Ο Νίκος Μπελαβίλας γράφει για την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τα όρια των οικισμών -μια απόφαση που προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων από όλο σχεδόν το επίσημο πολιτικό φάσμα της χώρας- και ερωτά: Θα τελειώσουμε επιτέλους με τα όρια και τους όρους «λάστιχο» της δόμησης, αλλά και με την απαράδεκτη εκτός σχεδίου δόμηση; Θα τελειώσουμε επιτέλους με την αυθαιρεσία κάθε τοπικού παράγοντα που λειτουργεί με πελατειακή λογική;
Μια ενδιαφέρουσα ανάρτηση του καθηγητή πολεοδομίας και ιστορίας της πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο που τολμά να μιλήσει θαρραλέα και χωρίς να χαϊδεύει αυτιά βάζοντας τα πράγματα σε μια λογική σειρά, όπως πρέπει να γίνεται σε κάθε πολιτισμένη χώρα
Ακολουθεί η ανάρτηση:
Υπάρχει μία πόλη, ένας οικισμός. Εκεί χτίζουμε πυκνά κτίρια σε οικοδομικά τετράγωνα, προβλέποντας να αφήσουμε χώρους – γεωμετρικά ικανούς και σε κατάλληλες διατάξεις – ώστε να διαμορφωθούν οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα, αλλά και οι απαραίτητες κοινωνικές υποδομές: ένα σχολείο, ένα γυμναστήριο ή ένα μικρό γήπεδο, ένα κέντρο υγείας.
Όταν η πόλη μεγαλώνει – ή όταν εμείς επιθυμούμε να την επεκτείνουμε, όπως ονομάζεται στην πολεοδομία – επιλέγουμε μια κατάλληλη έκταση: που δεν είναι δάσος, ούτε αρχαιολογικός χώρος, ούτε αιγιαλός, ούτε ρέμα ή ποτάμι. Και σε αυτή την έκταση σχεδιάζουμε τις νέες συνοικίες και στη συνέχεια επιτρέπουμε την οικοδόμηση, παράλληλα ή, ακόμη καλύτερα, αφού ετοιμαστούν οι υποδομές.
Αυτός είναι ο κανόνας σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Αυτή είναι η λογική. Αυτή η πρακτική εφαρμόστηκε σπάνια – ή και καθόλου – στις ελληνικές πόλεις μέχρι τη Μεταπολίτευση. Οι πόλεις πρώτα επεκτείνονταν με καταπατήσεις και άναρχη δόμηση· ύστερα ερχόταν το κράτος, κατόπιν πολιτικών πιέσεων, να νομιμοποιήσει κάποιο πρόχειρο τοπογραφικό σχέδιο (αν υπήρχε και αυτό), φτιαγμένο από τον μεσίτη που «έκοβε» και πουλούσε τα οικόπεδα.
Έξω από τις πόλεις, στους μικρούς οικισμούς, διαμορφώθηκε μια αντίστοιχη παράδοση που διήρκεσε δεκαετίες. Χάρη σε διατάγματα της εποχής του Αντώνη Τρίτση – ο οποίος επιχείρησε να επιβάλει ένα καθεστώς ελέγχου – θεσπίστηκε ένα μεταβατικό πλαίσιο για τις επεκτάσεις: μια ακτίνα γύρω από κάθε οικισμό, κυρίως αγροτικό, μέσα στην οποία μπορούσε να επιτραπεί λελογισμένη δόμηση. Όμως αυτή την ακτίνα την όριζε κατά το δοκούν και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια – ο εκάστοτε νομάρχης. Θεσπίζονταν όροι δόμησης και «παρεκκλίσεις», ώστε να μπορεί κανείς να χτίζει σχεδόν ελεύθερα.
Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση, η παρέκκλιση, η εξαίρεση, έγινε κανόνας. Η ύπαιθρος κτιζόταν σιγά-σιγά: με μονοπάτια αντί για δρόμους, χωρίς κανέναν δημόσιο χώρο, χωρίς καμία υποδομή. Οι νομάρχες, επιρρεπείς στις πιέσεις και χωρίς υποχρέωση να πολεοδομήσουν συστηματικά, όριζαν αυθαίρετα μία περιμετρική γραμμή και ο οικισμός διπλασιαζόταν ή τριπλασιαζόταν μέσα σε λίγο καιρό. Παράλληλα, στήθηκε μία τεράστια κτηματομεσιτική οικονομία πάνω στην παραδοχή της αέναης επέκτασης των οικισμών – κυρίως σε παραθεριστικές ζώνες αλλά και σε προάστια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης.
Επειδή στην Ελλάδα τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί έχουν – από διαφορετικές αφετηρίες – το «δικαίωμα» να αυθαιρετούν και να λεηλατούν τη δημόσια γη και την ύπαιθρο, φτάσαμε στο σημερινό χάος. Από τη μία, η Μύκονος και η Πεντέλη, με τεράστιους οικισμούς επαύλεων στο πουθενά· από την άλλη, οι επίσης τεράστιοι οικισμοί λαϊκής δεύτερης κατοικίας – χωρίς ούτε μία υποτυπώδη υποδομή – στον νότιο Ευβοϊκό, στη Σαλαμίνα, στα Γεράνεια, στην ακτή του Κορινθιακού.
Σήμερα, σχεδόν ολόκληρο το επίσημο πολιτικό φάσμα της χώρας καταγγέλλει το Συμβούλιο της Επικρατείας, επειδή με την πρόσφατη απόφασή του επιχείρησε να βάλει σε τάξη αυτό το καταστροφικό χάος. Όχι απαγορεύοντας τις επεκτάσεις των οικισμών, αλλά καθορίζοντας πως αυτές θα γίνονται στο εξής με πολεοδομικούς κανόνες – όχι τυχαία, ούτε με χαριστικές ρυθμίσεις, όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.
Έτσι φτάνουμε σε μια διακομματική αντίδραση, η οποία – στο όνομα «του λαού» – διεκδικεί το δικαίωμα στη δόμηση όπου μας αρέσει: ένα δικαίωμα που επιβιώνει επί δύο αιώνες, από την εποχή του Όθωνα, και που συνοψίζεται σε μια σταθερή επιλογή: τον προσδιορισμό της γης – δημόσιας ή ιδιωτικής, αγροτικής, δασικής, ορεινής, παράκτιας, παραλίμνιας – ως λάφυρου προς λεηλασία. Δικαίωμα και προνόμιο για τον «επενδυτή» που θέλει να χτίσει γιγαντιαία ξενοδοχεία, για τον παίκτη του χρηματιστηρίου που αναζητά βίλα με πισίνες στην καλντέρα της Σαντορίνης, στα παρθένα ακρωτήρια της Σερίφου ή μέσα στο δάσος της Χαλκιδικής, για τον εργολάβο που τεμαχίζει και οικοδομεί, για τον μετανάστη του ’50 που γύρευε ένα κεραμίδι για την οικογένειά του στο Πέραμα, αλλά και για τον εργαζόμενο παραθεριστή του ’90 που ήθελε ένα σπιτάκι για τα Σαββατοκύριακα δίπλα στη θάλασσα στη Λούτσα.
Η υπόθεση αυτή δεν είναι μοναδική. Είναι ένα από τα κεφάλαια του μεγάλου βιβλίου της ελληνικής ημιτελούς πολεοδομικής παράδοσης. Μαζί με την επί δύο αιώνες απουσία κτηματολογίου και δασικών χαρτών, μαζί με την αδιανόητη εφαρμογή της εκτός σχεδίου δόμησης σε όλη την επικράτεια.
Για να μη μελαγχολήσουμε, ας σκεφτούμε λίγο τα θετικά τα οποία πιστώνονται στις προηγούμενες κυβερνήσεις, τις προ του Μνημονίου, σε αυτές του ΣΥΡΙΖΑ του 2015-2019 και στις τωρινές της ΝΔ όσο και αν η διατύπωση ξενίζει: το κτηματολόγιο, όπως και οι δασικοί χάρτες, προχωρούν. Με αργούς ρυθμούς, αλλά προχωρούν. Και δεν πρέπει να σταματήσουν με κανέναν τρόπο. Το αρχαιολογικό κτηματολόγιο έχει ολοκληρωθεί, όπως και η περίφημη χάραξη των αιγιαλών που εκκρεμούσε γενιές και γενιές. Για πρώτη φορά από την εποχή της πολεοδομικής ανασυγκρότησης, της ΕΠΑ του 1983, εκπονούνται μαζικά πολεοδομικά σχέδια που θα καλύψουν το σύνολο του αστικού και εξωαστικού χώρου της Ελλάδας.
Ο έλεγχος των ορίων των οικισμών που ζητά το ΣτΕ είναι αντικείμενο αυτού του σχεδιασμού – και μόνο αυτού. Εκεί οφείλει να υπάρξει η δημόσια διαβούλευση: της αυτοδιοίκησης, των κατοίκων, της αγοράς. Εκεί πρέπει να γίνει ο διάλογος και να ληφθούν οι αποφάσεις για το ως πού και πώς αντέχει να επεκταθεί ένα χωριό, μία κωμόπολη, μία πόλη. Για το πόσο θα χτίσουμε από την ύπαιθρο, πόσες γεωργικές, δασικές ή ορεινές εκτάσεις θα κρατήσουμε ανέγγιχτες.
Ίσως είναι η στιγμή – χάρη και στην ευτυχή επιμονή του Συμβουλίου της Επικρατείας – να τελειώνουμε όχι μόνο με τα όρια και τους όρους «λάστιχο» της δόμησης, αλλά και με την απαράδεκτη εκτός σχεδίου δόμηση.