Ο δήμαρχος της αγέλαστης πολιτείας, αγέλαστος ήταν κι αυτός. Είχε ακούσει πως σε άλλες πολιτείες οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και, ειδικά τα Χριστούγεννα, γίνονταν διπλά χαρούμενοι. Αποφάσισε, λοιπόν, πως κάτι έπρεπε να κάνει. Έτσι, πήγε στο δάσος, έκοψε ένα τεράστιο δέντρο και το κάρφωσε νεκρό καταμεσής της μεγάλη πλατείας της πολιτείας. Οι άνθρωποι, τότε, άρχισαν να γελούν και να λέει ο ένας στον άλλον
-Κοίτα τι έκανε ο δήμαρχος. Η πλατεία μας είναι γεμάτη δέντρα και αυτός πήγε στο δάσος και μας έφερε ένα πεθαμένο
Ο δήμαρχος έβλεπε τους πολίτες να γελούν και νόμισε πως κάνει καλά τη δουλειά του. Αποφάσισε, λοιπόν, να βάλει και άλλο ένα πεθαμένο δέντρο. Αυτή τη φορά, όμως, στη μικρή πλατεία. Δεν του είχε πει κανείς, φαίνεται, πως από αυτή τη μικρή πλατεία ξεπηδούν οι καλικάντζαροι που κάθε τόσο χαλούν τον ύπνο των φιλήσυχων και νομοταγών νοικοκύρηδων
Ξεπήδησαν, λοιπόν, οι καλικάντζαροι και κάθε βράδυ έκαιγαν το δέντρο που έβαζε κάθε πρωί ο δήμαρχος. Ο άνθρωπος και ποιητής Μπογδάνος δεν άντεξε τον πόνο και δάκρυσε. Τα δάκρυά του έπεσαν στη γη και έγιναν γράμματα, τα γράμματα έγιναν λέξεις και οι λέξεις έγιναν ποίημα
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα Ματατζήδες
το δέντρο εστολίζανε μες στην μικρή πλατεία.
Ολημερίς το στόλιζαν, το βράδυ αυτό καιγόταν.
Μοιρολογεί ο Μπόγδανος και κλαίει ο Πορτοσάλτε.
"Αλίμονο στους μπάτσους μας, κρίμα στα δακρυγόνα,
ολημερίς στολίζουμε, το βράδυ να το καίνε."
Ο Μπάμπης διάβη κι έκατσεν, αντίκρυ στην πλατεία,
δεν ομιλούσε ανθρώπινα, παρά σαν καρακάξα:
" Αν δεν τους μπουζουριάσετε, το δέντρο δε στεριώνει
άνθρωπο μην αφήσετε να περπατά τριγύρω,
ούτε κουνούπι αναρχικό να μην ψηλά πετάει
Δυο διμοιρίες βάλετε στο δέντρο γύρω γύρω
Και μ’ άλλες δυο στολίσατε τα όμορφα κλαδιά του
Και ούτε για κατούρημα μη σηκωθούν να φύγουν”