" Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν
Τίποτα παραπάνω από το ότι
319205339 712219783586309 2265634222543469205 n  Είμαστε λίγοι αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό
Και από τους θεατές περιμένουμε
Τουλάχιστον να ντρέπονται"
                                               Μπρεχτ

Ο μικροαστός, λέει ο Βασίλης Ραφαηλίδης, μονίμως ονειρεύεται όχι την κατάργηση του μηχανισμού που παράγει φτώχεια, αλλά το να γίνει αυτός πλούσιος. Ο μικροαστός είναι ο κυρ Παντελής που θέλει το ψιλικατζίδικό του να το κάνει super market. Με οποιονδήποτε τρόπο. Ο μικροαστός είναι ο μικροϊδιοκτήτης που θα παραδώσει τη μικροϊδιοκτησία του στο εύκολο κέρδος του Airbnb αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις του στον κοινωνικό ιστό και τη φυσιογνωμία μιας πόλης. Γιατί ο μικροαστός δεν ενδιαφέρεται για τα κοινά, δεν τον απασχολούν τέτοιες ευαισθησίες. Ο μικροαστός ενδιαφέρεται για την ατομική του ευημερία και μόνο

Αν τα πράγματα πάνε καλά για τον μικροαστό, θα ψηφίζει τη σταθερότητα. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, θα ψηφίζει τη Χρυσή Αυγή και τους Σπαρτιάτες. Γιατί είπαμε. Ο μικροαστός δεν ενδιαφέρεται να εξαλείψει τη φτώχεια γενικά, αλλά μόνο τη δική του. Γιατί ο μικροαστός έχει χαμηλή κοινωνική συνείδηση και υψηλό βαθμό φιλοτομαρισμού. Γι αυτό ο μικροαστός δεν στρέφεται στην Αριστερά. Γιατί του ζητάει να βάλει το «εμείς» πάνω από το «εγώ». Και γι’ αυτό, αν η Αριστερά θέλει να κάνει κάτι, πρέπει να συντρίψει τη μικροαστική νοοτροπία που βάζει το ατομικό συμφέρον πάνω από το κοινωνικό

Απομαγνητοφωνήσαμε μια τηλεοπτική εμφάνιση του Βασίλη Ραφαηλίδη, όπου εξηγεί τη σχέση μικροαστισμού και φασισμού με το δικό του, μοναδικό τρόπο και τη δημοσιεύουμε

..................................................................................................................................................................................

 

Ο φασισμός δεν είναι κοινωνικό καθεστώς … είναι μια καθημερινή, έρπουσα, τρέχουσα κατάσταση.

Το επίσημο όνομα του φασισμού ήταν «Συντεχνιακό Κράτος». Έτσι ονόμασε ο Μουσολίνι το κράτος του … που σημαίνει δηλαδή πως οι συντεχνίες, οι εργατικές ενώσεις, μία-μία λειτουργούν και λειτουργούν πλήρως … μόνο που δεν μπορούν να ενωθούν … μόνο που δεν μπορούν να συνεννοηθούν και η κάθε μια διεκδικεί στο χώρο της

Ο φασισμός είναι λαϊκό κίνημα, είχε μάζες, είχε λαό πίσω του. Ο φασισμός είναι μια παραφθορά και μια παραποίηση ενός σοσιαλισμού. Μην ξεχνάμε πως ο Μουσολίνι ήταν στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και διευθυντής του Avanti, της σοσιαλιστικής εφημερίδας. Ο Μουσολίνι το 1920 λάνσαρε μια πρωτοφανέρωτη θεωρία για την Αριστερά. Είπε πως η άποψη του Μαρξισμού πως οι τάξεις είναι δύο, οι αστοί και οι προλετάριοι, δεν είναι σωστή. Υπάρχει και μια άλλη τάξη, αυτόνομη, η μεσαία, οι μικρομεσαίοι … οι μικροαστοί δηλαδή. Εμείς λέμε πως οι μικροαστοί δεν είναι παρά αστοί μικροί που ονειρεύονται το μεγάλωμά τους, ονειρεύονται να περάσουν στην ανώτερη τάξη. Το όνειρο κάθε ψιλικατζή είναι ν’ ανοίξει super market , να γίνει καπιταλιστής κι αυτός δηλαδή

Ο φασισμός στην Ελλάδα ελλοχεύει παντού. Σε μια μερίδα του λαϊκίστική, σε μια μερίδα της ΝΔ λαϊκίστικη αλλά κα σε μια μερίδα του ΚΚΕ λαϊκίστικη. Ο λαϊκισμός εξαπλώνεται παντού. Είναι τόσο επικίνδυνο φαινόμενο όσο το περιέγραψε ο Λένιν χτυπώντας τους ναρόντνικους τότε στην εποχή του, δηλαδή τους λαϊκιστές. Είναι ένα πανίσχυρο δεδομένο, δεν το λέω κόμμα, κοινωνική κατάσταση είναι ο μικροαστισμός … αυτοί οι μικρομεσαίοι οι οποίοι μονίμως ονειρεύονται όχι την κατάργηση του μηχανισμού που παράγει φτώχεια, αλλά το να γίνουν αυτοί πλούσιοι. Με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτή η προαγωγή στην ανώτερη τάξη είναι το μόνιμο όνειρο του μικροαστού.

Ο Μουσολίνι λοιπόν έρχεται και λέει: “ Πρέπει να προστατέψουμε τους μικρομεσαίους” - ο όρος μικρομεσαίος είναι του Μουσολίνι – οι οποίοι βάλλονται από τους αστούς που τους φράζουν το δρόμο, δεν τους επιτρέπουν να αναρριχηθούν και απειλούνται μονίμως από τους προλετάριους που είναι ο τρόμος τους. Θα εκπέσουν ίσως κάποτε στους προλετάριους.

Κυνηγάνε δε και προς τα δεξιά και προς τ’ αριστερά. Ο φασισμός βάλλει προς δύο κατευθύνσεις, εξ ου και το σύμβολο του διπλού πέλεκυ. Χτυπάει τους αστούς, χτυπάει και τους προλετάριους

 

Την καταστροφή ενημερωτικού υλικού για το συλλαλητήριο του ΚΚΕ στο Σύνταγμα, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την εμπλοκή της χώρας, καταγγέλλει η Κομματική Οργάνωση Ραφήνας - Πικερμίου του ΚΚΕ.

Αναδημοσιεύουμε την  καταγγελία, όπως δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο 902.gr, και που αναλυτικά αναφέρεται:

«Ο δήμαρχος Ραφήνας επιδεικνύοντας άψογα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά σε λιγότερο από 8 ώρες οργάνωσε και συντόνισε όλον εκείνον τον μηχανισμό προκειμένου να εξαφανίσει από την περιοχή της Ραφήνας όλη την προσπάθεια ενημέρωσης του αντιπολεμικού, αντιιμπεριαλιστικού, συλλαλητηρίου που διοργανώνει την Παρασκευή 1/4 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας με κεντρικό ομιλητή τον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, Δημήτρη Κουτσούμπα.

Είναι, άλλωστε, πάγια η τακτική του δημάρχου, με πρόφαση τις περιβαλλοντικές του ανησυχίες να μπαίνει σε ρόλο σερίφη και να προσπαθεί να καθαρίσει την περιοχή από την "περιβαλλοντική μόλυνση" που προκαλεί η αφίσα του ΚΚΕ.

Η στάση αυτή του κυρίου Μπουρνούς, βέβαια, δεν είναι ίδια για όλες τις περιπτώσεις. Αν στην αφίσα υπάρχουν χορηγοί και υπογράφουν "ντόπιοι ευεργέτες" τότε αυτές οι ενέργειες είναι ευπρόσδεκτες, θεμιτές και έχουν τις ευλογίες του.

Αποκαλύπτεται καλύτερα λοιπόν ο ρόλος που καλείται να παίξει ο δήμαρχος Ραφήνας και συνολικά η Τοπική Διοίκηση στην καλύτερη προώθηση των σχεδίων που έχουν μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και μονοπώλια για την περιοχή. Ακόμα και η αφίσα του αντιπολεμικού συλλαλητηρίου είναι πρόβλημα για αυτούς, αφού τους χαλάει την εικόνα.

Γίνεται φανερό ότι ο δήμος της Ραφήνας, αλλά και το σύνολο όλου του επιτελικού κράτους, και ικανό είναι και δυνατότητες έχει. Απλά αυτές οι ικανότητες δεν έχουν καμία σχέση με την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, με τη λαϊκή ευημερία».

 

πηγή: 902.gr

  • Διαβάστε επίσης την αναδημοσίευση της καταγγελίας στο ιστολόγιο Δασαμάρι SOS
  • Σχετικά, ενδεικτικά της επικρατούσας αντίληψης του δημάρχου, δημοσιεύματα
  • Περί περιβαλλοντικών ανησυχιών του καταγγελλόμενου, τα παραδείγματα πολλά. Ενδεικτικά και πρόσφατα 1,2

Από τη μία οι γιορτές (αν αυτές θεωρούνται γιορτές) και από την άλλη η διαρκής επικράτηση το ανορθολογισμού σε όλο το κοινωνικό φάσμα, μας αναγκάζουν να σταθούμε ενεοί, έκθαμβοι μπροστά σε ό,τι συμβαίνει. Είτε συμβαίνει για καλό είτε για κακό. Δικό μας ή των συνανθρώπων μας. Από κακό μια φορά, έχουμε χορτάσει και όλα δείχνουν πως θα αναγκαστούμε να καταναλώσουμε κι άλλο, μέχρι να αρχίσουμε να το παράγουμε κι εμείς οι ίδιοι, συνειδητά ή όχι. Και για να μη καταλήξουμε κι εμείς παραγωγοί κακού για λογαριασμό των εξουσιαστών, μιλάμε. Διαμαρτυρόμαστε με τα μέσα που έχουμε και δεν τα παρατάμε, προκειμένου να διατηρήσουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε.

Στην ανάπαυλα των κατ’ όνομα και μόνο, γιορτών, είχαμε αποφασίσει να μην ασχοληθούμε με τα λαμπιόνια και τις γιρλάντες, τα δέντρα και τους στολισμούς. Αυτά δηλαδή που φωτίζουν τη δυστυχία και -μέσα στην ψευτιά τους- διευρύνουν τη θλίψη. Και δεν ασχοληθήκαμε. Έτσι ως μεσεόρτια ανάρτηση, επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε ένα καταπληκτικό δοκίμιο από το βιβλίο  του ιδιαίτερα σημαντικού  ποιητή και δοκιμιογράφου Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, «Η Ρωμιοσύνη στον παράδεισο - Σημειώσεις για μια κριτική του νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού» (εκδόσεις Έρασμος 1983). Το δημοσιεύουμε έτσι, ως μαγιά και θρυαλλίδα σκέψης μαζί. Μίας διαδικασίας δηλαδή άκρως επικίνδυνης για την εξουσία και την ασχήμια που αυτή διασπείρει στην κοινωνία.

Το μόνο δώρο που μπορούμε να παίρνουμε ακόμα στις «γιορτές» είναι ο ελεύθερος χρόνος και η αξιοποίηση του με την ανάγνωση κειμένων τέτοιας ποιότητας, καθιστά το δώρο αυτό μοναδικό και ιδιαίτερα ακριβό. Ας μη το αφήσουμε να χαθεί μέσα στα λαμπιόνια και τις φανφάρες αυτών που μας θέλουν κοιμισμένους.

ΣτΣ: Οι επισημάνσεις είναι όλες δικές μας 

cords

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ

Του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου

Α΄

Διανοούμενος «είναι κάποιος που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις απ’ όσες χρειάζονται, για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει». Ο αφορισμός ανήκει στον στρατηγό Αϊζενχάουερ και αποδίδει με ακρίβεια όχι μόνο τα δικά του αισθήματα για τους «αυγοκέφαλους» της χώρας του, αλλά και την ενστικτώδη εχθρότητα της πολιτικής εξουσίας γενικά για μια κοινωνική ομάδα ηθικών αντιρρησιών. Τι είναι αυτό που κάνει τους ρεαλιστές πολιτικούς ν’ απεχθάνονται τους διανοούμενους ή πιο σωστά ένα ορισμένο είδος διανοουμένων; Πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα η κοινότοπη θετικιστική καταγγελία του «απροσγείωτου ιδεαλισμού» και της «ανευθυνότητας» των διανοουμένων μας αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για τους κατηγόρους παρά για τους κατηγορουμένους. Οι διανοούμενοι κατηγορούνται πως «βαδίζουν στα σύννεφα», όταν, και επειδή, αρνούνται να ασκήσουν ένα κοινωνικό λειτούργημα που τους αποδίδεται δεοντολογικά –όταν δεν είναι συνεργάσιμοι με την πολιτική πραγματικότητα.

Εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε «λαϊκιστικό» αντιδιανοουμενισμό είναι μια διπλή αντίφαση:

α) Ο «λαϊκισμός» είναι αντιλαϊκός.

β) Ο αντιδιανοουμενισμός, ακόμα και στις πιο «αριστερές» του εκδοχές ευνοεί (και ευνοείται από) διανοούμενους που έχουν ήδη μπει ή επιδιώκουν να μπουν στο παιχνίδι της εξουσίας,

Αναλυτικότερα: Ο πολιτικός λαϊκισμός τείνει και ολοκληρώνεται στο φασισμό που είναι η αποθέωση της χυδαιότητας περιτυλιγμένης στο χρυσόχαρτο του Μύθου. Τα λεγόμενα «ποπουλίστικα» κινήματα έχουν έντονα τα εξής φασιστικά χαρακτηριστικά:

  1. Έναν εθνικισμό που στην «αριστερίζουσα» αστικοδημοκρατικής καταγωγής γλώσσα ονομάζεται «πατριωτισμός»,
  2. Έναν πρακτικό αντικομμουνισμό και μια «σοσιαλιστική» ή και «μπολσεβίκικη» φρασεολογία,
  3. Μια ειδική σχέση μάζας και αρχηγού μέσα στην οποία απαλείφεται κάθε κριτικότητα, δηλ. κάθε παράγων διαταραχής του μαγνητικού ρευστού μεταξύ αρχηγού και μάζας. Έτσι η «κορυφή» έρχεται «άμεσα», χαρισματικά σ’ επαφή με τις μάζες. Το κωμικοτραγικό και σύντομο ειδύλλιο του ΠΑΣΟΚ με τον «σοσιαλισμό» και η γνωστή μοίρα των πιο προβληματισμένων (και προβληματικών για την κομματική ηγεσία) διανοούμενων του παρέχουν ένα τυπικό παράδειγμα για τις πραγματικές τάσεις και συνέπειες του αντιδιανοουμενισμού μέσα στον πολιτικό χώρο.

Στην πράξη ο αντιδιανοουμενισμός οδηγεί σε κάποια μορφή φασισμού: Περονικής, Νασερικής, Κανταφικής ή κάποιας άλλης μελλοντικής –για να μη μιλάμε αιωνίως για τους παρωχημένους φασισμούς αγνοώντας αυτόν που αναδύεται μπροστά στα μάτια μας. Εννοούμε βέβαια τον σύγχρονο αριστεροειδή φασισμό των ελληνοσοσιαλιστών και των εθνοκομμουνιστών που έχουν κοινό παρονομαστή την δογματική και δημαγωγική «λαϊκοεπαναστατική» γλώσσα. Πρόκειται γενικά για ένα πνεύμα στρατώνα, για τον ίδιο αντιδιανοουμενισμό που εκφράζεται σε μια μεγάλη γκάμα από το ενστικτώδες μίσος του μόνιμου καραβανά (του «παιδιού του λαού») για τον «διοπτροφόρο» νεοσύλλεκτο, μέχρι τον σταλινικό πρακτικισμό, που αντιπαραθέτει την «πειθαρχία» ενός κομματικά ευνουχισμένου εργάτη στην «μικροαστική» εξέγερση του διανοούμενου (ασχέτως αν ο ίδιος ο σταλινισμός αποτελεί την χυδαιότερη έκφραση ενός μικροαστισμού που φόρεσε εργατική φόρμα).

Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός που διέπει κάθε «ποπουλίστικο» κίνημα στηρίζεται πάντα στη «σιωπηρή πλειοψηφία», στην πολιτική αδράνεια του λαού ή, ακόμα χειρότερα, στην επί ποδοσφαιρικού επιπέδου πολιτικοποίησή του. Η πολιτική ουσία αυτού του αντιδιανοουμενισμού δεν συνεπάγεται μόνο τον κραυγαλέο διασυρμό και τη δημόσια καταγγελία του «διανοούμενου» ανθρώπου αλλά όπως και κάθε παρόμοια τελετουργία, αναπαράγει, καλλιεργεί και κολακεύει τις ταπεινές και υποδουλωτικές ανάγκες των μαζών· πίσω απ’ αυτό τον δημαγωγικό λαϊκισμό κρύβεται μια βαθύτατη περιφρόνηση προς τις ίδιες τις μάζες, αφού ο ρόλος που τους επιφυλάσσει ο εξουσιαστικός λαϊκισμός (γιατί κάθε λαϊκισμός είναι εξουσιαστικός), ο ρόλος που τους επιφυλάσσει το κράτος, η εκκλησία και το κόμμα δεν είναι ούτε να σκέπτονται, ούτε ν’ αποφασίζουν ούτε να δρουν αλλά να υπακούνενα λένε τραγουδάκια, να χειροκρατάνε ρυθμικά και κάπου κάπου να ψηφίζουν.

Σ΄αυτό το χώρο του λαϊκού πανηγυριού συναντιούνται οι πολιτικές βεντέτες δεξιάς, κέντρου και αριστεράς και παίζουν το παιχνίδι τους χτυπώντας και ισοπεδώνοντας με το ρόπαλο της λαϊκιστικής συνθηματολογίας κάθε «ανωμαλία», (δηλ. κάθε ερωτηματικό) και κάθε πραγματικό πρόβλημα. Αυτή η επίκληση κι αυτή η χρησιμοποίηση του «λαϊκού» είναι ακριβώς ο φασισμός. Κι είναι καιρός πια να κόψουμε τα πονηρά δεσμά με τα οποία κακομοιριασμένοι φιλόσοφοι και κομπλεξικοί στρατοκράτες συνδέουν το Νίτσε με το Χίτλερ. Γιατί ο φασισμός δεν είναι ούτε «νιτσεϊκός» ούτε «αριστοκρατικός» ούτε «αντικαπιταλιστικός»· ο φασισμός είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στριμωγμένος στο τελευταίο του καταφύγιο –στην στραπατσαρισμένη, κακοποιημένη και διαστρεβλωμένη ψυχή των ίδιων των θυμάτων του.

Μομφές και χαρακτηρισμοί κατά των διανοουμένων («ατομιστές», «απροσγείωτοι», «εγωιστές» και άλλα τέτοια) θα ακούγονται πάντα· και θα ακούγονται εν ονόματι του λαού από εκείνους που κυριαρχούν επάνω του και δεν βλέπουν ποτέ με καλό μάτι τα κατεξοχήν «διανοουμενίστικα» αμαρτήματα όπως είναι η πνευματική ανησυχία, η κριτικότητα, ο ιδεαλισμός –δηλ. όλα αυτά που στην κομματική γλώσσα μεταφράζονται σε «μικροαστικό υπερεπαναστατισμό» ή «τυχοδιωκτική ανευθυνότητα»· γιατί αυτοί που αυτοχρίονται με το δικαίωμα να κάνουν τέτοιους χαρακτηρισμούς νιώθουν απόλυτα «υπεύθυνοι» -όχι βέβαια απέναντι στον συγκεκριμένο και παρόντα λαό αλλά απέναντι στην αφηρημένη ιδέα του «λαού» και απέναντι στην «ιστορία»· και νιώθουν «υπεύθυνοι», γιατί αυτοί δεν αρνούνται αλλά ασκούν ή διεκδικούν («για τον λαό» και πάνω στη ράχη του λαού) την εξουσία.

Το περίεργο τώρα είναι πως οι διανοούμενοι γίνονται στόχος αυτών των «φίλων του λαού» στο βαθμό ακριβώς που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους (κι αυτό άλλωστε στοιχειοθετεί και την «ανευθυνότητά» τους) και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή, αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και την σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός «καθοδηγητής». Βέβαια, δεν αρνούνται όλοι οι διανοούμενοι την εξουσία· αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως ο στόχος των εξουσιών, όπως και ο στόχος τω μεσσιών, είναι, καθώς είπαμε, εκείνοι ακριβώς οι διανοούμενοι που δεν διεκδικούν την εξουσία –οι «ανεύθυνοι». Όλοι οι φασισμοί ήταν και είναι εναντίον του υποκειμενισμού, του αυθορμητισμού, της ατομικότητας και υπέρ του «λαού»· αλλά ενός λαού που χρειάζεται «μπροστάρηδες», «οδηγητές», «ταγούς», «φύρερ», «εθνοπατέρες» και κομματικούς παπάδες –δηλ. όλους αυτούς που αιώνες τώρα επιμένουν να «σώζουν» τον κόσμο, το σώμα του ή την ψυχή του, με την πυρά και με τον τρόμο, με το σταυρό και με το ξίφος, με το τσεκούρι και με την αυθεντία, με το Λόγο και με το Θαύμα. Κι από κοντά σ’ αυτούς τους σταυροφόρους που ρημάζουν τη ζωή όλος ο παρδαλός θίασος βάρδων και μεσσιών, πνευματικών τραμπούκων, μυσταγωγών και μουσικάντηδων κι όλο το εθνικορεμπέτικο ποιητικό φολκλόρ.

Β΄

Υποσημάναμε στα παραπάνω την διανοουμενίστικη πηγή του «αντιδιανοουμενισμού». Αυτό δεν είναι αντίφαση· είναι μόνο η αντιφατική έκφραση μιας πραγματικότητας ανάλογης με τον αριστοκρατικό «λαϊκισμό». Είναι προβολή της ίδιας της εξουσίας πάνω στο αντικείμενό της.

Όλη η έμφαση πέφτει στην προσπάθεια να στεγανοποιηθεί το «αγνό» λαϊκό στοιχείο, η Sancta Simplicitas, από τη σατανική διάβρωση του πνεύματος, από το μίασμα της κριτικής σκέψης. Δεν είναι ο λαός που επιβάλλει τον λαϊκισμό· ο λαός υφίσταται το λαϊκισμό όπως υφίσταται και τους παιδαγωγούς του –αυτούς που παρουσιάζουν πάντα το πνεύμα σαν την αρρώστια, σαν την «πανούκλα» που απειλεί το σώμα της υγιούς κοινωνίας. Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός είναι έργο διανοουμένων –διανοουμένων στην υπηρεσία του κρατούντος, διανοουμένων εθνικιστών, διανοουμένων σταλινικών, διανοουμένων παπάδων, διανοουμένων λαϊκιστών, διανοουμένων φιλισταίων.

Στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης το φαινόμενο του διανοουμενίστικου αντιδιανοουμενισμού παρατηρείται εκεί όπου η «χαμένη παράδοση» φαίνεται να εισβάλλει μέσα στο «μοντέρνο» ή πιο σωστά το «μοντέρνο» προβάρει απανωτές «πρωτόγονες» μάσκες, οι οποίες δεν φτιάχνονται βέβαια από «πρωτόγονους» τεχνίτες αλλά παράγονται μαζικά στις βιομηχανίες τουριστικών ειδών. Το αποτέλεσμα αυτής της νοθείας στην ποίηση είναι μια «ιδιωματική» γραφή συνδεδεμένη από τη μια μεριά με το σχολαστικό φολκλόρ της «ντοπιολαλιάς» και με το υπεριστορικά αδιατάρακτο «φως του Αιγαίου», κι από την άλλη με τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» που ρέει από το εκκλησιαστικό μέλος και τη γλώσσα των μεσαιωνικών χρονικών. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» και τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, ο μυθοποιημένος Παπαδιαμάντης και η εκλαϊκευμένη Βίβλος δεν είναι μόνο οι πιο κοντινοί μας σταθμοί για το διαρκώς αναγγελλόμενο τουριστικό ταξίδι προς τις «ρίζες», αλλά και οι πιο προσιτές «πηγές» απ’ όπου αντλείται όλη εκείνη η ψευδομεταφυσική σαβούρα, για να παραγεμιστούν όπως όπως τα κενά ενός εφευρεμένου «νεοελληνικού μύθου», που ωστόσο παραμένει πάντα μια έκθετη, διάτρητη ιδεολογία, πότε απολογητική και πότε επιθετική και μνησίκακη σαν θρησκόληπτο γραΐδιο:

Κατά πρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς:

ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος!

Ο αναίσθητος

που όταν όλοι εμείς θρηνούμε

αυτός αγαλλιά

[…….]

Που όταν όλοι εμείς πενθούμε

αυτός ηλιοφορεί.

Και όταν όλοι σαρκάζουμε

Ιδεοφορεί  

(Το  Άξιον εστί, Ι).

 

Καμιά φορά η «αφέλεια» είναι ιδεολογία· στον Ελύτη ήταν επιθετικότητα –η συσσωρευμένη επιθετικότητα της «αισιόδοξης» και «προοδευτικής» γενιάς του ’30 προς τον Καρυωτάκη. Όταν ο Ελύτης με τον «Άξιον εστί» αποφάσισε καθυστερημένα αλλά προκλητικά να «ιδεοφορήσει», δεν βρήκε τίποτ’ άλλο από τα «εθνικοαπελευθερωτικά» αποφόρια, που η πιο σκεπτικιστική μερίδα της αριστεράς, όπως εκφράστηκε μέσα από τα ουσιαστικότερα ποιητικά κείμενα της μεταπολεμικής γενιάς, φρόντιζε να ξεφορτωθεί μαζί με πολλές από τις ακριβοπληρωμένες αυταπάτες της. Ο ελληνικός μύθος του Ελύτη (αυτός ο δήθεν αντι-ιδεολογικός κόσμος των «Προσανατολισμών») γίνεται στο «Άξιον εστί» μύθος ελληνοχριστιανικός, επιπόλαιο άνθος πάνω στο χάσμα που δεν γεμίζει ούτε με την επίκληση στο Σολωμό και τους άλλους «πατέρες», ούτε με ξώπετσες αναφορές στη νεοελληνική περιπέτεια της οποίας δεν αποδίδεται όχι βέβαια ο βιωματικός κραδασμός αλλά ούτε καν η ιστορική της αλήθεια. Η βαθύτερη εμπειρία που  έκανε τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς να χαράξουν τα λιγοστά τους ποιήματα και να σωπάσουν, προσηλωμένοι σε ένα συνταρακτικό βίωμα που ήταν συγχρόνως συλλογικό και προσωπικό, στο «Άξιον εστί» ταξινομείται, τακτοποιείται, και ενταφιάζεται μέσα στην ετοιμοπαράδοτη ιδεολογική εικόνα του «κακού ξένου». Ο διάβολος είναι πάντα ο «αλλοεθνής»· το σπέρμα του κακού εισάγεται από εξωελληνικούς χώρους, ενώ το ίδιο το ελληνικό τοπίο επιστρατεύοντας την εθνική αυτάρκεια και ιδιαιτερότητά του («ελληνικό φως» και άλλα τέτοια) αντιστέκεται στον κακό ξένο, γιατί (σύμφωνα και με την ιδεολογία του επίσημου κράτους που διακηρύσσει ότι «οι Έλληνες ηνωμένοι εμεγαλούργησαν») το «κακό» είναι πάντα ο «ξένος»:

Ήρθαν

ντυμένοι «φίλοι»

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου

το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους  

(Το  Άξιον εστί, Ζ)

.

Έτσι ο «αφελής περιηγητής του αιώνος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο Ελύτης, επαναλαμβάνει τον αριστοκρατικό λαϊκισμό του Σικελιανού. Ένα σημαντικό μέρος από τον «σοσιαλισμό» των καλλιεργημένων επτανησίων αρχόντων, που ανακάλυψαν κάποτε το λαό «τους», για να τον αντιτάξουν με μάταιη εκδικητικότητα στον κυρίαρχο πια αστισμό, κατέληξε στον «Αλαφροΐσκιωτο», όπου ο Σικελιανός, στερνοπαίδι αλλά και υπέρβαση της ξεπεσμένης επτανησιακής αρχοντιάς, χύνει καινούριο αστικό αίμα στις στεγνές φλέβες της έννοιας της αριστοκρατικότητας, καθώς μιλάει για το χώμα «του» και τους χωριάτες «του» όχι πια με την ιδεολογία ενός ξεπεσμένου άρχοντα αλλά με τη συνείδηση ενός νεαρού θεού που βρίσκεται ανάμεσα σε δυνατούς και ωραίους υπηκόους:

Παντού ο λαός· και λάτρεψα

και στη λαχτάρα μου είπα:

«Βάλε το αυτί στα χώματα»

και φάνει μου πως η καρδιά

της γης βαριά αντιχτύπα

(Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 266-70)

 

Αλλά το φυσικό συμβόλαιο ανάμεσα στον ποιητή-θεό και στον λαό, αυτή η χαρισματική «προς τα κάτω» διάχυση δεν αντιστοιχεί σε μια πραγματική επικοινωνία αλλά σε μια ιδεολογικοποίηση της χειραγώγησης και της εξουσίας. Η νεαρή αστική ιδεολογία, που είναι ομόλογη προς εκείνη του δημοτικιστικού κινήματος, θα μετατρέψει τον ανιδιοτελή Διόνυσο σε «εκπολιτιστή» Απόλλωνα και θα βάλει σε Τάξη, Αρμονία και Εργασία τον κόσμο. Πίσω από το μύθο και την ιδεολογία της ευεργετικής Αυθεντίας προετοιμάζεται ο Λόγος της αστικής δημοκρατίας:

Μα εσάς, ω ψεύτες, τη ζωή

που αρνιέστε να δουλέψτε,

σας έδεσα στ’ αλέτρια μου·

 

για ν’ ανεβείτε ένα σκαλί

και λίγη γης να οργώστε

σας κέντησα τη ράχη σας

βαθιά με τη βουκέντρα

(Αλαφροΐσκιωτος, Ι, 950-56)

 

Η σημασία του «Αλαφροΐσκιωτου» δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις μεταγενέστερες βυθοσκοπήσεις του Σικελιανού στις διάφορες «Συνειδήσεις» του. Υπήρξε η τελευταία πλήρης ελληνική έκφραση της ενότητας Ηγέτη-Λαού-Γης. Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ακόμα ένας θεός, ενώ ο Διόνυσος του Ελύτη («Προσανατολισμοί») είν’ ένας μεταμφιεσμένος αστός.

Στην αίσθηση του Ελύτη υπάρχει περισσότερος τουρισμός και λιγότερες ψευδαισθήσεις· δεν υπάρχει καμιά τρέλα και καμιά παραφορά (η τρέλα της γνωστής «ροδιάς» του είναι καθαρά σουρεαλιστική, δηλ. ρηματική), δεν υπάρχει κανένα μεγαλείο και καμιά γελοιότητα, κανένας «σικελιανισμός» -ο Ελύτης δεν ήταν λιγότερο «πονηρεμένος» από τον Σεφέρη. Γι’ αυτό όμως και η προσχώρησή του στην «εθνικοαπελευθερωτική» ιδεολογία είναι περισσότερο διαβλητή από εκείνη του Σικελιανού. Ο Ελύτης πέρασε με αρκετή καθυστέρηση και με ένα άτσαλο πήδημα σ’ ένα χώρο όπου ο Σικελιανός είχε μπει με μια κίνηση το ίδιο θεατρική, αλλά άνετη και μεγαλειώδη όπως στάθηκε ολόκληρη η ζωή του –η ζωή ενός ποιητή-εθνάρχη και μυσταγωγού. Εδώ ακριβώς, στην περιοχή της «εθνικοαπελευθερωτικής» ιδεολογίας που ευνόησε στον Ελύτη την ανάπτυξη μιας οραματικής ευφορίας ("Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών" [Το Άξιον εστί, Προφητικόν) η ίδια η ποιητική μέθοδος παρεκτρέπεται σε «ιδεολογία», καθώς οι λέξεις «παίζουν» όχι μόνο την ποίηση αλλά και την επανάσταση φενακίζοντάς τες και τις δύο –όπως άλλωστε έκανε και ο σουρεαλισμός γενικότερα.

Γ΄

Πολύ κοντά στην πολιτική φιλολογία του λαϊκισμού ανθεί και η θεολογία του. Αυτή η θεολογία, όσο κι αν απωθεί την «πολιτική» και τις «ιδεολογίες», αποτελεί την έσχατη ιδεολογική μεταμόρφωση των πανανθρώπινων και διαρκών αιτημάτων, όταν πέφτουν στα χέρια των θεολόγων. Γιατί η θεολογία κάθε μορφής, όπως και η πολιτική, έρχεται να «τακτοποιήσει» το όραμα και την εξέγερση, τεμαχίζοντας τη βαθύτερη αλήθεια τους σε δόγματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι αυτοί που ρητορεύουν πιο κραυγαλέα απ’ όλους για τις «χαμένες μας ρίζες» χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα και τα ίδια επιχειρήματα με τους υποτιθέμενους αντίποδές τους,  τους πολιτικάντηδες όλων των αποχρώσεων, εναντίον των «φθοροποιών ιδεών της Δύσης», εναντίον των «κακών ξένων» που απειλούν ν’ αφανίσουν την «εθνική μας ταυτότητα».

Αφήνουμε κατά μέρος τον κύριο κορμό της «ορθόδοξης παράδοσης» κι αναφερόμαστε κατευθείαν στις πιο επιπόλαιες σημερινές της εκβλαστήσεις, που φέρουν όλη την ευθύνη για τη χυδαιοποίηση κάθε αυθεντικής παραδοσιακής αξίας μέσα στον κρυπτοπολιτικό ψευδομυστικισμό της νεοελληνικής ιδεολογίας. Οι σύγχρονες sophisticated εκδοχές της χριστιανικής ελληνορθοδοξίας γελοιοποιούνται, τουριστικοποιούνται και αναιρούνται από τους ίδιους τους ανομολόγητα πολιτικοποιημένους φορείς τους.

Ένας νέος χριστιανός θεολόγος (Πολιτιστική παράδοση και πολιτιστική αλήθεια σήμερα. Μια συνέντευξη του Χρ. Γιανναρά στο περιοδ. ΑΝΤΙ 15/11/1975) νομίζει πως ανακαλύπτει το ιδανικό του σ’ εκείνον το γερο-ψαρά που είναι κομμουνιστής όχι από λογική πεποίθηση αλλά από υπαρξιακή ανάγκη (από «δίψα δικαιοσύνης»). Αλλά ενώ διαπιστώνει το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην πολιτική των ηγεσιών και στην ηθική ποιότητα του γερο-ψαρά, ταυτόχρονα επιχειρεί να στριμώξει αυτή την ποιότητα (που την θεωρεί «έξω» από την πολιτική) μέσα σε μιαν άλλη στρούγκα. Μέμφεται μάλιστα την εκκλησιαστική ηγεσία που αφήνει, υποτίθεται, ανεκμετάλλευτο αυτό το πλούσιο λαϊκό κοίτασμα· και την μέμφεται με τη ρεφορμιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πεφωτισμένος σταλινικός Γκαρωντύ αντιπολιτευόμενος τον παραδοσιακό σταλινισμό. Γιατί κάθε «αντιπολίτευση» προϋποθέτει μια κατ’ αρχήν αποδοχή· κι ο «φωτισμένος» θεολόγος αποδέχεται κατ’ αρχήν τον δικό του «σταλινισμό», τον δικό του «φασισμό», το δικό του «κόμμα» –δηλ. την εκκλησία που την θεωρεί μάλιστα «μόνη που θα μπορούσε να μιλήσει τίμια και αφτιασίδωτα τη γλώσσα του ψαρά».

Έτσι ο «απλός ψαράς» χρειάζεται και στους μεν και στους δε και χρειάζεται έτσι όπως είναι, ή έτσι όπως τον θέλουν να είναι: «αγνός» και «ταπεινός». Τον χρειάζονται και οι μεν και οι δε σαν άγιο, δηλ. σαν θύμα, για να μεταφράζουνε τα πάθη του σε ψήφους ή να φτιάχνουν με το αίμα του μπογιά για κάθε λογής εικονίσματα. Σ’ αυτό συμπίπτουν πολιτικοί και θεολόγοι όσο κι αν ρητορεύουν ο ένας εναντίον του άλλου και οι δυο μαζί υπέρ ενός «λαού» που είναι η βάση κάθε εξουσιαστικού αντιδιανοουμενισμού. Η Sancta Simplicitas που έκανε κάποτε δυνατά τα οράματα ήταν ακόμα και τότε στην υπηρεσία μιας εξουσίας που έστελνε στην πυρά τους αιρετικούς. Αυτή η λαϊκή «απλοϊκότητα» πραγματοποιείται σήμερα στο χυδαίο επίπεδο μιας «πονηρεμένης» βαρβαρότητας, ευνοημένης από τις πολιτικές θεολογίες. Οι σύγχρονοι καθεδρικοί ναοί της Πίστεως είναι χτισμένοι στα Νταχάου και τις Σιβηρίες. Η «απλότητα» και η «αθωότητα» όπως τα εννοεί ο Έλιοτ στο «Δάντη» του οδηγούν, οδήγησαν ήδη, στον δεξιό και στον «αριστερό» αντιδιανοουμενισμό, δηλ. απ’ τον ένα ή τον άλλο δρόμο, στον φασιστικό λαϊκισμό.

RWPopulism

Ο λαϊκισμός ήταν πάντα υπόθεση της εξουσίας, όχι των λαών. Το πολιτικό πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι καταχωνιασμένο βαθιά μέσα στην ψυχή της και συνοψίζεται στο πώς να σωθεί απ’ τους «σωτήρες» της, πώς ν’ απελευθερωθεί από τους «απελευθερωτές» της. Η ελευθερία μέσα στην ιστορία δεν ήταν ποτέ τίποτα άλλο απ’ την ελευθερία κάποιων να κυριαρχούν πάνω σε κάποιους. Η συσπείρωση κατά των ισχυρότερων μετέφερε απλώς το πρόβλημα απ’ το βιολογικό στο κοινωνικό επίπεδο. Αλλά η «πρόοδος» δηλ. η μεταβίβαση της κυριαρχίας από την «αριστοκρατία» στη «δημοκρατία» δεν έλυσε το πρόβλημα, όπως δεν το έλυσε κι η αντικατάσταση των καθαρόαιμων ευγενικών κτηνών από το άβουλο και περιοδικά μνησίκακο κοπάδι· γιατί απ’ αυτό το κοπάδι που μαντρώθηκε πια στην ιστορία παράγεται τόσο ο «ήρωας» ή ο «υπεράνθρωπος» όσο και το πολιτικό κατοικίδιο των δημοκρατιών –διχάζοντας έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο σε δυο αποτρόπαιες μάσκες. Η «κριτική» στο παρελθόν δεν μπορεί να γίνει απ’ τη σκοπιά του μέλλοντος. Το παρόν είναι που κρίνει την εκλογή μας.

Δεν θέλουμε ούτε αυτό που η ανθρωπότητα ονειρεύεται με φρίκη και σκοτεινή αγαλλίαση σαν «παρελθόν» της, ούτε αυτό που ευαγγελίζονται οι ψυχροί προφήτες της τεχνοκρατίας –γιατί δεν είμαστε ούτε με το παρελθόν ούτε με το μέλλον. Θέλουμε δεν θέλουμε, αποτελεσματικά ή ατελέσφορα, υπερασπιζόμαστε το τώρα, το σκαλοπάτι που φτάσαμε μπουσουλώντας, σκαρφαλώνοντας, σκοτώνοντας, τραγουδώντας ή κλαίγοντας –υπερασπιζόμαστε πάντα αυτό που είμαστε.

 

«Είναι ακόμα νωρίς» . Αυτή η αναστολή, αυτή η σκέψη ακολουθεί συνειρμικά κάθε απόπειρα που κάνει το ανθρώπινο μυαλό να επεξεργαστεί  την πρόσφατη αποκάλυψη του κτήνους που γρυλλίζει μες το ανθρώπινο σώμα.

Αυτό που ετεροχρονίζει την απόπειρα ερμηνείας, αυτό που την καθυστερεί δεν είναι η πρόφαση της μικρής χρονικής απόστασης από τα γεγονότα. Δεν είναι η ανησυχία του λάθους από μία εν θερμώ ερμηνεία. Ούτε καν ο σεβασμός που διατείνονται οι κατά κανόνα ασεβέστεροι, προς το ζέον ακόμα αίμα. Αυτό που μας κάνει διαρκώς να αναβάλλουμε την απόπειρα ερμηνείας, την απόπειρα κατάδειξης και κολασμού των αιτίων και των λόγων της αποκάλυψης του ανθρωποφάγου τέρατος, είναι ο τρόμος μπροστά στο ενδεχόμενο να τα ανακαλύψουμε και στη δική μας καθημερινότητα. Ο τρόμος του να τα εντοπίσουμε στον περίγυρό μας ή ακόμα χειρότερα, σε εμάς τους ίδιους.

O Brenton Tarrant στο «μανιφέστο» που ανάρτησε στο twitter, γράφει για τον εαυτό του και μας δίνει μία εικόνα που δεν μας είναι και άγνωστη ως εικόνα του «μέσου ανθρώπου»

Ποιος είσαι;

-Είμαι ακόμα ένας κοινός, λευκός 28χρονος άνδρας. Γεννημένος στην Αυστραλία σε μία εργατική, χαμηλού εισοδήματος, οικογένεια. Οι γονείς μου έχουν Σκωτσέζικη, Ιρλανδική και Αγγλική καταγωγή.

Είχα μία κανονική παιδική ηλικία, δίχως μεγάλα θέματα.

Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός μαθητής και ίσα ίσα περνούσα τις τάξεις

Youtube Playlists

youtube logo new

youtube logo new

© 2022 Atticavoice All Rights Reserved.