα φίδι που τρώει διαρκώς την ουρά του βρισκόταν μπροστά στο ανθρωπάκι. Και το ανθρωπάκι, αντίστοιχα μπροστά στο φίδι.
Αν δεν έχεις δική σου εικόνα, τότε δανείσου την, όπως αν είσαι κηπουρός πρέπει να βρεις και έναν κήπο να περιποιηθείς. Ακόμα και αν δεν καταλάβαινε ακριβώς το νόημα, τη φράση αυτή ή κάπως αλλιώς διατυπωμένη, την είχε δει κάπου γραμμένη κα τη θυμήθηκε τώρα. Πόσο πολύ ταίριαζε στην περίπτωση του..
Η προσωπικότητά μας είναι κήπος, ενώ η θέλησή μας είναι ο κηπουρός ήταν μάλλον η πιο ακριβής διατύπωση του αφορισμού που αποδίδεται στον Άγγλο Francis Bacon. Αυτός ήταν μία μεγάλη προσωπικότητα στον χώρο της φιλοσοφίας.
Ήταν προσωπικότητα;
Είχε προσωπικότητα;
Τι σημασία είχε; Σημασία είχε το ότι είχε βρει τον τρόπο να εκδηλώνει στον κόσμο μία προσωπικότητα, ακόμα και αν δεν ήταν δική του. Ο Bacon είχε και τον κήπο και τον κηπουρό. Είχε δηλαδή και την προσωπικότητα και τη θέληση. Το ανθρωπάκι μας μπορεί να μην είχε προσωπικότητα, είχε όμως θέληση. Μπορεί να μην είχε κήπο αλλά είχε έναν κηπουρό που ήθελε να δουλέψει. Βρήκε λοιπόν τη λύση σε ξένο μποστάνι. Σε ξένο κήπο.
Κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, το ανθρωπάκι σημάδεψε στον πιο εύκολο και μεγάλο στόχο. Ένας στόχος είναι ευκολότερος και μεγαλύτερος, όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη του να προβληθεί. Πραγματική ή ψεύτικη ή μόνο ψυχολογική, ελάχιστα μετράει. Είναι η ανάγκη που τραβάει το κάρο. Το κάρο αυτού που στον οποίο πράγματι ανήκει, αλλά μαζί κουβαλάει και τον λαθρεπιβάτη του κάρου, που εν προκειμένω είναι το ανθρωπάκι μας.
Λαθρεπιβάτης το ανθρωπάκι, καβάλησε το κάρο του ματαιοπονούντα και φιλόδοξου, κατά συνθήκη φίλου του και στο τέλος το νήμα του τερματισμού το έκοψε ο λαθρεπιβάτης και όχι ο ιδιοκτήτης του άρματος (και …σιγά το άρμα).
Επιτέλους το ανθρωπάκι είχε αποκτήσει ταυτότητα. Δανεική, αλλά ποιος νοιάζεται; Με την ταυτότητα του το ανθρωπάκι, μπορούσε πια να εξαγοράσει θαυμασμό και να δέσει ζωές και ανάγκες αυτών που τώρα πια θα το βοηθούσαν αναγκαστικά, πάνω στο δικό του άρμα. Είχε αποκτήσει δηλαδή κύκλο. Κύκλο εξαρτημένων από τον ίδιο. Κύκλο μέσα στον οποίο θα ελάμβαναν χώρα οι απαραίτητες, πλην όμως ανοίκειες, συνδιαλλαγές που θα του εξασφάλιζαν τη διαιώνιση της ταυτότητας του. Της ψεύτικης ταυτότητας του, της κενής ύπαρξης και του ανύπαρκτου αναστήματος του.
Η συνέχεια πια ήταν αναμενόμενη.
Όποιος μόνος πετάει την τιμή του, ποτέ δεν ξεφτιλίζεται έλεγε με πολύ νόημα η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη, η οποία λόγω του ότι διέθετε τεράστια προσωπικότητα, είχε και κολοσσιαία δυσανεξία στα ανθρωπάκια. Εμβληματική έχει μείνει η πολεμική της προς ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα αυτής της κατώτερης μορφής ζωής, το ανθρωπάκι, που κυβέρνησε μάλιστα τη χώρα για οχτώ χρόνια. Το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα ανθρωπάκια μπορεί να είναι αηδιαστικό, αλλά είναι κολλώδες και έχει πολύ ισχυρούς δεσμούς συνάφειας με την χείριστη μορφή εξουσίας. Την εξουσία που βασίζεται σε άριστες, πελατειακές, αποκαλούμενες και δημόσιες, σχέσεις.
Σήμερα, η πλειονότητα των ανθρώπων διαθέτει ένα μέσο μετακίνησης. Άλλοι διαθέτουν αυτοκίνητα ποικίλης αξίας, άλλοι κάτι πιο απλό (και πιο αργό). Όλοι οι άνθρωποι (και τα ανθρωπάκια επίσης) σήμερα διαθέτουν μεταφορικά μέσα ποικίλης μορφής και δύναμης. Άλλοι διαθέτουν αυτοκίνητα με μηχανές όπως εκείνες των αγωνιστικών. Άλλοι διαθέτουν καθαρόαιμα αγωνιστικά, τετράτροχα, δίκυκλα, άλλοι ποδήλατα ή σε κάποια λίγα μέρη, κάποιοι διαθέτουν άλογα, Τα ανθρωπάκια διαθέτουν κάτι που έχει την ιπποδύναμη ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου, την επιτάχυνση δίχρονης μοτοσυκλέτας, την επιμονή νηστικού αλόγου και την εμμονή άπειρου ιππέα. Το μεταφορικό μέσο που διαθέτουν τα ανθρωπάκια λέγεται θράσος. Άπαξ και καβαλήσουν το θράσος τους, εκτοξεύονται. Δεν υπάρχει κανείς που να διαθέτει έστω χιλιοστό μεγαλείου, από αυτό που διαθέτει το ανθρωπάκι καβαλημένο στο θράσος του. Το θράσος τους τα οδηγεί. Το θράσος τους τα εκτοξεύει και συχνά το θράσος τους είναι που τα τσακίζει από ύψη που έπιασαν με τον νου τους, αλλά είναι αρκετά ψηλά ώστε η πτώση από εκεί να αποβεί μοιραία για τα ίδια τα ανθρωπάκια.
Όσο περισσότερα προβλήματα αντιμετωπίζει ένας τόπος, τόσο περισσότερες οι πιθανότητες να οδηγηθεί μαζί με τους κατοίκους του, στο χειρότερο δυνατό εναλλακτικό σενάριο εξέλιξης των πραγμάτων. Ειδικά αν ένας συνδυασμός περιβαλλοντικών, πολιτιστικών, οικιστικών και πολιτικών προβλημάτων απειλεί το μέλλον μια περιοχής, είναι βέβαιο πως θα αναδυθούν ανθρωπάκια από τον βόρβορο της τοπικής κοινωνίας, τα οποία θα πρωτοστατήσουν στην ολοκληρωτική καταστροφή κοινωνίας και τόπου.
Τα αναλώσιμα ανθρωπάκια, έλκουν και λαμβάνουν έξωθεν υποστήριξη από οργανωμένα συμφέροντα που αποσκοπούν στην καταστροφή της κάθε «αναπτυσσομένης» περιοχής. Καταστροφής που είναι απότοκο αναπτυξιακών σχεδιασμών «με κάθε κόστος». Αυτό είναι και το πεδίο της δόξας για τα αναλώσιμα ανθρωπάκια. Εμφανίζονται ως θιασώτες μίας «ανάπτυξης» δίχως όμως αναφορά στο τίμημα της. Θυμίζουν τους εργολάβους της «χρυσής εποχής της αντιπαροχής» που έταζαν ακίνητα και σύσταση περιουσιών, ανάπτυξη και τοπικό εμπόριο, χωρίς να αναφέρουν τίποτα για την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής, την έλλειψη ελεύθερων χώρων, τη ρύπανση και την «κρυμμένη όψη» του σιχαμένου οράματος.
Χρήσιμα λοιπόν τα ανθρωπάκια. Χρήσιμα για συγκεκριμένους και για συγκεκριμένους λόγους. Επιζήμια για τους πολλούς και καταστροφή για τις κοινωνίες. Αλλά οι πολλοί και μαζί και οι κοινωνίες δείχνουν πάντα πρόθυμοι να δώσουν. Να παραχωρήσουν το μέλλον τους στα ανθρωπάκια.
Τα ανθρωπάκια αφού έχουν λοιπόν αποκτήσει την ταυτότητα και έφτιαξαν και τον κύκλο των αυλοκολάκων τους, την αυλή τους, αισθάνονται πανίσχυρα. Τόσο ισχυρά που δεν έχουν πρόβλημα να περιφέρουν και να επιδεικνύουν την ημιμάθεια και το κρανιακό τους κενό, ως περγαμηνές γνώσεις κι εμπειρίας. Τους το επιτρέπει ο κύκλος των κολάκων και των εξαρτώμενων. Των δικών τους εξαρτημένων, οι οποίοι έχουν αναλάβει εργολαβικά την ανάδειξη της άγνοιας σε πολύτιμη γνώση, της ημιμάθειας σε μοναδική εμπειρία και του εγκλήματος εις βάρος της κοινωνίας, σε επιβεβλημένη από υπεύθυνη στάση, επιλογή.
Η γνώμη τους δεν αμφισβητείται. Όσο πιο μωρό, όσο πιο κενό είναι το ανθρωπάκι, τόσο περισσότερο αναδεικνύεται από τους αμειβόμενους και εξαρτημένους φίλους του, σε «προσωπικότητα». Τα ανθρωπάκια έτσι επέβαλαν το σκοτάδι τους και φτάσαμε να παρατηρούμε δίχως άλλη σκέψη, το φίδι να τρώει την ουρά του. Το ίδιο φίδι που πριν από εμάς, το χάζευε το ανθρωπάκι εκείνο που ήρθε να κάνει και τη δική μας ζωή αναλώσιμη.
Το σύμπαν έχει εκατομμύρια, δισεκατομμύρια γαλαξίες. Και οι γαλαξίες αυτοί έχουν απειράριθμους πλανήτες. Έχουν τόπους του βίου και τόπους αβίωτους. Εκεί που υπάρχει ζωή, υπάρχουν και όντα αξιοπρεπή ή αναξιοπρεπή. Όντα μικρά ή μεγάλα. Άνθρωποι και ανθρωπάκια. Οι άνθρωποι συνήθως δεν αναζητούν το ανάστημα τους. Το γνωρίζουν αφού για να το αποκτήσουν παιδεύτηκαν. Αγωνίστηκαν και ξέρουν το πόσο κοστίζει και το πόσο αξίζει. Πλήρωσαν για να αποκτήσουν το ανάστημα της συνείδησης του κόσμου.
Γνωρίζουν την αξία του κόσμου που δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει οποιοδήποτε ανθρώπινο κατασκεύασμα.
Γνωρίζουν την αξία της ζωής και τη σέβονται αφού αποτελούν και οι ίδιοι μέρη της και κομμάτι της αιώνιας Φύσης
Γνωρίζουν την αξία του αγώνα. Της ανακάλυψης, της έρευνας, της επιστήμης. Γνωρίζουν την ευτέλεια της οίησης και το κενό του πολιτικού δημοπρατηρίου.
Το ανθρωπάκι της ιστορίας μας, όπως όλα τα ανθρωπάκια, όλων των ιστοριών και όλων των κόσμων και των γαλαξιών, δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά. Δεν θέλει να ξέρει. Αρκεί να κραυγάζει την άγνοια του ως απόσταγμα γνώσης και να πληρώνει κατάλληλα και με ξένα κόλλυβα, για να έρθουν οι εργολάβοι της παραπληροφόρησης και να καθαρίσουν το βρωμερό προφίλ του.
Αυτό άλλωστε ήταν πάντα το ζητούμενο γι’ αυτό το ανθρωπάκι; Το να έχει μία ταυτότητα που να το αναφέρει ως άνθρωπο; Αληθινή, ψεύτικη, δανεική, δεν έχει σημασία. Μία ταυτότητα ήθελε και θέλει το ανθρωπάκι μας. Όπως όλα τα ανθρωπάκια ψάχνουν να αγοράσουν μία ταυτότητα. Για να δείχνουν άνθρωποι και να κρύβουν καλά το ότι είναι απλά, γλοιώδη ανθρωπάκια, χωρίς ταυτότητα ή το πολύ με μία ψεύτικη ταυτότητα, που γράφει πάνω της «Άνθρωπος»