Υπάρχουν άνθρωποι που ο χαμός τους δεν κοστίζει μόνο στους δικούς τους ανθρώπους, αλλά κάνει όλο τον κόσμο φτωχότερο. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο συγγραφέας, ο δημοσιογράφος, ο σκηνοθέτης, μα -πάνω από όλα τα άλλα- ο αγωνιστής. Κυνηγήθηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε. Όλο του το έργο είναι σημαδεμένο από την κοινωνική και πολιτική του στράτευση. Όταν ερωτάται γι΄ αυτό, ο Σεπούλβεδα απαντά:
«Σε όλες μου τις ιστορίες είναι παρούσα η πραγματικότητα, εκείνο που μου αρέσει και εκείνο που πιστεύω πως πρέπει να αλλάξει: δεν είμαι ουδέτερος διότι στην ιδέα μου για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, η ουδετερότητα δεν υπάρχει. Η ουδετερότητα είναι το καταφύγιο του δειλού κι εγώ δεν είμαι, ούτε υπήρξα και δεν θα είμαι ποτέ ουδέτερος »
Ο ίδιος, σε σχέση με άλλους του συντρόφους, είχε σταθεί τυχερός. Γλίτωσε το θάνατο, αλλά έγραψε γι όλους αυτούς που δεν τα κατάφεραν και χάθηκαν στον αγώνα τους για ένα πιο δίκαιο κόσμο. Έγραψε για όλους αυτούς που λείπουν:
« Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός πληγωμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ’ την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρξει ή για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι – έντονο ή χλωμό δεν έχει σημασία, γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει και πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο.