"…Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!.. Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει. Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο".
Μενέλαος Λουντέμης
Στις 12 Οκτώβρη του 1944 η Αθήνα πανηγυρίζει την απελευθέρωσή της από τα ναζιστικά στρατεύματα. Στο ιταλικό Μέτωπο, την ίδια μέρα, η Βρετανική Στρατιά βάλλει με 500 πυροβόλα εναντίον των γερμανικών θέσεων επί 2 λεπτά για να γιορτάσει το γεγονός. Όλα τα ελληνικά πλοία, αλλά και πολλά συμμαχικά που βρίσκονται εν πλω, χτυπούν τις σειρήνες τους πανηγυρικά.
Δυστυχώς όμως για τους Έλληνες, ο πόλεμος δεν θα τελειώσει εκείνη την ημέρα. Ένας νέος, πολύ πιο σκληρός, θα ξεκινούσε σε λίγο διαψεύδοντας τις ελπίδες των ταλαιπωρημένων Ελλήνων για δημοκρατία και λαοκρατία, ύστερα από 4 χρόνια τριπλής μαρτυρικής κατοχής.
Ήταν σαφές ότι οι Άγγλοι δε θα επέτρεπαν την επικράτηση της Αριστεράς στην Ελλάδα. Σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας, Ήντεν, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσώρτσιλ γράφει:
“ Λαμβανομένου υπ’ όψιν του τιμήματος του οποίου κατεβάλαμεν δια να επιτύχωμεν από την Ρωσίαν να έχωμεν ελευθέρας τας χείρας εις την Ελλάδαν, δεν θα έπρεπε να διστάσωμεν να χρησιμοποιήσωμεν βρεττανικά στρατεύματα δια να υποστηρίξωμεν την ελληνικήν βασιλική κυβέρνησιν του κ.Παπανδρέου.
… Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι θα έχωμεν σύγκρουσιν με το ΕΑΜ και ότι δεν πρέπει να προσπαθήσωμεν να την αποφύγωμεν, υπό τον όρον να εκλέξωμεν καλώς το έδαφος …»
Λίγες ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, καταφτάνουν στην Ελλάδα οι Βρετανοί, με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Σκόμπι. Ο ελληνικός λαός τους υποδέχεται με ζητωκραυγές και επευφημίες καθώς τους βλέπει ως σύμμαχους και σωτήρες. Κανείς τους δεν μπορεί να φανταστεί πως μια νέα «κατοχή», βρετανική αυτή τη φορά, είχε ήδη αποφασιστεί.
Ταυτόχρονα, ο στρατάρχης Αλεξάντερ, αρχηγός όλων των δυνάμεων της Μεσογείου, αποδεσμεύει την Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία από το ιταλικό μέτωπο και τη στέλνει στην Ελλάδα. Η Τρίτη Ορεινή ταξιαρχία (ή ταξιαρχία του Ρίμινι) έχει συγκροτηθεί από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του Πολέμου και έχει προέλθει από έμπιστους στους Βρετανούς και στο Βασιλιά στρατιωτικούς, μετά την καταστολή του κινήματος και τις εκκαθαρίσεις που έγιναν στα ελληνικά στρατεύματα της Μέσης Ανατολής. Η σύνθεσή της είναι αμιγώς δεξιά και είναι η μόνη πραγματική στρατιωτική μονάδα που διαθέτει η ελληνική κυβέρνηση, μαζί με τον Ιερό Λόχο, μια στρατιωτική "μονάδα ειδικών δυνάμεων", που και αυτή έχει συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή.
Παράλληλα, χωροφύλακες και αξιωματικοί από όλη την Ελλάδα συρρέουν στους στρατώνες του Μακρυγιάννη και στη Σχολή Χωροφυλακής, όπου αθόρυβα εξοπλίζονται
Είναι προφανές ότι η μεγάλη δύναμη του ΕΛΑΣ τρομάζει την κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται ότι ο ΕΛΑΣ πρέπει να διαλυθεί και στη θέση του να συγκροτηθεί ένας τακτικός στρατός, που θα μπορεί να ελέγχει. Για να μπορέσει να συμβεί πάντως αυτό, θα έπρεπε ταυτόχρονα να διαλυθούν και ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα αλλά και η Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία.
Ενώ όμως το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης είναι αυτό, καταφτάνει εντολή του Τσώρτσιλ προς τον Γ.Παπανδρέου όπως εξαιρεθεί από τη διάλυση η Ορεινή Ταξιαρχία. Το ΕΑΜ αντιδρά και αντιπροτείνει τη δημιουργία ενός Εθνικού Στρατού που θα περιλαμβάνει από τη μια τις δυνάμεις της Τρίτης Ορεινής Ταξιαρχίας, του ΕΔΕΣ και του Ιερού Λόχου και από την άλλη μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ με δύναμη ίση με το άθροισμα των άλλων δυνάμεων.
Σε αυτή την πρόταση του ΕΛΑΣ, ο Παπανδρέου αντιπροτείνει κάτι που δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τον ΕΛΑΣ. Ενώ συμφωνεί με την ιδέα συγκρότησης του Εθνικού Στρατού από τα παραπάνω σώματα, εντούτοις παραχωρεί στον ΕΛΑΣ μόλις το ¼ των δυνάμεων του στρατού αυτού.
Η πρόταση αυτή απορρίπτεται από το ΕΑΜ που τη νύχτα της 1ης προς 2α Δεκεμβρίου, αποσύρει τους υπουργούς του από την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφασίζει τη διοργάνωση συλλαλητηρίου διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος την επόμενη μέρα, Κυριακή 3 Δεκεμβρίου
Η κυβέρνηση δίνει αρχικά την άδεια για τη διοργάνωση του συλλαλητηρίου, αλλά το πρωί της Κυριακής ανακαλεί την άδεια με τη δικαιολογία πως το συλλαλητήριο είναι η απαρχή "σειράς επαναστατικών πράξεων αι οποίαι αποβλέπουν εις κατάλυσιν του κράτους"
Ήδη, όμως, είναι πολύ αργά. Η πλατεία Συντάγματος και οι γύρω δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από χιλιάδες λαού με σημαίες, λάβαρα και πλακάτ. Τα κυρίαρχα συνθήματα είναι "Όχι άλλη κατοχή" και "Παπανδρέου παραιτήσου"
Αστυνομικοί βρίσκονται οχυρωμένοι στην είσοδο του κτιρίου, στην ταράτσα και στα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης (που βρισκόταν τότε στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και βασιλίσσης Σοφίας), στην ταράτσα της Βουλής και στο πεζοδρόμιο του κτιρίου, προς την πλευρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Εκτός από τους αστυνομικούς, στους γύρω δρόμους υπάρχουν αγγλικά άρματα μάχης
Οι πρώτες συγκρούσεις των διαδηλωτών με την Αστυνομία εκδηλώνονται όταν το πλήθος, προσπαθώντας να φτάσει από τους γύρω δρόμους στην πλατεία Συντάγματος, εμποδίζεται από τις αστυνομικές δυνάμεις. Μετά από λίγο, από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης και από τα άλλα σημεία οχύρωσης των αστυνομικών αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί.
Μαρτυρίες
Γράφει η Μέλπω Αξιώτη στο βιβλίο της “Απάντηση σε 5 ερωτήματα” : «Δίπλα απ΄τα ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθια τους και φωνάζουν: βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν… Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω – τριγύρω μας ένας – ένας χάμω, σα σπουργίτια. Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εκστατικοί. Ένας Αμερικανός με στολή χυμά κι αρπά πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν΄ανάψει. Άλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα… Πολλοί από τους πόλισμαν πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τους σηκώνουν στα χέρια. Οι Άγγλοι γύρω – γύρω και πάνω στα τανκς, στη «Μεγάλη Βρετάνια» στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, πως θάστεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος – τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ήταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες».
Αλλά και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες που σίγουρα δε θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για φιλοκομμουνιστικά αισθήματα, βεβαιώνουν ότι η επίθεση απέναντι στο άοπλο πλήθος ήταν αναίτια και αδικαιολόγητη. Ένας από αυτούς ήταν ο ελληνικής καταγωγής Κ. Κουβαράς που ήρθε στην Ελλάδα την Άνοιξη του ’44 με ειδική αποστολή της υπηρεσίας OSS (της μυστικής υπηρεσίας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου).
Ο ίδιος παρακολούθησε τα γεγονότα της 3ης Δεκέμβρη 1944 από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάνια» και γράφει : «Είδα τον κόσμο να έρχεται σε παράταξη με τις σημαίες του - ελληνική, αμερικανική, βρετανική και ρωσική - μπροστά. Ήταν μια γιγάντια φάλαγγα, αλλά οι διαδηλωτές προχωρούσαν με τάξη τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και φωνάζοντας συνθήματα. Έρχονταν δυτικά από την οδό Πανεπιστημίου και προσπάθησαν να μπουν στην πλατεία Συντάγματος στρίβοντας αριστερά στην οδό Όθωνος. Η Αστυνομία τους σταμάτησε. Η πελώρια φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται για να μπει στην πλατεία, κατεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούν από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Η Αστυνομία και πάλι τους σταμάτησε κι η φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται… Το μπροστινό τμήμα του συλλαλητηρίου είχε φτάσει στην άκρη της πλατείας όπου βρισκόμασταν, και καθώς παρατηρούσα προσεκτικά, άκουσα τους επικεφαλής να συζητούν με την Αστυνομία, μόλις δέκα μέτρα από κει που στεκόμασταν. Προσπαθήσαμε να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση που διεξαγόταν σε υψηλό τόνο, αλλά δεδομένων των περιστάσεων το πράγμα δε φαινόταν εξαιρετικό. Οι διαδηλωτές σπρώχνανε για να μπουν στην πλατεία, αλλά δε γινόταν καμιά συμπλοκή. Ξαφνικά ένα παράγγελμα "τραβηχτείτε πίσω" δόθηκε με μια στριγγλή, στρατιωτική φωνή και όλοι οι αστυνομικοί υποχώρησαν κάπου είκοσι μέτρα, γονάτισαν κι άρχισαν να πυροβολούν! Τα πυρά ήταν πυκνά. Διακόσιοι αστυνομικοί έβαλλαν ταυτόχρονα, οι περισσότεροι με αυτόματα…».
Αλλά και ο δημοσιογράφος Μ. Φόντορ σε ανταπόκρισή του που δημοσιεύτηκε στη «New York Post», στις 17/2/1945, γράφει: «Μέσα σε 25 χρόνια έχω δει σχεδόν όλες τις επαναστάσεις της Ευρώπης. Αυτή εδώ ήταν η πιο ήρεμη και πολιτισμένη επανάσταση που έχω δει ποτέ μέχρι τη στιγμή που η αστυνομία άρχισε να πυροβολεί και οι Άγγλοι επενέβησαν».
Ο απεσταλμένος της "Chicago Sun" γράφει: "Επρόκειτο περί μιας ειρηνικής και άοπλης διαμαρτυρίας του λαού και τούτο είναι τόσον βέβαιον, ώστε γυναίκες έφεραν μαζί τους ακόμα και τα μικρά παιδιά τους. Κάτω από το παράθυρό μου είδα με τα μάτια μου τα γεγονότα … Είναι αφάνταστος ο ηρωισμός του λαού αυτού. Όρθιος και βαλλόμενος προχωρούσε προς τον ορισθέντα τόπο της συγκέντρωσης"
Αυτός που διέταξε το πυρ εκείνη τη Ματωμένη Κυριακή, ήταν ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, πατέρας του Μιλτιάδη Έβερτ και αστυνομικός διευθυντής Αθηνών επί γερμανικής κατοχής. Σε συνέντευξη που έδωσε το 1958 ομολόγησε ότι εκείνος, βάσει κυβερνητικών εντολών, έδωσε τη διαταγή να χτυπήσουν οι αστυνομικοί τους διαδηλωτές.
Ο τελικός απολογισμός της δολοφονικής επίθεσης ήταν 28 νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν γεμάτη τρόμο. Πυροβολισμοί ακούγονταν από παντού. Βρετανικά άρματα κυλούσαν βροντερά στους δρόμους
Ο ρόλος των Βρετανών
Αποκαλυπτικό των προθέσεων των Βρετανών και του προμελετημένου σχεδίου τους είναι το μήνυμα που έστειλε ο Τσώρτσιλ στις 7 Νοέμβρη 1944 στον Υπουργό του επί των Εξωτερικών Ήντεν : "Κατά τη γνώμη μου, περιμένω οπωσδήποτε μια σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν θα πρέπει να την αποφύγουμε, υπό τον όρο να διαλέξουμε καλά το έδαφός μας (χώρο - χρόνο - σχεδιασμό)"
Στις 5 Δεκεμβρίου 1944, με τηλεγράφημά του προς τον Άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα Λίπερ, γράφει: "Πρέπει να παρακινήσετε τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε, ότι εις την περίπτωσιν αυτήν θα τον υποστηρίξωμεν μ’ όλας τας δυνάμεις. Παρήλθεν πλέον η εποχή καθ’ ην μια οιαδήποτε ομάς Ελλήνων πολιτών ηδύνατο να ματαιώνει την εξέγερσιν του όχλου. Η μόνη ελπίς του είναι να εργασθεί μεθ’ ημών διά την αποσόβησιν ενδεχομένης συμφοράς (…)
Ανέθεσα το όλον ζήτημα της αμύνης των Αθηνών και τη διατήρηση της εννόμου τάξεως εις τον στρατηγόν Σκόμπι και τον διαβεβαίωσα ότι θα τον ενισχύσωμεν με όσας δυνάμεις χρειάζεται προς τούτο. Τόσον εσείς, όσο και ο Παπανδρέου, πρέπει να συμμορφωθείτε προς τας οδηγίας του, εις ό,τι αφορά τη δημόσιαν τάξιν και την ασφάλειαν.
Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς"
Στον ίδιο το Σκόμπι γράφει: "Είστε υπεύθυνος για την διατήρηση της τάξης στην Αθήνα και οφείλετε να εξουδετερώσετε ή να καταστρέψετε όλες τις ομάδες ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που θα πλησιάσουν στην πόλη. Λάβετε όλα τα μέτρα που θα κρίνετε ωφέλιμα για να εξασφαλίσετε τον έλεγχο των οδών και για να κυκλώσετε όλες τις ομάδες ταραξιών. […] Μη διστάσετε να πυροβολείτε κάθε ένοπλο που θα δοκιμάσει να αμφισβητήσει το βρετανικό κύρος στην Αθήνα ή το ελληνικό κύρος για λογαριασμό του οποίου ενεργούμε. Το καλύτερο, φυσικά, θα ήταν να συνυπογράφει τις διαταγές σας κάποια ελληνική κυβέρνηση, και ο Λίπερ ζητάει αυτή τη στιγμή από τον Παπανδρέου να παραμείνει στη θέση του για να σας βοηθήσει. Μη διστάζετε πάντως να ενεργείτε σα να βρισκόσαστε σε κατακτημένη πόλη, όπου θα είχε ξεσπάσει μια τοπική εξέγερση"
Η επόμενη μέρα
Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκέμβρη, πραγματοποιείται η γενική απεργία που είχε προκηρύξει το ΕΑΜ από τις 2 Δεκεμβρίου και ταυτόχρονα τελείται η κηδεία των θυμάτων της προηγούμενης ημέρας. Η νεκρώσιμη ακολουθία γίνεται στη Μητρόπολη της Αθήνας και στη συνέχεια η νεκρική πομπή κατευθύνεται προς το Σύνταγμα. Χιλιάδες λαού συνοδεύουν τους νεκρούς τους ψάλλοντας το πένθιμο εμβατήριο "Επέσατε θύματα …"
Στην κορυφή της πομπής ξεχωρίζει ένα πανό που κρατούν τρεις νεαρές μαυροφορεμένες γυναίκες και το οποίο γράφει : " Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα - ΕΑΜ"
Ο νέος πόλεμος έχει ήδη αρχίσει