Στην μικρή παραλιακή πόλη, κάθε χρόνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ανήμερα των Φώτων, τα καφενεία γέμιζαν από νωρίς. Το ίδιο και η εκκλησία, αφού όσοι δεν πήγαιναν στα καφενεία πήγαιναν στην εκκλησία για τη λειτουργία των Θεοφανίων. Μετά, κατά τις δώδεκα, αντάμωναν οι πελάτες των καφενείων με εκείνους της εκκλησίας στο λιμάνι, για να παρακολουθήσουν τον καθιερωμένο αγιασμό των υδάτων που στην συγκεκριμένη πόλη τα «ύδατα» ήταν η θάλασσα του λιμανιού αναμεμιγμένη με λίγα πετρέλαια, λάδια, αποπλύματα της ασφάλτου από πρόσφατες βροχές και άλλα υγρά και στερεά που επέπλεαν. Δεν πείραζε όμως κανέναν αφού όλοι τα είχαν συνηθίσει. Όπως και τον αέρα που όταν εξελισσόταν απόπλους ή ελλιμενισμός πλοίου, γέμιζε από τα ντουμάνια. Στην τελετή όμως του αγιασμού δεν υπήρχε κίνηση πλοίων, οπότε τουλάχιστον ο αέρας, ήταν καθαρός.
Μία τέτοια μέρα ήταν και εκείνη. Ήταν δεν ήταν δέκα παρά τέταρτο όταν η πομπή των ιερουργών έφτασε στο λιμάνι από την εκκλησία. Μαζί τους και οι επίσημοι που με βία ξεχώριζαν από τις καλοντυμένες κυρίες και τους κουστουμαρισμένους κύριους που είχαν συρρεύσει να παρακολουθήσουν την τελετή. Αλλά το έμπειρο μάτι τους ξεχώριζε γιατί οι άλλοι καλοντυμένοι απλά μιλούσαν μεταξύ τους. Οι «επίσημοι» όμως κουνούσαν και τα χέρια τους είτε κάνοντας χειραψίες είτε τονίζοντας με τις χειρονομίες τους τις σταθερά επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες τους ή απλά σχεδιάζοντας στον αέρα τον αυτοθαυμασμό τους. Οι χειρονομίες τους δε, διακόπτονταν περιστασιακά όταν τους καλούσε ο ιερέας, με τα λόγια της λειτουργίας, να κάνουν τον σταυρό τους. Βέβαια πολλοί συνεπαρμένοι από τα λόγια τους, το ξεχνούσαν αλλά έτσι και αντιλαμβάνονταν πως κάποιο «ορθόδοξο» μάτι τους κάρφωνε, έκαναν αμέσως τον σταυρό τους, έστω και με καθυστέρηση.
Όλο αυτό το ανθρώπινο κοπάδι είχε συρρεύσει στο λιμάνι και παρακολουθούσε τη δοξολογία. Κάποιοι έδειχναν χαρούμενοι, άλλοι νυσταγμένοι, άλλοι πεινασμένοι αλλά πάντως οι περισσότεροι έμοιαζαν να αδημονούν για το τέλος της λειτουργίας. Θα ακολουθούσε δεξίωση κατά τα ανακοινωθέντα, όπου ο δήμαρχος της πόλης θα παρέθετε εορταστικό γεύμα μετά εκλεκτών εδεσμάτων και ποτών. Λογικό ήταν λοιπόν, όσοι από τις 8:30 το πρωί βρίσκονταν στην εκκλησία και τώρα στο λιμάνι, να έχουν πεινάσει. Χώρια που ο θαλασσινός αέρας ανοίγει και την όρεξη, όπως και να το δει κανείς. Μόνο τρία ή τέσσερις νέοι, ντυμένοι με πετσέτες και μπουρνούζια στέκονταν σε μια μεριά όλοι μαζί, τουρτουρίζοντας. Ήταν εκείνοι που ήθελαν να βουτήξουν στη θάλασσα για να πιάσουν τον σταυρό που θα έριχνε ο ιερέας στη θάλασσα για να την αγιάσει. Η παράδοση θέλει αυτόν ή αυτήν που θα πιάσει τον σταυρό να αποκτά την ευλογία του, πράγμα που συνεπαγόταν κατά την ίδια αντίληψη, τύχη και πρόοδο για τον τροπαιούχο. Έτσι όσοι –νέοι κυρίως- αψηφούσαν το κρύο για να κερδίσουν την ευλογία ήταν παραταγμένοι, όρθιοι στα τσιμέντα του λιμανιοί, έτοιμοι να βουτήξουν μόλις έπεφτε ο σταυρός στα νερά.
Μέσα στο πλήθος, μπροστά - μπροστά και λίγο πίσω από την ομάδα των ιερέων, στέκονταν οι πιο επίσημοι από τους επισήμους. Ο βουλευτής της περιοχής, ο δήμαρχος και κάποιοι αντιδήμαρχοι, περιμένοντας και αυτοί την ολοκλήρωση της τελετής και το γεύμα που θα ακολουθούσε. Δίπλα τους και σε μικρή απόσταση, προς την άκρη του λιμανιού είχαν τώρα πάει και οι νεαροί με τα μπουρνούζια και τα μαγιό.
Λίγο η συνεχής σιωπή του κόσμου, την ώρα της λειτουργίας, λίγο το κρύο, ήταν και η μικρή απόσταση που χώριζε τον βουλευτή από τους υποψήφιους ευλογημένους βουτηχτές, ξεκίνησαν να συζητούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.
-Μπράβο παιδιά που θα βουτήξετε για τον σταυρό. Την ευλογία του να έχετε, είπε ο βουλευτής στον νεαρό που ήταν πιο κοντά του.
-Α! κύριε βουλευτά, ο Άκης εδώ είναι από τους καλύτερους και πιο ευσεβείς νέους του τόπου μας, έκανε τη σφήνα του ο δήμαρχος που στεκόταν δίπλα στον βουλευτή.
-Σιγά άνθρωπε μου, που ήσουν και με τρόμαξες; αντιγύρισε στον δήμαρχο ο βουλευτής που είχε ξαφνιαστεί από το απρόκλητο μπάσιμο του δημάρχου.
-Εδώ. Δίπλα σας στεκόμουν και άκουσα που μιλήσατε στον νεαρό, είπε απολογητικά ο δήμαρχος.
-Χμμμ, ναι. Σωστά. Απλά δεν περίμενα να απαντήσετε εσείς κύριε δήμαρχε….. Λοιπόν…. Άκη –Άκη δεν σε λένε;- Τα συγχαρητήρια μου που θα βουτήξεις για τον σταυρό. Μπράβο σε σένα και στα άλλα παιδιά….
Σσσσσους, ακούστηκε από πίσω. Η κουβέντα του βουλευτή και του δημάρχου με τον αμίλητο Άκη είχε ακουστεί σαν θόρυβος πάνω στη λειτουργία. Ο βουλευτής σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα αλλά συνέχισε.
-Παιδιά, όποιος πιάσει τον σταυρό να έρθει εδώ μπροστά μου να βγει για να μας πάρουν οι κάμερες. Εγώ θα σκύψω να τραβήξω πάνω στον ντόκο όποιον πιάσει τον σταυρό. Εντάξει; Είπε χαμηλόφωνα ο βουλευτής στους νεαρούς που περίμεναν υπομονετικά να πέσει ο σταυρός στη θάλασσα.
-Ξέρετε κύριε, του είπε ο Άκης, το ίδιο πράγμα μας ζήτησε και ο δήμαρχος. Πως θα γίνει να μας τραβήξετε και οι δύο;
Ο βουλευτής κοίταξε με βλοσυρό ύφος τον δήμαρχο.
-Καλά, δεν ντρέπεσαι να σκηνοθετείς τέτοια πράγματα, χρονιάρες μέρες; του είπε
-Γιατί; Το ίδιο πράγμα δεν ζητήσατε κι εσείς; απάντησε χαιρέκακα ο δήμαρχος και συνέχισε. Εκλογές έχουμε. Και για εσάς και για εμάς. Και η τελετή είναι μία. Δεν γίνεται να έρχεστε στο σπίτι μας και να θέλετε να γίνετε πρωταγωνιστής της εκδήλωσης.
-Κι εμένα σπίτι μου είναι, ανταπάντησε ο βουλευτής ξινισμένα. Εδώ εκλέγομαι.
Σσσσσσουςς, ξανακούστηκε από πίσω η ενοχλημένη φωνή. «Λύστε τα μετά αυτά αφού δεν τα λύσατε πιο πριν»
-Συγγνώμη που μπαίνω στην κουβέντα, είπε δειλά και χαμηλόφωνα ο Άκης. Μπορώ να προτείνω κάτι;
-Για λέγε Άκη, παιδί μου του είπε ο δήμαρχος.
-Λοιπόν, έχουμε συνεννοηθεί με τα παιδιά να πιάσω εγώ φέτος τον σταυρό. Ο Γρηγόρης τον έπιασε πέρυσι και ο Κώστας πρόπερσι. Ο Μένιος, ο μικρός, θα τον πιάσει του χρόνου. Λέω να έρθω μπροστά σας και ο κύριος βουλευτής να με πιάσει για να τον πάρει η κάμερα και μετά, βγαίνοντας από το νερό, δίνω τον σταυρό στον δήμαρχο για να τον δώσει στον παπά. Έτσι θα είναι κι αυτός μπροστά στην κάμερα. Πως σας φαίνεται;
-Λαμπρά! Μπράβο Άκη! Είπε ο βουλευτής, που μέσα στον ενθουσιασμό του μίλησε λίγο πιο δυνατά προκαλώντας και πάλι την ενοχλημένη φωνή που τώρα ήταν πιο ενοχλημένη από πριν: ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣσσσσς.
- Τι θα πει λαμπρά; είπε ο δήμαρχος. Διαφωνώ. Εγώ θα σε βγάλω από το νερό (σκέφτηκε πως έτσι θα είχε μεγαλύτερη διάρκεια πλάνου). Μετά θα δώσω τον σταυρό στον κύριο βουλευτή για να τον δώσει στον παπά.
-Ας είναι, έκανε ξινισμένος ο βουλευτής και γυρνώντας στον δήμαρχο συμπληρώνει Είσαι πολύ….. πολύ…… τέλος πάντων, μέρα που ‘ναι.
Η συμφωνία τοποθέτησης προϊόντος στην τελετή του αγιασμού των υδάτων, έκλεισε. Έμεναν λίγα λεπτά μέχρι την στιγμή της ρίψης του σταυρού. Βουλευτής και δήμαρχος αγριοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους αλλά σχεδόν αμέσως αλληλοπεριφρονήθηκαν και πήραν θέση για την παράσταση τους.
Είχε περάσει τις δώδεκα η ώρα όταν η ιερείς και οι ψάλτες άρχισαν το «Εν Ιορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…..» και ο επικεφαλής έκανε την κίνηση να ρίξει τον σταυρό στη θάλασσα. Ένα λεπτό μετά βούτηξαν και οι νεαροί για να μαζέψουν τον σταυρό, οποίος κρεμόταν και από ένα κορδόνι -για καλό και για κακό. Όλα έγιναν όπως είχαν συμφωνήσει τα παιδιά μεταξύ τους. Τον σταυρό τον έπιασε ο μικρός, ο Μένιος, αλλά τον έδωσε κάτω από το νερό στον Άκη. Ο Άκης άρχισε να κολυμπάει προς τα τσιμέντα του λιμανιού που τον περίμενε ο δήμαρχος. Ο δήμαρχος έσκυψε πάνω από το νερό αλλά αντί να πιάσει το χέρι του Άκη, έπιασε τον σταυρό και τον τράβηξε. Ο βουλευτής βλέποντας τον δήμαρχο να αθετεί τον λόγο του, έσκυψε για να προλάβει να πάρει τον σταυρό από το χέρι του Άκη. Ο Άκης νομίζοντας πως ο βουλευτής έσκυψε να τον βοηθήσει, αφού ο δήμαρχος τον έγραψε κανονικότατα, του αρπάζει το χέρι. Σαν κολυμβήτριες συγχρονισμένης κολύμβησης, δήμαρχος και βουλευτής βρέθηκαν στο νερό. Μαζί με τον Άκη και τον σταυρό που στο μεταξύ είχε γλιστρήσει από τα χέρια του δημάρχου. Το πλήθος βοούσε. Άλλοι είχαν σκάσει στα γέλια, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι του δημάρχου όπως και παρατρεχάμενοι του βουλευτή. Άλλοι είχαν μείνει άφωνοι, ενώ οι ιερείς, ψάλτες και λοιποί βοηθοί είχαν γίνει κατακόκκινοι από θυμό. Ο επικεφαλής παπάς άρχισε να τραβάει τον σπάγκο για να τραβήξει πάνω τον σταυρό. Βουλευτής και δήμαρχος βρίζονταν και έκαναν πατητές ο ένας στον άλλο, εξοργισμένοι. Ο Άκης κολύμπησε σε ένα άλλο σημείο, με πιο εύκολη πρόσβαση και βγήκε από το νερό και έτρεξε να τυλιχτεί στο μπουρνούζι του.
Από το συγκεντρωμένο πλήθος, δυο τρείς πλησίασαν την άκρη της προκυμαίας για να βγάλουν τους βρεγμένους και εξοργισμένους επισήμους. Αυτοί ακόμα χτυπιόνταν και δεν έδιναν σημασία στα χέρια που άπλωναν αυτοί που πήγαν για να τους βγάλουν. Τώρα πια κανείς δεν ήταν ούτε αμίλητος ούτε θυμωμένος. Όλοι είχαν ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια και κάποιοι έτρεχαν να βρουν κάποιο απόμερο σημείο για να απαλλαγούν από την πίεση που είχαν προκαλέσει τα γέλια στην ουροδόχο κύστη τους .
Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά με τους επίσημους να τσακώνονται μέσα στο νερό σαν τους θαλάσσιους ελέφαντες σε αναπαραγωγική περίοδο. Τελικά, μην αντέχοντας άλλο και έχοντας πιει αρκετό από το μίγμα θαλασσινού νερού, πετρελαίου, ομβρίων απορροών και κάποιων λυμάτων, ηρέμησαν και έπιασε ο καθένας και ένα χέρι από αυτά που είχαν απομείνει να περιμένουν καρτερικά ανταπόκριση από τους αποκαμωμένους θαλάσσιους παλαιστές. Τους τράβηξαν έξω, όχι χωρίς δυσκολία αφού τουλάχιστον ο ένας είχε και αρκετά παραπανίσια κιλά που ούτε η θαλάσσια άνωση δεν μπορούσε να τα εξισορροπήσει. Η τελετή είχε λήξει μαζί με τον καυγά.
………….
Στο κέντρο που ήταν προγραμματισμένο να παρατεθεί το γεύμα, οι μάγειρες και οι σερβιτόροι βρίσκονταν σε αναβρασμό. Τα κρέατα είχαν ψηθεί και τώρα τα έβαζαν σε θερμοθάλαμο. Τα ψάρια όμως; Πως θα σέρβιραν ψάρια από θερμοθάλαμο; Θα αποτελούσε προσβολή για τη φήμη του μαγαζιού. Και αυτοί οι άτιμοι οι συνδαιτημόνες δεν φαίνονταν στον ορίζοντα. Τι είχε συμβεί;
Λαχανιασμένος μπήκε στην αίθουσα άλλος βουλευτής της περιοχής που είχε παραβρεθεί σε άλλη λειτουργία, σε δεξαμενή ύδρευσης αυτή τη φορά, όπου είχε φρακάρει ένας σωλήνας και είχε βοηθήσει να τον ξεφρακάρουν με ένα τσεκούρι που είχε πάντα στο αυτοκίνητο του. Κρατούσε ακόμα το τσεκούρι του στο χέρι όταν μπήκε στην αίθουσα του γεύματος
-Που είναι όλοι; Ακόμα δεν ήρθαν; Κι εγώ που νόμιζα πως άργησα… είπε ο βουλευτής
-Μας έχουν στήσει. Δεν ξέρω τι έγινε αλλά καθήστε να σας κεράσουμε ένα κρασί όσο θα τους περιμένετε. Και αν θέλετε αφήστε το τσεκούρι να το βάλουμε εδώ, είπε ο αρχισερβιτόρος δείχνοντας τον κουβά που βάζουν τις ομπρέλες των πελατών τις βροχερές ημέρες.
-Δεν καταλαβαίνω, αφού τους είπα πως έχω να πάω και αλλού, είπε με απορία ο βουλευτής
-Κάτι θα έ………. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του ο αρχισερβιτόρος όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δυο βρεγμένοι ως το κόκκαλο και από πίσω τους μερικές δεκάδες ζευγάρια από μαύρα κουστούμια και βαριά ταγιέρ. Οι βρεγμένοι κατέβασαν από ένα κονιάκ που παράγγειλαν «επειγόντως» και κατευθύνθηκαν με γρήγορο βήμα προς τις τουαλέτες. Εκεί τους περίμεναν δύο βαστάζοι που κρατούσαν από ένα μαύρο κουστούμι. Ένα για τον καθέναν. Τα φόρεσαν και γύρισαν στην σάλα.
-Κουτί σου ήρθε το καινούργιο κουστούμι συνάδελφε, είπε ο βουλευτής που τους περίμενε στο μαγαζί, κοιτώντας τον άρτι στεγνωμένο συνάδελφο του.
-Ευχαριστώ. Νομίζω πως είναι το παλιό μου κουστούμι αλλά δεν είμαι σίγουρος γιατί τα μπερδεύω αφού τα αγοράζω όλα μαύρα που «κόβουν»
-Εσένα δήμαρχε από που είναι το κουστούμι σου; Είναι τουλάχιστον τρία νούμερα μεγαλύτερο,
-Χμμμμμμ. Ναι δεν είχα άλλο και μου έφερε ένα δικό του ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Καλό είναι, δε λέω, αλλά θα το ήθελα σε μπλε. Είναι παράδοση πια και εγώ τιμώ τις παραδόσεις ως γνωστόν