Σαν σήμερα θα γιόρταζε. Αν δεν είχε και άλλη δουλειά να τον απασχολεί (ήταν και οικογενειάρχης προσεκτικός) θα έπιανε τον μπαγλαμά του και μόνος ή με τους άλλους τρεις και θα χτύπαγαν τα τέλια τους στο καφενείο του, που ήταν μαζί και «χοροδιδασκαλείον». Έτσι, για τη γιορτή του.
Είχε ανοίξει την «Κάρμεν» (έτσι έλεγαν το χοροδιδασκαλείο του, τις ώρες που δεν ήταν καφενείο ή τεκές) στα μέσα της δεκαετίας του ’20. Είχε έναν χώρο κάτω από το σπίτι του, στο ισόγειο και επειδή δεν έβλεπε χαΐρι με τις σκόνες για τον πονόδοντο και τις αλοιφές για κάλους που έφτιαχνε και πουλούσε, αποφάσισε να γίνει δάσκαλος χορών και άλλων τεχνών. Πολλών τεχνών. Εκεί δίδασκε (σύμφωνα με τη ρεκλάμα του) «Νότες, μπουζούκι, μπαγλαμά, ευρωπαϊκούς χορούς, ταγκό, ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι» αλλά και άλλους χορούς, εξωτικούς ή μη. Αν υπήρχε ζήτηση, ο «Monsieur» ανέπτυσσε και την αντίστοιχη προσφορά και μάλιστα στο κατάλληλο «περιτύλιγμα». Όταν έπεφτε η ανάλογη, απαιτητική πελατεία -δεν είναι να διώχνουμε πελάτες- το χοροδιδασκαλείον γινόταν εξαιρετικό στέκι για χρήση χασίς (ακόμα δεν είχε νομοθετηθεί η απαγόρευση την κατοχής, χρήσης και καλλιέργειας της ινδικής κάνναβης). Εκεί οι διάφοροι μαθητευόμενοι καβαλιέροι, χόρευαν με τις μαθήτριες της σχολής υπό τις οδηγίες του Monsieur George Baté. Όταν έφτανε η κατάλληλη ώρα και ο αργιλές είχε πατηθεί καλά, με το παράγγελμα του Monsieur: «Changer la Dame pour Nargile», οι καβαλιέροι εγκατέλειπαν τις ντάμες τους και προχωρούσαν, σχεδόν τελετουργικά, πίσω στην αυλή για τα περαιτέρω.
Ο Monsieur George Baté, εκτός από το «χοροδιδασκαλείον» άνοιξε και δούλεψε κατά καιρούς πολλά μικρά, βραχύβια καφενεία. Το πιο διάσημο από αυτά έφερε το όνομα του ιδρυτή και ιδιοκτήτη του: «Καφενείον Ζώρζ Μπατέ» και ήταν στα Λεμονάδικα (ακτή Τζελέπη εκεί περίπου που σήμερα είναι η πύλη Ε8 του λιμανιού). Γύρω από το καφενείο υπήρχαν αναρίθμητα μικρομάγαζα και ανάμεσα τους σοκάκια-διαδρομοι. Όταν το 1937 το οικοδομικό τετράγωνο με τα μαγαζάκια και τα διαδρομάκια καταστράφηκε σε πυρκαγιά, καταστράφηκε και το καφενείο.
Ο καθηγητής χορών, μουσικής, οργάνων, μπουφετζής και εφευρέτης φαρμακευτικών σκευασμάτων «δια πάσαν νόσον», Ζωρζ Μπατέ, από τον καιρό του χοροδιδασκαλείου είχε κάτι φίλους από την πιάτσα, όπως τον βαρκάρη Στράτο, τον εκδοροσφαγέα Μάρκο και τον μπουζουξή Ανέστο. Εκτός από τον Ανέστο που βιοποριζόταν με το όργανο του, οι άλλοι ήταν όλοι ερασιτέχνες μουσικοί. Από αυτούς, το πάθος του εκδοροσφαγέα Μάρκου για το όργανο και τα τραγούδια του τον έσπρωξαν στην πόρτα των πρώτων δισκογραφικών εταιρειών. Αν ο Μάρκος κυνήγησε αλύπητα την δισκογραφική δημιουργία, ο Monsieur οργάνωσε το σχήμα. Και οι τέσσερις φίλοι και θαμώνες του καφενείου βαφτίστηκαν μεγαλοπρεπώς ως «η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς» και με δύο τραγούδια του Μάρκου και άλλα δύο του Monsieur Μπάτη βγάζουν τους δύο πρώτους δίσκους τους. Και από εκεί ξεκινάει να γράφεται πια η ιστορία του ρεμπέτικου και των μπουζουκομπαγλαμάδων, τα οποία για χρόνια ακούγονταν στους τεκέδες και τα υπόγεια των νέων πόλεων που γιγαντώνονταν ταχύτατα, αλλά είχε πάνω όριο και αξεπέραστο ταβάνι τα σαντουροβιόλια των μικρασιατών προσφύγων, των μεγάλων εκείνων μουσικών. Οι μαέστροι αυτοί ήταν όμως και εκείνοι που παρενέβησαν επί του ρεμπέτικου και από μουρμούρα και ψίθυρο του ταραφιού, του τεκέ και της φυλακής το έκαναν γάργαρο ποτάμι στα στόματα και τις καρδιές όλων των ανθρώπων. Ο Monsieur Γιώργος Μπάτης ήταν ένας βασικός καταλύτης γι’ αυτό.
Ο μπουφετζής Γιώργος Μπάτης
Ο Γιώργος Μπάτης ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος «υγειονομικού ενδιαφέροντος» (όπως θα λέγαμε σήμερα) δηλαδή «καταστηματάρχης της εστίασης» (όπως θα ξαναλέγαμε). Ήταν -για να το πούμε πιο απλά- μπουφετζής ή για να γίνει ακόμα πιο κατανοητός ο όρος στη νεοελληνική, ήταν Barista της εποχής του και μάλιστα πλουσιότερος σε ταλέντο και φαντασία από τους διαδόχους της τέχνης του. Μπορεί να μην έφτιαχνε καρδούλες με αφρόγαλα αλλά έφτιαχνε όσες φουσκάλες του παράγγελναν, στο καϊμάκι του καφέ και ήξερε ακριβώς τη θερμοκρασία που έπρεπε να πατήσει τον αργιλέ για τον πελάτη. Ήξερε το καλό και το άγριο ποτό, όπως τους καλούς και τους άγριους πελάτες και όλους τους κουλάντριζε. Άλλωστε οι πελάτες της εποχής ήταν λίγο «ιδιότροποι»
Ως μπουφετζής ο Μπάτης, μέλος της πιάτσας του Πειραιά που ήταν λιμάνι και είχε μέρη που σύχναζαν ναυτικοί από όλα τα μέρη της γης, είχε πλούσιες εμπειρίες. Επίσης είχε επαφή ως θεατής, με την πρωτόγονη στην Ελλάδα τότε, τέχνη του κινηματογράφου. Επιπλέον, ο ίδιος δήλωνε και δάσκαλος ευρωπαϊκών χορών. Έτσι είχε μέσα του το απαραίτητο υλικό για να εμπνευστεί τον «Μπουφετζή» του
;
Η δημόσια Ιστορία αλλά και μελετητές του ρεμπέτικου ή μουσικοί, τεκμηριώνουν πως για τη μουσική του «Μπουφετζή» ο Μπάτης χρησιμοποίησε τη μελωδία ενός άλλου σκοπού, από το 1919-1920, των υπερατλαντικών συναδέλφων του, δηλαδή των μπαρ της Αμερικής και μάλιστα από την εποχή που πρωτοεφαρμόστηκε η ποτοαπαγόρευση. Και ο τίτλος του σκοπού είναι άκρως περιγραφικός (How dry I am) του πελάτη που λαχταρά τον μπουφέ (το μπαρ) με τα -παράνομα τότε- αλκοολούχα ποτά του.
Ο Μπάτης μπορεί να ψάρεψε τον σκοπό από τον κινηματογράφο (ο Τσάρλι Τσάπλιν τον είχε χρησιμοποιήσει για μουσική επένδυση βουβής ταινίας του, πριν ακόμα τους «Μοντέρνους Καιρούς» (1936), όπου είναι μέρος του soundtrack) ή να τον άκουσε από Αμερικάνο ναυτικό στον Πειραιά. Πάντως, είτε Αμερικάνος είτε Έλληνας, ο Μπουφετζής ως έννοια, παραμένει μέρος του παγκόσμιου και συλλογικού, μουσικού υποσυνείδητου.
Γιώργος Μπάτης - Μάρκος Βαμβακάρης
Κλείνουμε με δύο ιστορίες από τη βιογραφική έκδοση «Μάρκος Βαμβακάρης – ο Άγιος μάγκας», όπου ο Στέλιος Βαμβακάρης μιλά για τον πατέρα του στον Μάνο Τσιλιμίδη (εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 2005).
Ο Γιώργος Μπάτης και η «Τετράς» έχουν πάει για να παίξουν στην Κρήτη. Εκεί τους τελειώνουν τα λεφτά και ο Μπάτης θυμάται την παλιά του «τέχνη», εκείνη του «πλανόδιου φαρμακοποιού». Έτσι με κράχτη τον ίδιο, αρχίζει να πουλάει ψεύτικα σκονάκια και μαντζούνια για να εισπράξει χρήματα από ευκολόπιστους χωριανούς. Πούλαγε μια «θαυματουργή σκόνη»*, που θεράπευε τον πονόδοντο και έκανε καλό στα δόντια. Μπορείτε να φανταστείτε τι ακριβώς ήταν αυτή η «σκόνη» αφηγείται ο Στέλιος Βαμβακάρης.
Μία άλλη μέρα, δυο γέροντες Κρητικοί του ζήτησαν να πάει στο κτήμα τους και να τους σώσει. Από εκεί ακολουθεί η διήγηση το Στέλιου Βαμβακάρη: «Λέει ο Μπάτης στον Στράτο που εκτελούσε χρέη βοηθού, πάρε το βαλιτσάκι με τα σέα και πάμε στο κτήμα να δούμε τι γίνεται. Το πρόβλημα λοιπόν που αντιμετώπιζαν οι Κρητικοί, ήταν ότι ένας γάιδαρος που είχαν, ήταν σε παροξυσμό και δεν μπορούσε να τον πλησιάσει κανείς, γιατί κλώτσαγε σαν τρελός. Ο Μπάτης λέει στους ιδιοκτήτες του, πηγαίνετε έξω από τον στάβλο και αφήστε εμάς να κάνουμε τη δουλειά μας. Εκεί λοιπόν η θρυλική τετράς κλεισμένη στον στάβλο, έβγαλε το φάρμακό της και άρχισε να μαστουριάζει, κάνοντας “ανάποδες” με τον γάιδαρο, μέχρι που έπεσαν τα αυτιά του ζωντανού και την άκουσε στέρεο.
Βγαίνει η τετράδα έξω από τον στάβλο σαν να μην τρέχει τίποτα, τους δίνουν όλο χαρά οι Κρητικοί και 100 δραχμές για το θαύμα.Τα θαύματα όμως μερικές φορές δεν κρατάν για πάντα και όταν ξεμαστούρωσε ο γάιδαρος, κλώτσησε πάλι τον ιδιοκτήτη του. Δεν ήθελαν και πολύ οι Κρητικοί και βγήκαν να κυνηγήσουν τους απατεώνες κτηνιάτρους, οι οποίοι κρύφτηκαν στο λιμάνι και κατάφεραν και έφυγαν με το πρώτο πλοίο, με τον τρελό Μπάτη να κουνάει μάλιστα και λευκό μαντήλι στους Κρητικούς που τους έψαχναν να τους σκοτώσουν».
Ο Γιώργος Μπάτης (ή Αμπάτης ή Τσορός, όπως ήταν το κανονικό του όνομα), ακόμα και αν δεν εορτάζεται ως άγιος, πρέπει να διαθέτει τη δική του θέση στο εικονοστάσι των αγίων του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Ήταν αυτός, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, που έβγαλαν τα μπουζούκια και το ρεμπέτικο στο φως του ήλιου και στο κατόρθωμα τους αυτό πάτησαν ταλαντούχοι μουσικοί και εμπνευσμένοι δημιουργοί για να συνθέσουν την μεγάλη εικόνα της σύγχρονης ελληνικής, λαϊκής μουσικής.
Πάτησαν και ατάλαντοι, αλλά αυτοί επιβιώνουν μέχρι σήμερα στα σκυλάδικα και στις μεγάλες πίστες. Ο Μπάτης δεν θα τα περιφρονούσε αυτά αν ζούσε, αφού εκεί θα έβρισκε πρόθυμη πελατεία για τα «φαρμακευτικά σκευάσματα του
_______________
* Συνήθως αυτοί οι πλανόδιοι πουλούσαν τριμμένο κεραμίδι ως «θαυματουργόν φάρμακον» εξ Αμερικής» αλλά θα μπορούσε να είναι και οτιδήποτε άλλο τρίβεται.
Πηγές:
Ρεμπέτικο Φόρουμ
Songfacts: How dry I am
«Μάρκος Βαμβακάρης – ο Άγιος μάγκας», Μάνος Τσιλιμίδης (εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 2005)
Αγώνας της Κρήτης: Όταν ο Βαμβακάρης, ο Μπάτης και άλλοι θρυλικοί ρεμπέτες γιάτρευαν με χασίσι αγριεμένους γαϊδάρους στην Κρήτη!