Νοέμβριος και Κυριακή. Ένας από τους βροχερότερους μήνες του χρόνου και η μέρα με το πιο μελαγχολικό, σχεδόν φονικό, απόγευμα. Η συνάντηση τους ποτέ δεν υποσχέθηκε χαρά, ποτέ δεν έστειλε ούτε ένα κυματάκι ελπίδας. Μόνο ένα απόγευμα Κυριακής Νοέμβρη, που ήταν ουρά ενός ζωντανού πρωινού, παλιά, στα 2003, αλλά πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε. Και μόνο λίγοι άνθρωποι μπορούν να το θυμούνται με χαρά ή με νοσταλγία. Σήμερα που ζούμε (τρόπος του λέγειν) στα 2022, τα απογεύματα των Κυριακών του Νοεμβρίου έχουν χάσει ακόμα και αυτό, το γκρίζο χρώμα τους.
Έψαχνε να βρει τα κλειδιά της. Τα κλειδιά του μαγαζιού. Άνοιγε τσάντες, τσαντάκια. Άδειαζε τσέπες με άγχος αλλά η πρόσβαση στο κατάστημα -στο κατάστημα της- έμοιαζε αδύνατη. Εκτός αν έσπαγε το τζάμι αλλά αυτό θα ήταν ομολογία ήττας ή άνοιας και τελικά θα ήταν μία ζημιά που δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί τέτοια μέρα και λίγο πριν πέσει το σκοτάδι.
Με τα πολλά, θυμήθηκε κάτι «δεύτερα» κλειδιά που είχε αφήσει σε έναν γείτονα. Πήγε και τα πήρε. Άνοιξε το κατάστημα που μύριζε φρέσκια μπογιά, φρεσκάδα, λίγο από τσιγάρο και ένα διακριτικότερο άρωμα «μπουκέτου». Η μουσική έπαιζε χαμηλά, προφανώς ξεχασμένη από το χθεσινό βράδυ. Sam Manning, Wilson’s TOBA band, Blind Richard Yates, ακούγονταν στον ημισκότεινο ακόμα χώρο, πότε σαν παράπονο και πότε σαν πρόσκληση σε όργιο.
Στη θέα της μπάρας σάστισε. Ήξερε πως την περίμενε να πάρει τη θέση πίσω της, να τακτοποιήσει ποτήρια και σκεύη στις θέσεις τους, θέσεις που να εξασφαλίζουν γρήγορο και εύκολο σερβίρισμα του κάθε straight ποτού ή του κάθε κοκτέιλ θα ζητούσε ο κάθε φίλος και παράλληλα θα «δίνει χέρι» για απρόσκοπτη ροή μπύρας από τις βαλβίδες ή από το ψυγείο. «Η χαρά του να δίνεις χαρά σε μία εικόνα» σκέφτηκε. Εικόνες από διψασμένους φίλους (οι πελάτες είχαν μετουσιωθεί σε φίλους πια) να παίρνουν τη μπύρα ή το ποτό τους, ακόμα και πριν το παραγγείλουν πολλές φορές (ένεκα η προαναφερθείσα μετουσίωση), ήταν το βάλσαμό της. Αυτή εικόνα και η τέχνη. Η αληθινή, η ζωντανή τέχνη της πηγαίας έμπνευσης και της μεγάλης υπόσχεσης.
Άνοιξε πιο καλά την πόρτα, τακτοποίησε τραπέζια και καρέκλες, γέμισε ένα ποτήρι με λικέρ, άναψε ένα τσιγάρο και πήρε τη θέση της στον τοίχο. Έτσι όπως την είχε ζωγραφίσει κάποτε ο Otto Dix και ας μην ήταν πια η δημοσιογράφος.
Και ας μην την φώναζαν πια «Σύλβια»