Δεν μπορεί κανείς να μην έχει αντιληφθεί την τάση που τείνει τα μετατρέψει τα κόμματα από συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων σε προσωποπαγείς σχηματισμούς που ποντάρουν πάνω από όλα στην «ικανότητα» του ηγέτη και τη «χαρισματικότητά» του
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό και πάνω από όλα δείχνει αδυναμία παραγωγής - αλλά και πρόσληψης - πολιτικής σκέψης
Αυτή τη στιγμή υπάρχει στην ελληνική πολιτική σκηνή μία πλειάδα κομμάτων που προσδιορίζονται κυρίως από τον ηγέτη τους.
Είναι το κόμμα του Βελόπουλου και της Λατινοπούλου που αντικειμενικά τοποθετούνται στην λαϊκιστική δεξιά και στην ακροδεξιά
Είναι το κόμμα της Κωνσταντοπούλου που – σύμφωνα με δική της δήλωση – δεν τοποθετείται ούτε αριστερά ούτε δεξιά
Είναι το κόμμα του Κασσελάκη που δεν τοποθετείται πουθενά – είναι το πιο θολό μόρφωμα και γι αυτό το λόγο ίσως και το πιο πιθανό να διαλυθεί μέσα στο προσεχές διάστημα
Είναι το κόμμα του Βαρουφάκη που τοποθετείται στη ριζοσπαστική Αριστερά – αν και φαίνεται να αδικείται κάπως από το τσουβάλιασμά του με τα παραπάνω προσωποπαγή κόμματα, καθώς βρίσκεται σε συνεχή ιδεολογικό διάλογο και εκλογική-κινηματική συνεργασία με διάφορα τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Όπως και να έχει πάντως, η προσωπικότητα Βαρουφάκη είναιο αυτή που δίνει το βασικό στίγμα – αυτή τη στιγμή τουλάχιστον
Είναι το υπό διαμόρφωση κόμμα Τσίπρα, που προσπαθεί με μασημένα λόγια να κινηθεί στον λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο του «πολιτικού ρεαλισμού» αποφεύγοντας να χρησιμοποιεί πολύ τη λέξη «Αριστερά»– κινούμενο πιο πολύ με ένα πρόταγμα ενάντια στη «διαφθορά του καθεστώτος Μητσοτάκη»
Είναι το πιθανό κόμμα της Καρυστιανού – που δεν τοποθετείται πουθενά πολιτικά και κινείται κυρίως με ένα πρόταγμα για απόδοση «δικαιοσύνης»
Διαβάσαμε ένα άρθρο πάνω σε αυτό το φαινόμενο, από την ενδιαφέρουσα εφημερίδα της Αριστεράς «Εποχή». Βέβαια το άρθρο αυτό επικεντρώνεται μόνο στα προσωποπαγή κόμματα της Αριστεράς – που είτε προήλθαν από την Αριστερά είτε αναφέρονται σε αυτήν
Το βρίσκουμε ενδιαφέρον και το αναδημοσιεύουμε – χωρίς αναγκαία να συμφωνούμε σε όλες τις διαπιστώσεις του. Θεωρούμε ότι τέτοια άρθρα είναι απαραίτητα, ιδίως αυτή την εποχή της γενικότερης πολιτικής αφασίας και της αδράνειας της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς που από τη μια αδυνατεί να παράγει σύγχρονο αριστερό πολιτικό λόγο και από την άλλη εμφανίζεται αδύναμη να τον υπερασπιστεί όποτε χρειαστεί. Κάτι που είδαμε με το δημοψήφισμα του ’15 - με δραματικό κόστος για την Αριστερά
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πώς γεννιούνται τα προσωποπαγή κόμματα σήμερα;
του Βασίλη Γλέζου, εφημερίδα Εποχή
Ο Ούλριχ Μπεκ, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, περιέγραψε μια ιστορική μετάβαση που ακόμη δεν έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει. Οι σύγχρονες κοινωνίες, υποστήριζε, παύουν να οργανώνονται γύρω από την παραγωγή και την αναδιανομή του πλούτου και συγκροτούνται πλέον γύρω από την παραγωγή και τη διαχείριση κινδύνων. Κινδύνων που δεν προέρχονται κυρίως από τη φύση, αλλά παράγονται από τον ίδιο τον άνθρωπο: τεχνολογικών, περιβαλλοντικών, υγειονομικών, γεωπολιτικών. Σε αυτή τη συνθήκη, η πολιτική μετατοπίζεται από τη σύγκρουση συμφερόντων στη διαχείριση φόβων.
Αν σκεφτούμε το πολιτικό σύστημα ως ένα κάστρο, στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται οι πολιτικοί παίχτες, στην εσωτερική πλευρά των τειχών όσοι προσπαθούν να το υπερασπιστούν, στην εξωτερική πλευρά όσοι επιχειρούν να εισέλθουν και, πιο μακριά, όσοι παραμένουν αδιάφοροι, τότε μπορούμε ίσως να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημερινή πολιτική κατάσταση. Το σχήμα αυτό δεν λειτουργεί απλώς ως μέτρηση πολιτικής συμμετοχής, αλλά ως χαρτογράφηση πολιτικής αυτοαντίληψης. Πού αισθάνεται ο πολίτης ότι βρίσκεται; Μέσα στο κάστρο και αποφασίζει; Στα τείχη και αμύνεται; Έξω και προσπαθεί να μπει; Ή εκτός, παντελώς αδιάφορος;
Αν συνδυάσουμε αυτή την εικόνα με την ιδέα ότι η πολιτική μοιάζει με θεατρική σκηνή, όπου το φως ανάβει επιλεκτικά και φωτίζει τους παίχτες ανάλογα με τη δυναμική της στιγμής, τότε γίνεται σαφές ότι η σημερινή πολιτική κρίση δεν αφορά μόνο τις ιδέες ή τα προγράμματα, αλλά πρωτίστως τη σκηνοθεσία του πολιτικού.
Στην κοινωνία της διακινδύνευσης, το φως της σκηνής δεν πέφτει πια σε συλλογικά υποκείμενα, κόμματα ή κοινωνικές τάξεις. Πέφτει σε πρόσωπα. Ο λόγος είναι απλός: ο κίνδυνος βιώνεται ατομικά, ακόμη κι όταν είναι αντικειμενικά συλλογικός. Ο φόβος δεν οργανώνεται εύκολα σε πρόγραμμα· αναζητά φορέα, φωνή, πρόσωπο. Έναν ηθοποιό που να υπόσχεται έλεγχο, νόημα και κατεύθυνση – έστω και προσωρινά.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το δομικό πρόβλημα της σύγχρονης Αριστεράς. Η Αριστερά ηττάται όχι μόνο εκλογικά αλλά, κυρίως, ερμηνευτικά, καθώς αδυνατεί να αναγνωρίσει και να αρθρώσει τον φόβο όσων βρίσκονται εκτός των τειχών. Η σχέση της με την εργατική τάξη έχει πάψει προ πολλού να είναι οργανική· δεν συγκροτείται μέσα από κοινές εμπειρίες, πρακτικές και συγκρούσεις, αλλά αντιμετωπίζεται συχνά ως αφηρημένη κατηγορία, ως υπόθεση εργασίας ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Αυτή η αποσύνδεση παράγει πολιτική αδράνεια, εσωτερίκευση της ήττας και μια διαρκή, σχεδόν μελαγχολική, προσπάθεια «να σωθεί ό,τι σώζεται», με την ελπίδα ότι κάποια μελλοντική συγκυρία θα επιτρέψει την ανασυγκρότηση. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι αυτή η διαδικασία απαιτεί χρόνο, που δεν υπάρχει σε μια κοινωνία φοβισμένη, επισφαλή και βαθιά απογοητευμένη από τους θεσμούς και το κράτος.
Σε αυτό το κενό αναδύονται τα προσωποπαγή πολιτικά μορφώματα. Όχι ως ανωμαλία, αλλά ως κανονικότητα της νέας συνθήκης. Ο Τσίπρας, ο Βαρουφάκης, η Κωνσταντοπούλου, ο Κασσελάκης –και ενδεχομένως μορφές που ακόμη διαμορφώνονται όπως η Καρυστιανού– λειτουργούν ως διαφορετικές απαντήσεις στο ίδιο υπαρξιακό πολιτικό ερώτημα: ποιος μπορεί να μιλήσει εκ μέρους εκείνων που νιώθουν ότι βρίσκονται έξω από το κάστρο;
Ο Τσίπρας ενσάρκωσε την υπόσχεση της εισόδου: την αίσθηση ότι οι «εκτός» μπορούν να μπουν μέσα και να κυβερνήσουν. Ο Βαρουφάκης εμφανίζεται ως ο παίχτης των τειχών: τεχνοκρατικός και συγκρουσιακός, σε διαρκή ρήξη με τη λογική του κάστρου, αλλά πάντοτε σε διάλογο μαζί της. Η Κωνσταντοπούλου εκφράζει τη μόνιμη πολιορκία, την άρνηση της νομιμοποίησης του ίδιου του κάστρου. Ο Κασσελάκης, τέλος, προβάλλεται ως ο «εσωτερικός ξένος»: κάποιος που υπόσχεται ότι μπορεί να κινηθεί εντός χωρίς να ανήκει πραγματικά στους παλιούς ενοίκους.
Το κοινό τους στοιχείο δεν είναι η ιδεολογία, αλλά η θεατρική τους λειτουργία. Σε μια κοινωνία όπου ο φόβος έχει αντικαταστήσει την ελπίδα ως κινητήρια δύναμη, το φως της πολιτικής σκηνής πέφτει αναπόφευκτα σε πρόσωπα που υπόσχονται άμεσο νόημα και έναν στοιχειώδη έλεγχο του κινδύνου.
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν αυτά τα μορφώματα θα συνεχίσουν να εμφανίζονται – αυτό είναι σχεδόν βέβαιο. Το πραγματικό διακύβευμα είναι αν κάποια στιγμή θα αλλάξει η σκηνοθεσία: αν ο φόβος θα μπορέσει ξανά να μετατραπεί σε συλλογικό πολιτικό λόγο και όχι σε ατομική προσδοκία σωτηρίας. Μέχρι τότε, το κάστρο θα παραμένει φωτισμένο επιλεκτικά – και οι θεατές ανήσυχοι, έξω από τα τείχη.
Και ίσως το πιο ανησυχητικό δεν είναι ότι οι άνθρωποι αισθάνονται έξω από το κάστρο, αλλά ότι αρχίζουν να αμφιβάλλουν αν αξίζει καν να μπουν. Όπως θα έλεγε ο Ούλριχ Μπεκ, σε μια κοινωνία της διακινδύνευσης ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η ίδια η απειλή, αλλά η απώλεια της ικανότητας των κοινωνιών να τη νοηματοδοτούν συλλογικά. Όταν η πολιτική παύει να υπόσχεται κοινό έλεγχο του κινδύνου και περιορίζεται στη διαχείριση φόβου μέσω προσώπων, η δημοκρατία μετατρέπεται σε θέαμα επιβίωσης. Σε αυτή τη σκηνή, οι προσωποπαγείς μορφές δεν είναι οι πρωταγωνιστές του προβλήματος, αλλά το σύμπτωμά του. Το ερώτημα που απομένει δεν είναι ποιος θα είναι ο επόμενος που θα φωτιστεί από τους προβολείς, αλλά αν η κοινωνία θα βρει ξανά τον τρόπο να ανάψει το φως μόνη της – πριν το κάστρο μείνει όρθιο, άδειο και αδιάφορο για όσους στέκονται απ’ έξω.