“Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν”
Μιχάλης Ρουφογάλης, διοικητής της ΚΥΠ επί χούντας απευθυνόμενος στον υπουργό του καθεστώτος Χ.Μίχαλο
Ο Μιχάλης Ρουφογάλης ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του Απριλιανού πραξικοπήματος και αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος. Το 1973 παντρεύτηκε την Ντέλα Ρουφογάλη, μοντέλο. Εκείνος 52 χρονών, εκείνη 26, τα μισά του χρόνια. Μετά την πτώση της χούντας, ο Ρουφογάλης καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και πέθανε στη φυλακή το 2000. Εκείνη συνέχισε τη ζωή της. Κάνοντας όπως πάντα σοφή επιλογή, παντρεύτηκε έναν Αμερικανό επιχειρηματία και συνέχισε τη γεμάτη χλιδή ζωή της, όπως είχε συνηθίσει άλλωστε από τον προηγούμενο γάμο της. Το 2002, εξέδωσε την αυτοβιογραφία της και μέσα σε όλα τα άλλα, αναφέρεται και στην περίοδο αυτή. Με αφέλεια ή καλύτερα με έλλειψη συνείδησης, περιγράφει τη διαφθορά του καθεστώτος αλλά και τις σχέσεις του με όλους τους μεγάλους επιχειρηματίες του καιρού.
«Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει».
Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. Ο πατέρας μου, μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω».
Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες», όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω».
Στο γάμο τους, στον οποίο κουμπάρος ήταν ο δικτάτορας Γ.Παπαδόπουλος, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Άγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων “Τιτάν” με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία»
Η πολυτελής διαβίωσης των στελεχών της χούντας αλλά και οι στενές σχέσεις τους με τους μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής αποτυπώνεται γλαφυρά στην περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, στο Παρίσι: «Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. Έρχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης»
Αλλά και μια στιχομυθία του Ρουφογάλη με τον τότε υπουργό Μίχαλο, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας: «Ένα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί. “Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν”. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος»