Ο όψιμος αντιφασισμός των τελευταίων ημερών θυμίζει τον ανάλογο όψιμο αντιχουντισμό που εκδηλώθηκε αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Άνθρωποι που ενώ βάδισαν πλάι-πλάι με τους χρυσαυγίτες για πολλά χρόνια του πολιτικού τους βίου όπως ο Μάκης Βορίδης ή άνθρωποι που χαρακτήριζαν τη Χρυσή Αυγή ως ένα "γνήσιο ακτιβιστικό κίνημα" όπως ο "σοσιαλιστής" Ανδρέας Λοβέρδος πανηγυρίζουν τώρα για τη "νίκη της Δημοκρατίας" απέναντι στο ναζιστικό κόμμα. Και πόσοι άλλοι ακόμη, απλοί καθημερινοί άνθρωποι όπως θα έλεγε κανείς. Όπως ακριβώς συνέβη μετά την πτώση της χούντας. Αυτούς τους ανθρώπους φοβήθηκε ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο άνθρωπος που δεν φοβήθηκε τους Γερμανούς, δεν φοβήθηκε το εκδικητικό μετεμφυλικό κράτος της Δεξιάς, δεν φοβήθηκε τη χούντα. Τους καιροσκόπους υπηρέτες κάθε σημαίας-ευκαιρίας φοβήθηκε ο μεγάλος ποιητής. Αυτούς που γέμιζαν τα στάδια στις κακόγουστες φιέστες της χούντας και μετά βρέθηκαν να γεμίζουν τα ίδια στάδια, τραγουδώντας Θεοδωράκη. Γι' αυτούς έγραψε το Νοέμβρη του 1983 το ποίημά του "Φοβάμαι"
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.