" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Άνθρωπος στη θάλασσα

Σεπτεμβρίου 06, 2023

Λες και γράφτηκε για τη δολοφονία του Αντώνη. Από το βιβλίο του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου "Άνθρωπος στη θάλασσα"

«Κάποτε η κραυγή “άνθρωπος στη θάλασσα!” υποχρέωνε την κοινότητα ενός καραβιού να επιστρατεύσει όλες τις υλικές και ηθικές δυνάμεις της για να σώσει αυτόν που βρισκόταν σε κίνδυνο.

Η επιστράτευση της κοινότητας ήταν ολοκληρωτική, εσωτερική, ενστικτώδης, δηλαδή ανάλογη σε δύναμη και ομόλογη σε ποιότητα προς τα φυσικά στοιχεία που απειλούσαν το κινδυνεύον μέλος της.

Γιατί αλίμονο στο σκάφος εκείνο που θα μπορούσε να αδιαφορήσει σε μια τέτοια κραυγή. Θα ήταν ένα σκάφος καταδικασμένο και το ίδιο σε χαμό, ένα σκάφος καταραμένο, άρρωστο, ταμένο του Διαόλου.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, στο δικό μας σαστισμένο ταξίδι; Ολόφωτο πλέει το καράβι μας στα κύματα των πνιγμένων που κανείς δεν τους άκουσε ποτέ. Μα αν δεν ξυπνήσουμε στην ώρα μας, θα ξυπνήσουμε αύριο πεθαμένοι-σπασμωδικά, δουλευτάδικα φαντάσματα πάνω σε τούτο το άσκοπο πλεούμενο. Με όλους τους νόμους και τους προφήτες να σαπίζουνε στο αμπάρι. Με την παντιέρα κουρέλι και τη χολέρα να κόβει βόλτες εκεί που ηχούσαν κάποτε τραγούδια.

Γιατί παρατήσαμε το τιμόνι στην Αδιαφορία. Γιατί σαϊτέψαμε από ανία το ερημικό πουλί που κάθησε κάποτε στην πρύμη μας».

 

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Άνθρωπος στην Θάλασσα. εκδ. Ύψιλον, 1992.

 

Αυτός ο αιώνιος νεοελληνικός δυϊσμός, που σχεδόν πάντα καταλήγει σε διχασμό, οφείλεται στη σχεδόν πάντα βίαια προσαρμογή μας στις εποχές. Δεν είχαμε παιδική ηλικία ως λαός. Ούτε καν νηπιακή. Η υποχρεωτική σύνδεση μας με μία Ιστορία και ένα παρελθόν, περγαμηνές που πρέπει να διαθέτουν τα «καθωσπρέπει» έθνη (γιατί αυτοπροσδιορίζονται ως έθνη και όχι ως λαοί) δεν οδήγησε πουθενά. Μάλλον οδήγησε και σε αντίστροφη κατεύθυνση. Σε μία οπισθοδρόμηση που οι δάφνες του «αρχαίου κλέους» έγιναν πλαστικά κακέκτυπα στο κεφάλι ενός προτεκτοράτου.

Ο ανόητος καθωσπρεπισμός μας, κατάλοιπο δουλοφροσύνης αιώνων ίσως, δεν μας επέτρεψε να απελευθερώσουμε τον Παπαδιαμάντη από το «ράσο» της Ανατολής, ούτε τον Σολωμό από τη φορεσιά του δυτικού Διαφωτισμού. Τους αφήσαμε εκεί, απομονωμένους, φυλακισμένους χωρίς να τους καταλάβουμε και να τους επιτρέψουμε να γεννήσουν μαζί, έναν αληθινό σύγχρονο πολιτισμό. Προτιμήσαμε τον πλαστό, τεχνητό και γι’ αυτό εξαρτημένο, «νεοελληνικό πολιτισμό» που σήμερα είναι η φιλοσοφία του σκυλάδικου, η συχνά εγκληματικής φύσης ψευτομαγκιά, και ο ψευτοφεμινισμός με ολίγο παραποιημένο μαρξισμό.

Όπως γράψαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση, αυτές οι γιορτές είναι γιορτές της θλίψης, της αποτυχίας, της πανδημίας και φυσικά της κοροϊδίας που υφιστάμεθα από την πιο αποτυχημένη  κυβέρνηση μεταπολιτευτικά, που σπαταλά πόρους στους επιτήδειους της προπαγάνδας για να επιβιώσει. Σε αυτές τις γιορτές, περισσότερο από άλλες, αναζητάμε ανακούφιση στην ποίηση, στην πεζογραφία, στο δοκίμιο. Σε έναν τόπο ακριβό, έναν τόπο παραμυθίας  και όχι πλαστικής και ηλεκτροφωτισμένης ανοησίας. Έτσι σήμερα αναδημοσιεύουμε το δοκίμιο του Γερ. Λυκιαρδόπουλου «Νεοελληνικά διλήμματα» που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Η Ρωμιοσύνη στον παράδεισο» (σειρά ΙΔΕΕΣ) το 1983 από τις εκδόσεις ΕΡΑΣΜΟΣ

 

Νεοελληνικά διλήμματα - Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

Για τις επισημάνσεις στο κείμενο ευθύνεται ο συντάκτης του παρόντος

 

  • Δεν έχομεν βεβαίως τους nihilistes της Ρωσίας ούτε τους socialistes της εκ  χρηματολογικών ζητημάτων φλεγμονούσης γηραιάς Ευρώπης, διότι δόξα τω Θεώ δεν εγηράσαμεν εισέτι εθνικώς.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, 1877

 

  • Η έλλειψις παρ’ ημίν τοιούτων αιρέσεων είναι βεβαίως ευτύχημα, η  αυτάρέσκεια όμως επί τούτω ομοιάζει ως ει εκαυχάτο ο ουδέποτε πολεμήσας ότι δεν φέρει πληγήν επί του σώματος.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ, 1877

 

Η εθνική μας «αυταρέσκεια» για την απουσία των ευρωπαϊκών εκείνων πληγών, που αναφέρει ο Εμμανουήλ Ροΐδης στην περίφημη διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, δεν μπόρεσε ούτε να προφυλάξει ούτε να θεραπεύσει το ταλαίπωρο νεοελληνικό σώμα από κάποια άλλα κακοφορμισμένα τραύματά του· κι αυτό εκφράζεται και με την ίδια τη διένεξη των δύο λογίων, που οι ιστορικές της ρίζες βυθίζονται στο ερώτημα του Βυζαντινού λυκόφωτος: Ανατολή ή Δύση; Στο αδιέξοδο μερικών ερωτημάτων η σκέψη αποκρίνεται με το κομμάτιασμα και τον κομματισμό της. Διαφωτισμός και Ορθοδοξία, «Δημοτική» και «Καθαρεύουσα», Βενιζελισμός και Αντιβενιζελισμός κι όλες οι άλλες εκφάνσεις του εθνικού μας δυϊσμού, αποτελούν πραγματικότητες που η διαζευκτική τους παράσταση τις κομματιάζει σε συστήματα αντιθέσεων μέσα στα οποία δεν χωράνε πια παρά όσα μόνο μπορεί ν’ αντέξει το πλαίσιο της ιδεολογίας –«συντηρητικής» ή «προοδευτικής».

Τα όρια ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περιοχές είναι κινητά και όλα τα στρατόπεδα ένας κοινός τόπος ζυμωμένος στην ίδια λάσπη και στο ίδιο αίμα. Η αθλιότητα της προοδευτικής ιδεολογίας είναι η αθλιότητα της συντηρητικής. Γιατί ο καθημερινός φασισμός της δημοκρατίας, όπως δοξολογείται στις μεγάλες εφημερίδες της, (υποκρισία μιας πολιτικής ελευθερίας που προϋποθέτει πολιτικούς κρατούμενους και φενάκη ενός πολιτικού δικαιώματος που εξέπεσε σε πολιτική υποχρέωση) συμβαδίζει με την πολιτικά ισχύουσα έννοια της «προόδου» που είναι το άδειασμα της σκέψης από τις παλιές κοίτες της στα καινούρια της καλούπια. Τα καλούπια αυτά παράγονται προοδευτικά,, καθημερινά, μαζικά, συγχωνεύοντας θέσεις και αντιθέσεις μέσα στη μεγάλη αποσύνθεση.

Αυτή η προϊούσα απώλεια βάθους στη νεοελληνική σκέψη καθρεφτίζεται εκτός των άλλων και στην κρατούσα χυδαιότητα της δημοσιογραφικής γλώσσας όπου η έκπτωση μιας ορισμένης λογοτεχνικής γραφής σε κοινότυπο συναισθηματισμό ισοζυγιάζεται με το απρόσωπο μιας ψευδεπιστημονικής ψυχρότητας. Το σύνολο καταλήγει στην αποθέωση της πολυτελούς μηδαμινότητας, της ανεγκέφαλης αυταρέσκειας και της κομψεπίκομψης ευτέλειας: Με τις σημερινές δυνατότητες αναπαραγωγής και επιβολής του γραπτού λόγου κι ενώ τα όρια ανάμεσα στη δοκιμιογραφία και την δημοσιογραφία έχουν εξαφανιστεί, ο αισθητισμός της τυπογραφίας γίνεται το ύφος του μηδαμινού.

Αυτό το ύφος μέσω του οποίου η σκουπιδογραφία ανάγεται σε καλλιγραφία έχει αποσπαστεί από μία γραφή που, πριν καταλήξει στις εφημερίδες (λυρικισμός της συνοικίας και φιλοσοφία του σκυλάδικου, μαγκιά, σημειολογία, φεμινισμός συν ολίγος μαρξισμός), υπήρξε κυρίως δοκιμιακή και ξεκινούσε από τα κείμενα του Γ. Σεφέρη, του Ζ. Λορεντζάτου και –απώτερα –του Φώτη Κόντογλου. Σήμερα δεν αντιπροσωπεύει πια την προσωπική μαθητεία του γραφέα σε μια παράδοση ή σ’ ένα έργο αλλά τη δουλωτική ετερονομία του, τη δήλωσή του πως «ανήκει» σ’ ετούτο ή σ’ εκείνο το ιδεολογικό μαγαζί –μια πράξη ένταξης (στην παράδοση ή στην αντιπαράδοση)· η πραγματική μαθητεία γεννάει καινούρια έργα, ενώ εδώ έχουμε μόνο το σχήμα μιας χειρονομίας που το περιεχόμενό της έχει χαθεί –μια μίμηση τρόπων.

Με τον τρόπο του Γ. Σεφέρη π.χ. καλύπτεται η κενολογία μιας φοβισμένης θετικότητας της νεοελληνικής σκέψης, η οποία ξορκίζει την άρνηση καταφεύγοντας σ’ ένα ύφος. Η δομή αυτού του ύφους συνδυάζει την πεποιημένη απλότητα με μια μακρυγιαννική γλωσσική ταπείνωση που εκλύεται στον κομπασμό ενός λόγια πλέον καθιερωμένου λαϊκισμού. Συχνά μέσα σ’ αυτή την ιδεολογικο-αισθητική επίκληση της αδρότητας του λόγου απηχείται ένας νοηματικός δυϊσμός, που η μια του πλευρά αποτελεί το άλλοθι της άλλης. Παράδειγμα η γνωστή φράση του Σεφέρη: «Δεν επαινώ τον Μακρυγιάννη, γιατί δεν έμαθε γράμματα (το άλλοθι) αλλά δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν του έδωσε τα μέσα να τα μάθει». Το μήνυμα που μεταφέρεται πίσω από τη φραστική περιστροφή είναι το ίδιο εκείνο μήνυμα που σήμερα εξυπηρετείται (πολύ καλύτερα βέβαια) από την κυρίαρχη κενογραφία της ποιητικίζουσας δημοσιογραφίας και της φασιστίζουσας ιδιωτείας που ονομάζει «κουλτουριάρικο» ό,τι δεν καταλαβαίνει. Το κέρδος από την αναπαραγωγή αυτού του ύφους είναι η ευκολία επαφής που δημιουργεί ανάμεσα στον γραφέα και τον αναγνώστη μετατοπίζοντας και μεταποιώντας τη φράση του Μακρυγιάννη: «Ευρισκόμεθα εις το εμείς και όχι εις το εγώ».

Σήμερα αυτή η γλώσσα, όταν δεν καλύπτει μιαν απουσία νοήματος, φέρει ένα μήνυμα πέραν και εναντίον της –στο βαθμό που αυτή η ίδια τροφοδοτεί ήδη μια λογοτεχνία αντιλογοτεχνίας:

Θα χρειαστεί λοιπόν να τυφλωθούμε και να κουφαθούμε για πολλά, να λησμονήσουμε όσους πρόθυμοι μας κάνουν τα χατίρια, [θα χρειαστεί] να ξεχνάμε καμμιά φορά το παιχνίδι του «τίς στιχίζει κρείττον» αν πρόκειται να βρούμε το αληθινό βάρος του Παπαδιαμάντη ή, χωρίς παραβολές, το δρόμο που φέρνει σ’ αυτόν και από εκεί πιο πέρα [1].

Όσοι υποτιμούν και λιγοστεύουν τη λογοτεχνία στην «καλλιγραφία» της, για να αναδείξουν κάποια υπερκείμενη ουσία ή κάποιο κρυμμένο βάθος κάτω από την επιφάνεια της μορφής της, φθάνουν από τον αντίθετο δρόμο στον ίδιο αδιέξοδο προβληματισμό των (υποθετικών τώρα πια) αντιπάλων τους, των απολογητών του αισθητισμού, αφού καταλήγουν κι οι ίδιοι να βλέπουν τη λογοτεχνία σαν παιχνίδι. Κι αν επικαλούνται την ουσία εναντίον του παιχνιδιού της μορφής, παραβλέπουν την ουσία της λογοτεχνίας που είναι ακριβώς η τάση της να αυτοκαταργηθεί όχι θεωρητικά-προγραμματικά αλλά περνώντας μέσα από τις εσωτερικές της αντιστάσεις, που παρεμβάλλονται διαρκώς λίγο πριν από το όριο της τελικής σιωπής. Αυτό το πριν αποτελεί την ουσία και ταυτοχρόνως τη μορφή της λογοτεχνίας. Το μετά ή το «πιο πέρα» της λογοτεχνίας είναι το αιώνιο ζητούμενο που η ίδια θέτει στον εαυτό της –και θέτοντάς το υπάρχει· όταν ποτέ το βρει, θα φτάσει στην πραγματοποίησή της, δηλαδή στο τέλος της.

Όσοι δεν το βλέπουν έτσι το ζήτημα ή όσοι δεν μπορούν να το αντέξουν έτσι – κι εφόσον από την άλλη μεριά δεν μπορούν πια ούτε και να επιστρέψουν στον ούτως ή άλλως απορριγμένο «αισθητισμό» -είναι υποχρεωμένοι να  προσηλώνονται στη θέση ενός ξεθυμασμένο κ α τ η χ η τ ι σ μ ο ύ :

Τα γυρίσαμε όλα σε λόγια. Με τα λόγια ζούμε και με τα λόγια πεθαίνουμε. Δεν καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει τέχνη παρά πως υπάρχει ζωή. Αυτό που λέμε τέχνη είναι ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό, αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής (…). Ζητάμε από τον Παπαδιαμάντη αυτό που ζητάμε κι από τον εαυτό μας, τα λόγια. Αλλά ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μήτε λογογράφος μήτε λογοτέχνης. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας άνθρωπος αληθινός που έτυχε να γράψει. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο «ποιήσας και διδάξας» και μεις καθόμαστε και λέμε πως είναι λογοτέχνης [2]

Ο ίδιος ο Κόντογλου υποστηρίζοντας όσα υποστηρίζει έχει βέβαια πίσω του μια σειρά αφηγήσεων, η οποία τον εντάσσει σε μια λογοτεχνική παράδοση που περνάει από τον «Παλιό θαλασσινό» του Κόλεριτζ και τις προρομαντικές και μεταρομαντικές περιπλανήσεις του μυθιστορήματος (Ντηφόου – Στήβενσον - Μέλβιλ) στη μεσοπολεμική περιπέτεια της φυγής. Και ακριβώς αυτή η μεγάλη λογοτεχνική παράδοση είναι που, ενώ μας επιβάλλει από τη μια μεριά να δεχτούμε τη φράση του «Αυτό που λέμε τέχνη είναι ψεύτικο ομοίωμα της ζωής, ένα είδωλο νεκρό αν δεν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής», μας επιτρέπει από την άλλη να ολοκληρώσουμε τη φράση αυτή αντιστρέφοντάς την: Αυτό που λέμε τέχνη «αν το ζωοποιεί η αληθινή ουσία της ζωής» δεν είναι τέχνη.

Ουσιαστικά όμως ανάμεσα στον συγγραφέα του «Πέδρο Καζάς» και στον Χριστιανό απολογητή του έργου του Παπαδιαμάντη δεν έχουμε μια σύγκρουση αλλά μια μετατόπιση του ίδιου βιοθεωρητικού και συγκινησιακού φορτίου σε διαφορετική περιοχή: ο απόκοσμος ερημίτης γίνεται κατηχητής μες στους ανθρώπους. Αλλά ο ερημίτης που θέλει να γίνει απολογητής της ερημίας του εγκαταλείπει τον μόνο προστατευτικό χώρο του –όπου δεν του χρειάζονται άλλωστε και απολογίες. Αυτό που είναι πάνω απ’ όλα συζητήσιμο στην περίπτωση του Κόντογλου (συζητήσιμο με τους δικούς του όρους) είναι η ιδεολογικοποίηση του «καταραμένου» πυρήνα που βρίσκεται σε μερικά αφηγήματά του όπως ο «Πέδρο Καζάς» ή το «Πώς πέθανε ο ληστής Ιγνάτιος Φόβος». Η ιδεολογικοποίηση αυτή εκφράζεται και μέσ’ από τον τυπικό τρόπο με τον οποίο ο Κόντογλου αντικρύζει το έργο του Παπαδιαμάντη, τρόπο ο οποίος συνεπάγεται μια διάσπαση της οργανικής ενότητας που συνιστά ένα έργο τέχνης σε μορφή και σε περιεχόμενο.

Αν η διαφωτιστική κριτική αρνήθηκε την λογοτεχνική αξία του Παπαδιαμάντη [3], για να μειώσει το ύψος του παραδοσιακού του βάθρου, οι αντιδιαφωτιστές αντίθετα προσπαθούν να τον αποσπάσουν από την αμαρτία της λογοτεχνίας, για να τον αποδώσουν άσπιλο και αμόλυντο στην αγιοποιητική μυθολόγηση. Όμως ο Παπαδιαμάντης ξεχωρισμένος από την αμαρτία της τέχνης του είναι ανύπαρκτος. Ας ακούσουμε λίγο τη δική του φωνή, χωρίς να μισερώνουμε στα διαφωτιστικά ή αντιδιαφωτιστικά μας καλούπια:

Εις τας ώρας της μοναξίας της νυκτός εκείνης των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ψιθύρους και φωνάς (…)Ύπνος τότε με κατέλαβεν εις το στασίδιον όπου εκαθήμην. Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως, εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή ήτις ομοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζει…«Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου…» Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχε εισακούσει την δέησίν μου. («Φαρμακολύτρια»)

Η τέχνη του Παπαδιαμάντη είναι αυτή η «αγρία χαρά». Η «αισθητική» δεν είναι «επιφάνεια» αλλά η ίδια η ψυχή του ανθίζοντας τους τρόμους και τις ηδονές της σε «ήχους, ψιθύρους και φωνάς», ενώ το σώμα ταπεινωμένο αλλ’ ανυπότακτο γράφει το δικό του ανεξίτηλο όραμα των «ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών». «Ο Παπαδιαμάντης είναι άνθρωπος αληθινός που έτυχε να γράψει» φώναζε ο Κόντογλου. Αλλά μιλάμε γι’ αυτόν, επειδή ακριβώς «έτυχε» να γράψει. Αν δεν έγραφε το πάθος του αλλά αρκούνταν να το βιώσει «έξω από τη γραφή», δεν θα μας έθετε το ζήτημα που συζητάμε. «Έτυχε» όμως να γράψει –και σ’ αυτό το «τυχαίο» συμβάν της γραφής κρύβεται ο πειρασμός που του ’κλεισε το δρόμο προς τον Άθω. «Με αγρίαν χαράν» δέχτηκε ο «άγιος των γραμμάτων μας» τον πειρασμό της λογοτεχνίας. Ποιος θα μπορούσε να του αφαιρέσει αυτή τη δική του χαρά, τη δική του αμαρτία –αυτό το γεμάτο κρασοπότηρο που λάμπει στα δάχτυλά του «όλο το άρωμα και πτήσις και αφρός!»

Η ίδια πολωτική διαδικασία που παράγει ψευτοδιλήμματα του είδους «Ζωή ή Τέχνη;», «Γιαγκούλας ή Καβάφης; [4]» και ρηματικές υπερβασίες αλα Λουντέμη «δεν κάνω τέχνη κάνω ζωή», τροφοδοτεί και τον ειδικό βερμπαλισμό που διέπει μια προβληματική ακινητοποιημένη μεταξύ των λαϊκιστικών εκδοχών της σκέψης του Γ. Σεφέρη και των θεολογικοπολιτικών προτάσεων του Χρ. Γιανναρά. Η πόλωση αυτή τη φορά αντιπαρατάσσει σ’ ολόκληρο τον κόσμο της δυτικής σκέψης τη μαγική εικόνα μιας παρθενικής νεοελληνικής ψυχής:

Αν εκινδύνευσε το 21 και το ελεύθερο έθνος κατόπιν υπέστη –και υφίσταται –τα πάνδεινα (…), οφείλεται κυρίως στην ξενομανία των λογίων, που επεδίωξαν πάση δυνάμει να μεταφυτεύσουν ευρωπαϊκά πρότυπα στη «σγουρή μας κόγχη» και άνοιξαν δρόμο στον δημοτικισμό, τον καπιταλισμό, το σοσιαλισμό και τα λοιπά ανθυγιεινά υποπροϊόντα τους, αδιαφορώντας ολότελα για την πραγματικότητα της νεοελληνικής ψυχής, η οποία βγαίνει κατ’ ευθείαν από το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία [5].

Φυλακίζοντας τον Παπαδιαμάντη στο ράσο της ανατολικής ορθοδοξίας και το Σολωμό στο δόγμα του δυτικοευρωπαϊκού διαφωτισμού εξαφανίζουμε και τον πρώτο και τον δεύτερο και στήνουμε στη θέση τους τα δυο μεγάλα εικονίσματα-στοιχεία του «νέου ελληνισμού». Σ’ αυτά τα μνημειώδη εικονίσματα αφιερώνεται πάντοτε κάθε ρινοφωνία των σημερινών εθνικών λειτουργιών («μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη») –ηλεκτροφωνική δοξολόγηση του «πονεμένου» και «αγιασμένου λαϊκού μας πολιτισμού» (Ράμφος) που δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει καμιά επαφή με τα μολύσματα της ευρωπαϊκής σκέψης (και, ει δυνατόν, της σκέψης γενικά).

Όμως τ’ ωραίο πήδημα πάνω απ’ όλ’ αυτά (τον «δημοτικισμό», τον «καπιταλισμό», τον «σοσιαλισμό» -προς τα πού άραγε;) δεν έγινε ποτέ. Έτσι μας απομένει αυτό το «πού;» ιστορικά άδηλο και με το ερωτηματικό του πάντα φιλόξενο για τα υπερβατικά διαβήματα της μεταπολιτικής μας αμηχανίας. Μόνο που εδώ θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μήπως και αυτά τα διαβήματα δεν ανήκουν επίσης στα «ανθυγιεινά υποπροϊόντα» του τρικέφαλου τέρατος «δημοτικισμός-καπιταλισμός-σοσιαλισμός». Διότι η σκέψη ως συνεχής και «εκ των προηγουμένων» παραγωγή δεν διστάζει στα αδιέξοδά της. Απλώς κομματιάζεται ή περιστρέφεται. Οι περιστροφές, οι επιστροφές καθώς και οι «καταστροφές» της σκέψης είναι μέσα στους τρόπους κινήσεώς της. Πισωγυρίζοντας επικαλείται πάντα ένα διαλεκτικό «δεύτερο» ή «ανώτερο» επίπεδο ανάπτυξης όπου π.χ. το Α γίνεται Α τονούμενον, η Αναγκαιότητα Ελευθερία, ο Θεός Λαός και η Εκκλησία Κόμμα.

Πολλοί σταματούν εδώ παραιτούμενοι από «διαλεκτικές» επιστροφές: ο απωλεσθείς «Λαός» δεν ξαναγίνεται γι’ αυτούς με κανένα τρόπο «Θεός» και η σκέψη τους υποχρεώνεται να λειτουργεί εν κενώ μέχρι την πλήρη και συνεπή εξάντλησή της. Άλλοι όμως δεν φθάνουν ποτέ σ’ αυτή την αιχμή αλλά καθυστερούν και παρατείνουν την ανθοφορία νέων θετικοτήτων. Μέσα στα πλαίσια αυτών των «διαλεκτικών» επιστροφών το τέλμα του «νέου ελληνισμού» πλουτίζεται από τα κανούρια ιδεολογικά λύματα του λαϊκισμού και της ορθοδοξίας.

Οι ερμηνείες της νεοελληνικής ιστορίας με όρους όπως «νόθα αστικοποίηση», «μεταπρατική κοινωνία», «εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις» που αποτελούν τις ορίζουσες για τη «μαρξιστική» μυθοποίηση της αστικής «εθνικοαπελευθερωτικής ιδεολογίας γίνονται, μαζί με το χριστιανοσταλινικό ιδεολόγημα της «εθνικής ταυτότητας» η νέα αφετηρία για παλιές νοσταλγίες κι ενθουσιώδεις εκδρομές στις φανερές και άφαντες «ρίζες» μας. Δεξιοί και αριστεροί, δυτικόφιλοι και φιλορθόδοξοι, δογματικοί και νεοδογματικοί, ευρωκομμουνιστές και εθνοκομμουνιστές ανταγωνίζονται για το ποιος θα πιάσει πρώτος και καλύτερος τον σωστό ρυθμό. Νομπελίζοντες και Λενινίζοντες ηλιοφορούν και ροπαλοφορούν με στόχο τους των ιδεών το αλλότοπο και της ψυχής το αλλότροπο και το μη κυανόλευκο. Η ορθόδοξη ψυχή «αυθεντική ανατολίτισσα» καλά κρατεί «το νήμα της ζωής που εφ’ όσον το ακολουθήσαμε θα βρούμε επιτέλους την Ελλάδα» (Ράμφος).

Συμπέρασμα. Μέσα στο μπετόν ανθοβολούν οι ιδεολογίες της πρασινάδας. «Πρέπει να δείξουμε ότι δεν εξάγουμε μόνο τα λαχανικά μας αλλά και τη λογοτεχνία μας». Έτσι. Να μη μείνει τίποτα χωρίς την «αξιοποίησή» του. Κανένα νησί και καμιά σελίδα. «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Εθνικοποίηση συν εξηλεκτρισμός. Νοικοκύρηδες πια κι εμείς στον τόπο μας· να ξέρουμε πόσο πουλάμε και τι πουλάμε. Όχι μονάχα την Κω, την Ίο, τη Σίκινο αλλά κι αυτό που δεν ήμασταν ποτέ –μάσκες, φαντάσματα και πύργους στον αέρα.

 

Παραπομπές

[1] Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος: Πρόλογος στον τόμο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του», Εκδόσεις των φίλων, 1979

[2] Φ. Κόντογλου: «Παπαδιαμάντης ο πνευματικός οδηγός μας (1966). Αναδημοσιεύεται στο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», ό.π.

[3] «Ολόκληρο το πεζογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη, αν εξαιρέσει κανείς τις πρώτες του μυθιστορηματικές δοκιμές [υπογραμμίζουμε τη φράση που μαρτυράει τις αισθητικές (:«συνθετικές») προτιμήσεις του γραμματολόγου] το σημαδεύει απόλυτη αναμελιά αντίθετη με κάθε νόημα τέχνης (…) Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή» ( Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελλ. Λογοτεχνίας)

[4] «Προσωπικά ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μ’ ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής. Είμαι σύμφωνος να τουφεκίζουν τους ληστές μα θα έδινα πολλά για να ακούσω τις εξομολογήσεις τους, ενώ η εξομολόγηση του κ. Καβάφη σκορπισμένη στα εκατόν πενήντα ποιήματά του δεν προσθέτει τίποτα στη γνώση μου των ανθρωπίνων παθών» (Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, 1929).

[5] Στ. Ράμφος, Το νήμα της ζωής, περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ 42, σ. 44.

Από τη μία οι γιορτές (αν αυτές θεωρούνται γιορτές) και από την άλλη η διαρκής επικράτηση το ανορθολογισμού σε όλο το κοινωνικό φάσμα, μας αναγκάζουν να σταθούμε ενεοί, έκθαμβοι μπροστά σε ό,τι συμβαίνει. Είτε συμβαίνει για καλό είτε για κακό. Δικό μας ή των συνανθρώπων μας. Από κακό μια φορά, έχουμε χορτάσει και όλα δείχνουν πως θα αναγκαστούμε να καταναλώσουμε κι άλλο, μέχρι να αρχίσουμε να το παράγουμε κι εμείς οι ίδιοι, συνειδητά ή όχι. Και για να μη καταλήξουμε κι εμείς παραγωγοί κακού για λογαριασμό των εξουσιαστών, μιλάμε. Διαμαρτυρόμαστε με τα μέσα που έχουμε και δεν τα παρατάμε, προκειμένου να διατηρήσουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε.

Στην ανάπαυλα των κατ’ όνομα και μόνο, γιορτών, είχαμε αποφασίσει να μην ασχοληθούμε με τα λαμπιόνια και τις γιρλάντες, τα δέντρα και τους στολισμούς. Αυτά δηλαδή που φωτίζουν τη δυστυχία και -μέσα στην ψευτιά τους- διευρύνουν τη θλίψη. Και δεν ασχοληθήκαμε. Έτσι ως μεσεόρτια ανάρτηση, επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε ένα καταπληκτικό δοκίμιο από το βιβλίο  του ιδιαίτερα σημαντικού  ποιητή και δοκιμιογράφου Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, «Η Ρωμιοσύνη στον παράδεισο - Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού» (εκδόσεις Έρασμος 1983). Το δημοσιεύουμε έτσι, ως μαγιά και θρυαλλίδα σκέψης μαζί. Μίας διαδικασίας δηλαδή άκρως επικίνδυνης για την εξουσία και την ασχήμια που αυτή διασπείρει στην κοινωνία.

Το μόνο δώρο που μπορούμε να παίρνουμε ακόμα στις «γιορτές» είναι ο ελεύθερος χρόνος και η αξιοποίηση του με την ανάγνωση κειμένων τέτοιας ποιότητας, καθιστά το δώρο αυτό μοναδικό και ιδιαίτερα ακριβό. Ας μη το αφήσουμε να χαθεί μέσα στα λαμπιόνια και τις φανφάρες αυτών που μας θέλουν κοιμισμένους.

ΣτΣ: Οι επισημάνσεις είναι όλες δικές μας 

cords

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ

Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

Α΄

Διανοούμενος «είναι κάποιος που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται, για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει». Ο αφορισμός ανήκει στον στρατηγό Αϊζενχάουερ και αποδίδει με ακρίβεια όχι μόνο τα δικά του αισθήματα για τους «αυγοκέφαλους» της χώρας του, αλλά και την ενστικτώδη εχθρότητα της πολιτικής εξουσίας γενικά για μια κοινωνική ομάδα ηθικών αντιρρησιών. Τι είναι αυτό που κάνει τους ρεαλιστές πολιτικούς ν’ απεχθάνονται τους διανοούμενους ή πιο σωστά ένα ορισμένο είδος διανοουμένων; Πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα η κοινότοπη θετικιστική καταγγελία του «απροσγείωτου ιδεαλισμού» και της «ανευθυνότητας» των διανοουμένων μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για τους κατηγόρους παρά για τους κατηγορουμένους. Οι διανοούμενοι κατηγορούνται πως «βαδίζουν στα σύννεφα», όταν, και επειδή, αρνούνται να ασκήσουν ένα κοινωνικό λειτούργημα που τους αποδίδεται δεοντολογικά –όταν δεν είναι συνεργάσιμοι με την πολιτική πραγματικότητα.

Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε «λαϊκιστικό» αντιδιανοουμενισμό είναι μια διπλή αντίφαση:

α) Ο «λαϊκισμός» είναι αντιλαϊκός.

β) Ο αντιδιανοουμενισμός, ακόμα και στις πιο «αριστερές» του εκδοχές ευνοεί (και ευνοείται από) διανοούμενους που έχουν ήδη μπει ή επιδιώκουν να μπουν στο παιχνίδι της εξουσίας,

Αναλυτικότερα: Ο πολιτικός λαϊκισμός τείνει και ολοκληρώνεται στο φασισμό που είναι η αποθέωση της χυδαιότητας περιτυλιγμένης στο χρυσόχαρτο του Μύθου. Τα λεγόμενα «ποπουλίστικα» κινήματα έχουν έντονα τα εξής φασιστικά χαρακτηριστικά:

  1. Έναν εθνικισμό που στην «αριστερίζουσα» αστικοδημοκρατικής καταγωγής γλώσσα ονομάζεται «πατριωτισμός»,
  2. Έναν πρακτικό αντικομμουνισμό και μια «σοσιαλιστική» ή και «μπολσεβίκικη» φρασεολογία,
  3. Μια ειδική σχέση μάζας και αρχηγού μέσα στην οποία απαλείφεται κάθε κριτικότητα, δηλ. κάθε παράγων διαταραχής του μαγνητικού ρευστού μεταξύ αρχηγού και μάζας. Έτσι η «κορυφή» έρχεται «άμεσα», χαρισματικά σ’ επαφή με τις μάζες. Το κωμικοτραγικό και σύντομο ειδύλλιο του ΠΑΣΟΚ με τον «σοσιαλισμό» και η γνωστή μοίρα των πιο προβληματισμένων (και προβληματικών για την κομματική ηγεσία) διανοούμενων του παρέχουν ένα τυπικό παράδειγμα για τις πραγματικές τάσεις και συνέπειες του αντιδιανοουμενισμού μέσα στον πολιτικό χώρο.

Στην πράξη ο αντιδιανοουμενισμός οδηγεί σε κάποια μορφή φασισμού: Περονικής, Νασερικής, Κανταφικής ή κάποιας άλλης μελλοντικής –για να μη μιλάμε αιωνίως για τους παρωχημένους φασισμούς αγνοώντας αυτόν που αναδύεται μπροστά στα μάτια μας. Εννοούμε βέβαια τον σύγχρονο αριστεροειδή φασισμό των ελληνοσοσιαλιστών και των εθνοκομμουνιστών που έχουν κοινό παρονομαστή την δογματική και δημαγωγική «λαϊκοεπαναστατική» γλώσσα. Πρόκειται γενικά για ένα πνεύμα στρατώνα, για τον ίδιο αντιδιανοουμενισμό που εκφράζεται σε μια μεγάλη γκάμα από το ενστικτώδες μίσος του μόνιμου καραβανά (του «παιδιού του λαού») για τον «διοπτροφόρο» νεοσύλλεκτο, μέχρι τον σταλινικό πρακτικισμό, που αντιπαραθέτει την «πειθαρχία» ενός κομματικά ευνουχισμένου εργάτη στην «μικροαστική» εξέγερση του διανοούμενου (ασχέτως αν ο ίδιος ο σταλινισμός αποτελεί την χυδαιότερη έκφραση ενός μικροαστισμού που φόρεσε εργατική φόρμα).

Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός που διέπει κάθε «ποπουλίστικο» κίνημα στηρίζεται πάντα στη «σιωπηρή πλειοψηφία», στην πολιτική αδράνεια του λαού ή, ακόμα χειρότερα, στην επί ποδοσφαιρικού επιπέδου πολιτικοποίησή του. Η πολιτική ουσία αυτού του αντιδιανοουμενισμού δεν συνεπάγεται μόνο τον κραυγαλέο διασυρμό και τη δημόσια καταγγελία του «διανοούμενου» ανθρώπου αλλά όπως και κάθε παρόμοια τελετουργία, αναπαράγει, καλλιεργεί και κολακεύει τις ταπεινές και υποδουλωτικές ανάγκες των μαζών· πίσω απ’ αυτό τον δημαγωγικό λαϊκισμό κρύβεται μια βαθύτατη περιφρόνηση προς τις ίδιες τις μάζες, αφού ο ρόλος που τους επιφυλάσσει ο εξουσιαστικός λαϊκισμός (γιατί κάθε λαϊκισμός είναι εξουσιαστικός), ο ρόλος που τους επιφυλάσσει το κράτος, η εκκλησία και το κόμμα δεν είναι ούτε να σκέπτονται, ούτε ν’ αποφασίζουν ούτε να δρουν αλλά να υπακούνενα λένε τραγουδάκια, να χειροκρατάνε ρυθμικά και κάπου κάπου να ψηφίζουν.

Σ΄αυτό το χώρο του λαϊκού πανηγυριού συναντιούνται οι πολιτικές βεντέτες δεξιάς, κέντρου και αριστεράς και παίζουν το παιχνίδι τους χτυπώντας και ισοπεδώνοντας με το ρόπαλο της λαϊκιστικής συνθηματολογίας κάθε «ανωμαλία», (δηλ. κάθε ερωτηματικό) και κάθε πραγματικό πρόβλημα. Αυτή η επίκληση κι αυτή η χρησιμοποίηση του «λαϊκού» είναι ακριβώς ο φασισμός. Κι είναι καιρός πια να κόψουμε τα πονηρά δεσμά με τα οποία κακομοιριασμένοι φιλόσοφοι και κομπλεξικοί στρατοκράτες συνδέουν το Νίτσε με το Χίτλερ. Γιατί ο φασισμός δεν είναι ούτε «νιτσεϊκός» ούτε «αριστοκρατικός» ούτε «αντικαπιταλιστικός»· ο φασισμός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στριμωγμένος στο τελευταίο του καταφύγιο –στην στραπατσαρισμένη, κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη ψυχή των ίδιων των θυμάτων του.

Μομφές και χαρακτηρισμοί κατά των διανοουμένων («ατομιστές», «απροσγείωτοι», «εγωιστές» και άλλα τέτοια) θα ακούγονται πάντα· και θα ακούγονται εν ονόματι του λαού από εκείνους που κυριαρχούν επάνω του και δεν βλέπουν ποτέ με καλό μάτι τα κατεξοχήν «διανοουμενίστικα» αμαρτήματα όπως είναι η πνευματική ανησυχία, η κριτικότητα, ο ιδεαλισμός –δηλ. όλα αυτά που στην κομματική γλώσσα μεταφράζονται σε «μικροαστικό υπερεπαναστατισμό» ή «τυχοδιωκτική ανευθυνότητα»· γιατί αυτοί που αυτοχρίονται με το δικαίωμα να κάνουν τέτοιους χαρακτηρισμούς νιώθουν απόλυτα «υπεύθυνοι» -όχι βέβαια απέναντι στον συγκεκριμένο και παρόντα λαό αλλά απέναντι στην αφηρημένη ιδέα του «λαού» και απέναντι στην «ιστορία»· και νιώθουν «υπεύθυνοι», γιατί αυτοί δεν αρνούνται αλλά ασκούν ή διεκδικούν («για τον λαό» και πάνω στη ράχη του λαού) την εξουσία.

Το περίεργο τώρα είναι πως οι διανοούμενοι γίνονται στόχος αυτών των «φίλων του λαού» στο βαθμό ακριβώς που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους (κι αυτό άλλωστε στοιχειοθετεί και την «ανευθυνότητά» τους) και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή, αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και την σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός «καθοδηγητής». Βέβαια, δεν αρνούνται όλοι οι διανοούμενοι την εξουσία· αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως ο στόχος των εξουσιών, όπως και ο στόχος τω μεσσιών, είναι, καθώς είπαμε, εκείνοι ακριβώς οι διανοούμενοι που δεν διεκδικούν την εξουσία –οι «ανεύθυνοι». Όλοι οι φασισμοί ήταν και είναι εναντίον του υποκειμενισμού, του αυθορμητισμού, της ατομικότητας και υπέρ του «λαού»· αλλά ενός λαού που χρειάζεται «μπροστάρηδες», «οδηγητές», «ταγούς», «φύρερ», «εθνοπατέρες» και κομματικούς παπάδες –δηλ. όλους αυτούς που αιώνες τώρα επιμένουν να «σώζουν» τον κόσμο, το σώμα του ή την ψυχή του, με την πυρά και με τον τρόμο, με το σταυρό και με το ξίφος, με το τσεκούρι και με την αυθεντία, με το Λόγο και με το Θαύμα. Κι από κοντά σ’ αυτούς τους σταυροφόρους που ρημάζουν τη ζωή όλος ο παρδαλός θίασος βάρδων και μεσσιών, πνευματικών τραμπούκων, μυσταγωγών και μουσικάντηδων κι όλο το εθνικορεμπέτικο ποιητικό φολκλόρ.

Β΄

Υποσημάναμε στα παραπάνω την διανοουμενίστικη πηγή του «αντιδιανοουμενισμού». Αυτό δεν είναι αντίφαση· είναι μόνο η αντιφατική έκφραση μιας πραγματικότητας ανάλογης με τον αριστοκρατικό «λαϊκισμό». Είναι προβολή της ίδιας της εξουσίας πάνω στο αντικείμενό της.

Όλη η έμφαση πέφτει στην προσπάθεια να στεγανοποιηθεί το «αγνό» λαϊκό στοιχείο, η Sancta Simplicitas, από τη σατανική διάβρωση του πνεύματος, από το μίασμα της κριτικής σκέψης. Δεν είναι ο λαός που επιβάλλει τον λαϊκισμό· ο λαός υφίσταται το λαϊκισμό όπως υφίσταται και τους παιδαγωγούς του –αυτούς που παρουσιάζουν πάντα το πνεύμα σαν την αρρώστια, σαν την «πανούκλα» που απειλεί το σώμα της υγιούς κοινωνίας. Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός είναι έργο διανοουμένων –διανοουμένων στην υπηρεσία του κρατούντος, διανοουμένων εθνικιστών, διανοουμένων σταλινικών, διανοουμένων παπάδων, διανοουμένων λαϊκιστών, διανοουμένων φιλισταίων.

Στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης το φαινόμενο του διανοουμενίστικου αντιδιανοουμενισμού παρατηρείται εκεί όπου η «χαμένη παράδοση» φαίνεται να εισβάλλει μέσα στο «μοντέρνο» ή πιο σωστά το «μοντέρνο» προβάρει απανωτές «πρωτόγονες» μάσκες, οι οποίες δεν φτιάχνονται βέβαια από «πρωτόγονους» τεχνίτες αλλά παράγονται μαζικά στις βιομηχανίες τουριστικών ειδών. Το αποτέλεσμα αυτής της νοθείας στην ποίηση είναι μια «ιδιωματική» γραφή συνδεδεμένη από τη μια μεριά με το σχολαστικό φολκλόρ της «ντοπιολαλιάς» και με το υπεριστορικά αδιατάρακτο «φως του Αιγαίου», κι από την άλλη με τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» που ρέει από το εκκλησιαστικό μέλος και τη γλώσσα των μεσαιωνικών χρονικών. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» και τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, ο μυθοποιημένος Παπαδιαμάντης και η εκλαϊκευμένη Βίβλος δεν είναι μόνο οι πιο κοντινοί μας σταθμοί για το διαρκώς αναγγελλόμενο τουριστικό ταξίδι προς τις «ρίζες», αλλά και οι πιο προσιτές «πηγές» απ’ όπου αντλείται όλη εκείνη η ψευδομεταφυσική σαβούρα, για να παραγεμιστούν όπως όπως τα κενά ενός εφευρεμένου «νεοελληνικού μύθου», που ωστόσο παραμένει πάντα μια έκθετη, διάτρητη ιδεολογία, πότε απολογητική και πότε επιθετική και μνησίκακη σαν θρησκόληπτο γραΐδιο:

Κατά πρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:

ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!

Ο αναίσθητος

που όταν όλοι εμείς θρηνούμε

αυτός αγαλλιά

[…….]

Που όταν όλοι εμείς πενθούμε

αυτός ηλιοφορεί.

Και όταν όλοι σαρκάζουμε

Ιδεοφορεί  

(Το  Άξιον εστί, Ι).

 

Καμιά φορά η «αφέλεια» είναι ιδεολογία· στον Ελύτη ήταν επιθετικότητα –η συσσωρευμένη επιθετικότητα της «αισιόδοξης» και «προοδευτικής» γενιάς του ’30 προς τον Καρυωτάκη. Όταν ο Ελύτης με τον «Άξιον εστί» αποφάσισε καθυστερημένα αλλά προκλητικά να «ιδεοφορήσει», δεν βρήκε τίποτ’ άλλο από τα «εθνικοαπελευθερωτικά» αποφόρια, που η πιο σκεπτικιστική μερίδα της αριστεράς, όπως εκφράστηκε μέσα από τα ουσιαστικότερα ποιητικά κείμενα της μεταπολεμικής γενιάς, φρόντιζε να ξεφορτωθεί μαζί με πολλές από τις ακριβοπληρωμένες αυταπάτες της. Ο ελληνικός μύθος του Ελύτη (αυτός ο δήθεν αντι-ιδεολογικός κόσμος των «Προσανατολισμών») γίνεται στο «Άξιον εστί» μύθος ελληνοχριστιανικός, επιπόλαιο άνθος πάνω στο χάσμα που δεν γεμίζει ούτε με την επίκληση στο Σολωμό και τους άλλους «πατέρες», ούτε με ξώπετσες αναφορές στη νεοελληνική περιπέτεια της οποίας δεν αποδίδεται όχι βέβαια ο βιωματικός κραδασμός αλλά ούτε καν η ιστορική της αλήθεια. Η βαθύτερη εμπειρία που  έκανε τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς να χαράξουν τα λιγοστά τους ποιήματα και να σωπάσουν, προσηλωμένοι σε ένα συνταρακτικό βίωμα που ήταν συγχρόνως συλλογικό και προσωπικό, στο «Άξιον εστί» ταξινομείται, τακτοποιείται, και ενταφιάζεται μέσα στην ετοιμοπαράδοτη ιδεολογική εικόνα του «κακού ξένου». Ο διάβολος είναι πάντα ο «αλλοεθνής»· το σπέρμα του κακού εισάγεται από εξωελληνικούς χώρους, ενώ το ίδιο το ελληνικό τοπίο επιστρατεύοντας την εθνική αυτάρκεια και ιδιαιτερότητά του («ελληνικό φως» και άλλα τέτοια) αντιστέκεται στον κακό ξένο, γιατί (σύμφωνα και με την ιδεολογία του επίσημου κράτους που διακηρύσσει ότι «οι Έλληνες ηνωμένοι εμεγαλούργησαν») το «κακό» είναι πάντα ο «ξένος»:

Ήρθαν

ντυμένοι «φίλοι»

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου

το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους  

(Το  Άξιον εστί, Ζ)

.

Έτσι ο «αφελής περιηγητής του αιώνος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο Ελύτης, επαναλαμβάνει τον αριστοκρατικό λαϊκισμό του Σικελιανού. Ένα σημαντικό μέρος από τον «σοσιαλισμό» των καλλιεργημένων επτανησίων αρχόντων, που ανακάλυψαν κάποτε το λαό «τους», για να τον αντιτάξουν με μάταιη εκδικητικότητα στον κυρίαρχο πια αστισμό, κατέληξε στον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου ο Σικελιανός, στερνοπαίδι αλλά και υπέρβαση της ξεπεσμένης επτανησιακής αρχοντιάς, χύνει καινούριο αστικό αίμα στις στεγνές φλέβες της έννοιας της αριστοκρατικότητας, καθώς μιλάει για το χώμα «του» και τους χωριάτες «του» όχι πια με την ιδεολογία ενός ξεπεσμένου άρχοντα αλλά με τη συνείδηση ενός νεαρού θεού που βρίσκεται ανάμεσα σε δυνατούς και ωραίους υπηκόους:

Παντού ο λαός· και λάτρεψα

και στη λαχτάρα μου είπα:

«Βάλε το αυτί στα χώματα»

και φάνει μου πως η καρδιά

της γης βαριά αντιχτύπα

(Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 266-70)

 

Αλλά το φυσικό συμβόλαιο ανάμεσα στον ποιητή-θεό και στον λαό, αυτή η χαρισματική «προς τα κάτω» διάχυση δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική επικοινωνία αλλά σε μια ιδεολογικοποίηση της χειραγώγησης και της εξουσίας. Η νεαρή αστική ιδεολογία, που είναι ομόλογη προς εκείνη του δημοτικιστικού κινήματος, θα μετατρέψει τον ανιδιοτελή Διόνυσο σε «εκπολιτιστή» Απόλλωνα και θα βάλει σε Τάξη, Αρμονία και Εργασία τον κόσμο. Πίσω από το μύθο και την ιδεολογία της ευεργετικής Αυθεντίας προετοιμάζεται ο Λόγος της αστικής δημοκρατίας:

Μα εσάς, ω ψεύτες, τη ζωή

που αρνιέστε να δουλέψτε,

σας έδεσα στ’ αλέτρια μου·

 

για ν’ ανεβείτε ένα σκαλί

και λίγη γης να οργώστε

σας κέντησα τη ράχη σας

βαθιά με τη βουκέντρα

(Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 950-56)

 

Η σημασία του «Αλαφροΐσκιωτου» δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις μεταγενέστερες βυθοσκοπήσεις του Σικελιανού στις διάφορες «Συνειδήσεις» του. Υπήρξε η τελευταία πλήρης ελληνική έκφραση της ενότητας Ηγέτη-Λαού-Γης. Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ακόμα ένας θεός, ενώ ο Διόνυσος του Ελύτη («Προσανατολισμοί») είν’ ένας μεταμφιεσμένος αστός.

Στην αίσθηση του Ελύτη υπάρχει περισσότερος τουρισμός και λιγότερες ψευδαισθήσεις· δεν υπάρχει καμιά τρέλα και καμιά παραφορά (η τρέλα της γνωστής «ροδιάς» του είναι καθαρά σουρεαλιστική, δηλ. ρηματική), δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο και καμιά γελοιότητα, κανένας «σικελιανισμός» -ο Ελύτης δεν ήταν λιγότερο «πονηρεμένος» από τον Σεφέρη. Γι’ αυτό όμως και η προσχώρησή του στην «εθνικοαπελευθερωτική» ιδεολογία είναι περισσότερο διαβλητή από εκείνη του Σικελιανού. Ο Ελύτης πέρασε με αρκετή καθυστέρηση και με ένα άτσαλο πήδημα σ’ ένα χώρο όπου ο Σικελιανός είχε μπει με μια κίνηση το ίδιο θεατρική, αλλά άνετη και μεγαλειώδη όπως στάθηκε ολόκληρη η ζωή του –η ζωή ενός ποιητή-εθνάρχη και μυσταγωγού. Εδώ ακριβώς, στην περιοχή της «εθνικοαπελευθερωτικής» ιδεολογίας που ευνόησε στον Ελύτη την ανάπτυξη μιας οραματικής ευφορίας ("Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών" [Το Άξιον εστί, Προφητικόν) η ίδια η ποιητική μέθοδος παρεκτρέπεται σε «ιδεολογία», καθώς οι λέξεις «παίζουν» όχι μόνο την ποίηση αλλά και την επανάσταση φενακίζοντάς τες και τις δύο –όπως άλλωστε έκανε και ο σουρεαλισμός γενικότερα.

Γ΄

Πολύ κοντά στην πολιτική φιλολογία του λαϊκισμού ανθεί και η θεολογία του. Αυτή η θεολογία, όσο κι αν απωθεί την «πολιτική» και τις «ιδεολογίες», αποτελεί την έσχατη ιδεολογική μεταμόρφωση των πανανθρώπινων και διαρκών αιτημάτων, όταν πέφτουν στα χέρια των θεολόγων. Γιατί η θεολογία κάθε μορφής, όπως και η πολιτική, έρχεται να «τακτοποιήσει» το όραμα και την εξέγερση, τεμαχίζοντας τη βαθύτερη αλήθεια τους σε δόγματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι αυτοί που ρητορεύουν πιο κραυγαλέα απ’ όλους για τις «χαμένες μας ρίζες» χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα και τα ίδια επιχειρήματα με τους υποτιθέμενους αντίποδές τους,  τους πολιτικάντηδες όλων των αποχρώσεων, εναντίον των «φθοροποιών ιδεών της Δύσης», εναντίον των «κακών ξένων» που απειλούν ν’ αφανίσουν την «εθνική μας ταυτότητα».

Αφήνουμε κατά μέρος τον κύριο κορμό της «ορθόδοξης παράδοσης» κι αναφερόμαστε κατευθείαν στις πιο επιπόλαιες σημερινές της εκβλαστήσεις, που φέρουν όλη την ευθύνη για τη χυδαιοποίηση κάθε αυθεντικής παραδοσιακής αξίας μέσα στον κρυπτοπολιτικό ψευδομυστικισμό της νεοελληνικής ιδεολογίας. Οι σύγχρονες sophisticated εκδοχές της χριστιανικής ελληνορθοδοξίας γελοιοποιούνται, τουριστικοποιούνται και αναιρούνται από τους ίδιους τους ανομολόγητα πολιτικοποιημένους φορείς τους.

Ένας νέος χριστιανός θεολόγος (Πολιτιστική παράδοση και πολιτιστική αλήθεια σήμερα. Μια συνέντευξη του Χρ. Γιανναρά στο περιοδ. ΑΝΤΙ 15/11/1975) νομίζει πως ανακαλύπτει το ιδανικό του σ’ εκείνον το γερο-ψαρά που είναι κομμουνιστής όχι από λογική πεποίθηση αλλά από υπαρξιακή ανάγκη (από «δίψα δικαιοσύνης»). Αλλά ενώ διαπιστώνει το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην πολιτική των ηγεσιών και στην ηθική ποιότητα του γερο-ψαρά, ταυτόχρονα επιχειρεί να στριμώξει αυτή την ποιότητα (που την θεωρεί «έξω» από την πολιτική) μέσα σε μιαν άλλη στρούγκα. Μέμφεται μάλιστα την εκκλησιαστική ηγεσία που αφήνει, υποτίθεται, ανεκμετάλλευτο αυτό το πλούσιο λαϊκό κοίτασμα· και την μέμφεται με τη ρεφορμιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πεφωτισμένος σταλινικός Γκαρωντύ αντιπολιτευόμενος τον παραδοσιακό σταλινισμό. Γιατί κάθε «αντιπολίτευση» προϋποθέτει μια κατ’ αρχήν αποδοχή· κι ο «φωτισμένος» θεολόγος αποδέχεται κατ’ αρχήν τον δικό του «σταλινισμό», τον δικό του «φασισμό», το δικό του «κόμμα» –δηλ. την εκκλησία που την θεωρεί μάλιστα «μόνη που θα μπορούσε να μιλήσει τίμια και αφτιασίδωτα τη γλώσσα του ψαρά».

Έτσι ο «απλός ψαράς» χρειάζεται και στους μεν και στους δε και χρειάζεται έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τον θέλουν να είναι: «αγνός» και «ταπεινός». Τον χρειάζονται και οι μεν και οι δε σαν άγιο, δηλ. σαν θύμα, για να μεταφράζουνε τα πάθη του σε ψήφους ή να φτιάχνουν με το αίμα του μπογιά για κάθε λογής εικονίσματα. Σ’ αυτό συμπίπτουν πολιτικοί και θεολόγοι όσο κι αν ρητορεύουν ο ένας εναντίον του άλλου και οι δυο μαζί υπέρ ενός «λαού» που είναι η βάση κάθε εξουσιαστικού αντιδιανοουμενισμού. Η Sancta Simplicitas που έκανε κάποτε δυνατά τα οράματα ήταν ακόμα και τότε στην υπηρεσία μιας εξουσίας που έστελνε στην πυρά τους αιρετικούς. Αυτή η λαϊκή «απλοϊκότητα» πραγματοποιείται σήμερα στο χυδαίο επίπεδο μιας «πονηρεμένης» βαρβαρότητας, ευνοημένης από τις πολιτικές θεολογίες. Οι σύγχρονοι καθεδρικοί ναοί της Πίστεως είναι χτισμένοι στα Νταχάου και τις Σιβηρίες. Η «απλότητα» και η «αθωότητα» όπως τα εννοεί ο Έλιοτ στο «Δάντη» του οδηγούν, οδήγησαν ήδη, στον δεξιό και στον «αριστερό» αντιδιανοουμενισμό, δηλ. απ’ τον ένα ή τον άλλο δρόμο, στον φασιστικό λαϊκισμό.

RWPopulism

Ο λαϊκισμός ήταν πάντα υπόθεση της εξουσίας, όχι των λαών. Το πολιτικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι καταχωνιασμένο βαθιά μέσα στην ψυχή της και συνοψίζεται στο πώς να σωθεί απ’ τους «σωτήρες» της, πώς ν’ απελευθερωθεί από τους «απελευθερωτές» της. Η ελευθερία μέσα στην ιστορία δεν ήταν ποτέ τίποτα άλλο απ’ την ελευθερία κάποιων να κυριαρχούν πάνω σε κάποιους. Η συσπείρωση κατά των ισχυρότερων μετέφερε απλώς το πρόβλημα απ’ το βιολογικό στο κοινωνικό επίπεδο. Αλλά η «πρόοδος» δηλ. η μεταβίβαση της κυριαρχίας από την «αριστοκρατία» στη «δημοκρατία» δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως δεν το έλυσε κι η αντικατάσταση των καθαρόαιμων ευγενικών κτηνών από το άβουλο και περιοδικά μνησίκακο κοπάδι· γιατί απ’ αυτό το κοπάδι που μαντρώθηκε πια στην ιστορία παράγεται τόσο ο «ήρωας» ή ο «υπεράνθρωπος» όσο και το πολιτικό κατοικίδιο των δημοκρατιών –διχάζοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο σε δυο αποτρόπαιες μάσκες. Η «κριτική» στο παρελθόν δεν μπορεί να γίνει απ’ τη σκοπιά του μέλλοντος. Το παρόν είναι που κρίνει την εκλογή μας.

Δεν θέλουμε ούτε αυτό που η ανθρωπότητα ονειρεύεται με φρίκη και σκοτεινή αγαλλίαση σαν «παρελθόν» της, ούτε αυτό που ευαγγελίζονται οι ψυχροί προφήτες της τεχνοκρατίας –γιατί δεν είμαστε ούτε με το παρελθόν ούτε με το μέλλον. Θέλουμε δεν θέλουμε, αποτελεσματικά ή ατελέσφορα, υπερασπιζόμαστε το τώρα, το σκαλοπάτι που φτάσαμε μπουσουλώντας, σκαρφαλώνοντας, σκοτώνοντας, τραγουδώντας ή κλαίγοντας –υπερασπιζόμαστε πάντα αυτό που είμαστε.

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.