Φεβρουαρίου 04, 2025
" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Ίσως πολλοί να είχαν αναρωτηθεί τα τελευταία χρόνια πού να βρίσκεται ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ένας από τους πιο εμβληματικούς κριτικούς κινηματογράφου. Ίσως μάλιστα να είχαν αναρωτηθεί και αν ζει κιόλας, μιας και δεν είναι σύνηθες φαινόμενο η εξαφάνιση από το προσκήνιο ενός τόσο αναγνωρίσιμου προσώπου

Δεν είναι μόνο ότι σταμάτησε να ασκεί το επάγγελμα του κριτικού. Αποσύρθηκε από κάθε μορφή δημοσιότητας. Ούτε σελίδα στο internet άνοιξε, ούτε βιβλίο με κριτικές εξέδωσε, ούτε πολλές συνεντεύξεις έδινε. Δε σταμάτησε όμως ποτέ να παρακολουθεί κινηματογράφο και να ενημερώνεται για τις σύγχρονες δημιουργίες

Πριν από λίγες ημέρες, στα 91 του χρόνια, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Ε.Κ.Π.Α. Ήταν η κατάληξη μιας πορείας που ξεκίνησε πολλές δεκαετίες πριν, όταν ο νεαρός τότε Μπακογιαννόπουλος, μετά τις σπουδές του στην Αθήνα (Νομική και Πολιτικές Επιστήμες) μαθήτευσε στο Παρίσι, δίπλα στον Ανρί Λανγκλουά, τον ιδρυτή της Γαλλικής Ταινιοθήκης, στα χρόνια που γεννιόταν η νουβέλ βαγκ.

Για τη θητεία του στο Παρίσι διηγείται : «Στο Παρίσι δεν σπούδασα κυριολεκτικά. Διατρέχοντας τυπικά τη Νομική, βυθίστηκα στο σύμπαν του κινηματογράφου και πήγα «προπονημένος» στο Παρίσι. Οπως είπε η Λότε Αϊσνερ στον Ανρί Λανγκλουά: «Αυτός ο νεαρός έχει μελετήσει τα πάντα χωρίς να έχει δει τις ταινίες». Η πρακτική που έκανα δίπλα σε αυτό το «ιερό τέρας» με βύθισε μέσα στον ωκεανό των προβολών και των εξημμένων συζητήσεων. Το Παρίσι τότε έσφυζε από πνευματική ζωή. Κινηματογραφικές λέσχες παντού και πλήθος από μικρές αίθουσες ρεπερτορίου διαμόρφωναν ένα νέο κοινό σινεφίλ, που απαιτούσε έναν κινηματογράφο πιο ελεύθερο και αντικομφορμιστικό, τόσο κοινωνικά όσο και αισθητικά. Η νουβέλ βαγκ συνυπήρχε με το περιοδικό «Cahiers du Cinema». Και γύρω λειτουργούσε εναυσματικά η λογοτεχνία, στο θέατρο θριάμβευαν ο Ζενέ, ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο και η σκέψη πραγματοποιούσε τα άλματα που μας τρέφουν ακόμη: Μπαρτ, Φουκό, Λακάν, Ντεριντά».

Στη συνέχεια, μαζί με  την Αγλαΐα Μητροπούλου, το Μάριο Πλωρίτη και την Ελένη Βλάχου, βρέθηκε στην περίφημη λέσχη του ΑΣΤΥ (δεκαετία του '50), πριν περάσει επίσημα στην κριτική, από τον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» μέχρι την «Καθημερινή», από όπου απολύθηκε το 2003, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια δουλειάς, δύο χρόνια πριν συνταξιοδοτηθεί και που αναφέρεται σε αυτό με παράπονο 

Τη δεκαετία του ’80 έγινε ένα πολύ οικείο τηλεοπτικό πρόσωπο, μέσα από την «Κινηματογραφική Λέσχη» της ΕΡΤ1, μια εκπομπή ορόσημο, όπου προλογίζοντας τις ταινίες που θα ακολουθούσαν, καλλιεργούσε και ανέπτυσσε κινηματογραφική σκέψη. Αργότερα, επί έντεκα χρόνια (1993-2004) ως ειδικός σύμβουλος κινηματογραφίας του Υπουργείου Πολιτισμού, καθόρισε την πορεία του ελληνικού σινεμά

 

 

Με αφορμή τη βράβευσή του, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος μίλησε στο flix.gr και ήταν ιδιαίτερα αυστηρός, τόσο για το σύγχρονο κινηματογράφο, όσο και για τους σύγχρονους κριτικούς: «Όπως θα 'χεις παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια οι ταινίες είναι όλο και χειρότερες. Και οι κριτικοί γράφουν "ωσαννά", τι υπέροχη ταινία είναι αυτή και τι υπέροχη η άλλη. Ο διαφημιστικός λόγος επιβάλλεται στον κριτικό. Δεν θυμάσαι το σκάνδαλο με την Village Voice, που απέλυσε το 2012 έναν από τους καλύτερους κριτικούς σινεμά του κόσμου, τον Τζέι Χόμπερμαν, γιατί δεν έγραφε καλά για ταινίες που ήθελε το έντυπο; Δεν βλέπεις πώς και ο σούπερ διάσημος Πίτερ Μπράντσοου της «Guardian», ίσως από τους χειρότερους κριτικούς, κι ας γράφει τόσο ωραία, είναι ποπουλιστής, της σχολής "ό,τι τραβάει τον κόσμο", και το υποστηρίζει και θεωρητικά; Ότι δηλαδή το σινεμά είναι η τέχνη που γεννήθηκε στο πανηγύρι και πρέπει να κρατάμε κι αυτή την πλευρά της. Δεν λέω πως δεν υπάρχουν σήμερα (και στην Ελλάδα) καλοί κριτικοί, ίσως, μάλιστα, θα έλεγα ότι κατά μέσον όρο οι κριτικοί είναι σήμερα καλύτεροι από παλιότερα, είναι πιο μορφωμένοι, έχουν προπαίδεια, είναι θεωρητικά καταρτισμένοι, εμείς παλιά είμασταν πιο αυτοσχέδιοι. Γράφουν, όμως, σε έντυπα με πολλή πίεση υπέρ των δημοφιλών ταινιών, πόσο να αντέξουν;»

Με το θάρρος που του δίνει η θέση που έχει κατακτήσει, δε φοβάται να πάει κόντρα στο ρεύμα και να γίνει ίσως και δυσάρεστος σε πολλούς ανθρώπους του κινηματογράφου:

«Το σινεμά περνάει κρίση υποταγής σε μια θεματολογία και ιδεολογία επικαιρότητας. Δηλαδή; Υπερφεμινισμός. Υπερπροσφυγισμός. ΥπερLGBTQ… Έτσι γράφονται σενάρια σε ένα βράδυ, χωρίς καμιά πραγματική ανάγκη», λέει.

Παρόλα αυτά, παραμένει σεμνός και προσγειωμένος: «Η κριτική υπάρχει επειδή υπάρχει το πρωτότυπο έργο. Άρα είμαστε δεδομένα υποδεέστεροι. Ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι καλύτερος ή προηγούμαι από οποιονδήποτε αληθινό καλλιτέχνη. Ακόμα και κάποιον που τον κριτικάρω αρνητικά θεωρώ ότι είναι ίσως σπουδαιότερος από μένα, γιατί αυτός φτιάχνει, γεννάει την ταινία. Εντάξει, μπορεί να διαθέτω ευαισθησία και γνώση, αλλά αυτά είναι δευτερογενή»

Ακολουθούν τα σημαντικότερα σημεία της ομιλίας του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου κατά τη διάρκεια της τιμητικής βράβευσής του, όπως τα σταχυολόγησε το flix.gr 

 

Γιατί υπάρχει κριτική

Η κριτική είναι ένας λόγος πάνω σε έναν άλλο λόγο. Και ο πρώτος λόγος είναι ένας λόγος πλήρης, είναι ο λόγος της καλλιτεχνικής έκφρασης: η εικόνα, ο ήχος και το σύστημά τους. Η ταινία είναι ένας μικρόκοσμος που ζει μια αυτόνομη ζωή και απέναντί του βρίσκεται ο θεατής που διασταυρώνεται μαζί του. Τι σημασία μπορεί να έχει ανάμεσα ο δεύτερος λόγος, αυτή η μετά - γλώσσα της κριτικής; Και μάλιστα ένας λόγος με λέξεις που αναφέρονται σε εικόνες και ήχους;

Η κριτική γεννιέται μέσα από μια απουσία μέσα σε μια απουσία του σώματος του κινηματογράφου, σε ένα πεδίο στέρησης. Γιατί στερημένος από το σώμα γράφεις τον λόγο, το κείμενο. Όμως δείχνει προς το χώρο της απόλαυσης, την ταινία. Παράδοξη θέση. Πολλοί είπαν άχρηστη, άρα άχρηστος λόγος. Όμως η πραγματικότητα και η ιστορία όρισαν το αντίθετο.

Βέβαια, η σχέση των κριτικών με τους με τους καλλιτέχνες ήταν πάντοτε πολύ παράξενη -σχέση έρωτα και μίσους- και πολλοί καλλιτέχνες αρνούνται παντελώς τη χρησιμότητα της κριτικής. Υπάρχει συγχρόνως αδιαφορία και φοβερή εξάρτηση από τον κριτικό - είναι ένα περίεργο αίσθημα.

Για παράδειγμα, με τον Νίκο Κούνδουρο είχα στενή φιλία από την εποχή του «Δράκου». Ο Κούνδουρος, όμως, είχε την παιδιάστικη επιθετικότητα και λοιδορούσε πολλά πράγματα. Για τους κριτικούς έλεγε πως ήταν άχρηστοι, οι ευνούχοι του παλατιού. Όμως σε ένα ομαδικό τραπέζι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποφάσισα να τον συνεφέρω: Τότε γιατί φιλάς επιμελώς τις κριτικές για τις ταινίες σου και τις εντάσσεις στα βιβλία που γράφουν για σένα; Σιωπή!…

 

Ο ιδανικός κριτικός

Η κριτική υπάρχει επειδή υπάρχει το πρωτότυπο έργο. Άρα είμαστε δεδομένα υποδεέστεροι. Ποτέ μου δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι καλύτερος ή προηγούμαι από οποιονδήποτε αληθινό καλλιτέχνη. Ακόμα και κάποιον που τον κριτικάρω αρνητικά θεωρώ ότι είναι ίσως σπουδαιότερος από μένα, γιατί αυτός φτιάχνει, γεννάει την ταινία. Εντάξει, μπορεί να διαθέτω ευαισθησία και γνώση, αλλά αυτά είναι δευτερογενή.

Άρα ο κριτικός πρέπει να προσεγγίζει το έργο με ολοκληρωτική συμμετοχή, με μεγάλη αγάπη και ταπεινότητα. Αφήνεται στις εικόνες, στους ήχους, στις ιδανικές μορφές. Εμποτίζεται. Πηγαίνει προς το έργο και ακολουθεί την κίνησή του, χρονική, ρυθμική, κίνηση σαν της ζωής. Το φιλμ τελειώνει. Από ‘κει και πέρα αρχίζει και παίρνει τις αποστάσεις του, κάνει βηματάκια πίσω. Ενώ “μηρυκάζει” το φιλμ, αρχίζει να προβάλλει την κρίση του και τη σκέψη του πάνω στο έργο και κάποια στιγμή να τη διατυπώνει. Όχι ένα απλό συμπέρασμα αλλά μια σύνθεση, έναν άλλο μικρόκοσμο του λόγου που να έχει επίσης, αν είναι δυνατόν, τον παλμό της ζωής. Να φτιάξει ένα κείμενο που να είναι μεστό και να μπορεί να ενδιαφέρει αυτόν που το διαβάζει.

Γιατί έχει σημασία και η ποιότητα της γραφής, ο κριτικός δεν είναι μόνο το τι λες αλλά είναι και η ομορφιά του κειμένου σου. Υπάρχουν κριτικοί στρυφνοί που δεν διαβάζονται με τίποτα και άλλοι κριτικοί που διαβάζονται με απόλαυση.

 

Προϋποθέσεις για την κριτική

Και για να μην κατηγορηθώ ότι μιλώ για συναισθήματα, όνειρα και… “μεταφυσική”, θα αναφέρω συνοπτικά τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την κριτική. Οι βοηθητικές γνώσεις από τις επιστήμες. Πρώτα η ψυχολογία και ειδικότερα η ψυχανάλυση. Ανάλυση των ηρώων της ταινίας αλλά και η διαπίστωση του υποκειμένου. Του δημιουργού, ίσως και του κριτικού, του άλλου “λόγου”. Ύστερα η κοινωνιολογία, η ιστορία, η οικονομία, η εξέλιξη των παραδοσιακών τεχνών, αλλά και των αισθητικών θεωριών. Τέλος, γραμματική και συντακτικό, παραγωγή και οικονομία, σενάριο, μοντάζ. Και βέβαια, η Ιστορία του. Δύο χιλιάδες ταινίες διαχρονικά, για να μην ανακαλύπτουμε κάτι παμπάλαιο και κοινότοπο, εκστασιασμένοι ως κάτι καινούργιο.

 

Νέο σινεμά

Εδώ και κάποια χρόνια εντείνεται ο συσχετισμός επιτάχυνση επί κατανάλωση. Η αξία και η απόλαυση απέναντι στο έργο συνδέονται με τον φετιχισμό του νέου, τη νέα ειδωλολατρία του αιώνα. Συνεχώς νέα προϊόντα, με όλο και πιο βραχεία ζωή. Σαν ακατάσχετη φυγή πανικού προς τα μπρος. Επειδή όμως αυτό το «νέο» δεν είναι πια αποτέλεσμα φυσικής ωρίμανσης, στη διαλεκτική σχέση του καλλιτέχνη με τον κόσμο, είναι ένα νέο τεχνητό και πλασματικό. Όμως, ούτε και ο αποδέκτης του είναι ώριμος, ούτε κι αυτός προλαβαίνει πια να αποκωδικοποιήσει, να αισθανθεί το αληθινό νέο απέναντι στο πλασματικό. Έτσι, ο δέκτης απορρίπτει, κατά μέσον όρο, το πραγματικό νέο και υιοθετεί το πλασματικό νέο. Δηλαδή απολαμβάνει την επανάληψη που προικίζεται με ένα τρικ για να μοιάζει ριζοσπαστικά νέα. Αλλάζει η επιφάνεια πάνω στο ίδιο, κατά βάθος στερεότυπο. Είναι δυνατόν να γυριστεί ένας σπουδαίος τρίτος Νοσφεράτου, όταν έχει προηγηθεί το αριστούργημα του Μουρνάου και ο αξιόλογος Νοσφεράτου του Χέρτσογκ;

 

Ίντερνετ και κριτική

Το ίντερνετ είναι ένας απέραντος κόσμος που ολοένα αναπτύσσεται και συγχρόνως είναι μια αχανής, απόλυτη δημοκρατία. Δηλαδή, για πρώτη φορά ανεβαίνει η φωνή πολύ περισσότερων ανθρώπων και γίνεται ισότιμη με τη φωνή της λεγόμενης επίσημης κριτικής που είχε πριν την εξουσία στα μίντια -ιδίως στην Αμερική ήταν πολύ δυνατή, η κριτική ανέβαζε και κατέβαζε ταινία μέσα σε μια εβδομάδα. Αυτό το πράγμα έχει ξεπεραστεί γιατί παίρνει κανείς πληροφορίες από παντού. Και ο διάσημος κριτικός έχει το μπλογκ του και απαντάει στους ανθρώπους που του γράφουν και δεν ντρέπεται να απαντήσει, δεν κάνει τον έξυπνο ότι μιλά από τον θώκο του. Σε όλα τα μεγάλα έντυπα έχουν δίπλα στις κριτικές και blogs (όπως οι New York Times) και οι κριτικοί έχουν τις ζωντανές συζητήσεις τους σε βίντεο.

Υπάρχει όμως κίνδυνος. Όλες οι πληροφορίες, χρήσιμες ή άχρηστες, παραγωγικές ή ανόητες, σερβίρονται μαζί, χύμα. Αν λοιπόν πέφτεις μονίμως, λίγο πολύ από σύμπτωση ή από συνήθεια, στα «κακά κανάλια», sites που είναι πολύ κουτσομπόλικα, πολύ προσωπικά, πληρωμένα πολλές φορές από τις εταιρείες, εκεί σου κάνει κακό ο ανεπεξέργαστος, πολύ μεγάλος όγκος των πληροφοριών, και σε ενίοτε λανθασμένων πληροφοριών.

 

Η κριτική κινηματογράφου σήμερα

Η κριτική κινηματογράφου βρίσκεται σήμερα σε κρίση από την τεράστια ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής επικοινωνίας και ενημέρωσης. Η πίεση είναι αφόρητη προς το στιγμιαίο, το ακαριαία αντιληπτό και κατανοητό. Άρα προς το επιφανειακό, το επιπόλαιο, αυτό που γυαλίζει και εντυπωσιάζει αμέσως, το σλόγκαν. Από τις λέξεις, το μοντάζ εικόνων, περάσαμε στο σήμα-σύνθημα, στις αφαιρέσεις των φωνηέντων, στο greeklish, στη βροντερή, γιγάντια, μονή εικόνα. Περάσαμε στα αστεράκια, στις βαθμολογίες, στα κυριαρχικά τοπς, όλα αυτά που ορίζουν το νέο κανόνα της επικοινωνίας και της αξίας στα σόσιαλ μίντια.

 

Ποια αξία; Δύο ισχυροί πόλοι.

Τα τελευταία χρόνια, στο σινεμά, ο νέος παράγων αξίας είναι η απλοϊκή ιδεολογία. Τα ψυχολογικά και κοινωνικά κινήματα επιβάλλουν επιτακτικά τη νέα θεματολογία. Φεμινισμός ως τα άκρα (me too κλπ), διεθνείς ανατροπές, πόλεμοι, κινήματα που γεννούν προσφυγιά και αναμείξεις και συγκρούσεις φυλών, πολιτισμών, ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών, κινήματα LGBT.

Όλα αυτά στρατοπεδεύουν στο προσκήνιο, με σχηματικές έως προσχηματικές μορφές, διαμορφωμένες βιαστικά στα γραφεία σεναρίων, σε σεμινάρια με έτοιμες φόρμουλες, χωρίς βαθύτερη ψυχική ωρίμαση και μορφολογική επεξεργασία, χωρίς τη θεμελιώδη αναγκαιότητα. Αποτέλεσμα: Επανάληψη του ιδίου, ταυτολογία, τελικά απονέκρωση.

Απέναντι στην ευτελή κριτική, έχουμε τον τύπο της επίπονα βαρύγδουπης, τάχατες επιστημονικής μελέτης. Απέναντι στη Σκύλα, έχουμε τη Χάρυβδη. Η σοβαροφάνεια, η γραφειοκρατία της δήθεν συστηματικής σκέψης, κλείνει τον ορίζοντα μέσα σε σχήματα από άπειρες, νεκρές βιβλιογραφικές παραπομπές, άκαμπτα θεωρητικά αξιώματα, συλλογή από τσιτάτα που σφυροκοπούν τον αναγνώστη, ως θέσφατα σε ακατάσχετη φιλολογική, ταυτολογική φλυαρία. Αυτοί οι μελετητές πνίγουν την κριτική στη λεπτομέρεια, στη βερμπαλιστική ηδονή της ανάλυσης, στον βομβαρδισμό με ένα κρυπτικό λεξιλόγιο, με πλήθος νεόκοπες λέξεις σε κεντρομόλο αυταπόδειξη. Η υπεροψία της υποθετικά επιστημονικής κριτικής ξεχνάει το ζωντανό σώμα της ταινίας και η ανάλυση χωρίς χαρά και φαντασία, γίνεται νεκροψία.

Απέναντι σε αυτή την απαισιόδοξη εικόνα που παρουσίασα, θέλω να αντιτάξω την πίστη μας στην αληθινή τέχνη. Ο Παπαδιαμάντης γράφει: Το ΄να παιδί καλό παιδί. Τ’ άλλο δεν είχε μάνα. Γράφει ο Σολωμός στον Πόρφυρα: Άστραψε φως κι εγνώρισαν ο νιός τον εαυτό του. Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.

Κλείνοντας, θ’ αναφερθώ στον πολύ σπουδαίο, νέο Ρουμάνο σκηνοθέτη, Ράντου Ζούντε και στον σημαδιακό τίτλο της ταινίας του, «Μην περιμένετε πολλά από το τέλος του κόσμου». Λέτε να φτάσει η ανθρωπότητα να είναι εκστατικός θεατής στο ολοκαύτωμα του τέλους της; Η αληθινή, συνεπής τέχνη θα αντισταθεί.

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.