"Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη" - Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ'
Δύσκολη η ανάγνωση της ιστορίας και πολλές φορές πολλαπλές οι αναγνώσεις της. Μερικές φορές είναι προτιμότερο να αναφέρουμε μόνο τα γεγονότα και να αφήνουμε τον αναγνώστη να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του. Αυτό θα κάνουμε σήμερα. Προσπαθώντας να φωτίσουμε τα γεγονότα που συνέβησαν τη νύχτα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου του 1940, θα αφήσουμε να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές εκείνης της ημέρας. Θα διαβάσουμε αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ιταλού πρέσβη Gracci. Θα διαβάσουμε τις «Μέρες Γ’» του Γιώργου Σεφέρη, που υπηρετούσε εκείνη την εποχή ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Θα διαβάσουμε αποσπάσματα από τη συζήτηση μεταξύ του Ιωάννη Μεταξά και των διευθυντών και αρχισυντακτών του αθηναϊκού τύπου στις 30/10/1940, μια συζήτηση που έγινε σε απόρρητο χαρακτήρα στο Γενικό Στρατηγείο. Θα διαβάσουμε, τέλος, την ανοικτή επιστολή του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, προς τον ελληνικό λαό τρεις ημέρες μετά την εισβολή των Ιταλών, στις 31 Οκτωβρίου 1940. Ο Ζαχαριάδης, κρατούμενος ήδη από το Σεπτέμβριο του 1936 από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, καλούσε με την επιστολή αυτή τον ελληνικό λαό να αντισταθεί στην ιταλική εισβολή με κάθε τρόπο. Ας σημειώσουμε εδώ πως ο Ζαχαριάδης, όπως και εκατοντάδες άλλοι Έλληνες πολιτικοί κρατούμενοι που κρατούνταν σε φυλακές ή ήταν εξόριστοι, με την εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, παραδόθηκαν από τους Έλληνες δεσμώτες τους στους Γερμανούς κατακτητές.
Ας αρχίσουμε όμως την ανάγνωση της ιστορίας. Από το ημερολόγιο του Gracci διαβάζουμε:
«Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιας μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δω τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον.
Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω δε της προσπάθειάς μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει τρεις. Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, που έκαμε την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό.
Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940.
Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
-Μεταξάς: Λοιπόν έχουμε πόλεμο (Alors, c’ est la guerre).
-Γκράτσι: Όχι απαραίτητα Εξοχότατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσίν της και θ’ αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
-Μεταξάς: Και ποια είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις;
-Γκράτσι: Δεν είμαι εις θέσιν να σας είπω, Εξοχότατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν με ενημέρωσε… Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
-Μεταξάς: Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
-Γκράτσι: Όχι, Εξοχότατε. Είναι τελεσίγραφον.
-Μεταξάς: Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-Γκράτσι: Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
-Μεταξάς: Όχι! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως. Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μια τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί. Πρέπει να ετοιμασθώ, να κατέβω εις τας Αθήνας, να ξυπνήσω τον Βασιλέα, να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες, έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα. Η Ιταλία, η οποία δε μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος.
(μετά από μια σύντομη παύση)
-Μεταξάς: Πολύ καλά λοιπόν, έχομεν πόλεμον.
Εκείνη την εποχή, ο Γιώργος Σεφέρης είναι προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. Αυτός, άλλωστε, συνέταξε το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, λίγη ώρα μετά την αποχώρηση του Γκράτσι από την κατοικία του Μεταξά. Στις Μέρες Γ' (1934-1940), περιγράφει τη σκοτεινή εκείνη νύχτα :
«Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή. Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ' ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες…»
Δυο μέρες μετά την ιταλική εισβολή, ο Ιωάννης Μεταξάς , μιλώντας στους διευθυντές και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου σε μια συζήτηση με απόρρητο χαρακτήρα προσπαθούσε να εξηγήσει γιατί αρνήθηκε το ιταλικό τελεσίγραφο. Αφού αναφέρθηκε στο τι προηγήθηκε του πολέμου, στις επαφές που είχε ο ίδιος με τον Χίτλερ και στην απαίτηση του τελευταίου να προσχωρήσει η Ελλάδα στον "άξονα" παραχωρώντας εδάφη σε Ιταλία και Βουλγαρία, ο Μεταξάς πρόσθεσε:
«Όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει […] θυσίας τινάς διά την Ελλάδα […] Μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς».
Και ο Μεταξάς συνέχισε μιλώντας για το ρόλο που πίστευε πως θα αναλάμβανε η Αγγλία: " Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μιαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δε θα παρέλειπαν υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος στους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον...
… Θα εδημιουργούντο έτσι - είπε - όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν Ελλάδες. Πρώτη θα ήτο η "επίσημος των Αθηνών"... Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του έθνους, το οποίον ποτέ δε θα απεδέχετο την εκουσίαν υποδούλωσίν του, πληρωμένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον... Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δε θα παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού στόλου εις τας νήσους Κρήτην και τας άλλας. Η τρίτη Ελλάς, η "δημοκρατική", θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας, εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις τη Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετε η τρίτη αυτή Ελλάς την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της "Δευτέρας Ελλάδος", της εθνικής δημοσίας γνώμης εν την παμψηφία της"
Εκτός, όμως, από την αποφυγή της εδαφικής συρρίκνωσης, ο Μεταξάς πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να συμμαχήσει με τους Συμμάχους, γιατί εκείνοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο:
«[Από] αυτόν τον πόλεμον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν […] O καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, διά την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνο με κοσμοκρατορίαν […] Αλλά η κοσμοκρατορία διά την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στη Δουνκέρκη. O πόλεμος διά τον Άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης».
Μία μέρα μετά τη συζήτηση που είχε ο Μεταξάς με τους εκπροσώπους του αθηναϊκού τύπου και τρεις μέρες μετά την ιταλική εισβολή, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, μέσα από τη φυλακή που τον είχε ρίξει το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, απευθύνει ανοικτή επιστολή στον ελληνικό λαό, με την οποία τον καλεί να αντισταθεί στην ιταλική εισβολή με κάθε μέσο:
«Προς το λαό της Ελλάδας
Ο φασισμός του Μουσσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.
Αθήνα 31 του Οκτώβρη 1940
Νίκος Ζαχαριάδης
Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ».
Κάπως έτσι ξεκίνησε άλλη μια μεγάλη περιπέτεια του ελληνικού λαού που δεν τελείωσε με τη λήξη του πολέμου, όπως συνέβη με τους υπόλοιπους λαούς, αλλά συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ή και δεκαετίες ακόμη με τον εμφύλιο, με τους διωγμούς των αριστερών, με τη χούντα του Παπαδόπουλου. Με τους περισσότερους συνεργάτες των Γερμανών, όχι μόνο να μένουν ατιμώρητοι, αλλά να μετέχουν ισότιμα στη σύσταση του νέου «εθνικόφρονος» κράτους, αναγκάζοντας το Μάνο Χατζιδάκι να σχολιάσει γι’ αυτό : “Για μια ακόμη φορά νικήσανε οι Χίτες, οι κουτσαβάκηδες, οι ταγματασφαλίτες, οι βασανιστές και οι μέλλοντες Μιχαλόπουλοι και Κουρήδες”
Για τη συγγραφή του άρθρου διαβάσαμε
tanea.gr/28i-oktovriou-1940-o-dramatikos-dialogos-metaksa-gkratsi-kai-to-oxi
thetoc.gr/ο-giwrgos-seferis-to-1940-paramones-tou-polemou
rizospastis.gr/Η Ελλάδα της 4ης Αυγούστου και ο κόσμος
vice.com/gr/sto-sxoleio-den-mas-ema8an-giati-o-meta3as-eipe-oxi