Έφυγε πριν λίγες ημέρες ο Μίμης Παπαϊωάννου, ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν περάσει από τα ελληνικά γήπεδα και ένας από τους πιο ευγενείς χαρακτήρες, γέννημα βέβαια μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Μιας εποχής που η ταύτιση του οπαδού με την ομάδα είχε κάποιο νόημα και μια αιτιολογία. Μία καταγωγή, μία εντοπιότητα, ακόμη και μία ταξική συνείδηση θα μπορούσε κανείς να πει σε κάποιες περιπτώσεις.
Με ποδοσφαιριστές που, ακόμη και τους πιο δημοφιλείς, μπορούσες να τους δεις δίπλα σου στο καφενείο της γειτονιάς ή σε μια ταβέρνα. Που έπαιζαν χρόνια στην ίδια ομάδα, ταυτίζονταν με αυτήν και δεν γυρνούσαν σαν γυρολόγοι από δω κι εκεί, περιφερόμενοι σαν ακριβή πραμάτεια από μανατζαραίους.
Με οπαδούς που μπορούσαν να παρακολουθούν τον αγώνα ανακατεμένοι χωρίς να κινδυνεύουν ο ένας απ’ τον άλλον. Που υποστήριζαν με πάθος την ομάδα τους , αλλά σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζαν με τις στρατιές των αφιονισμένων και εν δυνάμει δολοφόνων της σημερινής εποχής
Με προέδρους που μπορεί μεν να ήταν μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες, αλλά εν πάσει περιπτώσει κρατούσαν τα προσχήματα και δεν έδιναν την εικόνα μαφιόζων και ανθρώπων της νύχτας και του εγκλήματος
Με δημοσιογράφους που μπορεί να υποστήριζαν κάποια ομάδα, δεν λειτουργούσαν όμως σαν γραφεία Τύπου των ομάδων, ούτε έσταζαν δηλητήριο για τις αντίπαλες ομάδες
Μιας εποχής που μπορεί να είναι πασπαλισμένη από την αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας, αλλά που σίγουρα ήταν διαφορετική και μας τη θύμισε η είδηση του θανάτου του Μίμη Παπαϊωάννου. Μας θύμισε επίσης η είδηση αυτή ένα παιδί, δέκα χρονώ τότε, να στέκει βραδιάτικα πάνω από το ραδιόφωνο με την καρδιά του να σπάει από αγωνία σε κάθε επίθεση της Ντέρμπι Κάουντυ και κάθε φορά να ανασαίνει με ανακούφιση όταν άκουγε πως «αποκρούει ο Στεργιούδας». Έφυγε τελικά από τη μέση η Ντέρμπι Κάουντυ, έφυγε και ο Ερυθρός Αστέρας. Το παιδί έβλεπε στην τηλεόραση το μεγάλο αστέρι των Γιουγκοσλάβων να δίνει συνέντευξη μετά τον αγώνα και να κλαίει, όμως αυτό χαιρόταν. Η ομάδα του η ΑΕΚ, είχε περάσει και θα συναντούσε στα ημιτελικά την άλλη μεγάλη αγγλική ομάδα της εποχής, την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, όμως στη ρεβάνς θα έπρεπε να ανατρέψει το 3-0 του πρώτου αγώνα. Και τελικά θα το κατάφερνε, όταν οχτώ λεπτά πριν από το τέλος, ο 35χρονος τότε αρχηγός της θα σηκωθεί πιο ψηλά απ όλους και θα πετύχει το τρίτο γκολ, στέλνοντας το παιχνίδι στα πέναλτι
και να καταφέρει τελικά η καλύτερη ίσως ελληνική ομάδα που έχει ποτέ υπάρξει, να περάσει στους 4 του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, για να αποκλειστεί τελικά από τη θρυλική Γιουβέντους της εποχής εκείνης, που ήταν από μόνη της ολόκληρη η τότε Εθνική Ιταλίας. Και όμως, για ένα ημίχρονο το παιδί αυτό είχε ελπίσει στην πρόκριση, όταν με το γκολ του περίφημου τότε Τάσου, είχε πανηγυρίσει τρέχοντας , ξεστρώνοντας ένα στρωσίδι από ένα διάδρομο ενός σπιτιού που τώρα πια δε θυμάται
Αυτό ήταν ο Μίμης Παπαϊωάννου για το παιδί εκείνο. Βλέπεις, το δεκάχρονο παιδί δεν είχε προλάβει να παρακολουθήσει τη θρυλική πορεία ενός από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου και για μερικούς, ίσως ο καλύτερος. Γιατί ποιος Έλληνας παίκτης θα μπορούσε να κινήσει το ενδιαφέρον της μεγαλύτερης ομάδας στην Ευρώπη, της Ρεάλ Μαδρίτης, σε μια εποχή μάλιστα όπου επιτρέπονταν μόνο δύο ξένοι παίχτες σε μια ομάδα; Ο Μίμης Παπαϊωάννου το κατάφερε αυτό, άσχετα αν η ΑΕΚ δεν επέτρεψε τελικά τη μεταγραφή. Γιατί οι εποχές βλέπεις, ήταν αλλιώς τότε, οι παίχτες δένονταν πολύ ισχυρά με τα συμβόλαια των ομάδων και δεν μπορούσαν να τα σπάσουν.
Απόδειξη της διαφορετικότητας της εποχής ήταν και η αντίδραση του Παπαϊωάννου στην άρνηση της ΑΕΚ. Έφυγε για τη Γερμανία με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλα, για να δώσει μια σειρά συναυλιών. Ήταν το 1965, τρία χρόνια αφότου ο Μίμης είχε έρθει στην ΑΕΚ. Ευτυχώς για την ΑΕΚ και για το ελληνικό ποδόσφαιρο, ο Μίμης Παπαϊωάννου επέστρεψε στην ΑΕΚ μετά από δύο μήνες και έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία της ομάδας
Όπως διαβάζουμε από την επίσημη ανακοίνωση της ΑΕΚ , με αφορμή το θάνατό του: “Ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα, όπως αναδείχθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) το 2000, γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1942 στην Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας. Εκεί έπαιξε πρώτη φορά ποδόσφαιρο, πριν τον αποκτήσει η Βέροια το 1959. Με το ποσό ρεκόρ, για την εποχή, των 175 χιλ. δραχμών, η ΑΕΚ θα καταφέρει να τον αποκτήσει το 1962. Έμελλε να είναι μια από τις πιο σημαντικές μεταγραφές στην ιστορία της ΑΕΚ, την οποία υπηρέτησε μέχρι το 1979, κατακτώντας 5 Πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα.
Μαζί με τον Κώστα Νεστορίδη και τους άλλους μεγάλους άσους της εποχής οδήγησαν την «Ένωση» στην κατάκτηση του τίτλου το 1963. Μετά τον τίτλο του 1963, πρωταγωνίστησε στις κατακτήσεις των πρωταθλημάτων του 1968, του 1971, του 1978 και του 1979, στα Κύπελλα του 1964, του 1966 και του 1978, στην συμμετοχή στα προημιτελικά του Πρωταθλητριών το 1968-69 και στα ημιτελικά του ΟΥΕΦΑ το 1977. Σφράγισε μάλιστα την τελευταία πρόκριση, αυτή στα προημιτελικά με αντίπαλο την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, σκοράροντας με ασύλληπτη κεφαλιά (με τη γνωστή ικανότητά του να στέκεται στον αέρα) το τρίτο γκολ που οδήγησε την αναμέτρηση στην παράταση και στη συνέχεια στα πέναλτι, όπου προκρίθηκε η ΑΕΚ.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών για την ΑΕΚ, με 289 γκολ σε 566 εμφανίσεις. Ήταν επίσης πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα, το 1964 και το 1966. Στην Εθνική αγωνίστηκε 61 φορές με 21 γκολ”
Και μπορεί ο Μίμης Παπαϊωάννου να μην έκανε τελικά μεγάλη καριέρα ως τραγουδιστής, κατάφερε όμως να κάνει μια μεγάλη επιτυχία. Μιλάμε για τον ύμνο της ΑΕΚ που παίζεται κάθε Κυριακή στο γήπεδό της, μία σύνθεση του Χρήστου Νικολόπουλου σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη που τραγουδάει ο Μίμης Παπαϊωάννου. Ένα τραγούδι-απομεινάρι μιας άλλης εποχής, ίσως το μοναδικό από αυτήν
Συνηθίζεται να λέγεται όταν πεθαίνει κάποιος μεγάλος, πως πεθαίνει μαζί του μια ολόκληρη εποχή. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η εποχή τελειώνει από μόνη της δίχως να περιμένει το βιολογικό θάνατο κάποιων εκπροσώπων της. Πεθαίνει έτσι κι αλλιώς. Στο χέρι όσων απομένουν είναι να φτιάξουν κάτι καλύτερο, όσο κι αν αυτό μάλλον σαν ευχή ακούγεται και ευσεβής πόθος. Όσο για το δεκάχρονο τότε αγόρι, μόνο αηδία νιώθει για ό,τι έχει απομείνει σ' αυτό που κάποτε αγάπησε τόσο πολύ. Πάμε για άλλα όμως, η ζωή προχωράει δίχως να κοιτάει τη δική μας τη μελαγχολία