Σήμερα είναι ο τελικός του Μουντιάλ. Ενός Μουντιάλ που διεξάγεται για πρώτη φορά παραμονές Χριστουγέννων, στο δυστοπικό κράτος του Κατάρ των πάσης φύσεως διακρίσεων. Ενός Μουντιάλ που γίνεται στο μέσο της ερήμου μέσα σε κλιματιζόμενα στάδια που για την κατασκευή τους βρήκαν το θάνατο χιλιάδες εργάτες. Ενός Μουντιάλ που, όπως όλοι υποπτευόμασταν και πλέον έχουμε και τις αποδείξεις, αγοράστηκε με τα πετροδολάρια των εμίρηδων.
Όλα αυτά βέβαια δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από ένα απλό επεισόδιο στο μακρύ σήριαλ του εκφυλισμού ενός αθλήματος που αποτελούσε κάποτε μέρος της λαϊκής διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Ο μεγάλος διανοητής Εντουάρντο Γκαλεάνο, εκτός από αριστερός, ήταν και Λατινοαμερικάνος, που σημαίνει ότι λάτρευε το ποδόσφαιρο. Ανάμεσα στα δεκάδες βιβλία που έγραψε, είναι και "Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως". Γραμμένο το 1995, είναι ένα γοητευτικό και πολυδιαβασμένο βιβλίο που απευθύνεται όχι μόνο σε ποδοσφαιρόφιλους, αλλά σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, μιας και η τεράστια επιρροή του ποδοσφαίρου δεν γίνεται να μην αγγίζει πολλές πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των ανθρώπων
Από το βιβλίο αυτό παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα που δείχνουν το βαθύ προβληματισμό του συγγραφέα σχετικά με τον εκφυλισμό του πάλαι ποτέ λαϊκού αθλήματος
«Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι από το πηγαίο στο αναγκαίο. Καθώς το ποδόσφαιρο κατέληξε να γίνει βιομηχανία, εξορίστηκε σιγά σιγά η ομορφιά που πηγάζει από την απόλαυση να παίζεις και μόνο.
Στον κόσμο μας σήμερα, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε άχρηστο, και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδος. Κανείς δεν κερδίζει από αυτή την τρέλα που κάνει τον άντρα να γίνεται για λίγο παιδί, να παίζει δηλαδή όπως παίζει ένα πιτσιρίκι με το τόπι του ή μια γάτα με ένα κουβάρι μαλλί· μπαλαρίνα που χορεύει πετώντας στον αέρα ένα ελαφρύ μπαλόνι, μάλλινο κουβάρι που κυλά αβίαστα: να παίζει χωρίς να ξέρει καν ότι παίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς χρονόμετρο και χωρίς διαιτητή.
Το παιχνίδι έχει μετατραπεί σε θέαμα, σε ποδόσφαιρο προς θέαση, με λίγους πρωταγωνιστές και πολλούς θεατές, και αυτό το θέαμα έχει γίνει μια από τις πλέον κερδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες παγκοσμίως. Οργανώνεται όχι για να γίνει παιχνίδι αλλά για να εμποδιστεί να είναι παιχνίδι. Η τεχνοκρατία του επαγγελματικού αθλητισμού έχει επιβάλει ένα ποδόσφαιρο ταχύτητας και δύναμης, που απαρνείται τη χαρά, σκοτώνει τη φαντασία και απαγορεύει την τόλμη.
Ευτυχώς, εμφανίζεται ακόμα στα γήπεδα, αν και περιστασιακά, κάποιο τολμηρό αγρίμι που ξεφεύγει από το πλάνο, και διαπράττει το σφάλμα να τα βάλει με ολόκληρη την αντίπαλη ομάδα, τον διαιτητή και το κοινό στις κερκίδες, για την απόλαυση και μόνο του κορμιού, που ορμά στην απαγορευμένη περιπέτεια της ελευθερίας»
«Έχετε μπει ποτέ σε άδειο γήπεδο; Κάντε μια δοκιμή. Σταθείτε στη μέση του σταδίου κι αφουγκραστείτε. Το γήπεδο κάθε άλλο παρά άδειο είναι. Και οι κερκίδες δεν είναι καθόλου βουβές.
Στο Ουέμπλεϊ ακούγονται ακόμα οι φωνές από το Μουντιάλ του ’66, όταν κέρδισε η Αγγλία, όμως αν αφουγκραστείτε καλύτερα, θα μπορέσετε να ακούσετε το απαρηγόρητο κλάμα του ’53, όταν οι Ούγγροι νίκησαν την αγγλική ομάδα.
Το Στάδιο Σεντενάριο του Μοντεβιδέο αναστενάζει νοσταλγικά για τις ένδοξες μέρες του ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης.
Το Μαρακανά εξακολουθεί να θρηνεί τη βραζιλιάνικη ήττα στο Μουντιάλ του ’50. Στo Μπομπονέρα του Μπουένος Άιρες ηχούν τα τύμπανα που χτυπούσαν μισό αιώνα νωρίτερα.
Από τα βάθη του Σταδίου Αζτέκα ακούς την ηχώ των τελετουργικών ύμνων του αρχαίου μεξικανικού παιχνιδιού με την μπάλα.
Το τσιμέντο του Καμπ Νου της Βαρκελώνης μιλά καταλανικά, και οι κερκίδες του Σαν Μαμές στο Μπιλμπάο μιλούν βασκικά.
Στο Μιλάνο, το φάντασμα του Τζουζέπε Μεάτσα βάζει γκολ, και το στάδιο που φέρει το όνομά του δονείται.
Ο τελικός του Μουντιάλ του ’74, όπου κέρδισε η Γερμανία, επαναλαμβάνεται νύχτα μέρα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου.
Το στάδιο του βασιλιά Φαχντ στη Σαουδική Αραβία έχει θεωρείο από μάρμαρο και χρυσάφι και οι κερκίδες είναι στρωμένες με μοκέτα, αλλά δεν έχει μνήμη, ούτε τίποτα ιδιαίτερο να πει».
Εντουάρντο Γκαλεάνο «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως»