Ο σφοδρός κυκλαδίτικος άνεμος μαστιγώνει το δυνατό δενδρί, τη δρυ, στην ανεμόπληκτη Τήνο ̇ τη λυγίζει μα δεν την "κάμπτει" (Φωτογραφία και σχόλιο Αντώνιου Β. Καπετάνιου).
Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Αντώνη Καπετάνιου “Τα δένδρα π’ αγαπούμε, τα πληγώνουμε! Ωδή σε τρία δένδρα: στην ελιά, στη δρυ, στο πεύκο”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2022 και προέρχεται από ανάρτηση του συγγραφέα στο facebook. Ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα για το αγαπημένο δέντρο της βελανιδιάς και για την παρουσία του στα ελληνικά νησιά. Αλλά και μια χρήσιμη υπενθύμιση για τον καίριο και καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες στη φυσιογνωμική παρουσία ενός νησιού
Σε πολλά ελληνικά νησιά τού κάθε πελάγου μας η δρυς ήταν το «ευγενές» δένδρο τους. Η παρουσία της, πέραν του ό,τι χαρακτήριζε περιοχές τους, μπορεί κι ολόκληρο νησί, ήταν πολύτιμη και από οικονομικής απόψεως, αφού από τα δρυόδενδρα παράγονταν προϊόντα (βαλανίδι, κηκίδι, ξύλο κ.ά.), που χρησιμοποιούνταν σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας εκείνης της εποχής, όπως ήταν η βυρσοδεψία, η ξυλουργική, η οικιακή οικονομία (το βαλανίδι, όπως και τα φύλλα της δρυός, χρησιμοποιούντο, π.χ., ως τροφή από τα οικόσιτα ζώα) κ.λπ. Το γεγονός τούτο οδήγησε σε φυτεύσεις δρυοδένδρων (ως επί το πλείστον, βελανιδοδένδρων), σε αγρούς και σε κοινούς (της ολότητας των κατοίκων) τόπους, κάτι που έκαμε περιηγητές και κάποιους ιστορικούς ερευνητές του χώρου να ισχυριστούν ότι οι δρύες των νησιών μας προέκυψαν από τεχνητή φύτευση, για οικονομικούς λόγους, και κατά συνέπεια, η φυσική παρουσία τους εκεί δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Οι ενστάσεις που διατυπώνονται από πολλούς σχετικά με τη φυσική παρουσία της δρυός σε νησιά μας, αφορούν κατά κύριο λόγο στα Κυκλαδονήσια. Και τούτο αποδίδεται στην ξηρότητά τους, που – κατά πολλούς– δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρουσία της δρυός εκεί. Το επιχείρημα αυτό βέβαια, είναι προφανές ότι δεν ισχύει, καθότι η δρυς (η βελανιδιά όπως και η χνοώδης δρυς) είναι θερμοξηρόβιο φυτικό είδος και η παρουσία της σε ξηροθερμικά φυσικά περιβάλλοντα δεν αποκλείεται.
Διερωτώνται, επιπρόσθετα οι σκεπτικοί της φύσης των Κυκλαδονησιών: Γιατί σ’ ένα σύμπλεγμα ίδιων νησιών, όπως τα Κυκλαδονήσια, ορισμένα μόνον από αυτά να φέρουν (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) υψηλή δασική βλάστηση, δρυόδενδρα ως επί το πλείστον, ενώ τα περισσότερα όχι;
Συγκρίνοντας δύο «αδελφά» κυκλαδίτικα νησιά, την Κέα και την Κύθνο, πραγματικά αναρωτιώμαστε σχετικά, για τα περιβάλλοντά τους. Η απάντηση προκύπτει από τη δραστηριοποίηση των κατοίκων σε κάθε νησί. Στην Κέα οι κάτοικοι στράφηκαν στην καλλιέργεια της βελανιδιάς, αναπτύσσοντας σε αυτή τη βάση την οικονομία του τόπου, ενώ οι ξηρικές κυκλαδίτικες καλλιέργειες και η κτηνοτροφία, που εν παραλλήλω ως δραστηριότητες ασκούνταν, συμπλήρωναν το εισόδημά τους. Η Κύθνος καλλιεργήθηκε από άκρου εις άκρον (εξ ου και οι αναβαθμίδες με τις ξερολιθιές σε όλο το νησί) με ξηρικές καλλιέργειες δίνοντας τα γνωστά προϊόντα της νησιώτικης οικονομίας (όσπρια, σιτηρά, λαχανικά, ελιές, αμπέλια κ.λπ), με παράλληλη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, μη δίνοντας τη δυνατότητα στη δρυ να ευδοκιμήσει.
Η περίπτωση της Πάρου, δίνει την απάντηση. Το νησί αυτό, από τ’ οποίο σήμερα απουσιάζει η πλούσια και θαλερή βλάστηση, κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν δασωμένο! Σημείωνε σχετικά ο δασολόγος Πάνος Γρίσπος: «Το δάσος εκάλυπτε την νήσον από άκρου εις άκρον και τούτο διότι αύτη είχεν εγκαταλειφθεί υπό των κατοίκων της, το μεν πιεζομένων από την άστοχον αγροτικήν πολιτικήν του βυζαντινικού φεουδαλισμού, το δε από τον εκ της πειρατείας κίνδυνον, μάλιστα κατά την περίοδον του πειρατικού βασιλείου της Κρήτης, το οποίον διετηρήθη επί 150 έτη» (Γρίσπος Π., «Δασική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1973, σελ. 73)
Η βλάστηση του νησιού, πάλι κατά τον Γρίσπο, στο ίδιο κείμενο, ήταν «σκληρόφυλλα πλατύφυλλα δασικά είδη, μεμιγμένα με πεύκη, καθώς και φυλλοβόλα πλατύφυλλα, ιδία δρυς η αιγίλωπος (εννοεί τη βαλανιδιά) και χνοώδους, καθώς και καστανέας».
Πολύτιμες πληροφορίες για τη βλάστηση του συγκεκριμένου νησιού, που επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές όσα ο Γρίσπος σημείωνε, έδωσε ο Συμεών ο Μεταφραστής, υπουργός επί Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος συνόδευσε τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας κατά την εκστρατεία που πραγματοποιήθηκε για την ανάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, και τα οποία, για μερικές ημέρες στρατοπέδευσαν στην ακατοίκητη τότε Πάρο, χρησιμοποιώντας την ως ενδιάμεσο σταθμό στο ταξίδι τους για την Κρήτη. Επειδή το αγκυροβόλιο του βυζαντινού στόλου έγινε στη Νάουσα, χρειάσθηκε, για ν’ επισκεφθεί ο Συμεών την Παναγία την Εκατονταπυλιανή στην Παροικιά, «να διέλθει με κόπο μέσα από πυκνή βλάστηση, που όμοιά της δεν είχε συναντήσει σε άλλο νησί των Κυκλάδων» (όπως χαρακτηριστικά σημείωνε). Η βλάστηση αυτή του νησιού, με την επανακατοίκηση αργότερα της νήσου, άρχισε να περιορίζεται, αφού τα περισσότερα από τα εδάφη που καταλάμβανε αποδόθηκαν στην ελαιοκαλλιέργεια (ονομαστοί ήταν οι ελαιώνες της Πάρου) και στην αμπελοκαλλιέργεια. Τα δρυοδάση όμως διατηρήθηκαν, καθότι, με το «τρύγισμα» των δένδρων, παρείχετο εισόδημα στους καλλιεργητές τους. Η καταστροφή της δασικής βλάστησης του νησιού και η απογύμνωσή του, συνετελέσθη κατά τον 15ετή βενετοτουρκικό πόλεμο (1684‐1698), αφού τότε η Πάρος κάηκε κατ’ επανάληψιν.
Σημειώνεται ότι οι Βενετοί, κατά τον βενετοτουρκικό πόλεμο, προξένησαν τη μεγαλύτερη ζημιά στο νησί (κατά παρότρυνση, όπως υποστηρίζεται, του Λατίνου Επισκόπου), καίγοντας τα δάση όπου κυνηγημένοι κρύβονταν οι Πάριοι, οι δε ελαιώνες κατακόπηκαν και οι άμπελοι ξεριζώθηκαν, προκειμένου να οδηγηθεί το νησί σε οικονομικό μαρασμό. Εξηγείται η στάση αυτή της Γαληνοτάτης από τον ιστορικό Κωνσταντίνο Σάθα: «Κατά τον ΙΖ αιώνα η Ρωμαϊκή Εκκλησία ανέπτυξεν εμπαθέστατον φανατισμόν, προσπαθούσα να εκλατινίσει την Ελλάδα. Οι προπαγανδισταί του καθολικισμού, διατρέχοντες τας χώρας των σχισματικών προς άγρευσιν ψυχών, διεκήρυττον ότι εν όσω οι Έλληνες δεν ασπάζονται το σανδάλιον του Πάπα, ας μην ελπίζουν την εκ του Οθωμανικού ζυγού απολύτρωσιν» (Σάθας Κ., «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς. Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του ελληνικού έθνους (1453‐1821)», τύποις τέκνων Α. Κορομηλά, Αθήνησι 1869, σελ. 351).
Κατόπιν δε, η αλόγιστη ξύλευση για οικιακή, οικιστική και επαγγελματική χρήση (βλπ την κεραμοποιία), οι εκχερσώσεις για γεωργική χρήση της γης και η υπερβόσκηση των εδαφών, οδήγησαν στο να χαθεί το σημαντικότερο μέρος της βλάστησής της.
Η παραπάνω ιστορική πορεία της Πάρου, δείχνει με τον πλέον εμφανή τρόπο τον καίριο και καθοριστικό ρόλο που μπορεί να παίξουν οι κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και ιστορικές συνθήκες στη φυσιογνωμική παρουσία ενός νησιού (ενός τόπου γενικότερα) και να εξηγηθούν (ή να δικαιολογηθούν;) έτσι, οι όποιες αλλαγές συνέβησαν κι αφορούσαν στο φυσικό του περιβάλλον. Εκείνο που εν προκειμένω προκύπτει, είναι ότι οι δρύες υπήρχαν σε νησιά των Κυκλάδων ως γηγενής βλάστηση κι ότι δεν εγκαταστάθηκαν με τεχνητό τρόπο (συμπληρώθηκαν μόνον τεχνητά, φυτευόμενες σε εδάφη για οικονομικούς λόγους, με τις φυτεύσεις να πραγματοποιούνται σε χωράφια και σε γυμνούς «άγριους» τόπους). Οι καταστάσεις όμως που δημιουργήθηκαν στην ιστορική πορεία του τόπου, και οι συνθήκες που εντέλει επικράτησαν οδήγησαν στον αφανισμό ή στον περιορισμό τους.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη γεωργική και οικονομική απογραφή του νομού Κυκλάδων, που πραγματοποιήθηκε το έτος 1848 από τον Ι. Κιγάλλα, καταγράφηκε το βαλανίδι ως ένα από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα του νομού, γεγονός που δηλοί ότι η δρυς είχε μεγάλη παρουσία εκεί, κι όχι μόνον στην Κέα (που είναι δεδομένο ότι κυριαρχούσε), μα και σε πολλά άλλα νησιά των Κυκλάδων. Ο ίδιος ο Κιγάλλας αναφέρεται στο «περιώνυμον υλοτόμειον δέντρων («δέντρα» για τους ντόπιους ήταν οι βελανιδιές), στο άκρον της νήσου Πάρου, το οποίον είναι παραμελημένον», ενώ στην Αμοργό κατεγράφη «αφθονία περδικών στα δρυοδάση του νησιού». Την ίδια αφθονία περδικών σημείωνε και στην Κέα (Κιγάλλας Ι., «Γεωγραφική και οικονομική απογραφή του νομού Κυκλάδων», περιοδικό «Αποθήκη των ωφέλιμων και τερπνών γνώσεων», τεύχη 9, 10, 11 & 14, Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος & Αύγουστος του 1848).
Τα ίδια με την Πάρο, ισχύουν και για τη Νίσυρο (νησί των Δωδεκανήσων), που σήμερα εμφανίζεται σχεδόν άδενδρη, όμως έως και το τέλος του 19ου αιώνα εξήγαγε μεγάλες ποσότητες βαλανιδιών, όπως προκύπτει από τους εμπορικούς καταλόγους του νησιού, καθώς το νησί είχε πολλές βελανιδιές. Σημείωνε ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης το έτος 1863, ότι το νησί εξήγαγε αμύγδαλα και βάλανους σε μεγάλες ποσότητες, που προέρχονταν από μεγάλα δένδρα (Σταματιάδης Επ., «Νίσυρος», εφημερίς «Βυζαντίς», φύλλο 12ης‐6‐1863).
Το Κυκλαδονήσι που, πέραν της Κέας, η οποία καλλιεργούσε συστηματικά τη δρυ, διατήρησε πιότερο χρονικά τα δρυοδάση του (γενικότερα τα δάση του), μέχρι που κι αυτό τα έχασε στα νεώτερα χρόνια, ήταν η Αμοργός. Το νησί μπόρεσε και «κράτησε» τις δρύες του (τις βελανιδιές) μέχρι και το έτος 1835, όταν η τελευταία μεγάλη πυρκαγιά που σημειώθηκε στο νησί αποτελείωσε και τις εναπομείνασες αυτές στο όρος Κρούκελο (αλλιώς: Κρίκελο), στη βορειοανατολική Αμοργό (σήμερα υπάρχουν στο Κρούκελο υπολείμματα του πρότερου δάσους, ήτοι υπολείμματα βελανιδιών και κυρίως αγριόκεδρων (αλλιώς, κατά την τοπική ονομασία: φείδες).
Βέβαια, προηγήθηκαν χρόνοι ισχυρής υλοτόμησης των δασών του νησιού για τη ναυπήγηση πλοίων εις όφελος των αποικιοκρατών, ανά τους αιώνες. Ενώ, η απόληψη ξύλου για θέρμανση, καθώς και ξυλείας για οικοδόμηση, εν συνδυασμώ με τις πολλές πυρκαγιές που συνέβαιναν και την υπερβόσκηση που υπήρχε, επέφεραν τη σταδιακή υποβάθμιση κι εντέλει την απώλεια των σημαντικών αμοργιανών (δρυο)δασών.
Γράφει σχετικά ο πρώτος Έλληνας ιστορικο‐γεωγράφος της νεώτερης Ελλάδας Αντώνιος Μηλιαράκης το έτος 1884: «Όλον το ανατολικόν και το βόρειον τμήμα του Κρίκελα Αμοργού μέχρι θαλάσσης είνε ανεπιτήδειον προς καλλιέργειαν, επιτήδειον δε μόνον προς νομήν ζώων. Προ του 1835 το όρος τούτο εκάλυπτεν αρχαιότατον και πυκνότατον δάσος εκ δρυών, πρίνων, αγριοκυπάρισσων (”φειδών” καλουμένων υπό των εγχωρίων), και έτερων αγρίων δένδρων, εξ ου υλοτομείτο και ναυπηγήσιμος ξυλεία. Αλλά τω 1835 πυρκαϊά φοβερά κατέστρεψεν αυτό εντελώς, επί είκοσι ημέρας του πυρός νεμομένου τα κατάφυτα και χλοερά πλευρά του όρους. Τα νυν είνε γυμνόν δένδρων, όπως και τα λοιπά όρη της νήσου, και οσημέραι απογυμνούται και αυτής της ολίγης εναπομεινάσης φυτικής γης. (...) Μη έχουσα η νήσος όρη υψηλά και οροπέδια εκτενή, αλλ’ αποτελουμένη το πλείστον εκ βουνών κωνοειδών, εχόντων κατωφερείας επικλινείς και αδένδρους, και σχηματιζόντων βαθυτάτας μισγαγκείας, και ρεύματα παρασύροντα ακωλύτως το όμβριον ύδωρ προς την θάλασσαν, δεν είνε δυνατόν να έχει και πηγάς αφθόνου ύδατος. Έτι δε μάλλον συντελεί εις την απώλειαν αυτού και το ολέθριον σύστημα της πυρπολήσεως των αυτοφυών επί των ορέων και βουνών θάμνων, πρίνων και άλλης φυτείας, δι’ ων παρακωλύεται η ταχεία κατάβασις του ύδατος προς την θάλασσαν» (Μηλιαράκης Αντ., «Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων Νήσων: Αμοργός», εκ του τυπογραφείου των αδελφών Περρή, εν Αθήναις 1884, σελ. 5, 11).
Αναφέρεται δε ο Μηλιαράκης στην πρόταση του καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών Θεόδωρου Ορφανίδη, που έγινε το έτος 1872, για την «ανάγκη διορισμού δασοφύλακος στην Αμοργό (προτάσει του δημάρχου)», προκειμένου να προστατευτεί η σημαντική αναπομείνασα βλάστησή της.
Σήμερα στις Κυκλάδες βρίσκουμε τη βελανιδιά (από τις άλλες δρύες, απαντάται πολύ λιγότερο η χνοώδης) κατά κύριο λόγο στην Κέα, όπου καταλαμβάνει έκταση 20.000 στρεμμάτων περίπου υπό μορφή συγκροτημένων συστάδων και 10.000 στρεμμάτων περίπου με αραιά μεμονωμένα δένδρα (η παρουσία της αυτή, εντοπίζεται κατά βάσιν επί εγκαταλελειμμένων αγρών). Στις υπόλοιπες Κυκλάδες, η βελανιδιά εμφανίζεται με μεμονωμένα δένδρα ή σε λόχμες στην Άνδρο, στη Νάξο, στην Τήνο, στη Νότια Σέριφο, στη βορειοανατολική Αμοργό και στην Κίναρο (Παντέρα, 2002)
(…)
Από τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, συναντούμε τη δρυ στη Λέσβο (εκεί η παρουσία της είναι σημαντικά περιορισμένη σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν), στη Λήμνο (διάσπαρτα δένδρα και κατά μικρές συστάδες), στον Άγιο Ευστράτιο (σε συστάδες και με μεμονωμένα δένδρα) και στην Ικαρία (εκεί, στο δρυοδάσος του Ράντη, συναντάμε δρυόδενδρα ηλικίας άνω των 500 ετών). Κατά μόνας ή σε μικροσυστάδες δηλοποιείται η παρουσία της δρυός στη Σκύρο. Ενώ στα Δωδεκάνησα βρίσκουμε τη δρυ με μεμονωμένα δένδρα και περιορισμένα σε μικρές συστάδες στην Κω, στη Ρόδο και στη Νίσυρο.
Σημείωνε ο Λέσβιος συγγραφέας Στρατής Μυριβήλης για τα δρυοδάση του νησιού του: «...και στα βορινά το δάσος από τα δρυά. Σκληρά, περήφανα, αιωνόβια δέντρα. Οι αγριοβελανιδιές. Αυτές θα είχε στο νου της η Σαπφώ, όταν τραγουδούσε τη δύναμη του έρωτα που τη συντάραξε: Έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων (μου συντάραξε τα φρένα ο έρωτας, σαν άνεμος που πέφτει μέσα στα δρυά του δασωμένου βουνού)» (κείμενο με τίτλο «Το νησί της Σαπφώς», περιλαμβανόμενο στον τόμο «Ο κόσμος και οι Έλληνες», εκλογή ταξιδιωτικών κειμένων από τον Πέτρο Χάρη, εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1965, σελ. 285, 286).
Σημείωνε ο William Martin Leake στο έργο του «Travels in Northen Greece» για τη βελανιδιά της Σκύρου (αναφέρονταν στο έτος 1804): «Τη δρυ τη χρησιμοποιούν μονάχα για καυσόξυλα και μ’ όλο που πολλές απ’ αυτές είναι του είδους της βελανιδιάς, δεν κάνουν χρήση τού βαλανιδιού».
Καταγράφονταν κατά τα Οθωμανικά χρόνια, ότι στα εξαγώγιμα προϊόντα της Ρόδου περιλαμβάνονταν 500 στρατήρες βαλανιδιού, γεγονός που δηλοποιεί τη σημαντική παρουσία της δρυός στο νησί. Ενώ η Αθηνά Ταρσούλη (εξαίρετη λαογράφος, ζωγράφος και συγγραφέας), αναφέρονταν στον τόμο «Δωδεκάνησα» στις αιωνόβιες βελανιδιές που συνάντησε στις εξοχές της Πάτμου πριν από το έτος 1940 (βλπ σχετικά: Ταρσούλη Αθ., «Δωδεκάνησα», τόμος Β ́, εκδόσεις «Άλφα» Ι. Μ. Σκαζίκη, Αθήνα 1948, σελ. 124).
Στην Κρήτη, απαντάται η δρυς σε περιοχές του Ν. Ρεθύμνου (όπου εμφανίζει τη μεγαλύτερη παρουσία κι έχει την καλλίτερη συγκρότηση, σε σχέση με το υπόλοιπο νησί), στην ανατολική, βόρεια και δυτική πλευρά του Ν. Χανίων, και στα βορειοδυτικά του Ν. Λασιθίου, με μεμονωμένα δένδρα εντός αγρών. Τέλος, στα Ιόνια νησιά, όπου άλλοτε η δρυς είχε «ισχυρή» παρουσία (την περιόρισε σημαντικά η ελιά), σήμερα εμφανίζεται υπό μορφή λοχμών και μεμονωμένων δένδρων εντός αγρών ή στα όρια αυτών, σε περιοχές της βόρειας Κέρκυρας, της ανατολικής Λευκάδας [σημειώνεται η ύπαρξη του μικρού δάσους των (Σ)Κάρων στη Λευκάδα], σ’ εκτάσεις της βορειοανατολικής Ζακύνθου και της νότιας και νοτιοανατολικής Κεφαλονιάς (Παντέρα, 2002)
Συστάδα από αριές (είδος βελανιδιάς) στην Ανωγή της Ιθάκης
Σημείωνε για τις δρύες της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης ο ακάματος μελετητής του ελληνικού χώρου Αντώνιος Μηλιαράκης το έτος 1890: «Μικρόν δάσος πρίνων και δρυών και άλλων δένδρων κείται επί των ορέων Άτρου και Αθέρος. Φαίνεται δ’ εκ των πολλαχού επί των ορέων τής νήσου και επί των πεδινών μερών υπαρχόντων κολοσσιαίων δρυών, ότι ήτο (η Κεφαλληνία) μάλλον δασώσης (εκ δρυών) επί παλαιοτέρων χρόνων ή σήμερον. (...) Εις τίνας των ρευματιών αυτού (του όρους Ανωή της Ιθάκης) προς Α και προς Δ είνε πεφυτευμέναι άμπελοι, φαίνεται δ’ ότι το πάλαι ήτο κεκαλυμμένον υπό δασών, καθ’ α μαρτυρούσιν αρχαίοι περιηγηταί, και τα επ’ αυτού υψηλά δένδρα δρυών, αριών, άτινα ενιαχού ευρίσκονται μεμονωμένα, ενιαχού δε κατά αθροίσματα ολίγων δένδρων». Για δε τη νήσο Πεταλάς, ανήκουσα στο σύμπλεγμα των Εχινάδων νήσων, πλησίον της Ιθάκης, έλεγε ο ίδιος: «...επί της νησίδος υπάρχουσι πολλαί αγριελαίαι και δρύες, εξ ων παράγονται 15.000 λίτραι βαλάνων...» (Μηλιαράκης Αντ., «Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία, του νομού Κεφαλληνίας», εκ του Τυπογραφείου των Αδελφών Περρή, Αθήνα 1890, σελ. 105, 165).
Επίσης, για τις δρύες της Κέρκυρας, ανέφερε το έτος 1858 ο Ελβετός φυσικός και βοτανολόγος Alb. Mousson: «Τα δυτικά υψώματα, ωστόσο, είναι ντυμένα με τη δροσερή πρασινάδα των δρυών και των πλατανιών, ανάμεσα στα οποία ορθώνονται λυγερές οι σκούρες σιλουέτες των κυπαρισσιών ή ανοίγονται διάπλατα οι πράσινες κορυφές μεγάλων πεύκων» [Mousson Alb., «Κέρκυρα και Κεφαλλονιά. Μια περιήγηση το 1858 (Korfu und Cefalonien, im September 1858)», μετάφραση: Κλειώ‐Θεανώ Φλωράτου, εισαγωγή ‐ σχόλια: Θεοδόσης Πυλαρινός, εκδόσεις Ιστορητής, Αθήνα 1995, σελ. 91].
Για τη Λευκάδα τέλος, μας πληροφορεί ο Γάλλος ναυτικός και περιηγητής Bellin, ότι το έτος 1771 εξάγονταν από το νησί μεγάλες ποσότητες από πρινοκόκκι, «τ’ οποίο παράγονταν από τις πολλές δρύες του νησιού».
Εκείνο που μένει ως συμπέρασμα από την παρουσία της δρυός (της βελανιδιάς κατά βάσιν) στα ελληνικά νησιά, είναι ότι κάποτε εξαπλωνόταν σε πολλά απ’ αυτά –στα περισσότερα από τα οποία η παρουσία της σήμερα φαντάζει αδιανόητη–, καταλαμβάνοντας δασικά ή γεωργικά εδάφη και χαρακτηρίζοντας το ελληνικό νησιωτικό τοπίο. Όμως οι «καταστάσεις», όπως προείπαμε, οδήγησαν στην εξαφάνιση ή στον περιορισμό της, και στην επικράτηση επόμενα φυτοκοινωνιών οπισθοδρομικών (όπως των σκληρόφυλλων θάμνων και των φρυγάνων). Σε αρκετά βέβαια από τα νησιά αυτά επήλθε η τελεία απογύμνωση, με τη δημιουργία «νησιωτικών ερήμων» (γυμνών βράχων σε τμήματά τους ή και βραχονησιών), που προήλθαν από την ανθρώπινη πράξη –από χέρι ανθρώπινο!...