"Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότωφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού" Μάνος Χατζιδάκις
Δε μπορεί, κάτι θα του είπε, έτσι στα καλά καθούμενα ο άλλος τράβηξε πιστόλι; … Σίγουρα πήγαινε γυρεύοντας και αυτός , δε θα ήταν δα και το καλύτερο παιδί … Και δε μου λες, τι δουλειά είχε βραδιάτικα στα Εξάρχεια δεκαπέντε χρονών παιδί; … Και σε τελική ανάλυση, αν απλά δεν άρεσαν στον αστυνομικό τα μούτρα του όπως μου λες, δε θα έφταιγε ο αστυνομικός, τα μούτρα του παιδιού θα έφταιγαν …
Όσο συνέχιζε ο κυρ-Παντελής, τόσο περισσότερο παράλογη και αδιέξοδη γινόταν η συζήτηση. Ο κυρ-Παντελής είχε τη δουλίτσα του – αυτή την όποια κακοπληρωμένη δουλειά. Είχε το σπιτάκι του – αυτό για το οποίο πλήρωνε δάνεια και φόρους, πολλές φορές καθυστερημένα και με πολλές στερήσεις. Παρόλα αυτά, ο κυρ-Παντελής ήταν ικανοποιημένος. Είχε συνηθίσει να μην περιμένει από τη ζωή τίποτε περισσότερο. Τα άλλα, τα παραπάνω, το είχε αποδεχτεί ο κυρ-Παντελής πως ήταν για τους άλλους, τους μεγάλους. Αυτός ήταν ένας απλός και ήσυχος άνθρωπος. Αυτά τα λίγα που είχε, του έφταναν. Αυτά και η ησυχία του. Τίποτε περισσότερο δεν τον τρόμαζε, από το να μπλέξει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποιοι περίεργοι φώναζαν και διαμαρτύρονταν. Ας κάτσουν να δουλέψουν, συνήθιζε να λέει. Αν είναι άξιοι θα τα καταφέρουν. Για τους υπόλοιπους, που δεν θα τα καταφέρουν, δε νοιαζόταν ο κυρ-Παντελής. Ήταν άξιοι της μοίρας τους. Ο ίδιος ήταν σίγουρος για την καπατσοσύνη του και πως καμία αναποδιά δε θα συνέβαινε σε αυτόν
Ο κυρ-Παντελής δεν είναι μόνος του σ’ αυτόν τον κόσμο. Σαν κι αυτόν υπάρχουν πολλοί, οι περισσότεροι. Είναι οι παροιμιώδεις μέσοι ανθρωπάκοι του Βολφ Μπίρμαν, που συνηθίζουν την κάθε βρωμιά αρκεί να έχουν γεμάτο το ντορβά. Είναι οι αυτόδουλοι του Κώστα Βάρναλη που έχουν παραδώσει αμαχητί την ελευθερία τους και τα όνειρά τους ως αντάλλαγμα μιας ήσυχης ζωής, μακριά από μπελάδες. Είναι τα Ανθρωπάκια του Βίλχελμ Ράιχ που φθονούν όποιον σηκώνει κεφάλι γιατί τους θυμίζει τη δική τους ανεπάρκεια αλλά παράλληλα δεν έχουν και κανέναν ενδοιασμό να τον ανακηρύξουν σε ήρωα και να τον επευφημήσουν αν αυτός επικρατήσει. Πάντα με το νικητή τα Ανθρωπάκια. Αρκεί μόνο να παίρνουν κάτι από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι της καλοπέρασης των μεγάλων.
Οι κυρ-Παντελήδες είναι μια εύπλαστη μάζα, ένας χυλός που άγεται και φέρεται από τα τρομοκρατικά και παραπλανητικά δελτία ειδήσεων. Ανίκανοι να αντιληφθούν πως δεν είναι αναίτιες οι - έστω και τυφλές - αντιδράσεις των εξεγερμένων νέων. Απαίδευτοι για να καταλάβουν πως οι υποτιθέμενοι εκπρόσωποι του νόμου ξεπερνούν τα όρια που οι ίδιοι οι νόμοι έχουν θέσει. Αναίσθητοι τόσο ώστε να μην μπορούν να θρηνήσουν το θάνατο ενός παιδιού
Πολλές φορές κι εμείς οι ίδιοι που κατηγορούμε τους κυρ-Παντελήδες γινόμαστε σαν κι αυτούς χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Είναι γλυκιά, βλέπετε, η αίσθηση της ασφάλειας όταν την έχεις και δεν ρισκάρεις να την χάσεις
Στις 17 Νοεμβρίου 1985, ο αστυνομικός Παναγιώτης Μελίστας πυροβολεί και σκοτώνει πισώπλατα τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά. Προηγουμένως, η κλούβα μέσα στην οποία βρισκόταν είχε δεχθεί επίθεση με βόμβες μολότωφ
O Μελίστας καταδικάζεται πρωτόδικα σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση με αναστολή και σε δεύτερο βαθμό αθωώνεται τον Ιανουάριο 1990. Εκείνες τις μέρες, ο Μάνος Χατζιδάκις είναι καλεσμένος στο σπίτι του Δημήτρη Χορν. Ακούγοντας τους υπόλοιπους καλεσμένους να επαινούν την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου, παίρνει το λόγο :
«Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότωφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού.
... Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότωφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί.
Ό,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς.»