Πολλά βιβλία για την ανθρώπινη βλακεία έχουν κυκλοφορήσει. Ένα βιβλίο-σταθμός για την ελληνική βιβλιογραφία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα αποτελεί το δοκίμιο του Ευάγγελου Λεμπέση «H τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω» που δημοσιεύτηκε το 1941 στην Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών.
Από τότε έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά πολλά άλλα βιβλία με την ίδια θεματολογία. Ένα από αυτά είναι το “Εγχειρίδιο βλακείας” του Διονύση Χαριτόπουλου
Από το βιβλίο αυτό δημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα, αυτά που ομιλούν για τον «επιτυχημένο και γεμάτο έπαρση βλάκα, αυτόν που δεν μαζεύεται με τίποτα» . Οι φωτογραφίες που πλαισιώνουν το κείμενο αλιεύθηκαν τυχαία από το Internet πληκτρολογώντας τη λέξη «βλάκας»
" Ο επιτυχημένος βλάκας δεν είναι ανέκδοτο. Είναι μια πραγματικότητα γύρω μας και δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση μια ορισμένη επίδοση ή δεξιοτεχνία των στόκων. Οι μιμητικές ικανότητες του δίποδου είναι εγγεγραμμένες στον γενετικό του κώδικα και εκπαιδεύεται σαν τον σκύλο, την αρκούδα, το άλογο, το δελφίνι. Δεν τίθεται θέμα ότι μεγάλο μέρος της διανοητικής εργασίας οφείλεται στη μίμηση και όχι στη σκέψη. Ο ταγμένος βλαξ με το ανάλογο κούρντισμα μπορεί να κάνει θαύματα: να διευθύνει μια ορχήστρα, να οδηγήσει αεροπλάνο, να διδάξει φιλοσοφία, να γυρίσει μια ταινία, να αναλάβει υπουργείο, να παρουσιάσει μια τηλεοπτική εκπομπή, να γράφει σε εφημερίδα, να δώσει διαλέξεις. Μόνο που όταν συμβεί να γνωρίσεις από κοντά έναν τέτοιο αστέρα η απογοήτευση είναι αναμενόμενη.
Ο γελοίος είναι άλλου είδους ταραχή. Είναι βλάκας με έπαρση. Η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του τον χαντακώνει και γίνεται φαιδρός, γραφικός, καβαλημένος, δήθεν, ψώνιο, θέατρο, καλάμι, μασκαράς, νούμερο και πιο βαριά (αν το παρακάνει) ξεφτίλας, ρεζίλης, ρεντίκολο, καραγκιόζης, σούργελο, ρόμπα. Το βασικό χαρακτηριστικό του γελοίου είναι ότι «δεν είναι στη θέση του». Γι’ αυτό όταν κάποιος αρχίζει να τσουτσουμίζει και να περιαυτολογεί αναιδώς, η πρόγκα είναι «κάτσε στα κιλά σου», «κάτσε στα κυβικά σου», «δε σε παίρνει». Ο χρυσός κανόνας των παλιών «τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που δικαιούσαι» δεν ισχύει για το ψώνιο που ζει εν αναμονή του θριάμβου του και φαντασιώνεται για τον εαυτό του όσα δεν είναι και όσα δεν δύναται. Και όσο πιο υπερβολική είναι η φανταστική εικόνα που προβάλλει προς τους άλλους τόσο περισσότερο διψάει για επιβεβαίωση και αναγνώριση. Βέβαια, ό,τι και να πεις για τον εαυτό σου, ο άλλος σε βλέπει και επειδή ο κομπασμός και η αμετροέπεια εκτός από βλακεία είναι και απρέπεια, τον γελοίο και μαλάκα να τον πεις δεν είναι λάθος.
Ο γελοίος δεν μαζεύεται. Αν είχε κάποιος τη δυνατότητα να παρατηρήσει καταλεπτώς την καθημερινή ζωή ενός ευφυούς ανθρώπου, οι πιθανότητες να διαπιστώσει τη νοημοσύνη του είναι ελάχιστες. Με τον συνηθισμένο τρόπο ντύνεται, τρώει, οδηγεί, περπατάει, συζητάει, τα πίνει με τους φίλους του. Αντιθέτως, ο γελοίος δεν εννοεί να περάσει απαρατήρητος, δεν το επιτρέπει στον εαυτό του. Το νούμερο θορυβεί, κάνει τα λεφτά του ψιλά για να φαίνονται πολλά. Επιζητεί το «θεαθήναι», «τα μάτια του κόσμου», σαν να βρίσκεται διαρκώς επί σκηνής: η κίνηση, το ύφος, ο τόνος της φωνής, το κόρδωμα απευθύνονται πάντα σε ένα κοινό πολύ ευρύτερο του πραγματικού, στη σύμπασα κοινωνία. Ακόμα και στις ιδιάζουσες περιπτώσεις που υποδύεται τον σεμνό, ανιδιοτελή και «low profile», η έπαρση αδύνατον να κουκουλωθεί, πάλι να εντυπωσιάσει θέλει, να «πουλήσει μούρη», είναι «πουλ μουρ», όπως λένε τα πιτσιρίκια.