Ο ιταλικός Τύπος ανακοινώνει την κατάληψη της Κέρκυρας, των Παξών και των Αντίπαξων στις 31 Αυγούστου 1923
Η ιταλική εισβολή στη Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου του 1940 δεν ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία. Ούτε ξεκινά με το βομβαρδισμό της Έλλης στην Τήνο στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Στην πραγματικότητα, η εισβολή στην Ελλάδα – και γενικότερα στα Βαλκάνια - είχε σφηνωθεί στο μυαλό του Μουσολίνι από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στην εξουσία, το 1922, στα πλαίσια της μεγαλομανούς επιθυμίας τους για αναβίωση της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Πρώτο βήμα μάλιστα αποτέλεσε ο βομβαρδισμός και η προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας το 1923, η οποία έληξε με ταπεινωτικό συμβιβασμό και καταβολή υπέρογκης οικονομικής αποζημίωσης από την Ελλάδα.
Από τότε, η Ελλάδα βρισκόταν διαρκώς υπό το φόβο της ιταλικής εισβολής, η οποία αναβαλλόταν διαρκώς είτε λόγω μη επαρκούς ετοιμότητας της ιταλικής πολεμικής μηχανής είτε λόγω ενστάσεων των Γερμανών για λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω
Ας θυμηθούμε επίσης ότι τα Δωδεκάνησα βρίσκονται από το 1912 υπό ιταλική κατοχή, η οποία νομιμοποιείται διεθνώς με το άρθρο 15 της συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου του 1923
Σε όλη αυτό το χρονικό διάστημα, η Ελλάδα προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω σε τεντωμένο σχοινί παίζοντας το χαρτί της ουδετερότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως από το Σεπτέμβριο του 1939, όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, μέχρι τον Οκτώβριο του 1940, μεσολάβησαν 14 μήνες ελληνικής ουδετερότητας. Τελικά, η χώρα δεν απέφυγε τον πόλεμο, παρά την πολιτική κατευνασμού και ουδετερότητας που ακολουθούσε
Ας πάμε όμως λίγο πίσω στο χρόνο
Μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ελλάδα εντάσσεται στη Βρετανική σφαίρα εξάρτησης και επιρροής. Για τους Βρετανούς, η στρατηγική αξία της Ελλάδας είναι μεγάλη και απορρέει από την ανάγκη προστασίας της Διώρυγας του Σουέζ:
“Η θέση της Ελλάδας ήταν μοναδική για τον σκοπό μας. Πολιτικά ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να μην μας κοστίζει σε περίοδο ειρήνης και αρκετά αδύναμη ώστε να είναι εντελώς υποταγμένη σε περίοδο πολέμου”
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την τραυματική Μικρασιατική καταστροφή, νέες εστίες κινδύνου εμφανίζονται για την Ελλάδα: από τη μία είναι η φιλοδοξία της Βουλγαρίας για διέξοδο στο Αιγαίο και από την άλλη o ιταλικός μεγαλοϊδεατισμός για μια νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη Μεσόγειο.
Για το λόγο αυτό, η Ελλάδα υπογράφει το 1934, μαζί με τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και την Τουρκία το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης, ενώ μετά τον Αύγουστο του 1936, γίνονται δεκτές οι εισηγήσεις του ΓΕΣ για ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας
Όπως όμως αναφέρει ο Σπύρος Λιναρδάτος, ο σχεδιασμός ήταν παντελώς λάθος καθώς θεωρήθηκε πιο πιθανή μια βουλγαρική εισβολή από μια ιταλική:
«οι υπέρογκες πολεμικές δαπάνες της 4ης Αυγούστου ουδόλως συνέβαλαν στην απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, καθότι μονομερώς προσανατολισμένες στην απόκρουση του βουλγαρικού κινδύνου και απόλυτα αναχρονιστικές: Δύο ολόκληρα δις δραχμές έφυγαν για τα οχυρά της γραμμής Μεταξά στην ανατολική Μακεδονία, έναντι μόλις 1,5 – 2 εκατομμυρίων (σ.σ ένα τοις χιλίοις!) που δαπανήθηκαν στην ελληνοαλβανική μεθόριο!»
Και όλα αυτά ενώ η επεκτατική πολιτική της Ιταλίας έναντι της Ελλάδας είχε ήδη εκδηλωθεί με εμφατικό τρόπο από το 1923 με την προσωρινή κατάληψη της Κέρκυρας το 1923. Αφορμή αποτέλεσε η δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι, επικεφαλής της επιτροπής χάραξης της ελληνοαλβανικής μεθορίου, και της ακολουθίας του στις 27 Αυγούστου του 1923.

Οι Ιταλοί θεωρούν υπεύθυνη την ελληνική κυβέρνηση και ζητούν αποζημίωση με ταπεινωτικούς όρους που η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει. Τέσσερεις ημέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου, οι Ιταλοί βομβαρδίζουν και καταλαμβάνουν την Κέρκυρα αφήνοντας πίσω τους δεκάδες άμαχους νεκρούς και τραυματίες Έλληνες.
Τελικά, οι Ιταλοί αποχωρούν από το νησί μετά από ένα μήνα – κατόπιν πιέσεων και των Άγγλων που λειτουργούν ως χωροφύλακες της Μεσογείου- με ένα ταπεινωτικό ελληνικό συμβιβασμό και ύστερα από την καταβολή τεράστιας οικονομικής αποζημίωσης από την πλευρά των Ελλήνων – 500.000 λίρες Αγγλίας - που αναγκάζονται να υποκύψουν στις εκβιαστικές απαιτήσεις των Ιταλών.
Παρά την ταπείνωση και την οικονομική αφαίμαξη της Ελλάδας, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών βελτιώνονται σταδιακά και το 1928 ο Βενιζέλος και ο Μουσολίνι υπογράφουν συνθήκη φιλίας. Παρόμοια συνθήκη, το ίδιο έτος, υπογράφει η Ιταλία και με την Αιθιοπία. Οι συνθήκες αυτές βέβαια -και ειδικά για καθεστώτα όπως αυτά του Μουσολίνι- δεν έχουν καμία δεσμευτική αξία
Παρά τις κινήσεις αυτές, οι Έλληνες έχουν πλήρη επίγνωση πως βρίσκονται κάτω από την επικυριαρχία των Βρετανών και πως οι κινήσεις τους δεν μπορεί να μην συμβαδίζουν με αυτό. Ακόμη και ο ιδεολογικός συγγενής του Μουσολίνι, ο Ι. Μεταξάς, αδυνατεί να φανταστεί πως η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί σε αντίθετο στρατόπεδο από τη Βρετανία. Από τις 28 Φεβρουαρίου 1934 είχε τονίσει σε απόρρητη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών :
«Η Ελλάς δεν είναι μία χερσόνησος περιβρεχομένη από θάλασσαν, αλλά μία θάλασσα περιβαλλομένη υπό ξηράς. Η Ελλάς δεν δύναται λοιπόν να τα βάλει ως εκ της γεωγραφικής θέσεως με καμίαν απολύτως ναυτικήν δύναμιν μεγάλη.
Είναι πράγμα το οποίον ουδέ να σκεφτεί δύναται. Η Ελλάς δύναται να θέσει ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να ευρεθεί εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου, εις το οποίον ευρίσκεται η Αγγλία» (Τα μυστικά Αρχεία του Φόρειν Όφις)
Ενώ σε κάποια άλλη στιγμή δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια που αγγίζει τα όρια του κυνισμού:
«Είμεθα ουδέτεροι εφ΄όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συννενόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικόν τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης»
Σχετικά με το θέμα, ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην “Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους” σημειώνει:
«Θα ήθελε ίσως (ο Μεταξάς) να βοηθήσει τους φασίστες, αλλά αύτό είναι απολύτως αδύνατο, όχι μόνο εξαιτίας της αγγλοφιλίας του βασιλιά που τον στηρίζει αλλά και εξαιτίας της σταθερά προσανατολισμένης προς τη δυτική Ευρώπη ελληνικής πολιτικής, που είχε επιβάλλει ο Βενιζέλος»
Εν τω μεταξύ, ο Μουσολίνι αποδεικνύει έμπρακτα πως δεν μπορεί κανείς να στηρίζεται στα λόγια και στις υποσχέσεις ενός ιμπεριαλιστή. Έτσι, στις 3 Οκτωβρίου του 1935, οι Ιταλοί εισβάλλουν στην Αιθιοπία και μετά από 7 μήνες καταλαμβάνουν την πρωτεύουσά της, Αντίς Αμπέμπα. Όπως είναι φυσικό, οι εξελίξεις αυτές προκαλούν έντονη ανησυχία στην Ελλάδα η οποία παράλληλα, καθ΄ υπόδειξη των Βρετανών, και εν ονόματι της Κοινωνίας των Εθνών, αποφασίζει να συμμετάσχει στις διεθνείς κυρώσεις που αποφασίζονται εναντίον της Ιταλίας
Τον επόμενο χρόνο, η Ιταλία μαζί με τη Γερμανία δημιουργούν τη συμμαχία του Άξονα που σιγά-σιγά θα συμπεριλάβει και άλλες χώρες. Η συμμαχία αυτή εγκαινιάζεται στον ισπανικό εμφύλιο κατά τη διάρκεια του οποίου, από τον Ιούλιο του 1936 έως το Μάρτιο του 1939, οι δύο χώρες του Άξονα στηρίζουν στρατιωτικά τον ιδεολογικό τους συγγενή Φράνκο και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επικράτησή του
Μετά την ολοκληρωτική επικράτηση του Φράνκο στην Ισπανία, ο Άξονας στρέφει την προσοχή του αλλού. Στις 15 Μαρτίου του 1939 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Πράγα – ενώ ήδη από τον προηγούμενο χρόνο έχουν ενσωματώσει την Αυστρία - ενώ στις 7 Απριλίου η Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία, σημαίνοντας άλλο ένα καμπανάκι συναγερμού για την Ελλάδα

από το συλλογικό έργο του Ε-Ιστορικά "ΟΧΙ. Διπλωματία-Προπαγάνδα-Πόλεμος"
Σε προσωπική επιστολή του προς τον δικτάτορα, ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Σιμακόπουλος, στρατιωτικός ακόλουθος στη Ρώμη, προειδοποιεί ότι
«ο Ευρωπαϊκός πόλεμος φαίνεται αναπόφευκτος. Η πολιτική της Ιταλίας με την επιδιωκωμένη αναδημιουργία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και κυριαρχίας της Μεσογείου είναι εις άκρον επίφοβος για την Ελλάδα ιδίως μετά την κατάληψη της Αλβανίας»
Την επόμενη ακριβώς ημέρα της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία, στις 8 Απριλίου του 1939, φοβούμενος άμεση ιταλική επίθεση, ο Μεταξάς επικοινωνεί με τον Βρετανό πρέσβη και του ανακοινώνει πως σε περίπτωση ιταλικής εισβολής θα αντισταθεί, ζητώντας παράλληλα και τη βοήθεια της Βρετανίας
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Απριλίου 1939, η Βρετανία και η Γαλλία ανακοινώνουν ότι θα συνδράμουν την Ελλάδα σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη δύναμη. Η ανακοίνωση αυτή προκαλεί την ικανοποίηση του Μεταξά, αλλά και τη δυσαρέσκεια του Μουσολίνι ο οποίος τον Μάιο του 1939 δηλώνει μεν ότι δεν θα εμπλακεί προς το παρόν σε πόλεμο, όμως παράλληλα τονίζει πως ο μεσοπρόθεσμος στόχος του είναι να θέσει την Ελλάδα, τη Ρουμανία και την Τουρκία εκτός μάχης ακόμη και αν παρέμεναν ουδέτερες, καθώς θεωρούσε πως τα Βαλκάνια αποτελούσαν μέρος του ζωτικού χώρου της Ιταλίας και θεωρούνταν απαραίτητα για την προμήθεια τροφής και πρώτων υλών
Στις 21 Αυγούστου 1939 ο Μεταξάς προειδοποιεί τον Ιταλό πρέσβη στην Ελλάδα Εμμανουέλε Γκράτσι ότι, αν και ο ίδιος απέδιδε τη μέγιστη σημασία στην ελληνοϊταλική φιλία, η Ελλάδα θα πολεμούσε εναντίον κάθε επιβουλής.
Παράλληλα με τους Άγγλους, η Ελλάδα συνομιλεί για αναζήτηση συμμαχίας και με τους Γάλλους. Στις 23 Δεκεμβρίου 1939 φτάνει στην Ελλάδα ως απεσταλμένος των αγγλογαλλικών δυνάμεων, ο στρατηγός Μ.Γκαμελέν. Κατά τις συζητήσεις με τον αρχιστράτηγο Αλ. Παπάγο, οι Γάλλοι τον διαβεβαιώνουν πως θα παράσχουν πλήρη βοήθεια προς την Ελλάδα εάν και όποτε χρειαστεί.
Η απάντηση του Παπάγου στους Γάλλους δείχνει πόσο περίπλοκη και ρευστή ήταν εκείνη τη δεδομένη στιγμή η κατάσταση στην Ευρώπη στο θέμα των συμμαχιών ή πόσο αποπροσανατολισμένη ήταν η ελληνική στρατηγική ηγεσία, καθώς φαίνεται πως εξακολουθούσε να υποτιμά τον ιταλικό κίνδυνο έναντι του βουλγαρικού
Στην απάντησή του αυτή, ο Παπάγος παρατήρησε πως
«δεν αποκλείεται να επεκταθεί ο πόλεμος στα Βαλκάνια και η Ελλάδα να ευρεθεί αναμεμειγμένη εις τον πόλεμον …. είτε αυτομάτως, αμυνομένη της ανεξαρτησίας της, είτε εκπληρούσα συμμαχικάς της υποχρεώσεις … Πάντως ήδη διαφαίνεται ότι η συνεπεία της ιταλικής ενεργείας επέκτασις του πολέμου εις τα Βαλκάνια φαίνεται πολύ περισσότερον απίθανος από την συνεπεία ρωσικής, ρωσογερμανικής ή και γερμανικής ενεργείας όπου θα συμμετείχαν και άλλες χώρες όπως η Ουγγαρία, ιδίως δε η Βουλγαρία»

από το συλλογικό έργο του Ε-Ιστορικά "ΟΧΙ. Διπλωματία-Προπαγάνδα-Πόλεμος"
Οι γαλλικές υποσχέσεις βέβαια αποδεικνύονται χωρίς αντίκρισμα, καθώς η πολεμική μηχανή της Γαλλίας καταρρέει απροσδόκητα γρήγορα κάτω από τη σφοδρότητα της μεγάλης γερμανικής επίθεσης τον Ιούνιο του 1940
Στις 10 Ιουνίου του 1940 η Ιταλία μπαίνει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, κηρύσσοντας τον πόλεμο στη Γαλλία και στη Βρετανία. Την ημέρα εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο, η ελληνική κυβέρνηση ανακοινώνει στους πρέσβεις της Βρετανίας και της Ιταλίας ότι θα τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα. Παράλληλα, ο Μεταξάς στέλνει προσωπικό απεσταλμένο στο Βερολίνο με την παράκληση προς τη γερμανική κυβέρνηση να μεσολαβήσει ώστε να πείσει την Ιταλία να μην παραβιάσει το ελληνικό έδαφος. Ο Μεταξάς πιστεύει ότι η γερμανική κυβέρνηση θα εκτιμήσει την ιδεολογική συγγένεια και θα αναγνωρίσει τις προσπάθειες που κάνει για να κρατηθεί η Ελλάδα ουδέτερη, παρά τη βαθιά της εξάρτηση από τους Βρετανούς
Η απάντηση που παίρνει η ελληνική κυβέρνηση από την εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση του Γ’ Ράιχ είναι πως η Ελλάδα θα είχε τη στήριξή της μόνο εάν εκδηλωνόταν ανοιχτά στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα. Στις 12 Αυγούστου του 1940, ο Μεταξάς βλέποντας πλέον ως βέβαιη την ιταλική επίθεση, ζητάει ξανά από το γερμανό πρέσβη στην Αθήνα τη μεσολάβηση του Βερολίνου. Ο πρέσβης του προτείνει ξανά έναν πλήρη επαναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, παύση της ουδετερότητας και ένταξη στις δυνάμεις του Άξονα – κάτι που ο Μεταξάς δεν θέλει ή δεν τολμά να κάνει
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 15 Αυγούστου του 1940, ένα ιταλικό υποβρύχιο βυθίζει το αντιτορπιλικό Έλλη στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Δεκαπενταύγουστου. Μολονότι η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει από την πρώτη στιγμή τους υπαιτίους, δίνει αυστηρότατες οδηγίες στον Τύπο να μην γίνει η παραμικρή νύξη

Στις 16 Αυγούστου, σε έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο, ο Μεταξάς ανακοινώνει ότι σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα θα σταθεί στο πλευρό της Βρετανίας. Παράλληλα όμως, δεν σταματά τις επαφές του με τους Γερμανούς οι οποίοι, στις 27 Αυγούστου, μέσω απάντησης του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών στον Έλληνα πρέσβη, καλούν την Ελλάδα να υποκύψει στις όποιες εδαφικές απαιτήσεις των Ιταλών
Πάντως οι Γερμανοί –προς το παρόν τουλάχιστον – δεν επιθυμούν ιταλική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα, καθώς ο Χίτλερ φοβάται μήπως μια περιπέτεια των Ιταλών στα Βαλκάνια έπαιρνε διαστάσεις και προκαλούσε την επάνοδο των Βρετανών στην Ευρώπη ή την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο ή ακόμη και επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης που θα συνιστούσε απειλή για τη Ρουμανία και τις παροχές πετρελαίου
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο Χίτλερ προβάλλει βέτο σε μια πιθανή ιταλική εισβολή τον Αύγουστο του 1940, όταν η Ρώμη προκαλεί τον τορπιλισμό της Έλλης. Βέβαια, όπως εύστοχα προειδοποιεί ο Έλληνας πρέσβης στη Ρώμη:
«η γερμανική αντίθεση δεν αποτελεί ασφάλεια, εφόσον συνδέεται ένα συγκεκριμένο πολεμικό γεγονός και υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να εκτονωθεί από ώρα σε ώρα»

από το συλλογικό έργο του Ε-Ιστορικά "ΟΧΙ. Διπλωματία-Προπαγάνδα-Πόλεμος"
Τελικά όμως η εισβολή αποφασίζεται και φαίνεται πως το τελικό έναυσμα δίνει η γερμανική εισβολή στη Ρουμανία στις 12 Οκτωβρίου του 1940. Ο Μουσολίνι δυσανασχετεί βλέποντας τη Γερμανία να διεισδύει στα Βαλκάνια -που τα θεωρούσε σφαίρα συμφερόντων της Ιταλίας- . Επιπλέον είναι έξαλλος καθώς, για ένα περίεργο λόγο, δεν είχε ενημερωθεί για τη γερμανική επέμβαση:
«Ο Χίτλερ με έθετε πάντοτε προ τετελεσμένων γεγονότων. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα: θα ανακαλύψει από τον Τύπο ότι εγώ εισέβαλλα στην Ελλάδα»
Αποφασίζει πλέον οριστικά να εισβάλλει στην Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις που εξακολουθούσαν να προβάλλουν οι Ιταλοί στρατιωτικοί με προεξάρχοντα τον στρατάρχη Μπαντόλιο. Στις 14 Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι καθορίζει την ημερομηνία της επίθεσης και στις 22 Οκτωβρίου ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο συντάσσει το γνωστό τελεσίγραφο, το οποίο είναι ένα κείμενο που δεν αφήνει καμία διέξοδο στην Ελλάδα. Είτε θα αποδεχόταν την κατοχή παραδιδόμενη είτε θα δεχόταν επίθεση
Όπως ο ίδιος ο Μεταξάς ανέφερε σε απόρρητη συνομιλία με τους διευθυντές των μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων την επαύριον της 28η Οκτωβρίου:
«Ομολογώ ότι εμπρός εις τη φοβεράν ευθύνη της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω, εάν θα ήτο δυνατόν, να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικότερα συμφέροντα του έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνση του Άξονος, μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι η μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μια εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την “Nέαν Tάξιν” . […] Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την “Nέαν Tάξιν” προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας.
[…] Και ναι μεν αυτό θα συνηπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχε δια την Ελλάδα η Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν
[…] Με καταφανή προσπάθεια προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού, μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο η εγγύησις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιωρίζοντο εις το ελάχιστον δυνατόν
Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επιτέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το “ελάχιστον”, τελικώς μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρία, ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς, (Αλεξανδρουπόλεως).
Δηλαδή θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τον πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την “τιμήν” με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρία. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψει κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος.
Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον υπερασπίζοντες πλέον των εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον»
Αδιέξοδο λοιπόν το τελεσίγραφο των Ιταλών και απολύτως ορθολογική η στάση του Ι.Μεταξά που ορθώς διέβλεψε τόσο την αντίδραση του ελληνικού λαού σε μια τυχόν επαίσχυντη συμφωνία όσο και την αντίδραση των Βρετανών
Είναι φανερό πάντως πως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ελληνική διπλωματία απέτυχε να συνειδητοποιήσει ότι η Ιταλική επεκτατικότητα απέρρεε από την οργανική σχέση μεταξύ επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής και φασιστικής ιδεολογίας.
Τον Ιανουάριο του 1941, λίγο πριν πεθάνει, ο Μεταξάς παραδέχθηκε ότι έσφαλε πιστεύοντας ότι η ιδεολογική συνάφεια με την Ιταλία και την Γερμανία θα μπορούσε να προστατεύσει την Ελλάδα.
«Η Ελλάς έγινε από τις 4 Αυγούστου κράτος αντικομμουνιστικό, κράτος αντικοινοβουλευτικό, κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάση αγροτική και εργατική και κατά συνέπειαν αντιπλουτοκρατικό.
[…] Επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε τη συγγένεια του ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικότατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικότατη. Και όμως ήταν εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική
[…] Ώστε και ο αντικομμουνισμός (της Ιταλίας και της Γερμανίας) ψεύτικος, και η ολοκληρωτικότητά τους η κρατική, ψεύτικη, και ο αντικοινοβουλευτισμός τους ψεύτικος, και η αντιπλουτοκρατία τους ψεύτικη, και ό,τι άλλο παρόμοιο ψεύτικο.
Αληθινό δε είναι ένας διψασμένος ιμπεριαλισμός. Αυτός για τον οποίο κατηγορούν τους Άγγλους»

από το συλλογικό έργο του Ε-Ιστορικά "ΟΧΙ. Διπλωματία-Προπαγάνδα-Πόλεμος"
Ο εφησυχασμός και η αφέλεια πολλών Ελλήνων διπλωματών μετά το 1935-1936 έγινε αντικείμενο χλευασμού από τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος, από τον Ιούνιο ήδη του 1940, σημείωνε διαβλέποντας το ζοφερό μέλλον:
«Όσοι είναι μέσα στα πράγματα είναι ευχαριστημένοι που ο Ντούτσε κηρύχνοντας τον πόλεμο είπε πως δεν θα μας πειράξει αν δεν του δώσουμε αφορμή. […] Όχι πως δεν έχουν την νοημοσύνη να καταλάβουν τι κούφια πράγματα είναι κάτι τέτοιες υποσχέσεις, αλλά θαρρείς πως έχουν το συναίσθημα -ένα είδος δεισιδαιμονίας- ότι η σωτηρία κρέμεται από την πίστη που θα φανούν πως δίνουν σε αυτές. […] Κουτοπονηριές που έχουνε πέραση ώσπου να φτάσει το λεπίδι στον αυχένα»
Αν η επιλογή του Mεταξά να μην ενδώσει στη φασιστική απαίτηση δικαιώθηκε ιστορικά, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την ενστερνίστηκε και την αγκάλιασε ο ελληνικός λαός σχεδόν στην παμψηφία του. Ο Μεταξάς κατέληξε στην απόφαση αυτή με κριτήρια ορθολογικά. Οι Έλληνες βάδισαν προς την ίδια κατεύθυνση παρακινημένοι από αυτό το αίσθημα που ο Άγγελος Τερζάκης χαρακτήρισε ως “πάθος ελευθερίας”
«Αγωνιζόμαστε για τη σωτηρία όλων εκείνων των υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι μας πρόγονοι που σήμερα βλέπουμε να απειλούνται από το κύμα της βαρβαρότητας και της βίας»
τόνιζαν σε κοινό διάγγελμά τους κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες - ανάμεσά τους Παλαμάς, Σικελιανός, Μυριβίλης, Ξενόπουλος, Δροσίνης, Παρθένης, Δέης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Αλεξίου, Βενέζης, Βρετάκος, Δημαράς, Ελύτης, Θεοτοκάς, Σεφέρης, Τερζάκης διακηρύσσοντας
«Ελεύθεροι άνθρωποι όλων των εθνών, μην ξεχνάτε ότι η Ελλάδα πολεμάει για τη μοίρα του κόσμου»
ΥΓ1. Για να έχουμε μία πλήρη εικόνα του τι σημαίνει φασισμός και πόσο υποκριτική είναι η αγάπη που δηλώνει ότι έχει για την πατρίδα, καλό είναι να θυμίσουμε πως την κρίσιμη ώρα που η πατρίδα έδινε τον ύστατο αγώνα επιβίωσης, ο Μεταξάς αρνήθηκε να αποφυλακίσει 600 φυλακισμένους κομμουνιστές οι οποίοι του ζητούσαν να τους στείλει στο Μέτωπο για να πολεμήσουν του Ιταλούς. Η τραγική κατάληξη ήταν να παραδοθούν οι Έλληνες κομμουνιστές από την ελληνική κατοχική κυβέρνηση στους ναζί κατακτητές, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν ως ομήρους και τους εκτέλεσαν ως αντίποινα για τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
ΥΓ2. Για να έχουμε και μια εικόνα της προσωπικότητας του δικτάτορα Μεταξά, ενός φασίστα δικτάτορα που η ιστορία φρόντισε να του φιλοτεχνήσει μία αγιογραφία, ας θυμηθούμε κάποιες από τις σημειώσεις που άφηνε στο ημερολόγιό του κατά τη διάρκεια του πολέμου - σημειώσεις που έδειχναν την ανησυχία για τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού (!) και την αγωνία για το μέλλον του καθεστώτος του
Στις 5 Δεκεμβρίου 1940 ο Μεταξάς γράφει στο ημερολόγιο του: «Συνεχείς νίκαι προχωρήσεως. Ανησυχίαι για το μέλλον μου; Είναι σωστό αυτό; Εκ μέρους μου;».
Ενώ στις 31 Δεκεμβρίου 1940: «Σε τέτοιον αγώνα τα εσωτερικά πολιτεύματα σβήνονται. Ποιό θα μείνει όρθιο; Ο Θεός βοηθός»
Πηγές
Όπου δεν γίνεται αναφορά μέσα στο κείμενο , οι πηγές προέρχονται από το συλλογικό έργο Ε-ΙΣΤΟΡΙΚΑ : "ΟΧΙ-Διπλωματία-Προπαγάνδα-Πόλεμος"