Αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα «Η εποχή» άρθρο της Αλεξάνδρας Λαοπόδη, η οποία καταγράφει τις προθέσεις και τις ενέργειες της κυβέρνησης και της διοίκησης επί της πυρο-δασοπροστασίας, μετά από το χαστούκι που έφαγαν μαζί με την πυροσβεστική υπηρεσία, την τελευταία αντιπυρική περίοδο. Ένα χαστούκι που άφησε 1,5 εκατομμύρια στρέμματα καμένης γης και απέδωσε υπερκέρδη στα ελληνικά χυδαία και θανατολάγνα ΜΜΕ, προκειμένου να αμβλύνουν την αποτρόπαια εικόνα ενός αδιάφορου κράτους. Ενός κράτους - δημίου που αποζητά την καταστροφή, γιατί είναι στο κύτταρο του κτηνώδους νεοφιλελεύθερου η εκμετάλλευση της καταστροφής και του θανάτου. Και ας προσποιείται πως κόπτεται για το καμένο δάσος. Στην πραγματικότητα κλαίει σαν τη φώκια τον πνιγμένο, που με τα ψεύτικα δάκρυα της απλά μαλακώνει τη νεκρή σάρκα για να την καταβροχθίσει.
Τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα και οι δημοσιοποιημένες προθέσεις της κυβέρνησης - δημίου, για ακόμα μεγαλύτερη μεγέθυνση των μηχανισμών καταστολής (εκεί που είναι το χρήμα) και παράλληλου εκμηδενισμού της πρόληψης (με τη μηδενική απόδοση σε χρήμα), μας προετοιμάζουν για ακόμα μεγαλύτερες και μη αναστρέψιμες καταστροφές.
Αντιπυρικός σχεδιασμός: Αυξάνεται η ανισορροπία μεταξύ πρόληψης και καταστολής
H λήξη της φετινής αντιπυρικής περιόδου βρίσκει τη χώρα μας με 1,5 εκατ. στρέμματα δάσους να έχουν γίνει στάχτη. Πρόκειται για τον δεύτερο χειρότερο απολογισμό των είκοσι τελευταίων ετών. Η κατάληξη αυτή στα μάτια πολλών φαντάζει λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη, καθώς χάρη στην ξηρασία, στις υψηλές θερμοκρασίες και στη συστηματική απαξίωση των δασικών υπηρεσιών, τα δάση μας είχαν μετατραπεί σε «μπαρουταποθήκη». Η «μπαρουταποθήκη», τελικά, εκτινάχθηκε, προκαλώντας οργή και πολιτικό κρότο.
Οι προβλέψεις για το μέλλον είναι δε, ακόμα πιο δυσοίωνες, καθώς σύμφωνα με την έκθεση του IPCC, αν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί κατά 2 βαθμούς Κελσίου, οι καμένες εκτάσεις στην περιοχή της Μεσογείου, θα αυξηθούν κατά 87%. Ο συντονιστής του προγράμματος για τις δασικές πυρκαγιές του WWF, Ηλίας Τζηρίτης εξηγεί μιλώντας στην «Εποχή» ότι την έναρξη των πυρκαγιών δεν την προκαλεί ίδια η κλιματική αλλαγή αλλά ότι αυτή «βοηθά στο να έχουμε πυρκαγιές που ανήκουν στην κατηγορία των μεγαπυρκαγιών. Οι μεγαπυρκαγιές είναι πυρκαγιές που ξεφεύγουν από τον έλεγχο των κατασταλτικών μηχανισμών. Που δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε και θα σταματήσουν μόνο όταν κάψουν αυτά που θέλουν να κάψουν».
Και προσθέτει ότι «Έχει υπολογιστεί ότι παγκοσμίως η αντιπυρική περίοδος έχει επιμηκυνθεί κατά 10%. Η κλιματική αλλαγή, λοιπόν, θα επηρεάσει και επηρεάζει ήδη το μήκος της αντιπυρικής περιόδου, αλλά και τις μέρες υψηλού κινδύνου στην αντιπυρική περίοδο. Έχουμε δηλαδή περισσότερες μέρες υψηλού κινδύνου».
Μπροστά στα νέα δεδομένα απαιτείται η αναμόρφωση του μηχανισμού της πολιτικής προστασίας, ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην πρόληψη έναντι της καταστολής. «Η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι η πρόληψη είναι πιο αποδοτική. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι το κόστος της πρόληψης για τις δασικές πυρκαγιές μπορεί να είναι στο 10% αυτού της καταστολής. Επομένως, η πρόληψη είναι το νούμερο ένα» σημειώνει ο Μιχάλης Διακάκης, επιστημονικός συνεργάτης ερευνητής στο ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στις φυσικές καταστροφές.
Η πρόληψη είναι μια πολυεπίπεδη διαδικασία που ξεκινά από τις δασικές υπηρεσίες και καταλήγει στην ενημέρωση και προσαρμογή των πολιτών. Το πρώτο βήμα για να γίνει πιο αποτελεσματική είναι η ενίσχυση της δασικής υπηρεσίας, η οποία έχει απαξιωθεί. «Από το 2002 και μετά έχει μειωθεί κατά 80% ο προϋπολογισμός της δασικής υπηρεσίας και το προσωπικό της κατά 53%. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να εκτελέσει το έργο της πρόληψης» τονίζει ο Ηλίας Τζηρίτης.
Όμως και με την ενίσχυση της υπηρεσίας, οι δασικές πυρκαγιές δεν θα εξαφανιστούν, για το λόγο αυτό είναι απαραίτητος ο αντιπυρικός σχεδιασμός. «Κανονικά θα πρέπει να υπάρχει αντιπυρικός σχεδιασμός σε τοπικό επίπεδο, ο οποίος να θέτει τα σενάρια, τα ρίσκα που υπάρχουν, και τα μέτρα για να αμβλυνθούν. Πρέπει να δούμε πού μπορεί να αναπτυχθούν πυρκαγιές και το πυρκαλογικό ιστορικό της περιοχής» αναφέρει ο συντονιστής του προγράμματος για τις δασικές πυρκαγιές του WWF. Αλλά και οι πολίτες που ζουν στα όρια του δάσους θα πρέπει να βρίσκονται σε επαγρύπνηση και να προσαρμόσουν τις περιουσίες του στον κίνδυνο. «Ο κόσμος θα πρέπει να εκπαιδευτεί, ώστε να φτιάχνει το σπίτι του, να κανονίζει την καθημερινότητα του, έτσι ώστε να μην είναι τρωτός σε αυτού του είδους τις φυσικές καταστροφές. Για παράδειγμα δεν θα πρέπει να χτίζει δίπλα σε ψιλή βλάστηση σε δασική έκταση με υλικά εύφλεκτα. Θα πρέπει να ζει με ένα τρόπο προσαρμοσμένο στο ότι η περιοχή που βρίσκεται κινδυνεύει» σημειώνει ο Μιχάλης Διακάκης.
Ο χρόνος για την έναρξη της νέας αντιπυρικής περιόδου μετρά αντίστροφα - απομένουν μόλις πέντε μήνες. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει στον Τύπο, το νεοσύστατο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας για τη νέα αντιπυρική περίοδο επεξεργάζεται σχέδιο για την εγκατάσταση σώματος ευρωπαίων δασοκομάντος στην Ελλάδα.
«Στο παρελθόν είχαμε και εμείς δασοκομάντο. Αυτά τα παιδιά προσλαμβάνονταν στη δασική υπηρεσία και εκπαιδεύονταν. Συνήθως είχαν υπάρξει φαντάροι στις ειδικές δυνάμεις. Θα πρέπει να διατηρούμε τέτοια σώματα, όπως έχουμε και τα πεζοπόρα που είναι πιο εξειδικευμένα. Στην Πάρνηθα αν δεν ήταν τα πεζοπόρα, τα δικά μας, αλλά και τα ξένα, η πυρκαγιά θα είχε κάψει και το υπόλοιπο ελατοδάσος.» αναφέρει ο Γιώργος Καρέτσος, δασολόγος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.
Ωστόσο, η επιλογή του υπουργείου να επενδύσει στην ίδρυση του συγκεκριμένου σώματος και όχι στη στελέχωση των δασικών υπηρεσιών, δείχνει ότι στρατηγικά συνεχίζει να είναι προσηλωμένο στην καταστολή παρά τις συστάσεις της επιστημονικής κοινότητας. «Είδαμε ότι η αύξηση των πόρων για την καταστολή διαχρονικά δεν έχει οδηγήσει πουθενά. Το πυροσβεστικό ξεκίνησε με ένα προϋπολογισμό 200 εκατ ευρώ και αυτή τη στιγμή είναι στα 450 εκατ.» τονίζει ο Ηλίας Τζιρίτης και προσθέτει ότι «Υπάρχει και το σχέδιο “Ασπίδα” από την Πολιτική Προστασία, το οποίο προβλέπει 1,8 εκατ ευρώ για τα επόμενα έτη που θα πάνε κατά κύριο λόγο στην καταστολή. Αυξάνουμε άρα την ανισορροπία μεταξύ πρόληψης και καταστολής.»
Πηγή: Η εποχή