" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Σήμερα έγινε, όπως σε όλη την Ελλάδα άλλωστε, η τελετή αγιασμού των υδάτων στο λιμάνι της Ραφήνας. Εμείς, η Attica Voice δηλαδή, δεν πήγαμε. Δεν θέλαμε η βλάσφημη παρουσία μας να βεβηλώσει την ιερότητα της στιγμής και να διαταράξει τη θρησκευτική κατάνυξη των αρχόντων του τόπου και του χριστεπώνυμου πλήθους που τους ακολουθούσε.

Αντί αυτού, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε από το Luben.tv την κορυφαία δεκάδα εκδηλώσεων λατρείας και θρησκευτικής πίστης κατά την τελετή των Θεοφανείων. Είμαστε σίγουροι ότι και φέτος θα έχουμε κάποια στιγμή που θα αξίζει να πάρει και αυτή τη θέση της ανάμεσα στις καλύτερες.

Ειλικρινά, δεν νομίζουμε πως υπάρχει κάποιος άλλος λαός που να μπορεί να ευτελίζει με τόση ευκολία και τόση πεποίθηση, όσα θεωρεί ιερά.

Επί τη ευκαιρία, θέλουμε να εξάρουμε την κοινωνική προσφορά του Luben.tv και να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας που καταφέρνει να αναδείξει με τόσο εύστοχο τρόπο τη γελοιότητα μιας βαθιά υποκριτικής κοινωνίας και ενός σάπιου και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος

 

Στην μικρή παραλιακή πόλη, κάθε χρόνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ανήμερα των Φώτων, τα καφενεία γέμιζαν από νωρίς. Το ίδιο και η εκκλησία, αφού όσοι δεν πήγαιναν στα καφενεία πήγαιναν στην εκκλησία για τη λειτουργία των Θεοφανίων. Μετά, κατά τις δώδεκα, αντάμωναν οι πελάτες των καφενείων με εκείνους της εκκλησίας στο λιμάνι, για να παρακολουθήσουν τον καθιερωμένο αγιασμό των υδάτων που στην συγκεκριμένη πόλη τα «ύδατα» ήταν η θάλασσα του λιμανιού αναμεμιγμένη με λίγα πετρέλαια, λάδια, αποπλύματα της ασφάλτου από πρόσφατες βροχές και άλλα υγρά και στερεά  που επέπλεαν. Δεν πείραζε όμως κανέναν αφού όλοι τα είχαν συνηθίσει. Όπως και τον αέρα που όταν εξελισσόταν απόπλους ή ελλιμενισμός πλοίου, γέμιζε από τα ντουμάνια. Στην τελετή όμως του αγιασμού δεν υπήρχε κίνηση πλοίων, οπότε τουλάχιστον ο αέρας, ήταν καθαρός.

Μία τέτοια μέρα ήταν και εκείνη. Ήταν δεν ήταν δέκα παρά τέταρτο όταν η πομπή των ιερουργών έφτασε στο λιμάνι από την εκκλησία. Μαζί τους και οι επίσημοι που με βία ξεχώριζαν από τις καλοντυμένες κυρίες και τους κουστουμαρισμένους κύριους  που είχαν συρρεύσει να παρακολουθήσουν την τελετή. Αλλά το έμπειρο μάτι τους ξεχώριζε γιατί οι άλλοι καλοντυμένοι απλά μιλούσαν μεταξύ τους. Οι «επίσημοι» όμως κουνούσαν και τα χέρια τους είτε κάνοντας χειραψίες είτε τονίζοντας με τις χειρονομίες τους τις σταθερά επαναλαμβανόμενες εξαγγελίες τους ή απλά σχεδιάζοντας στον αέρα τον αυτοθαυμασμό τους. Οι χειρονομίες τους δε, διακόπτονταν περιστασιακά όταν τους καλούσε ο ιερέας, με τα λόγια της λειτουργίας, να κάνουν τον σταυρό τους. Βέβαια πολλοί συνεπαρμένοι από τα λόγια τους, το ξεχνούσαν αλλά έτσι και αντιλαμβάνονταν πως κάποιο «ορθόδοξο» μάτι τους κάρφωνε, έκαναν αμέσως τον σταυρό τους, έστω και με καθυστέρηση.

Όλο αυτό το ανθρώπινο κοπάδι είχε συρρεύσει στο λιμάνι και παρακολουθούσε τη δοξολογία. Κάποιοι έδειχναν χαρούμενοι, άλλοι νυσταγμένοι, άλλοι πεινασμένοι αλλά πάντως οι περισσότεροι έμοιαζαν να αδημονούν για το τέλος της λειτουργίας. Θα ακολουθούσε δεξίωση κατά τα ανακοινωθέντα, όπου ο δήμαρχος της πόλης θα παρέθετε εορταστικό γεύμα μετά εκλεκτών εδεσμάτων και ποτών. Λογικό ήταν λοιπόν, όσοι από τις 8:30 το πρωί βρίσκονταν στην εκκλησία και τώρα στο λιμάνι, να έχουν πεινάσει. Χώρια που ο θαλασσινός αέρας ανοίγει και την όρεξη, όπως και να το δει κανείς. Μόνο τρία ή τέσσερις νέοι, ντυμένοι με πετσέτες και μπουρνούζια στέκονταν σε μια μεριά όλοι μαζί, τουρτουρίζοντας. Ήταν εκείνοι που ήθελαν να βουτήξουν στη θάλασσα για να πιάσουν τον σταυρό που θα έριχνε ο ιερέας στη θάλασσα για να την αγιάσει. Η παράδοση θέλει αυτόν ή αυτήν που θα πιάσει τον σταυρό να αποκτά την ευλογία του, πράγμα που συνεπαγόταν κατά την ίδια αντίληψη, τύχη και πρόοδο για τον τροπαιούχο.  Έτσι όσοι –νέοι κυρίως- αψηφούσαν το κρύο για να κερδίσουν την ευλογία ήταν παραταγμένοι, όρθιοι στα τσιμέντα του λιμανιοί, έτοιμοι να βουτήξουν μόλις έπεφτε ο σταυρός στα νερά.

Μέσα στο πλήθος, μπροστά - μπροστά και λίγο πίσω από την ομάδα των ιερέων, στέκονταν οι πιο επίσημοι από τους επισήμους. Ο βουλευτής της περιοχής, ο δήμαρχος και κάποιοι αντιδήμαρχοι, περιμένοντας και αυτοί την ολοκλήρωση της τελετής και το γεύμα που θα ακολουθούσε. Δίπλα τους και σε μικρή απόσταση, προς την άκρη του λιμανιού είχαν τώρα πάει και οι νεαροί με τα μπουρνούζια και τα μαγιό.

Λίγο η συνεχής σιωπή του κόσμου, την ώρα της λειτουργίας, λίγο το κρύο, ήταν και η μικρή απόσταση που χώριζε τον βουλευτή από τους υποψήφιους ευλογημένους βουτηχτές, ξεκίνησαν να συζητούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους.

-Μπράβο παιδιά που θα βουτήξετε για τον σταυρό. Την ευλογία του να έχετε, είπε ο βουλευτής στον νεαρό που ήταν πιο κοντά του.

-Α! κύριε βουλευτά, ο Άκης εδώ είναι από τους καλύτερους και πιο ευσεβείς νέους του τόπου μας, έκανε τη σφήνα του ο δήμαρχος που στεκόταν δίπλα στον βουλευτή.

-Σιγά άνθρωπε μου, που ήσουν και με τρόμαξες; αντιγύρισε στον δήμαρχο ο βουλευτής που είχε ξαφνιαστεί από το απρόκλητο μπάσιμο του δημάρχου.

-Εδώ. Δίπλα σας στεκόμουν και άκουσα που μιλήσατε στον νεαρό, είπε απολογητικά ο δήμαρχος.

-Χμμμ, ναι. Σωστά. Απλά δεν περίμενα να απαντήσετε εσείς κύριε δήμαρχε….. Λοιπόν…. Άκη –Άκη δεν σε λένε;- Τα συγχαρητήρια μου που θα βουτήξεις για τον σταυρό. Μπράβο σε σένα και στα άλλα παιδιά….

 

Σσσσσους, ακούστηκε από πίσω. Η κουβέντα του βουλευτή και  του δημάρχου με τον αμίλητο Άκη είχε ακουστεί σαν θόρυβος πάνω στη λειτουργία. Ο βουλευτής σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα αλλά συνέχισε.

-Παιδιά, όποιος πιάσει τον σταυρό να έρθει εδώ μπροστά μου να βγει για να μας πάρουν οι κάμερες. Εγώ θα σκύψω να τραβήξω πάνω στον ντόκο όποιον πιάσει τον σταυρό. Εντάξει;  Είπε χαμηλόφωνα ο βουλευτής στους νεαρούς που περίμεναν υπομονετικά να πέσει ο σταυρός στη θάλασσα.

-Ξέρετε κύριε, του είπε ο Άκης, το ίδιο πράγμα μας ζήτησε και ο δήμαρχος. Πως θα γίνει να μας τραβήξετε και οι δύο;

Ο βουλευτής κοίταξε με βλοσυρό ύφος τον δήμαρχο.

-Καλά,  δεν ντρέπεσαι να σκηνοθετείς τέτοια πράγματα, χρονιάρες μέρες; του είπε

-Γιατί; Το ίδιο πράγμα δεν ζητήσατε κι εσείς; απάντησε χαιρέκακα ο δήμαρχος και συνέχισε. Εκλογές έχουμε. Και για εσάς και για εμάς. Και η τελετή είναι μία. Δεν γίνεται να έρχεστε στο σπίτι μας και να θέλετε να γίνετε πρωταγωνιστής της εκδήλωσης.

-Κι εμένα σπίτι μου είναι, ανταπάντησε ο βουλευτής ξινισμένα. Εδώ εκλέγομαι.

Σσσσσσουςς, ξανακούστηκε από πίσω η ενοχλημένη φωνή. «Λύστε τα μετά αυτά αφού δεν τα λύσατε πιο πριν»

-Συγγνώμη που μπαίνω στην κουβέντα, είπε δειλά και χαμηλόφωνα ο Άκης. Μπορώ να προτείνω κάτι;

-Για λέγε Άκη, παιδί μου του είπε ο δήμαρχος.

-Λοιπόν, έχουμε συνεννοηθεί με τα παιδιά να πιάσω εγώ φέτος τον σταυρό. Ο Γρηγόρης τον έπιασε πέρυσι και ο Κώστας πρόπερσι. Ο Μένιος, ο μικρός, θα τον πιάσει του χρόνου. Λέω να έρθω μπροστά σας και ο κύριος βουλευτής να με πιάσει για να τον πάρει η κάμερα και μετά, βγαίνοντας από το νερό, δίνω τον σταυρό στον δήμαρχο για να τον δώσει στον παπά. Έτσι θα είναι κι αυτός μπροστά στην κάμερα. Πως σας φαίνεται;

-Λαμπρά! Μπράβο Άκη! Είπε ο βουλευτής, που μέσα στον ενθουσιασμό του μίλησε λίγο πιο δυνατά προκαλώντας και πάλι την ενοχλημένη φωνή που τώρα ήταν πιο ενοχλημένη από πριν: ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣσσσσς.

- Τι θα πει λαμπρά; είπε ο δήμαρχος.  Διαφωνώ. Εγώ θα σε βγάλω από το νερό (σκέφτηκε πως έτσι θα είχε μεγαλύτερη διάρκεια πλάνου).  Μετά θα δώσω τον σταυρό στον κύριο βουλευτή για να τον δώσει στον παπά.

-Ας είναι, έκανε ξινισμένος ο βουλευτής και γυρνώντας στον δήμαρχο συμπληρώνει Είσαι πολύ….. πολύ…… τέλος πάντων, μέρα που ‘ναι.

Η συμφωνία τοποθέτησης προϊόντος στην τελετή του αγιασμού των υδάτων, έκλεισε. Έμεναν λίγα λεπτά μέχρι την στιγμή της ρίψης του σταυρού. Βουλευτής και δήμαρχος αγριοκοιτάχτηκαν μεταξύ τους αλλά σχεδόν αμέσως αλληλοπεριφρονήθηκαν και πήραν θέση για την παράσταση τους.

Είχε περάσει τις δώδεκα η ώρα όταν η ιερείς και οι ψάλτες άρχισαν το «Εν Ιορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…..» και ο επικεφαλής έκανε την κίνηση να ρίξει τον σταυρό στη θάλασσα. Ένα λεπτό μετά βούτηξαν και οι νεαροί για να μαζέψουν τον σταυρό, οποίος κρεμόταν και από ένα κορδόνι -για καλό και για κακό. Όλα έγιναν όπως είχαν συμφωνήσει τα παιδιά μεταξύ τους. Τον σταυρό τον έπιασε ο μικρός, ο Μένιος, αλλά τον έδωσε κάτω από το νερό στον Άκη. Ο Άκης άρχισε να κολυμπάει προς τα τσιμέντα του λιμανιού που τον περίμενε ο δήμαρχος. Ο δήμαρχος έσκυψε πάνω από το νερό αλλά αντί να πιάσει το χέρι του Άκη, έπιασε τον σταυρό και τον τράβηξε. Ο βουλευτής βλέποντας τον δήμαρχο να αθετεί τον λόγο του, έσκυψε για να προλάβει να πάρει τον σταυρό από το χέρι του Άκη. Ο Άκης νομίζοντας πως ο βουλευτής έσκυψε να τον βοηθήσει, αφού ο δήμαρχος τον έγραψε κανονικότατα, του αρπάζει το χέρι. Σαν κολυμβήτριες συγχρονισμένης κολύμβησης, δήμαρχος και βουλευτής βρέθηκαν στο νερό. Μαζί με τον Άκη και τον σταυρό που στο μεταξύ είχε γλιστρήσει από τα χέρια του δημάρχου. Το πλήθος βοούσε. Άλλοι είχαν σκάσει στα γέλια, μεταξύ των οποίων ήταν  και πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι του δημάρχου όπως και παρατρεχάμενοι του βουλευτή. Άλλοι είχαν μείνει άφωνοι, ενώ οι ιερείς, ψάλτες και λοιποί βοηθοί είχαν γίνει κατακόκκινοι από θυμό. Ο επικεφαλής παπάς άρχισε να τραβάει τον σπάγκο για να τραβήξει πάνω τον σταυρό. Βουλευτής και δήμαρχος βρίζονταν και έκαναν πατητές ο ένας στον άλλο, εξοργισμένοι. Ο Άκης κολύμπησε σε ένα άλλο σημείο, με πιο  εύκολη πρόσβαση και βγήκε από το νερό και έτρεξε να τυλιχτεί στο μπουρνούζι του.

Από το συγκεντρωμένο πλήθος, δυο τρείς πλησίασαν την άκρη της προκυμαίας για να βγάλουν τους βρεγμένους και  εξοργισμένους επισήμους. Αυτοί ακόμα χτυπιόνταν και δεν έδιναν σημασία στα χέρια που άπλωναν αυτοί που πήγαν για να τους βγάλουν. Τώρα πια κανείς δεν ήταν ούτε αμίλητος ούτε θυμωμένος. Όλοι είχαν ξεσπάσει σε τρανταχτά γέλια και κάποιοι έτρεχαν να βρουν κάποιο απόμερο σημείο για να απαλλαγούν από την πίεση που είχαν προκαλέσει τα γέλια στην ουροδόχο κύστη τους .

Πέρασαν περίπου δέκα λεπτά με τους επίσημους να τσακώνονται μέσα στο νερό σαν τους θαλάσσιους ελέφαντες σε αναπαραγωγική περίοδο. Τελικά, μην αντέχοντας άλλο και έχοντας πιει αρκετό από το μίγμα θαλασσινού νερού, πετρελαίου, ομβρίων απορροών  και κάποιων λυμάτων, ηρέμησαν και έπιασε ο καθένας και ένα χέρι από αυτά που είχαν απομείνει να περιμένουν καρτερικά ανταπόκριση από τους αποκαμωμένους θαλάσσιους παλαιστές. Τους τράβηξαν έξω, όχι χωρίς δυσκολία αφού τουλάχιστον ο ένας είχε και αρκετά παραπανίσια κιλά που ούτε η θαλάσσια άνωση δεν μπορούσε να τα εξισορροπήσει. Η τελετή είχε λήξει μαζί με τον καυγά.

………….

Στο κέντρο που ήταν προγραμματισμένο να παρατεθεί το γεύμα, οι μάγειρες και οι σερβιτόροι βρίσκονταν σε αναβρασμό. Τα κρέατα είχαν ψηθεί και τώρα τα έβαζαν σε θερμοθάλαμο. Τα ψάρια όμως; Πως θα σέρβιραν ψάρια από θερμοθάλαμο; Θα αποτελούσε προσβολή για τη φήμη του μαγαζιού. Και αυτοί οι άτιμοι οι συνδαιτημόνες δεν φαίνονταν στον ορίζοντα. Τι είχε συμβεί;

Λαχανιασμένος μπήκε στην αίθουσα άλλος βουλευτής της περιοχής που είχε παραβρεθεί σε άλλη λειτουργία, σε δεξαμενή ύδρευσης αυτή τη φορά,  όπου είχε φρακάρει ένας σωλήνας και είχε βοηθήσει να τον ξεφρακάρουν με ένα τσεκούρι που είχε πάντα στο αυτοκίνητο του. Κρατούσε ακόμα το τσεκούρι του στο χέρι όταν μπήκε στην αίθουσα του γεύματος

-Που είναι όλοι; Ακόμα δεν ήρθαν; Κι εγώ που νόμιζα πως άργησα… είπε ο βουλευτής

-Μας έχουν στήσει. Δεν ξέρω τι έγινε αλλά καθήστε να σας κεράσουμε ένα κρασί όσο θα τους περιμένετε. Και αν θέλετε αφήστε το τσεκούρι να το βάλουμε εδώ, είπε ο αρχισερβιτόρος δείχνοντας τον κουβά που βάζουν τις ομπρέλες  των πελατών τις βροχερές ημέρες.

-Δεν καταλαβαίνω, αφού τους είπα πως έχω να πάω και αλλού, είπε με απορία ο βουλευτής

-Κάτι θα έ………. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του ο αρχισερβιτόρος όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δυο βρεγμένοι ως το κόκκαλο και από πίσω τους μερικές δεκάδες ζευγάρια από μαύρα κουστούμια και βαριά ταγιέρ. Οι βρεγμένοι κατέβασαν από ένα κονιάκ που παράγγειλαν «επειγόντως» και κατευθύνθηκαν με γρήγορο βήμα προς τις τουαλέτες. Εκεί τους περίμεναν δύο  βαστάζοι που κρατούσαν από ένα μαύρο κουστούμι. Ένα για τον καθέναν. Τα φόρεσαν και γύρισαν στην σάλα.

-Κουτί σου ήρθε το καινούργιο κουστούμι συνάδελφε, είπε ο βουλευτής που τους περίμενε στο μαγαζί, κοιτώντας τον άρτι στεγνωμένο συνάδελφο του.

-Ευχαριστώ. Νομίζω πως είναι το παλιό μου κουστούμι αλλά δεν είμαι σίγουρος γιατί τα μπερδεύω αφού τα αγοράζω όλα μαύρα που «κόβουν»

-Εσένα δήμαρχε από που είναι το κουστούμι σου; Είναι τουλάχιστον τρία νούμερα μεγαλύτερο,

-Χμμμμμμ. Ναι δεν είχα άλλο και μου έφερε ένα δικό του ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Καλό είναι, δε λέω, αλλά θα το ήθελα σε μπλε. Είναι παράδοση πια και εγώ τιμώ τις παραδόσεις ως γνωστόν

Νύχτα των Θεοφανείων. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει από νωρίς. Όλη τη μέρα ψιλόβρεχε και η ατμόσφαιρα ήταν φορτωμένη υγρασία.

Ήταν και σκοτάδι. Στο καφενείο του Γιώργη έσβησε το τελευταίο φως. Βγήκαν δύο, στάθηκαν λιγάκι στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν την Ακαδημίας και ανηφόρισαν σε κάποια πάροδο. Στο βάθος του δρόμου ακούστηκε ένα ακορντεόν. Μέσα στη σιωπή ο γνώριμος σκοπός δεν κρατούσε τίποτα από τις παλιές ρομαντικές συγκινήσεις. Ήρθε βαρύς, σαν υπόκρουση σε κάποια καταθλιπτική ιστορία. Το όργανο κράτησε κάμποσο τα ακομπανιαμέντα και ύστερα άρχισε η τετραφωνία. Τράβηξε  πρώτος την κορώνα του ο τενόρος:

― Κελαϊδήστε!

Ακολούθησαν κι οι άλλοι:

― Ωραία μου, πουλάκια, κελαϊδήστε…

Όλα ήταν στη θέση τους: οι τενόροι, τα σεκόντα, τα βαρύτονα και οι μπασαδούρες. Δεν έλειπαν και οι γυναικείες φωνές.

― Αυτοί είναι! Είπε ο ένας από τους δύο. Και πού το διαλέξαν οι διαβόλοι το τραγούδι; Πόσοι να ’ναι;

― Ολόκληρη ορχήστρα πνευστών και εγχόρδων.

― Σε μια ώρα υπολογίζω να τελειώνουμε!...

― Ο δρόμος είναι μικρός. Από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλο συνεργείο.

― Από ποιους;

― Δεν ξέρω. Ο Τηλέμαχος είπε πως από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλοι…

Από την αρχή του δρόμου ως την εκκλησία ήταν δύο τετράγωνα. Μέσα σε μία ώρα σ’ όλα εκείνα τα σπίτια έπρεπε να γραφτούν κάμποσα συνθήματα που τα είχε αφήσει στο καφενείο το πρωί ο Τηλέμαχος, και ο Κοσμάς με το μάστρο-Γιάννη τα είχαν μάθει απόξω. Οι δύο εκείνοι είχαν αναλάβει να τα γράψουν. Κάτω από τα παλτά τους τυλιγμένα με κάτι εφημερίδες κρατούσαν τα πινέλα. Οι μπογιές είχαν προπορευτεί. Δύο επονίτες είχαν από την ημέρα κάνει την αναγνώριση. Μόλις νύχτωσε κουβάλησαν και τις μπογιές σε κάτι τενεκεδένια κουτιά και βόλεψαν εκεί κοντά σε μέρη που είχαν επισημάνει από τη μέρα.

Ο μάστρο-Γιάννης κι ο Κοσμάς μόνο που δεν έτρεχαν. Ο Κοσμάς ήταν ακόμα πρωτάρης, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε να γράψει συνθήματα.

― Προ παντός να μην τρέμει το χέρι! Τον συμβούλεψε ο μάστρο-Γιώργης. Τα γράμματα πρέπει να βγαίνουν κούκλες. Όμορφα μα και παλικαρίσια. Και να μην έχουν και λάθη, γιατί θα μας λεν και αγράμματους. Και το κυριότερο, Κοσμά, να μη φαίνεται τσαπατσουλιά και βιασύνη. Βούτα το πινέλο στη μπογιά, ύστερα τράβα το απότομα και στριφογύρνα για να μη στάξουν οι μπογιές απάνω σου. Και κόλα το κατευθείαν στο ντουβάρι. Τα χέρια να πηγαίνουν αστραπή.

Στο μεταξύ το τραγούδι ακουγόταν πιο κοντά. Είχαν τελειώσει το «κελαϊδήστε», το ακορντεόν τράβηξε κάμποσα ακομπανιαμέντα κι ύστερα «μπήκε» ο βαρύτονος:

Πάμε φίλοι εις τον Βάκχον.

Όλοι μας σαν παλικάρια…

― Τον ακούς; Είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είναι ο Φώτης ο κουρέας. Τραγουδάει λες και κάνει μιζαμπλί ο μασκαράς.

Ο Κοσμάς γέλασε. Ο Φώτης ήταν ο υπεύθυνος μιας τριάδας και τα πάρε-δώσε μαζί του τα κρατούσε ο Κοσμάς. Τελευταία ο Φώτης τον είχε φάει πως ήταν κάποιο σοβαρό ζήτημα, που ήθελε να «βάλει» στην οργάνωση. Μα όλο και τ’ ανάβαλλε. Τέλος μια μέρα που τον βρήκε μοναχό στο κουρείο ανοίχτηκε: ήθελε να έχει τη γνώμη της οργάνωσης προκειμένου να παντρευτεί. Η δυσκολία ήταν ότι είχε αρραβωνιαστεί πριν μπει στην οργάνωση. Τώρα όμως εκείνος μπήκε στην οργάνωση, ενώ η αρραβωνιαστικιά του δεν ήταν οργανωμένη. Ο Κοσμάς το βρήκε κι αυτός το ζήτημα σοβαρό και συμβουλεύτηκε τον Τηλέμαχο. Και κει το πήραν στο ψιλό.

―Καλύτερα να έλειπε αυτή η χορωδία και η φασαρία της, είπε ο Κοσμάς. Κακό κάνει παρά καλό. Με τη φασαρία της, είναι σα να τους λέει εδώ είμαστε!

― Δεν έχεις δίκιο! Είπε ο Γιώργης. Εκεί στην άκρη του δρόμου κάθεται μια επονίτισσα. Οι νεολαίοι τώρα είναι μαζεμένοι στην αυλή της και από κει ελέγχουν όλο το δρόμο. Εσύ έχε το νου σου: άμα τραγουδούν καντάδες θα πει πώς είναι ήσυχα. Άμα συμβεί τίποτα, θα αρχίσουν τα «Κύματα του Δουνάβεως», οπότε πρέπει να του δίνεις. Παράτα πινέλα και μπογιές και γίνου Λούης… Αλλά τέτοια νύχτα κανείς δεν πρέπει να ξεμυτίσει…

― …Τώρα που έχει πολύ σκοτάδι, συνέχιζε ο Γιώργης, εσύ μην αρχίσεις να γράφεις αμέσως. Άφησε πρώτα να συνηθίσει το μάτι σου απάνω στο ντουβάρι, μέτρησε την απόσταση κι ανάλογα με το σύνθημα που έχεις κανόνισε και τα γράμματα, έτσι που να είναι όλα ένα μπόι. Και μην τ’ αφήνεις έτσι ξερά. Κόλα τους κι από μια ουρίτσα να γίνονται της καλλιγραφίας.

Μιλούσε για τα συνθήματα κι έλεγες πως στεκόταν πίσω από τον καράπαπα και φανέρωνε τους θεριακλήδες τα μυστικά της τέχνης του.

― Και προσοχή, Κοσμά, στα θαυμαστικά. Όταν τελειώνεις το σύνθημα τράβα κι από ένα θαυμαστικό. Τα σύνθημα χωρίς θαυμαστικό είναι λες και του λείπει το καύκαλο. Το θαυμαστικό κάνε το μεγάλο, να φωνάζει μοναχό του και να τον σταματάει τον άλλο από μακριά…

― … Κι άμα που λες τελειώνει το κάθε σύνθημα, γράφε και ένα ΕΑΜ, τα γράμματα να είναι σε απόσταση το ένα από το άλλο, μα με τελείες να μη τα χωρίζεις.

― Να πετάξω και κανένα σφυροδρέπανο από κάτω; τον πείραξε ο Κοσμάς.

― Μην το λες αστεία και την έπαθα ένα βράδυ, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είχα γράψει ένα σύνθημα κούκλα: «Πατριώτη, όποιος κι αν είσαι, οργανώσου στο ΕΑΜ» κι από κάτω αφαιρέθηκα και πετάω ένα σφυροδρέπανο δύο μπόγια. Και το πλήρωσα ―τη μάνα του― με βαριά μομφή και προειδοποίηση διαγραφής.

Στο μεταξύ είχαν φτάσει. Από τη χορωδία έκοψαν δύο και πλησίασαν. Ήταν δύο κορίτσια. Τη μία ο Κοσμάς την ήξερε. Ήταν εργάτρια σε μία φάμπρικα κοντά στη πλατεία Αττικής. Πριν ένα μήνα οι Γερμανοί τής είχαν σκοτώσει τον αδελφό.

Μαζί με τα κορίτσια ήρθε και ο ακορντεονίστας. Αυτός ανάγγειλε μία μικρή μεταβολή στο πρόγραμμα. Αν έρχονταν τίποτα Γερμανοί ή της Ασφάλειας δεν θα έπαιζε, είπε, τα «Κύματα του Δουνάβεως», παρά λόγω της ημέρας θα το γύριζε στο «Σήμερα βαφτίζεται ο Χριστός».

― Σύμφωνοι, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Αινείτε, τον Κύριο. Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνοις…

Η εργάτρια πήγε με το μάστρο-Γιώργη. Η άλλη ήταν ένα βαρελάκι τόσο δα. Την έβλεπε ο Κοσμάς και θυμόταν το γέρο Κατσωτάκη: «ένας βόμπιρας σας λέγω!...».

― Έλα συναγωνιστή! είπε του Κοσμά και πήρε την άλλη μεριά του δρόμου.

Σταμάτησε μπροστά σε μια πέτρινη μάντρα. Το ντουβάρι ήταν κιόλας ασπρισμένο.

― Εγώ το άσπρισα, είπε το κορίτσι. Όσο να έλθετε έφερα ασβέστη και το άσπρισα. Είναι ακόμα φρέσκο. Μα δεν πειράζει. Αν δεν πιάσει καμιά βροχή θα στεγνώσει γρήγορα. Τι θα γράψουμε;

Ο Κοσμάς μέτρησε το ασπρισμένο ντουβάρι με το μάτι και διάλεξε το σύνθημα. Βούτηξε το πινέλο στον κουβά που κρατούσε το κορίτσι, το στριφογύρισε στα σβέλτα για να μην σουρώσουν οι μπογιές και τράβηξε την πρώτη πινελιά. Μα στο ντουβάρι φάνηκε μονάχα μια μουτζούρα.

― Μη βιάζεσαι τόσο! είπε το κορίτσι. Πρώτη φορά γράφεις;

― Πρώτη.

― Μη βιάζεσαι. Να τραβάς το πινέλο μαλακότερα.

Δοκίμασε και πιο αργά. Καθώς είχε σηκώσει το χέρι ψηλά, οι μπογιές έπεσαν απάνω του. Με πολλά βάσανα έγραψε την πρώτη λέξη: ΚΑΤΩ… Από την άλλη μεριά ο μάστρο-Γιώργης είχε κάνει φτερά. Όσο να γράψει την πρώτη λέξη ο Κοσμάς, αυτός είχε τελειώσει με τα δύο πρώτα συνθήματα. Πήγαινε τρέχοντας.

― Έτσι θα μας πιάσει το πρωί, συναγωνιστή, είπε η μικρή. Κράτα δω!

Του έδωσε τον κουβά και πήρε το πινέλο.

― Τι να γράψω τώρα;

Ο Κοσμάς της είπε το σύνθημα: Κάτω η πολιτική επιστράτευση.

― Τι επιστράτευση πάλι είναι αυτή;

― Οι Γερμανοί θέλουν να μας επιστρατεύσουν, της είπε. Να μας πάρουν εργάτες στα οχυρωματικά έργα.

― Από δω θα πάρουν! ― κι άρχισε να γράφει. Λέγε μου τώρα τις λέξεις μία-μία.

― Πολιτική, είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη έγραψε γρήγορα το Π.

― Το άλλο πως γράφεται; Σκέψου καλά γιατί πρέπει να είναι και με ορθογραφία.

― Όμικρον! Είπε ο Κοσμάς.

Δε φάνηκε να την φώτισε.

― Δηλαδή κουλούρα ή από το άλλο;

― Κουλούρα.

― Έτσι πες.

Μιλούσε κι έγραφε. Τα χέρια της πήγαιναν γρήγορα.

― Που δουλεύεις; Τη ρώτησε ο Κοσμάς.

― Μαζί με τη Γεωργία, στη φάμπρικα.

― Και πως σε λένε;

― Παναγιώτα. Εσύ δε με ξέρεις, όμως εγώ σε ξέρω.

― Με ξέρεις; Από πού;

― Σε ξέρω!

Το μάστρο-Γιώργη τον πήγαιναν τώρα από κοντά. Και το ακορντεόν έπαιζε συνέχεια καντάδες. Στο τελευταίο σύνθημα τα δύο συνεργεία βρέθηκαν αντίκρυ. Έγραφε τη στιγμή εκείνη ο Κοσμάς, που δούλευε τώρα λιγάκι με άνεση. Τα γράμματα έβγαιναν όπως τα ήθελε ο μάστρο-Γιώργης: παλικαρίσια και όμορφα. Όπου το σήκωνε η περίσταση τραβούσε ο Κοσμάς καμιά ουρά ακολουθώντας τη συνταγή του μάστορα. Η Παναγιώτα ήταν ενθουσιασμένη.

― Μπράβο! Του έλεγε. Αυτό το ’γραψες καλά.

― Από πού με ξέρεις όμως δε μου είπες.

― Στη διαδήλωση σε είδα!

― Πότε;

― Στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, δε θυμάσαι; Ήμουνα με τη Γιάννα.

― Ξέρεις τη Γιάννα;

Η Παναγιώτα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Η χορωδία το γύρισε ξαφνικά στα κάλαντα. Ο Κοσμάς σταμάτησε κι αφουγκράστηκε.

― Πάμε! Φώναξε η Παναγιώτα.

― Μια στιγμή και τελειώνω, είπε ο Κοσμάς κι άρχισε να τραβά βιαστικά πινελιές.

Το σύνθημα όμως έμεινε μισοτελειωμένο. Από ψηλά κάποιος έφτασε τρέχοντας. Ο Κοσμάς άκουσε λαχανητά και γυναικεία φωνή.

― Έρχονται!

Η Παναγιώτα το έβαλε στα σβέλτα στα πόδια. Από αντίκρυ είχε γίνει άφαντος κι ο μάστρο-Γιώργης. Το κορίτσι που είχε έρθει πέρασε τρέχοντας στο πλάι του και ο Κοσμάς την ακολούθησε. Πέρα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά. Ο δρόμος φωτιζόταν κιόλας από τους φανούς των αυτοκινήτων.

Ο Κοσμάς έφτασε πλάι στο κορίτσι που έτρεχε.

― Πρέπει να στρίψουμε, είπε, θα μας δουν.

Εκείνη, που φαίνεται τον γνώρισε αμέσως, δε μίλησε. Έτρεξε λιγάκι, ύστερα στάθηκε, έστριψε και σκαρφάλωσε σε μια σιδερένια πόρτα και πήδησε. Τη στιγμή που πηδούσε κι ο Κοσμάς, τα φανάρια του αυτοκινήτου φώτιζαν πέρα το δρόμο. Το φως έπεφτε απάνω στην Παναγιώτα που έτρεχε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Από τις καρότσες πήδησαν και φώτιζαν με τους φακούς τους τους τοίχους. Κάποιος σκόνταψε στον τενεκέ με τις μπογιές κι άρχισε τις βλαστημιές. Φάνηκε κι ένας άλλος που είχε αρπάξει τον κουβά και τον άδειαζε πάνω στο ντουβάρι που είχε ασπρίσει η Παναγιώτα.

Ο Κοσμάς πήδησε. Είχε πέσει μέσα σ’ έναν κήπο. Το κορίτσι είχε σταθεί πλάι του ακουμπώντας στον τοίχο.

― Πρέπει να φεύγουμε! Είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη πάλι δεν του απάντησε και τότε ο Κοσμάς γύρισε και την είδε.

Η Γιάννα δεν το άφησε να μιλήσει.

― Μη μιλάς, του είπε ψιθυριστά. Έλα κοντά μου!

Πήραν κολλητά τον τοίχο. Στο δρόμο ακούγονταν που έτρεχαν. Στο σπίτι που ήταν η χορωδία έπεσαν πυροβολισμοί. Τότε μέσα στον κήπο γαύγισαν τα σκυλιά κι εκεί στο πλάι ξύπνησαν κάτι κότες. Είχαν βρεθεί σ’ ένα σανιδένιο κοτέτσι σκεπασμένο με λαμαρίνα. Πέρασαν και κρύφτηκαν πίσω.

Κάπου μία ώρα έμειναν μέσα στον έρημο κήπο. Απόξω στο δρόμο δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Ήταν Γερμανοί και χωροφύλακες. Έτρεχαν απάνω-κάτω, και τ’ αυτοκίνητα πότε πήγαιναν μπροστά, πότε γύριζαν πίσω. Δυο-τρεις σκαρφαλώσαν και στη μάντρα και ψάχναν με τους φακούς τον κήπο. Έψαξαν παντού, δεν είδαν τίποτα και κατόπιν έριξαν το φως απάνω στο σκύλο που είχε στριμωχτεί στη γωνία και κλαούριζε από τη λαχτάρα του.

― Τον βάνουμε, ρε, στο σημάδι; είπε κάποιος.

Ο άλλος βρέθηκε πιο λογικός:

― Μα με τους σκύλους θα τα βάλουμε τώρα; Να στριμώχναμε κανένα κουκουέ…

Ύστερα ο δρόμος πήρε σιγά-σιγά να ησυχάζει. Ακούστηκαν και τ’ αυτοκίνητα που έφευγαν και κατόπιν έγινε ησυχία, μια ησυχία δίχως τέλος.

Η Γιάννα σηκώθηκε κι αφουγκράστηκε κατά τη μεριά του δρόμου. Σηκώθηκε κι ο Κοσμάς.

― Θα βγούμε από την άλλη μεριά! είπε η Γιάννα.

Έφτασε στο ντουβάρι κι αρπάχτηκε από τα κάγκελα. Μα ο Κοσμάς ανέβηκε πρώτος. Όπως έκανε ν’ ανεβεί, η Γιάννα τον σταμάτησε.

― Τι είναι αυτό; Του είπε.

Στο χέρι του ο Κοσμάς κρατούσε ακόμη το πινέλο. Ανέβηκε στα κάγκελα, κοίταξε πέρα τον έρημο δρόμο κι έδωκε χέρι στη Γιάννα.

Πήγαν κάμποσο μαζί. Στον πρώτο δρόμο που συνάντησαν, η Γιάννα στάθηκε.

― Εδώ θα χωρίσουμε, του είπε. Δώσε και το πινέλο, γιατί εγώ θα πάω εδώ κοντά. Εσύ μένεις μακριά;

― Είναι κάμποσο.

― Η ώρα πλησιάζει, πρέπει να βιαστείς. Καληνύχτα.

Τι του ήρθε; Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τη χάσει έτσι, όπως τότε. Αυτούς τους δύσκολους μήνες την είχε αναζητήσει πολύ κι έπρεπε να της το πει― να της το πει απόψε κιόλας πόσο του έλειψε. Τη φώναξε:

― Γιάννα!

Στάθηκε.

Μα παλιά και νέα χτυποκάρδια σηκωθήκαν σε μια στιγμή και του χάλασαν τη σειρά. Τι να της ειπεί;

Κι άξαφνα, από πού του κατέβηκε τη στιγμή εκείνη η αμαρτωλή σκέψη; Υποψίες που είχαν γεννηθεί, ποιος ξέρει πότε― υποψίες που δεν τις είχε αντικρίσει φανερά, παρά έβοσκαν κρυμμένες, σηκώθηκαν όλες μαζί.

― Θα σε ρωτήσω κάτι, Γιάννα, μα να μου πεις την αλήθεια.

Στεκόταν αντίκρυ του σιωπηλή και σκοτεινή σαν το αίνιγμα.

― Πες μου, της είπε, τον αγαπάς τον Τένη;

Την άκουσε που στέναξε. Τι να ήταν όμως ο στεναγμός εκείνος; Να ήταν η σιωπηλή ομολογία;

― Τον αγαπάς; Ξαναρώτησε. Πες μου την αλήθεια, πες μου… γιατί δε μιλάς, Γιάννα;

Ζήλευε εκείνη τη στιγμή, ζήλευε δυνατά και ήταν κακός.

― Να σου πω εγώ, της είπε, να σου πω εγώ. Τον αγαπάς!

Της το σφύριξε μέσα από τα δόντια, πεισματικά, σα να πετούσε φαρμάκι, σα να της έλεγε την πιο βαριά κατηγορία.

Δεν του απάντησε και τότε. Μα σήκωσε ξαφνικά το χέρι της και του το κατέβασε δυνατά στο πρόσωπο.

Ύστερα έφυγε τρέχοντας.

Περασμένες δώδεκα έφτασε ο Κοσμάς στο υπόγειο του Αντρίκου. Ο γέρος κοιμόταν. Στο ντιβάνι καθόταν και κάτι διάβαζε ο Τηλέμαχος.

― Εν τάξει; Ρώτησε.

Ο Κοσμάς δεν του απάντησε. Έκατσε και κείνος στο ντιβάνι και ήθελε να βρει πως θα ’κανε την αρχή. Στο δρόμο που ερχόταν είχε πάρει την απόφαση να τα πει στον Τηλέμαχο όλα. Εκείνος τον πρόλαβε:

― Το ’μαθες λοιπόν κι εσύ; Τον ρώτησε.

― Τι να μάθω;

― Για τον Τένη.

― Τι;

― Σήμερα το πρωί τον ντουφέκισαν στο Θυσιαστήριο.

Το δωμάτιο έφερε γύρους.

― …Τον ντουφέκισαν με άλλους εξήντα. Από το αυτοκίνητο που τους πηγαίναν στην Καισαριανή πέταξε το μαντήλι του με αυτό εδώ το σημείωμα.

Στο σημείωμα ο Κοσμάς διάβασε:

«Φίλοι μου, πάω για εκτέλεση. Ο θάνατός μου ας σας δώσει καινούργια δύναμη να συνεχίσετε τον αγώνα. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά. Από τον αγώνα αυτόν ο λαός μας πρέπει να βγει νικητής. Έτσι δε θα πάει και το δικό μας αίμα χαμένο. Γιάννα, αγαπημένη μου. Η τελευταία σκέψη μου είναι μαζί σου. Ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη, δεν μπόρεσα. Τώρα που φεύγω σου εύχομαι να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιό μου και άξιό σου. Έχετε όλοι σας γεια. Τένης».

 

____________________________

Βιογραφικά στοιχεία για τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο

image001Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Στην Κατοχή, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τα χρόνια του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Στη Σοβιετική Ένωση, ο Αλεξανδρόπουλος σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας και επιδόθηκε στη μελέτη της ρωσικής λογοτεχνίας και της λαικής παράδοσης. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη συντήρηση παλαιών εικόνων και η ενασχόλησή του αυτή με τα εικαστικά θα επηρεάσει σημαντικά το λογοτεχνικό του έργο Το 1975 επέστρεψε στην Ελλάδα μαζί με τη γυναίκα του, την ελληνίστρια Σόνια Ιλίνσκαγια.

Τα έργα του:

Διηγήματα: Αρματωμένα Χρόνια, 1954, Μια πρόσφατη ιστορία 1965, Λευκή ακτή 1966, Φύλλα Φτερά 1977, Η ένατη πληγή 1986.

Μυθιστορήματα: Η πολιτεία 1961 Νύχτες και αυγές, Τα βουνά 1963, Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού 1976, Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους 1976 και Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό 1980.

Εξέδωσε επίσης πολλές βιογραφίες Ρώσων κλασικών, μελέτες για ρώσους κυρίως συγγραφείς και μεταφράσεις Ε. Καζακίεβιτς, Γιούρι Ολέσα, Γκριμπογέντοφ, Πούσκιν, Γκόγκολ, Τσέχωφ, παλαιορωσικά κείμενα και λαϊκά ρωσικά παραμύθια και ταξιδιωτικές αφηγήσεις, Από τη Μόσχα στη Μόσχα, 1971, Οι Αρμένηδες, 1982. Από την πρόσφατη παραγωγή του, σημειώνουμε τα έργα: Αυτά που μένουν 1994, Επιστροφή γραφές αθωότητας 1999 , Στο όριο 2003 .

Έγραψε επίσης μια ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας, Η ρωσική λογοτεχνία: Από τον 11ο αιώνα μέχρι την επανάσταση τού 1917 Κέδρος, 1977,78.

Το 1963 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της Επιθεώρησης Τέχνης, για το διήγημά του Κορυσχάδες. Το 1979 με το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Γκόρκι, για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία. Το 1981 με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας, για Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι. Το 1985 με το βραβείο Τουμανιάν, για το έργο του Οι Αρμένηδες Ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους. Το 2001 τιμήθηκε με το κρατικό Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνώ (βιογραφικά στοιχεία από την ιστοσελίδα του ΚΕΔΡΟΥ)

Ημερολόγιο τρέλας 08/01/21

Ιανουαρίου 08, 2021

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε πριν από λίγες μέρες ανασχηματισμό στην κυβέρνησή του. Συνήθως ο ανασχηματισμός γίνεται για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα. Εδώ φαίνεται πως γίνεται για να ενισχυθούν τα κακώς κείμενα. Κικίλιας, Κεραμέως, Γεωργιάδης και Χρυσοχοΐδης παραμένουν ακλόνητοι στις θέσεις τους και με αυτό τον τρόπο ο πρωθυπουργός έστειλε σε όλους το μήνυμα πως η ασχετοσύνη, η στενοκεφαλιά, η αμετροέπεια και η κατασταλτική λογική αποτελούν αδιαπραγμάτευτα συστατικά της σημερινής κυβέρνησης. Αν μη τι άλλο, αυτή η κυβέρνηση έχει ταυτότητα

Ο Άδωνις Γεωργιάδης παραμένει στη θέση του υπουργού Ανάπτυξης, ένα όνομα-απολίθωμα, απομεινάρι από την εποχή που υπήρχε (;) ανάπτυξη σε αυτό τον τόπο. Πιο σωστό θα ήταν να ονομαστεί υπουργός του Αυτιά και του Παπαδάκη. Ακόμη πιο σωστό θα ήταν η τηλεοπτική ζώνη όπου εμφανίζεται, να ονομαστεί «η ώρα του Καραγκιόζη»

Στο υπουργείο Εσωτερικών, τη θέση του Τάκη Θεοδωρικάκου παίρνει ο Μάκης Βορίδης. Η Τάξις αποκαθίσταται, η Ιστορία παίρνει την εκδίκησή της και τη θέση του πρώην γραμματέα της ΚΝΕ παίρνει ο πρώην γραμματέας της χουντικής ΕΠΕΝ. Επιστροφή στις ρίζες

Ο Στέλιος Πέτσας μετακινήθηκε από τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου και προβιβάζεται σε υφυπουργό Εσωτερικών μία μέρα μετά τη δήλωσή του πως η κυβέρνηση έκλεισε τα μαγαζιά για να ανοίξουν τα σχολεία και πως αυτό θα γίνει στις 11 Ιανουαρίου. Στη θέση του τοποθετήθηκε κάποιος άλλος. Δεν το ξέρουμε το παλικάρι, όμως πιστεύουμε ακράδαντα πως μετά τον Πέτσα, μόνο ο πάλαι ποτέ αντιπρόεδρος του Εδεσσαϊκού μπορεί να σταθεί επάξια στη θέση αυτή

Χθες ήταν ημέρα των Φώτων. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, παρά την απαγόρευση, η μέρα αυτή μπόρεσε να προσφέρει σκηνές απείρου κάλλους, δείγμα της βαθιάς φώτισης που κατακλύζει αυτό τον τόπο απ' άκρη σ' άκρη

Youtube Playlists

youtube logo new

Χρήσιμα

farmakia

HOSPITAL

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.