Φέτος στην Attica Voice τις ευχές μας αποφασίσαμε να σας τις προσφέρουμε μαζί με ένα κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι από τα ιστορικά του πια "Σχόλια στο Τρίτο", μία πεντάλεπτη εκπομπή της περιόδου 1975-1981, όταν για πρώτη και μοναδική φορά σε ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης έλαμψε το κύρος, η δημιουργία, ο πολιτισμός και η ελευθερία των ιδεών και των ανθρώπων. Το κείμενο προέρχεται από την εκπομπή του ίδιου του διευθυντή του Τρίτου, του Μάνου Χατζιδάκι, εκπομπή την οποία όλοι περίμεναν με ανυπομονησία, για να απολαύσουν τον λόγο και το περιεχόμενο της. Έργο ενός σπό τους μεγαλύτερους στοχαστές της χώρας και του κόσμου. Από τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1979 ο Μάνος Χατζιδάκις, με γλώσσα γάργαρη και απολαυστική, σχολιάζει τα πράγματα (και όχι μόνο) με ένα κείμενο που αν εξαιρέσουμε πολύ συγκεκριμένες και χρονικά τοποθετημένες αναφορές, θα μπορούσε να είχε γραφεί και σαν σχόλιο για την εποχή μας και τα φετινά Χριστούγεννα.
Σας ευχόμαστε καλές γιορτές, με δυσανεξία στους καταχραστές της εμπιστοσύνης μας, με πάθος και δύναμη για να αποπέμψουμε τη φτήνια τους και το παράλογο της εποχής. Έτσι τελικά να αξιώσουμε επιτέλους με προσωπικούς και κοινωνικούς αγώνες, μία καλύτερη Πολιτεία αλληλεγγύης, ανθρωπιάς και προόδου.
Η σιωπηλή γιορτή του Ιησού και η λιτανεία των δακρυσμένων και των απερχομένων
(Μάνος Χατζιδάκις από τα "Σχόλια στο Τρίτο" 23/12/1979, ακριβώς 43 χρόνια πριν)
Ο κόσμος πια δεν είναι μαγικός. Και τα Χριστούγεννα, μια οργανωμένη μηχανή. Μάταια οι παπάδες προσπαθούν να δώσουν περιεχόμενο στις μέρες, με φραστικούς ξεπερασμένος τύπους της Αγίας Γραφής και άλλων ιερών βιβλίων. Η εκκλησία έγινε τμήμα – σκηνικό μιας τηλεοπτικής σειράς που επιμελώς σκηνοθετείται, πολυτελώς προετοιμάζεται από παραγωγούς ασήμαντους της εθνικής τηλεοράσεως.
Το Άγιον Όρος καιροφυλακτεί να σχηματίσει μια κυβέρνηση. Δεν πείθουνε κανέναν τα διαγγέλματα. Τα φονικά γίναν μια καθημερινή απασχόληση, έτσι για να προσφέρουν ευκαιρίες γι’ αποκάλυψη. Τα πτώματα οδηγούνται στο νεκροτομείο γιορταστικά, με αγγέλους χρωματιστούς και αστέρια χρυσαφιά, καρφιτσωμένα στο φορείο ή στο ακίνητον στήθος του δολοφονημένου ανδρός. Μασάνε τσίχλα οι δολοφόνοι και με προσήλωση χορεύουνε θρησκευτικούς ρυθμούς στις ντισκοτέκ. Ο κόσμος πληγωμένος πηγαινοέρχεται κάνοντας ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, να χωθεί. Μα όλα τα σπίτια έχουν επιταχθεί και τα κλειδιά παρέλαβαν χιλιάδες μετανάστες εκ του εσωτερικού, που παθιασμένα επιθυμούν δύναμη, χρήμα και μια σημαντική παράσταση στη δημοσία ζωή. Σκορπίστε πόνον, φωνάζουν οι αστοί. Εις τους αιώνες των αιώνων, ψάλλουν οι πιστοί. Χωρίς αμφιβολία ζούμε την εποχή των δολοφόνων. Ποιος θα τ’ ομολογήσει και ποιος θα το πει;
Έτσι ο Χριστός γεννιέται σιωπηρός. Κανείς δεν τον αναζητά, κανείς δεν τόνε σκέφτεται , κι έρχεται μόνος, σιωπηλός για να πεθάνει μόνος. Κι αυτό τ’ αστέρτι της Βηθλεέμ, τι θέλει πάλι κι ήρθε ετούτη τη χρονιά… Α! τα Χριστούγεννα, δεν είναι φέτος ούτε και για τα παιδιά. Άλλωστε απέκτησαν, και αυτά χάρις την βιομηχανικήν ανάπτυξη, μιαν εντελώς προσωπική και ιδιαίτερη μυθολογία που απέχει χιλιάδες μέτρα μακριά από τη μυθολογία της γέννησης και του Χριστού. Τι να τον κάνουν τον Χριστό, το Θείο Βρέφος όταν το βράδυ ονερεύονται τον Σούπερμαν, τον Ντόναλντ και την Πίγκυ;
Ο Παζολίνι ας ειν’ καλά. Τα είπε αυτά προφητικά πριν δέκα χρόνια στο «Θεώρημα»*. Γι’ αυτό και τον εφόνευσαν. Πλήρωσε κι αυτός το χρέος του κι απήλθεν. Έτσι πληθαίνουν οι σταυροί και η λιτανεία των απερχομένων.
Η σιωπηλή αυτή γέννηση, μέσα στον άσχετο κι θορυβούντα κόσμο μας, φαντάζει ακόμα πιο ιερή και πιο σημαντική, από τη γραφική των τυπικών χριστιανών, που εννοούν να βλέπουν τον Χριστό, Θεό απ’ τη γέννηση του, εξ αρχής και όχι μετά στον θάνατο, στο τέλος, στην κατάληξη του. Όμως δεν είναι πρόθεση μου να μπω σε θεολογικά προβλήματα μονάχα προσπαθώ να μη τα δω ολ’ αυτά αισθητιακά και παραδοσιακά, μια και για τα λιτά και αποσαφηνισμένα πλαίσια που προσπαθώ να κινηθώ, θα μου ήσαν άχρηστα. Αλλά να βρω ένα πεδίον δράσεως προσιτό, στην ιδιοσυγκρασία μου και στους καιρούς μας. Γιατί τις τελετές τις διοργανώνει η Ακαδημία αι η συνομοσπονδία οδηγών ταξί. Οργανισμοί υπεύθυνοι, καθιερωμένοι στη συνείδηση του κόσμου, άκρως ευαίσθητοι και παραδοσιακοί. Λειτουργούν με υποαπασχόληση, κυκλοφορούν εκτάκτως καθυστερημένα, και περέχουν εθνικούς ήρωες και λαϊκούς τραγουδιστές.
Οι Ακαδημαϊκοί και οι οδηγοί ταξί έχουν πολλά κοινά, που φανερώνονται ιδιαίτερα στις άγιες τούτες μέρες των γιορτών. Και οι δυο αρνούνται να εργαστούν και καθιερώνουν επιτακτικό το φιλοδώρημα. Έχουν μανία με τη μουσική ανατολικής υφής, την οποία και επιβάλλουν ετσιθελικά, στον κάθε ανύποπτο που θα τολμήσει να ‘χει μιαν οποιαδήποτε σχέση, με την Ακαδημία ή με τα ταξί. Αλλά το θέμα δεν είναι κει. Στο κάτω κάτω της γραφής, τα Χριστούγεννα δεν έγιναν για να δοξάσουν την Ακαδημία και τους οδηγούς των ταξί. Άσχετα αν επωφελούνται και αλληλοβραβεύονται.
Βλέπετε η αναφορά μου σε όλα αυτά, είναι γιατί μ’ αρέσει πολλές φορές να ‘μαι μες τα κοινά και τα καθημερινά, ν’ ανασκαλεύω τον θαυμάσιο βίο μας, και με την κάθε λεπτομέρεια, ν’ αγανακτώ, να καταγγέλλω, να απωθώ, ν’ αρνούμαι και να συμπαθώ. Κι άλλες φορές να νιώθω κουρασμένος και να επιζητώ να φύγω πιο ψηλά, πιο μακριά από τα κοινά, και να εισέρχομαι μες στις βαθύτερες γραμμές του νου και του αισθήματος, μη ανεχόμενος την καθημερινή συνάφεια και φθορά του κόσμου τούτου. Σήμερα είμαι και στα δυο. Πότε στην απομακρυσμένη απόκρημνη γωνιά της μνήμης και του νου και πότε μες στην κόλαση της καθημερινής πράξης. Και προσπαθώ και να μιλήσω.
Αλλά τι να μιλήσω, τι να πω; Ο καθένας λέει τα δικά του και περιμένει μια λέξη σύνθημα – βοήθημα για να την πάρει σπίτι του, να την οργώσει και να επιτεθεί.
Μας είπε κότες μας είπε φρακοφορεμένους, μας είπε νήπια, ψίχουλα στον άγνωστο στρατιώτη, αρρώστους, αντιδραστικούς. Είπε τη λέξη αηδιάζω, άρα εννοεί εμάς. Είπε τη λέξη αγαπώ, άρα εννοεί δικούς του – αν να ‘ταν δυνατόν ποτέ να εννοούσα αυτούς.
Ακόμα και τα χρώματα τ’ ακούνε ύποπτα. Το γαλανό, το πράσινο, το κόκκινο ειδικά. Καλά και που το λέει ο Ηράκλειτος: Βλαξ άνθρωπος επί παντί λόγω επτοήσθαι φιλεί**. Γιατί αν το ‘λεγα μόνον εγώ, την επομένη η Γενική Διεύθυνσις κι ένα-δυο σύμβουλοι, διοικητικοί, θ’ αναζητούσαν τη μαγνητική ταινία να την ελέγξουν και να δουν, πως ακριβώς το είπα. Κι αυτό, αφού τους το πληροφορούσαν οι άλλοι. Γιατί από μόνοι τους δεν έχουν όρεξη ν’ ακούσουν τίποτ’ από μας – του Τρίτου εννοώ.
Όμως με τον Ηράκλειτο, το πράμα αλλάζει. Ό,τι κι αν λέει είναι σεβαστό, άσχετ’ αν τους αρέσει ή όχι. Πρόγονος ειν’ αυτός, σοφός και όχι παίξε γέλασε.
Είναι και οι εφημερίδες, οι συμπλεγματικές. Αυτές που προασπίζουν κατ’ αποκλειστικότητα την ελληνική οικογένεια, το ποδόσφαιρο, το ήθος, τον φορολογούμενο, το μονοδιάστατο σςξ, τη βολική εθνικοφροσύνη, τον ανδρισμό τον αποδεικνυόμενο δι’ ερωτικών πράξεων, τις γυμνόστηθες καλλονές, την συγκινητική παράδοση εφησυχασμένων προγόνων και την λίαν πολυτελώς ανθρώπινη και κοινωνική μας βαρβαρότητα.
Αυτές οι εφημερίδες ακριβώς, θα διαμαρτυρηθούν με μια διακριτική ένταση κι επιμονή, ζητώντας από τους αρμοδίους της κυβερνήσεως, και μ’ όλον τον φαρισαϊκό τους σεβασμό προς το ταλέντο μου, να φύγω από τη δημόσια ζωή. Να φύγω ως άκρως επικίνδυνος δια τη νεότητα και δια την μέσην ηλικίαν την μη απονεκρωμένην. Κι αν τύχει τώρα κι αντιδράσω και διαμαρτυρηθώ, με τη σειρά μου, θα μου θυμίσουν πως τα μέσα τα ενημερωτικά είναι πρωτίστως κρατικά, πως οι φορολογούμενοι πολίτες είναι Έλληνες αξιοπρεπείς που δεν μπορούν να συμφωνούν με τις απόψεις μου, κι ακόμα πως καλό θα ’ναι να σέβομαι τους ανωτέρους μου, στη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία.
«Ζήτω που μας κάψανε», όπως θα τραγουδούσε ο αγαπητός Σαββόπουλος. (Τώρα αν δεν του αρέσει του Σαββόπουλου αυτό το «Ζήτω που μας κάψανε», το παίρνω πίσω και το δίνω αμέσως στον Μικρούτσικο ή και στον Θεοδωράκη, για να συνθέσουνε τραγούδι ερωτικό που θα το τραγουδήσει η Ζορμπαλά, για η Μαρία Δημητριάδη)
Λοιπόν τι να μιλήσω και τι να πω; Ανήκω στους μελλοντικά απερχόμενους και δεν λυπάμαι πια γι’ αυτό. Το θέλω. Αυτοί που δεν το θέλουν είναι ανυποψίαστοι.
Δεν συμπαθώ βέβαια τους επερχόμενους., κι όχι γιατί δεν μ’ έχουνε μαζί τους. Ίσως γιατί στο πρόσωπο τους αναγνωρίζω μιαν ανεπαίσθητη ασκήμια, που τους χαράζει η άγνοια περί τα κοινά, περί τ’ ανθρώπινα και περί τα όσα θα συμβούν μελλοντικώς – που θα ‘ναι και οι ίδιοι υπεύθυνοι κι ανεύθυνοι μαζί. Την ίδια ασκήμια που θα είχα κάποτε κι εγώ, αν δεν ετύγχανε συγχρόνως να περιέχω δυο ισχυρά μου πάθη. Τον έρωτα και την αναθεώρηση. Γιατί η νεότητα, χωρίς αυτά τα δύο πρωτογενή της πάθη, και μάλιστα σ’ έναν βαθμό καταστροφής, είναι απωθητική, όσο και ένα πρόπλασμα δίχως μορφή και δίχως φόρμα.
Μ’ αυτό δεν θέλω να ισχυριστώ πως οι απερχόμενοι δεν είναι δακρυσμένοι. Αντίθετα. Δεν έχουν τρόπο να μας πουν τι νιώθουν, κι ας μας αγαπούν. Καταλαβαίνουν μέσα στη σοφία των τελευταίων στιγμών πως κι αν μπορούσαν να μας αποκαλύψουν ότι κατενόησαν ετούτη τη στερνή στιγμή τους, πάλι δεν θα παρείχαν σωτηρία, ούτε σ’ αυτούς που αφήνουν πίσω αγαπώντας τους. Γι’ αυτό δακρύζουν. Γιατί σε τελευταία ανάλυση ο Σταυρός πονάει αφόρητα μονάχ’ αυτόν που βρίσκεται εσταυρωμένος, κι ας είναι απελπισμένοι οι άλλοι γύρω του για τον χαμό του. Ο Εσταυρωμένος μόνο γνωρίζει το άθροισμα, το αποτέλεσμα, χιλιάδων μαθηματικών υπολογισμών ενός βίου ολόκληρου, που θα το παραλάβει μαζί του εις τους ουρανούς, για να το θέσει μυστικά, προσεκτικά στην κορυφή οροσειράς λαμπρού αστερισμού, προσθέτοντας στο άπειρον ένα μυστήριο ακόμη, αιωνίως.
Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 1979
* Η γνωστή, πλούσια σε σουρεαλιστικούς συμβολισμούς, ταινία του 1968
** Ο βλάκας θέλει να πτοείται με το παραμικρό