«Ας έμενε η Πεντέλη ανέγγιχτη από τους ανθρώπους, κι ας μην είχαμε ποτέ τον Παρθενώνα», εύχεται το ανέφικτο, σε ένα δραματικό δίλημμα -λυμένο από χρόνια- ο συγγραφέας του τρίτομου, μνημειώδους για την εποχή μας έργου, με τον κεντρικό τίτλο «ΠΕΝΤΕΛΗ». Είναι ένα έργο εμπνευσμένο από την Πεντέλη, το μικρότερο, αλλά ταυτόχρονα το πιο επιβλητικό βουνό της Αττικής γης. Είναι έργο – αποτέλεσμα της αγάπης για το βουνό, που νιώθει όποιος το επισκεφθεί και ίσως μέρος των δεινών του οφείλονται σε αυτή, τη διεστραμμένη κατά κάποιο τρόπο, αγάπη.
Από τα αρχαία χρόνια, μόλις τα εργαλεία των ανθρώπων της κλασικής αρχαιότητας το επέτρεψαν, εγκαταλείφθηκε η εξόρυξη πωρόλιθου από τα υψώματα του Πειραιά και τα νέα σιδερένια και πιο ισχυρά εργαλεία χτύπησαν πάνω στο αψεγάδιαστο λευκό, το ανέγγιχτο και λαμπερό, πεντελικό μάρμαρο. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο διαμελισμός του βουνού.
Σήμερα εκχερσώσεις «νόμιμες», νομότυπες και παράνομες, πυρκαγιές, αναδασμοί υπέρ των «αξίων της πατρίδας τέκνων» -λες και η κάθε πατρίδα οφείλει «δώρα» στα τέκνα της- συνεταιρισμοί, οικοπεδικοί και οικοδομικοί, σύλλογοι εισβολέων με τη μηχανοκίνητη βαρβαρότητα, σχέδια χωροταξικά, πολεοδομικά, ρυμοτομικά και άλλα, φύσης και ανθρώπου εξευτελιστικά, έχουν υποβαθμίσει μεγάλο μέρος του βουνού. Ακόμα και εκεί που το βουνό αντιστέκεται, έρχεται η «φυσιολατρία της κατανάλωσης» να σπρώξει προς την περεταίρω υποβάθμιση.
Δεν χρειάζεται να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά για κάθε περίπτωση της καταναλωτικής φυσιολατρίας. Ο ποταμός Βαλανάρης με τους καταρράκτες του, το ρέμα και οι καταρράκτες της Ραπεντώσας, η Σπηλιά (παρά τα όσα έχει υποστεί από το 2004), ο Άγιος Πέτρος κ.ά είναι τα μέρη που υποφέρουν από τους εκδρομείς τα Σαββατοκύριακα και από τους δημοτικούς άρχοντες όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Αυτά είναι κάποια από τα ειδυλλιακά μέρη. Μέρη που άξεστοι και αμόρφωτοι στα περί της ύπαρξης και της αισθητικής, τα ονειρεύονται «αναπτυγμένα» που σημαίνει απογυμνωμένα από φύση και ενδεδυμένα οικονομικά προσοδοφόρο, σκυρόδεμα.
Eκτός από τα απαστράπτουσας ωραιότητας μέρη, υπάρχουν και άλλα. Όμορφες πλευρές του Πεντελικού, φορτωμένες Ιστορία και Μύθο. Μέρη που, κάποια από αυτά, κουβαλούν το ανθρώπινο αποτύπωμα μίας άλλης εποχής. Τα αρχαία λατομεία, ή τα εναπομείναντα, υψηλής συγκόμωσης δάση του Πεντελικού, είναι τέτοιοι τόποι.
Στον άνθρωπο, ειδικά τον κάτοικο της Αττικής αρέσει η ασχήμια. Είτε είναι συνεπαγόμενο της χρηστικής θεώρησης της καθημερινότητας (πχ τα γνωστά απαίσια διώροφα με τις αναμονές, οι πολυκατοικίες χωρίς ελεύθερο χώρο) είτε η ασχήμια είναι εγγενής μας άποψη (πχ η ομορφιά που βρίσκουμε π.χ. στο μπιτσόμπαρο και τις φωταψίες, στη δυνατή μουσική στην παραλία τις καλοκαιρινές νύχτες). Οι οικονομικοί ανεγκέφαλοι, παίρνουν την κακογουστιά και μας τη σερβίρουν αφειδώς, ωφελούμενοι από την κακογουστιά μας. Η ασχήμια που επιβάλλουμε στον πλανήτη, είναι πάντα στα πλαίσια της άποψης μας, πως όλα μας ανήκουν, αφού είμαστε το κυρίαρχο είδος. Στο πνεύμα και τη λογική αυτή, τα δάση της Πεντέλης έχουν γεμίσει με «ορειβατικές διαδρομές» ή το χειρότερο ακόμα, πίστες μότο κρος κα εσχάτως, σε μία βόλτα στο Πεντελικό πουθενά, στα αρχαία λατομεία, διαπιστώσαμε πως οι ιδέες «αξιοποίησης» δεν στέρεψαν. Δεν εξαντλήθηκαν..
Μέσα στην "καρδιά" των αρχαίων λατομείων, κάποιοι «εξωραΐζουν», ανακαινίζουν ή αναπαλαιώνουν, παλιό νταμαροκάλυβο (=πρόχειρο τόπο διαμονής λατόμων). Οι σφραγισμένες πόρτες τα ολόκλειστα παράθυρα μαρτυρούν πως η χρήση του παλιού νταμαροκάλυβου είναι αυστηρά ιδιωτική. Δεν ξέρουμε αν πρόκειται για μία νέα αντίληψη περί αναψυχής ή αποτελεί βάση περεταίρω αξιώσεων διακατοχής, αλλά με όσα έχουν συμβεί τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια στο Πεντελικό βουνό, είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί ως καχύποπτοι. Οι φωτογραφίες που πήραμε, ελπίζουμε να σας δώσουν μία εικόνα της κατάστασης στην οποία αναφερόμαστε.
Και αν αξιώσεις περί διακατοχής, γης και χρήσης, είναι ενδεχομενες, μία άλλη χρήση που σταθερά υποβαθμίζει επί χρόνια το Πεντελικό και τη φύση του, έδινε το παρόν μπροστά μας. Ή καλύτερα, δίπλα μας. Η βοσκή και μάλιστα η βοσκή από κοπάδια γιδιών, τα οποία δεν αφήνουν τίποτα να φυτρώσει και να μεγαλώσει, αφού δεν κόβουν την τροφή τους, αλλά την ξεριζώνουν αποκλείοντας κάθε πιθανότητα αναγέννησης.
Το κοπάδι των γιδιών δεν έχει μόνιμη «έδρα» τα αρχαία λατομεία. Σαν κοπάδι που είναι, περιφέρεται και εκχερσώνει τη φτωχή αναγέννηση που συναντάμε στο Πεντελικό. Περιφέρεται Και όχι μόνο αυτό το κοπάδι. Είναι και άλλα κοπάδια με επικεφαλής κάποιον ιδιοκτήτη ή τον τσοπάνη τους, στον ρόλο του επικεφαλής τράγου. Από Ανατολή, Νταού, Μαυρηνόρα, Δασαμάρι και όπου τολμήσει η γης και βλαστήσει. Άδικα παλεύουν τα -κηρυγμένα ως αναδασωτέες εκτάσεις- καμένα να ξεπεταχτούν και να ξαναγεννήσουν το δάσος που κάηκε, το δάσος που έκλεψαν από το μέλλον και από τα παιδιά. Τα γίδια εκτιμούν πολύ ως μεζέ τα αρτίφυτρα του μέλλοντος μας. Μαζί και ο ιδιοκτήτης τους, ο οποίος σίγουρα πιστεύει πως το βουνό, τα γίδια και το μέλλον είναι ιδιοκτησία του, βεβαιωμένη με συμβολαιογραφική πράξη, στο υποθηκοφυλακείο του άρρωστου μυαλού του
.
Δεν συνηθίζουμε να «δίνουμε φόρα παρτίδα» τα προσωπικά στοιχεία κανενός. Στις φωτογραφίες έχει θολώσει ο αριθμός κυκλοφορία του αυτοκινήτου του βοσκού – ιδιοκτήτη. Δεν είναι αυτός το θέμα. Το θέμα είναι το διπλό ή και τριπλό έγκλημα του. Και η δική μας ανοχή και σιωπή. Όπως απέναντι σε κάθε έγκλημα που ενώ το βλέπουμε να συμβαίνει, κλείνουμε τα μάτια και μετά, όταν πια τίποτα δεν διορθώνεται ….πέφτουμε από τα σύννεφα.
Αλλά είπαμε, ο τσοπάνης, ο ιδιοκτήτης, ο κάθε βιαστής του βουνού, θεωρεί εαυτόν ιδιοκτήτη και ασκεί δικαίωμα ιδιοκτήτη επί της γης τουA. Επί της Πεντέλης του παρελθόντος, του ανάπηρου παρόντος και του αμφίβολου μέλλοντος μας.