"Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές", Διονύσιος Σολωμός
Η Ιστορία αποτελείται από πραγματικά γεγονότα. Το «μυστικό» είναι ποια γεγονότα θα αποκρύψεις και ποια θα προβάλλεις, ώστε να φτιάξεις το αφήγημα που σε εξυπηρετεί.
Το πρώτο βέβαιο για τους Φαναριώτες είναι πως αποτέλεσαν ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στελεχώνοντας το σώμα των διπλωματών και διερμηνέων αυτής και υπηρετώντας στα κορυφαία διοικητικά πόστα, του Δραγουμάνου του στόλου και του Ηγεμόνα των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας.
Το δεύτερο βέβαιο γι’ αυτούς, είναι πως ως ηγεμόνες - τοποθετημένοι από το Σουλτάνο - στη Μολδοβλαχία κυβέρνησαν τον ντόπιο εξαθλιωμένο πληθυσμό των Βλάχων και Μολδαβών με την ίδια βαρβαρότητα που κυβερνούσαν οι Τούρκοι τις γειτονικές περιοχές.
Το τρίτο βέβαιο είναι πως κάποιοι από αυτούς, όπως οι ηρωϊκοί Υψηλάντηδες και ο Μαυροκορδάτος – επέλεξαν να συστρατευτούν στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία.
Κάποιοι ιστορικοί εστιάζουν στη ροπή των Φαναριωτών για τα γράμματα, καθώς και τον εξελληνισμό των παραδουνάβιων ηγεμονιών, όσο ήταν αυτοί στην εξουσία. Κάποιοι άλλοι ιστορικοί όμως, όπως ο Δημήτρης Φωτιάδης, αποφαίνονται πως αυτή τη μόρφωση τη χρησιμοποιούν μόνο για τα συμφέροντά τους. Όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Οι Φαναριώτες, με συμπαραστάτη τον λογιοτατισμό, τη νέα αυτή τάξη «έξωθεν ερχομένη, και επαγγελομένη, ότι γνωρίζει τα γράμματα και ξένας γλώσσας, ως και την πολιτικήν» αντί να φωτίσουν το λαό, ρίχνουν το έθνος, με την ψεύτικια γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, σε μια μεγαλύτερη ακόμη αμάθεια από πριν».
Όπως αναφέρουμε στην αρχή κάθε αφιερώματος της atticavoice για την επανάσταση του 1821, "Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές" . Ας προσπαθήοσυμε λοιπόν να μάθουμε όλη την αλήθεια και ας συμφιλιωθούμε με αυτήν, μήπως κάποια στιγμή μπορέσουμε να κάνουμε κάποια βήματα προς τα εμπρός. Όποιος θέλει, βέβαια, κρατάει όσα νομίζει πως τον βολεύουν και πορεύεται με αυτά
Στο παρακάτω αφιέρωμα δημοσιεύουμε μια μελέτη για τους Φαναριώτες από τον Μανόλη Πλούσο, ιστορικό, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στον Ερανιστή
Μετά την κατάκτηση της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς, ένα μεγάλο μέρος της βυζαντινής αριστοκρατίας διέφυγε στο εξωτερικό, ενώ όσοι παρέμειναν είδαν τους αρχικούς τους φόβους για την ζωή και την περιουσία τους να διασκεδάζονται από την πολιτική πρακτική των Οθωμανών. Πράγματι, οι νέοι κατακτητές αφού τοποθέτησαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο θρόνο του, αξιοποίησαν τα απομεινάρια της βυζαντινής αριστοκρατίας στην διακυβέρνηση των νέων τόπων, όπου υπερείχαν συντριπτικά οι χριστιανοί. Πολλοί από τους παλιούς άρχοντες, προκειμένου να διατηρήσουν τον πλούτο και τα προνόμια τους, αλλαξοπίστησαν, ενώ όσοι αποφάσισαν να διατηρήσουν την θρησκεία τους αξιοποιήθηκαν στην διοίκηση των χριστιανικών περιοχών, αφού προηγουμένως ορκίστηκαν υποτέλεια στους Οθωμανούς. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει σχετικά: «Αλλά η ανάγκη υποχρέωσε τον Μωάμεθ Β΄ να χρησιμοποιήσει πολλούς Έλληνες στη διαχείριση των πραγμάτων του κράτους. Εκτός από την οργάνωση του στρατού που ήταν δικό τους έργο, οι οσμανίδες αναγκάστηκαν, επειδή ήταν αδέξιοι στην πολιτική διοίκηση, να συνεχίσουν την προηγούμενη διοίκηση, και γι’ αυτό χρειάστηκε να καταφύγουν στην πείρα και την ικανότητα των κατακτημένων».
Στην Πόλη μετά την άλωση παρέμειναν μόλις τέσσερις βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες, αυτές των Παλαιολόγων, των Καντακουζηνών, των Ασάνων και των Ράλληδων. Ο Μωάμεθ Β΄ αμέσως έφερε στην πρωτεύουσα χριστιανούς άρχοντες από την Τραπεζούντα, την Χίο, την Κρήτη, την Πελοπόννησο κ.α. και τους παραχώρησε την περιοχή του Φαναρίου για εγκατάσταση. Έτσι σταδιακά μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα πάνω από τριάντα οικογένειες θα αποτελέσουν τον πυρήνα μιας αριστοκρατικής ελίτ, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Φαναριώτες». Οι περισσότεροι εξ αυτών ασχολήθηκαν με το εμπόριο, αντικαθιστώντας τις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις της Βενετίας και της Γένοβας, που απολάμβαναν πλήθος προνομίων επί των Βυζαντινών. Παράλληλα, μετά την εγκατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι στα 1601, οι Φαναριώτες θα επανδρώσουν τις διοικητικές υπηρεσίες της εκκλησίας, ενώ σταδιακά από τα μέσα του 17ου αιώνα θα προσληφθούν πολλοί εξ αυτών σε διοικητικές θέσεις στον πολυπλόκαμο οθωμανικό γραφειοκρατικό μηχανισμό. Λόγω της μόρφωσης τους γρήγορα θα γίνουν απαραίτητοι στη λειτουργία του αυτοκρατορικού μηχανισμού, ιδιαίτερα σε θέσεις διπλωματών και διερμηνέων. Ο οθωμανικός νόμος απαγόρευε στους Μωαμεθανούς την εκμάθηση οποιασδήποτε γλώσσας των απίστων, οπότε για τις διπλωματικές επαφές με τους Δυτικούς ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ικανών διερμηνέων. Αρχικά η Υψηλή Πύλη χρησιμοποίησε στις θέσεις αυτές Εβραίους ή χριστιανούς εξωμότες Πολωνούς ή Ούγγρους, που τους αποκαλούσε απλώς «γραμματικούς», αλλά φαίνεται ότι οι Σουλτάνοι δεν έμειναν ευχαριστημένοι από τις επιδόσεις τους. Η γνώση ξένων γλωσσών καθώς και η δυτικού τύπου μόρφωση των Φαναριωτών τους έκανε απαραίτητους στο διπλωματικό σώμα. Παράλληλα, η διακυβέρνηση των ελληνόφωνων περιοχών των Βαλκανίων απαιτούσε ανθρώπους με άριστη γνώση της ελληνικής.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3 Φεβρουαρίου 1791 – Αίγινα, 6 Αυγούστου 1865).
Σχεδιαγράφημα εκ του φυσικού από τον Γάλλο συνταγματάρχη Βουτιέ.
Αυτός που άνοιξε τον δρόμο για τους Φαναριώτες στα διπλωματικά αξιώματα της αυτοκρατορίας ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος. Από το 1661 μέχρι το 1673 διετέλεσε Μέγας Διερμηνέας της Πύλης (διβάν-τερτζιμανί) και συνέβαλε στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Χάνδακα στα 1669, γεγονός που του απέφερε το προνόμιο της συλλογής των αυτοκρατορικών φόρων του νησιού της Μυκόνου. Η θέση του διερμηνέα της Υψηλής Πύλης έκτοτε ήταν στα χέρια Φαναριωτών. Ο Μ. Φ. Ζαλλώνης στο έργο του για τους Φαναριώτες σημειώνει χαρακτηριστικά για τα προνόμια που περιβλήθηκε ο τίτλος του Μέγα Διερμηνέως: «Οι διάδοχοι αυτού (ενν. του Νικούσιου) έχαιρον τ’ αυτά πλεονεκτήματα απολαύσαντες προς τούτοις αύξησιν τιμών, ήτοι το δικαίωμα του φέρειν μακρά ενδύματα, όπως και οι μεγάλοι των Τούρκων […] Τοις εδόθη δε και η άδεια του ιππεύειν και ακολουθείσθαι υπό τεσσάρων υπηρετών φορούντων καλπάκια, προνόμιον ανήκουστον δια τους Έλληνας».
Οι Φαναριώτες σταδιακά δημιούργησαν στενές σχέσεις μεταξύ τους, κυρίως δια των γάμων και των κουμπαριών, σχηματίζοντας μια αριστοκρατική κάστα, που δεν ήταν όμως ερμητικά κλειστή σε νέα μέλη, αφού εφόδια για να προσχωρήσει κανείς σε αυτήν ήταν ο πλούτος καθώς και η μόρφωση. Όσοι εκ των Φαναριωτών δεν ασχολούνταν με την διοικητική γραφειοκρατία ή την διπλωματία επιδίδονταν στο εμπόριο και στα χρηματιστικά επαγγέλματα, κυρίως ως πιστωτές, αποκτώντας μυθικές περιουσίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μιχαήλ Καντακουζηνός ο οποίος από το μονοπώλιο του εμπορίου γουναρικών με τη Ρωσία έφτασε να κερδίζει 60.000 δουκάτα τον χρόνο. Γρήγορα η περιοχή του Φαναρίου κοσμήθηκε με πολυτελείς κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία και άλλα αγαθοεργή ιδρύματα. Οι σπουδές των παιδιών τους περιελάμβαναν από μικρή ηλικία την εκμάθηση ευρωπαϊκών γλωσσών, παράλληλα με την τουρκική, ενώ πολλοί γόνοι στέλνονταν στο εξωτερικό για σπουδές σε πανεπιστήμια.
Ο Αλέξανδρος Μουρούζης (1750/1760-1816) ήταν Μέγας Διερμηνέας (Dragoman) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Διετέλεσε Πρίγκιπας της Μολδαβίας και Πρίγκιπας της Βλαχίας. Λύτρας Νικηφόρος.
Μένοντας ευχαριστημένοι από τις υπηρεσίες των Φαναριωτών οι Οθωμανοί τους αξιοποίησαν σε ακόμη δυο σημαντικά διοικητικά πόστα. Του Δραγουμάνου του στόλου, όπου ουσιαστικά λειτουργούσαν ως βοηθοί του αρχιναυάρχου (Καπουδάν πασά) και του Ηγεμόνα των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας, αξίωμα που αποδείχτηκε το πιο αξιοζήλευτο και το πλέον επικερδές. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θέσεις αυτές δεν ήταν επίσημα πολιτικά πόστα, αλλά τιμητικές ονομασίες, αφού μέχρι και το 1856 στην Οθωμανική αυτοκρατορία κανείς ραγιάς δεν μπορούσε να αποκτήσει επίσημο πολιτικό αξίωμα. Ο μόνος τίτλος που δινόταν σε ραγιάδες που υπηρετούσαν στο κράτος ήταν αυτός του Μπέη. Ο Δραγουμάνος του Στόλου είχε σημαντικές αρμοδιότητες αφού ήταν υπεύθυνος για την είσπραξη των φόρων από τα νησιά του Αιγαίου, καθώς και να στρατολογεί άντρες για την επάνδρωση του οθωμανικού στόλου. Λειτουργούσε δε και ως ενδιάμεσος προωθώντας τα αιτήματα των ομόδοξων του νησιωτών στους ανώτερους του. Η θέση του Δραγουμάνου του στόλου μπορεί να ήταν υποδεέστερη αυτής του Μεγάλου Διερμηνέα της Πύλης, αλλά θεωρούταν ως προστάδιο της. Σημαντικότεροι Δραγουμάνοι του στόλου διετέλεσαν ο Ι. Καρατζάς, ο Π. Μουρούζης κ.α.
συνοικία Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη. Κάρτα του 1900
Το σημαντικότερο όμως πόστο στο οποίο αξιοποιήθηκαν οι Φαναριώτες ήταν η διοίκηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Στις περισσότερες περιοχές των Βαλκανίων καθώς και στις παραδουνάβιες χώρες, οι Οθωμανοί διατήρησαν το προϋπάρχον καθεστώς, με την προϋπόθεση ότι οι ντόπιοι γαιοκτήμονες και αριστοκράτες θα ήταν υποτελείς. Η θέση του Οσποδάρου ήταν αρχικά για τους πιο πλούσιους από τους αριστοκράτες και γαιοκτήμονες των παραδουνάβιων περιοχών, αφού απαιτούσε υψηλά οικονομικά ανταλλάγματα προς την Υψηλή Πύλη. Οι Βογιάροι, όπως ονομάζονταν οι ντόπιοι φεουδάρχες, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα «μπαξίσια» για την Πύλη και τους Οθωμανούς αξιωματούχους επέβαλαν σε πολλές περιπτώσεις υπερβολικές καταπιέσεις στους Βλάχους και στους Μολδαβούς. Στα 1711 ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Δημήτριος Καντεμίρ, προσπάθησε με ρωσική βοήθεια να αποτινάξει τη οθωμανική κυριαρχία. Η αποτυχία του κινήματος του οδήγησε του Οθωμανούς σε αλλαγή στάσης. Ακολουθώντας την αρχή ότι πρέπει να ανταμείβεται κάθε πιστός υποτελής, αποφάσισαν να αξιοποιήσουν την φαναριώτικη αριστοκρατία στην διοίκηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών. Σωστά σημειώνει η J. Dalegre ότι: «Ο Σουλτάνος θεωρεί ότι είναι ένας τρόπος για να ικανοποιήσει αυτούς τους φιλόδοξους Έλληνες, και να αποτρέψει να περιέλθουν αυτές οι επαρχίες υπό ρωσική εξάρτηση, γιατί ο Φαναριώτης δεν είναι διόλου οπαδός της τοπικής ανεξαρτητοποίησης μέσα σε μια αυτοκρατορία που ελπίζει να διοικήσει».
Η εξουσία του Οσποδάρου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν απόλυτη. Μόνο οι ντόπιοι Βογιάροι μπορούσαν, σε κάποιο βαθμό, να αποτελέσουν ανάχωμα, αλλά και αυτούς οι Φαναριώτες συνήθως τους προσεταιρίζονταν μέσα από γάμους των τέκνων τους ή μέσω διορισμών στην διοίκηση. Ουσιαστικά η διοίκηση των παραδουνάβιων περιοχών ήταν μια μικρογραφία του τρόπου λειτουργίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τον Φαναριώτη Οσποδάρο επικεφαλής. Αυτός μοίραζε όλα τα αξιώματα στους συγγενείς του ή τα πλειστηρίαζε. Για τους Οθωμανούς είχαν επιφυλαχτεί μόλις τέσσερις θέσεις, αυτές του Διβάν-Εφέντη, για την επιτήρηση της εφαρμογής των οθωμανικών νόμων, του Becheli–aga, με αρμοδιότητες επιτήρησης των οδών, του Mechter–Baschi, ήτοι του αρχιμουσικού και του Μπαϊρακτάρη ή σημαιοφόρου.
Στην Πόλη, ο Οσποδάρος, φρόντιζε να διατηρεί έναν έμπιστό του, τον Bache–Capi–Kiahaya, ο οποίος ήταν ο ενδιάμεσος της Υψηλής Πύλης με τον ηγεμόνα. Παράλληλα, ήταν επιφορτισμένος με την αντιμετώπιση των μηχανορραφιών των υπόλοιπων φαναριώτικων οίκων, που εποφθαλμιούσαν τη θέση του Οσποδάρου. Πράγματι, τα προνόμια που απέρρεαν από την θέση αυτή ήταν πρωτόγνωρα για τον κάτοχο της και εξ αρχής η πάλη μεταξύ των Φαναριωτών ήταν λυσσώδης. Κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο ετίθετο σε λειτουργία με σκοπό την ανάρρηση στη θέση του Οσποδάρου. Μηχανορραφίες, συκοφαντίες, δωροδοκίες, όλα τα δόλια μέσα χρησιμοποιούνταν προκειμένου να αποκτήσουν την περίβλεπτη αυτή θέση οι Φαναριώτες.
O W. Eton στο βιβλίο του για την Οθωμανική αυτοκρατορία, στα 1798, αναφέρει για τις φαναριώτικες ίντριγκες: «Αυτοί οι Έλληνες καταγίνονται αδιάκοπα με το να υποσκελίζουν όσους ανάμεσα τους κατέχουν θέσεις, προκειμένου να τις αποκτήσουν οι ίδιοι. Ο γιος ραδιουργεί εναντίον του πατέρα, ο αδελφός εναντίον του αδελφού. […] Όλοι κατά κανόνα διαθέτουν όλα τα κακά των Τούρκων του παλατιού: τη δολιότητα, την αχαριστία, τη σκληρότητα και ένα πνεύμα δολοπλοκιών που ποτέ δεν ησυχάζει». Οι Οθωμανοί βλέποντας τον σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των Φαναριωτών, και σκεπτόμενοι πρακτικά, φρόντιζαν να μην διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τον Οσποδάρο στη θέση του, φοβούμενοι, ίσως, να μην αποκτήσει και σταθερά ερείσματα στην περιοχή. Έτσι, περίπου κάθε τρία χρόνια φρόντιζαν να αλλάζουν τον ηγεμόνα, δίνοντας την θέση σε αυτόν τον Φαναριώτη που θα πλειοδοτούσε.
Ο Άγγλος περιηγητής Porter, απεσταλμένος του βρετανικού Στέμματος για να μελετήσει τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Οθωμανών, παρατηρεί στα 1746 για τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες των Φαναριωτών να αναρριχηθούν στον θρόνο των παραδουνάβιων ηγεμονιών: «Κινούν γη και ουρανό για να εξουδετερώσουν ο ένας τον άλλο. Υπάρχουν δυο βοεβόδες που κατέχουν τα αξιώματα αλλά και δυο τρεις έκπτωτοι που αναζητούν τρόπο επιστροφής στην εξουσία. Χρησιμοποιούν γι’ αυτό το σκοπό το χρήμα των φίλων και συνεργατών τους από τους οποίους άλλοι ελπίζουν να μοιραστούν μαζί τους τη λεία και άλλοι έχουν κιόλας παχύνει από τον ιδρώτα των υπηκόων τους. Αν δεν επαρκεί το χρυσάφι που διαθέτουν δεσμεύονται να πληρώσουν μελλοντικά. Και δεν διακινδυνεύουν τίποτα μ’ αυτές τις δεσμεύσεις. Το αξίωμα είναι πακτωλός φθάνει να αναρριχηθούν, έστω και μια φορά, στην ηγεμονία».
Η τακτική αυτή των Οθωμανών είχε ως συνέπεια, οι Οσπαδάροι όσο καιρό έμεναν στην εξουσία να προσπαθούν να αποσβέσουν τα ποσά που είχαν καταβάλει ως «μπαξίσια». Για να το καταφέρουν αυτό επέβαλαν δυσβάσταχτους φόρους στους υποτελείς. Ο Κων. Μαυροκορδάτος, ως ηγεμόνας στα 1730, επέβαλε αύξηση φόρων κατά 1,5 εκ. φράγκα, γεγονός που τον έκανε μισητό στα μάτια της πλειοψηφίας των πενόμενων αγροτών.
Στο έργο του για τον βίο και την πολιτεία των Φαναριωτών ο Μ. Φ. Ζαλλώνης αναφέρει σχετικά: «Το ταμιευτικόν δαιμόνιον επικαλούμενος ο Οσποδάρος πάντοτε, εξαφανίζει τους νόμους και τας διατάξεις των προκατόχων αυτού, εισάγων νέους κανονισμούς˙ καταστρέφει μεν παλαιάς καταχρήσεις, αλλά μόνο δια να τις αντικαταστήση δια νέων». Σκοπός του Ηγεμόνα είναι να πλουτίσει όσο γίνεται περισσότερο στο διάστημα που θα μείνει στην εξουσία. Ο πλούτος του σύμφωνα με τον Ζαλλώνη: «Προέρχεται εκ του ότι ο αυθέντης ούτος καταγυμνόνει αυθαιρέτως τους υπηκόους αυτού, αρπάζει από των εισοδημάτων του πλουσίου και των κόπων του πτωχού άνευ μέτρου και αιδούς».
Η προσαύξηση των φόρων που επέβαλε η Πύλη είναι σε πολλές περιπτώσεις η κύρια μέθοδος απόκτησης πλούτου. Επίσης μεγάλα ποσά αποκόμιζαν και μέσω συμβολαίων βραχυχρόνιας μίσθωσης εσόδων, όπως για παράδειγμα το μονοπώλιο αλατιού. Γράφει πολύ σωστά ο G. Finlay: «Η διακυβέρνησή τους (ενν. στις παραδουνάβιες περιοχές), ήταν περισσότερο διεφθαρμένη και καταπιεστική από την τουρκική διοίκηση στα γειτονικά πασαλίκια. Οι Φαναριώτες, που μοναδικό τους μέλημα ήταν να συγκεντρώσουν χρήματα και να χαίρονται την δύναμή τους, κατόρθωσαν να μεταβάλουν τους ντόπιους κατοίκους στο πιο εξαθλιωμένο τμήμα των υπηκόων του Σουλτάνου. Καμία άλλη περιοχή δεν είναι εκτεθειμένη σε τέτοιους εκβιασμούς και αγριότητες».
Και ενώ απομυζούν τον λαό, οι ίδιοι παραδίνονται στην σαγήνη της πολυτέλειας. Ο Ζαλλώνης είναι αποκαλυπτικός: «Βλέπει τις τινάς εξ αυτών εκτείνοντας την ματαιότητα ώστε να έχωσι αμάξας μεγαλοπρεπώς επικεχρυσωμένας, συρομένας υπό υπερηφάνων ίππων κεκοσμημένων μετά θυσάνων, και πλουσίων ιπποσκευών. Ούτοι υβρίζοντες την γενικήν πτωχείαν ή την μετρίαν ευπορίαν, νέοι Εριχθόνιοι, περιτρέχουσι παρά τας οικίας της πρωτευούσης επιδεικνύοντες την ολεθρίαν αυτών μεγαλοπρέπειαν».
Οι φτωχοί γεωργοί της Μολδαβίας και της Βλαχίας στέναζαν κάτω από τον φαναριώτικο δεσποτισμό. Ο Ζαλλώνης γράφει για αυτούς: «Οι χωρικοί Βλάχοι και Μολδαυοί γνωστοί, ως είπομεν ήδη, υπό το όνομα Τσαράνοι, εισίν ειδικώτερον το αντικείμενον περιφρονήσεως δια τους Βοϋάρους. Οι δυστυχείς φαίνονται υπάρχοντες δια μόνον την φιλοχρηματίαν των Φαναριωτών». Αντίστοιχη είναι και η συμπεριφορά τους προς τους ομοεθνείς τους Έλληνες τους οποίους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και υπεροψία. Ο Κ. Κούμας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτοί ονομάσαντες εαυτούς «το περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων»- βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζε τις Γραικούς ή Έλληνας- δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αφανείς και αναξίους της συγγενείας των πραματευτάς ή τεχνίτας. Με διάφορα σκωπτικά ονόματα εσήμαινον τους Ηπειρώτας, τους Θετταλούς, τους Νησιώτας και όσους δεν ήταν Τσελεπήδες (δηλ. άρχοντες)».
Στα λίγα θετικά που αναφέρουν οι ιστορικοί για τους Φαναριώτες συμπεριλαμβάνονται η ροπή τους για τα γράμματα καθώς και ο εξελληνισμός των παραδουνάβιων ηγεμονιών, όσο ήταν αυτοί στην εξουσία. Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της ρουμανικής κουλτούρας επηρεάστηκε από την διάδοση των γραμμάτων και την ίδρυση σχολείων. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος αναφέρει για τη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας στις ηγεμονίες: «Από τότε λοιπόν για ολόκληρο τον αιώνα (δηλ. τον 18ο) και μετά οι χώρες εκείνες που κυβερνούνταν από Έλληνες και διοικούνταν με Έλληνες και διαπαιδαγωγούνταν σε ελληνικές σχολές, τόσο πολύ εξελληνίστηκαν ώστε οι σπουδαιότεροι από τους ιθαγενείς[…] μιλούσαν και έγραφαν την ελληνική γλώσσα». Υπερασπιζόμενος τους Φαναριώτες, ο Θ. Μοσχόπουλος παραθέτει την μαρτυρία του Άγγλου προξένου στο Ιάσιο Wilkinson: «… καταργηθείσης της τέως εν χρήσει Σλαβωνικής γλώσσης και διακανονισθείσης πως επί Μαυροκορδάτου (τη πρωτοβουλία του ηγεμόνος τούτου) της ρωμουνικής οι άρχοντες, οι μηδέ τ’ όνομα αυτών δυνάμενοι τέως να χαράξωσιν, επεδόθησαν εις την σπουδήν της εθνικής αυτών γλώσσης».
Ο Μιχαήλ Σούτσος ή Βόδας ήταν μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης και ηγεμόνας της Μολδαβίας την περίοδο 1819 – 1821.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Η διάδοση των εθνικιστικών ιδεών μεταξύ των Ελλήνων, κυρίως μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, και το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 έφερε σε δύσκολη θέση την αριστοκρατική τάξη των Φαναριωτών. Στους κόλπους τους εμφανίστηκαν δυο διακριτές απόψεις. Είτε θα ακολουθούσαν τους επαναστάτες και θα αγωνίζονταν και αυτοί για τη δημιουργία εθνικού κράτους ανεξάρτητου, είτε θα ακολουθούσαν το μοντέλο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, τουτέστιν αυτονομία μεν, υποτέλεια στην Πύλη δε. Την πρώτη άποψη την ενστερνίστηκε ένα μικρό μέρος των Φαναριωτών, όπως ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ο Θ. Νέγρης και οι Υψηλάντηδες, που κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον αγώνα.
Η πλειοψηφία όμως των Φαναριωτών αντιμετώπισαν τις φιλελεύθερες ιδέες για ανεξαρτησία και συνταγματικό κράτος με αποστροφή, προτιμώντας να παραμείνουν πιστοί στην Πύλη, όπου ήταν και τα συμφέροντά τους. Οι αγωνιστές του ΄21 έχοντας γνώση της φαναριώτικης κάστας δεν τους αντιμετώπισαν θετικά. Ο Φ. Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος στα απομνημονεύματά του σημειώνει για τον σκοτεινό ρόλο των Φαναριωτών που κατέβηκαν να συνδράμουν στον ελληνικό αγώνα τα εξής: «Πολλοί δε και άλλοι συνετέλεσαν, όχι ολίγον εις την διαφθοράν της καρδίας και του πνεύματος των Ελλήνων, αλλά και οι λοιποί Φαναριώται, αφού δεν εδυνήθησαν να λάβη έκαστος, ως εφαντάζετο, την πρωτοβουλίαν, εσυνδαύλισαν και αυτοί την διχόνοιαν δια να ευρίσκωσι τροφήν και να ερωτώνται από τους αναξίους κομματάρχας ως πολύπειροι πολιτικοί και να εμπνέωσιν εις αυτούς τα σχέδιά των. […] Αυτοί δε οι Φανριώται ανεπαύοντο εις τούτο, έμβαιναν εις τα πράγματα, είτε δια του ενός τρόπου, είτε δια του άλλου, μεταχειριζόμενοι προ πάντων το συνηθισμένον επάγγελμά των, την μηχανορραφίαν».
Και ο Δ. Φωτιάδης συμπληρώνει για τον ρόλο τους στην επανάσταση: «Οι Φαναριώτες, με συμπαραστάτη τον λογιοτατισμό, τη νέα αυτή τάξη «έξωθεν ερχομένη, και επαγγελομένη, ότι γνωρίζει τα γράμματα και ξένας γλώσσας, ως και την πολιτικήν» αντί να φωτίσουν το λαό, ρίχνουν το έθνος, με την ψεύτικια γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, σε μια μεγαλύτερη ακόμη αμάθεια από πριν».
Η εικόνα που δημιούργησαν σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους οι Φαναριώτες ήταν αυτή του δολοπλόκου και του εξουσιομανή. Και όχι άδικα. Ο βίος τους εξ αρχής είχε συνδεθεί με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του αφέντη τους και ποτέ δεν ξεστράτισαν από την αποστολή τους. Πυξίδα στην δράση τους είχαν πάντα τον πλουτισμό, όχι τόσο αυτόν που προέρχεται από το επιχειρείν, όσο από την απομύζηση του ιδρώτα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Διέθεταν δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά μιας ουσιαστικά παρασιτικής και αργόσχολης τάξης.
Διαβάζουμε στην ανώνυμη μελέτη «Οι Φαναριώται»: «…οι Φαναριώται προσεκολλήθησαν εις τους Βεζύρας των σουλτάνων, εκ φύσεως και αγωγής αμαθεστάτους, τούτων δε τα πάθη θωπεύοντες και πρόθυμοι εργάται και υπηρέται των ανομιών των γενόμενοι, έλαβον την επί τούτων υπεροχή, διότι οι βάρβαροι εύρισκον λίαν εις αυτούς συμφέρον, δια της οκνηρίας προς ήν ήσαν επιρρεπείς, αυτοί μεν να καρπώνονται τας ωφελείας της θέσεως των, οι δε παρά τους πόδας τούτων έρποντες Φαναριώται να φέρωσι φροντίδας, χορταζόμενοι ως κυνάρια από της πλουσίας των δεσποτών αυτών τραπέζης».
Ο Ζαλλώνης, είχε την ευκαιρία, ως ιατρός πολλών Φαναριωτών και Οθωμανών αξιωματούχων, να ζήσει από κοντά πολλούς από αυτούς. Στο βιβλίο του αναφέρει και τις νουθεσίες του Αλ. Σούτσου προς τον διάδοχό του, που αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπό και τις πραγματικές αξίες αυτών των ανθρώπων: «Μάθε ότι ο αυθέντης Φαναριώτης, άνευ φιλοδοξίας και άνευ ραδιουργιών ομοιάζει προς ρήτορα άνευ ευγλωττίας, φιλάρεσκον γυναίκα άνευ απαιτήσεων ή ιερέα άνευ υποκρισίας. Δεν αγνοώ ότι ο αυθέντης πρέπει να υπάρχη δίκαιος και αφιλοκερδής, η ηθική όμως αύτη δεν συνάδει προς το φαναριώτικο σύστημα. Πίστευόν με δεν δύναται τις να κυνηγήση ταυτοχρόνως της δικαιοσύνην και τον πλούτον».