Άλλη μία λογοτεχνική προσφορά, της Γκέλυς Τουλή συτή τη φορά. Μία προσφορά τέχνης στους αναγνώστες της Attica Voice για το Σαββατοκύριακο.
Εκείνη. Εκείνη που μπορεί να ρυθμίζει χωρίς να ξέρει ή να διαλύσει με πλήρη επίγνωση του εγκλήματος. Τη ζωή της ή τη ζωή των άλλων. Και οι άλλοι ξέρουν το δικαίωμα που έχει πάνω τους εκείνη. Όπως και κάθε μία, μοναδική "εκείνη" της ζωής μας.
Εκείνη
Γκέλυ Τουλή
«Πριν τη γνωρίσω ήμουν σαν και σας. Αυτή πριν με γνωρίσει αισθανόταν σίγουρα μισή. Οι άλλοι την έβλεπαν χωρίς να την καταλαβαίνουν πλήρως. Περνούσαν από δίπλα της και την κοιτούσαν από αριστερά προς τα δεξιά και πότε από τα δεξιά προς τα αριστερά».
Εκείνη την ημέρα ήμουν αποφασισμένος να μιλήσω μπροστά στο ακροατήριο και στους κριτές μου χωρίς φόβο. Αν τους έπειθα ή όχι, αυτό ήταν δικό τους θέμα στην πραγματικότητα. Αυτοί θα έβγαιναν ζημιωμένοι ή κερδισμένοι. Εγώ θα πιστεύω σ' αυτήν ότι κι αν της κάνουν.
Μπήκα στην αίθουσα και όλοι ήταν έτοιμοι να με δικάσουν. Η αίθουσα ήταν μια μη αμφιθεατρική τάξη του Κεντρικού Πανεπιστήμιου. Μετά από όλα τα προκαταρκτικά ανέβηκα στο βήμα για να απολογηθώ. Η κατηγορία ήταν πώς της είχα φερθεί άπρεπα και δευτερευόντως ότι άλλαξα την πορεία και τη δική μου και τη δική της, σκορπώντας ψευδοεπιστήμη γι΄ αυτήν που ήταν γνωστή και διάσημη, αγαπημένη πολλών.
«Πριν την γνωρίσω ήμουν σαν και σας και πριν εκείνη με γνωρίσει είμαι σίγουρος ότι ήταν μισή». Κάπως έτσι ξεκίνησα.
Στην αίθουσα μπροστά μου υπήρχε μία μακριά έδρα και καθισμένοι σ’ αυτήν ήταν τρεις σοβαροί άνθρωποι. Κοίταξα επίμονα τον μεσαίο. Στρογγυλό κεφάλι, καραφλός, τα γυαλιά του μυωπικά ή μάλλον διπλοεστιακά, αν κρίνω από την ηλικία του. Χοντρά και ολοστρόγγυλα σαν το κεφάλι του. Είχα μάθει το όνομά του. Ήταν ο Δόκτωρ Πενσέογλου. Μπροστά και στους τρεις υπήρχαν στοίβες χαρτιά.
-Αν μέσα σε αυτή την αίθουσα με δικάσετε σαν τον Γαλιλαίο, θα σας πω και εγώ: «Κι όμως γυρίζει!» και θα σας το πω μπροστά σας.
-Ας αφήσουμε τις πολλές εισαγωγές, αγαπητέ, μου απηύθυνε τον λόγο ο Πενσέογλου και τα γυαλιά του ανεβοκατέβηκαν γιατί καθώς μιλούσε όλο το πρόσωπό του έκανε μορφασμούς.
Πίσω μου υπήρχε ένας πίνακας στημένος σε ένα τρίποδο, όπως το είχα ζητήσει. Κοίταξα το ακροατήριο. Στα καθαρά έδρανα διέκρινα μερικούς φοιτητές μου, σε μία άκρη την αδελφή μου- δεν ήθελα να έρθει - και μερικούς φοιτητές από άλλα τμήματα. Ξαναγύρισα στους τρεις κριτές μου. Είχα διακρίνει στα πρόσωπά τους τη σφραγίδα που τους πάτησαν με τη λέξη «κύρος». Σχεδόν αντίκρυσα μέσα από τα κρανία τους τα τακτοποιημένα μυαλά τους και σίγουρα είδα τις δύο γραβάτες των δύο ανδρών και το κλασικό ταγιέρ της μιας γυναίκας που ήταν στα δεξιά του στρογγυλού. Το φουλάρι στο λαιμό μου θα ήταν σίγουρα κατά μου.
- Το συμπέρασμα είναι διασκεδαστικό και δελεαστικό. Μπορεί όμως κάλλιστα ο παντοδύναμος Θεός να γελά με όλο το θέμα και απλώς να με τραβάει από τη μύτη. Αυτό είχε πει ο Άλμπερτ. Το ίδιο λέω κι εγώ. Ερωτεύτηκα κύριοι και κυρίες! Αυτό είναι όλο κι όλο. Κάποια γελάκια ακούστηκαν από το ακροατήριο.
- Σας επαναλαμβάνω: Ας αφήσουμε τους αστεϊσμούς. Στο προκείμενο, παρακαλώ, με διέκοψε ο στρογγυλός. Η διαδικασία είναι απλή. Δώστε μας τις εξηγήσεις σας. Θα σας κάνουμε έπειτα μερικές ερωτήσεις και τέλος. Έχουμε στη διάθεση μας είκοσι λεπτά ακριβώς ακόμη.
-Ωραία λοιπόν, όπως το ζητάτε, ξεκινώ. Την έπλασε ένας μικρός θεός ονόματι Άλμπερτ. Η μορφή της είναι κομψή και απλή. Αποτελείται ακριβώς από τέσσερα στοιχεία. Γύρισα στον πίνακα Και έγραψα Ε = m×c2
-Δεν είμαστε φοιτητές ξέρετε, με διέκοψαν πάλι τα στρογγυλά γυαλιά.
-Θα σας παρακαλέσω να μην με διακόψετε άλλο, είπα.
Εκείνος πήρε το στυλό στα χέρια του και το χτυπούσε νευρικά στην παλάμη του. Ακριβώς δίπλα του είδα την αξιότιμη κυρία Σαββίδου. Σταμάτησα να κοιτώ τον Πενσέογλου και στράφηκα αποκλειστικά σε αυτήν. Είχε πρόσωπο παγωμένο. Μόνο τα μάτια της ανοιγόκλεινε πότε πότε. Μου φάνηκε σαν μία μηχανή που είχε προγραμματιστεί για περιοδικό άνοιγμα και κλείσιμο του διακόπτη. «Ηλίθιοι πανέξυπνοι άνθρωποι» σκέφτηκα. Η ακινησία της Σαββίδου με προκαλούσε. Έτσι λοιπόν συνέχισα:
-Όπως κάθε άνδρας που τον ξετρελαίνει κάποια, θέλει να τη ρίξει στο κρεβάτι, να την δει όχι μόνο όρθια αλλά ξαπλωτή κι ανάποδα, έτσι κι εγώ ήθελα τα μάτια μου στα πόδια της και το κεφάλι της στα δικά μου πόδια. Να την έχω. Έτσι την επιθυμούσα εγώ. Ανάποδα.
Ούτε με αυτά τα λόγια η Σαββίδου έκανε κάποια σύσπαση του προσώπου της. Ήθελα να δω κάτι σε αυτήν. Μίαν ενόχληση, ένα πιο γρήγορο πετάρισμα των βλεφάρων. Έστω έναν εκνευρισμό στο στόμα.
-Αυτό, αγαπητοί μου, θέλησα κι εγώ και το πέτυχα. Την αντέστρεψα. Την έριξα στο κρεβάτι.
Ακούστηκαν μερικά δειλά χειροκροτήματα στο ακροατήριο άλλα ο στρογγυλός έριξε βλοσυρά βλέμματα και απέπνευσαν γρήγορα οι ήχοι. Ήξερα πως μερικοί από τους φοιτητές μου ήταν φανατικοί για μένα. Ήταν όμως και κάποιοι εχθροί.
-Θα γίνω πιο σαφής. Ο Αϊνστάιν απέδειξε ότι μπορούμε την ύλη να την κάνουμε ενέργεια. Δεν το πίστευε και ο ίδιος και απορούσε με αυτό που είχε ανακαλύψει. Κι εγώ απορώ, κύριοι και κυρίες, γιατί μπορούμε την ενέργειά μας να την κάνουμε ύλη, να την κάνουμε μία πραγματικότητα όπως εμείς την επιθυμούμε. Την αντέστρεψα, σας λέω. Τι πιο λογικό;
-Χρειαζόμαστε πειράματα, πετάχτηκε επιτέλους η Σαββίδου. Και αποδείξεις παρακαλώ.
Επιτέλους είχα πάρει αυτό που ήθελα. Την αντίδραση της. Χοροπηδούσα μέσα μου. Πάνω σε αυτήν την αντίδρασή της, αλληλοεπίδρασα. Ακαριαία καβάλησα το ενεργειακό της σώμα με όλη μου τη ζωντάνια, όλη μου την βεβαιότητα με την οποία είχα ξυπνήσει από το πρωί. Η ενέργειά μου έσφυζε μέσα μου και την εκσφενδόνισα εστιασμένη προς την κυρία Σαββίδου. Την πλησίασα, την κοίταξα στα μάτια. Ξαφνιάστηκε και απλά ανοιγόκλεισε τρεις φορές συνεχόμενες τα βλέφαρά της. Καμία άλλη αντίδραση. Τα κάστανα ολόισια καρέ μαλλιά της αυστηρά έφταναν στους ώμους της. Αυτοί οι ώμοι έγερναν ελαφρά προς τα εμπρός από το βάρος των εξήντα χρόνων της.
«Καταλαβαίνεις. Είσαι η ατράνταχτη απόδειξή μου» της είπα από μέσα μου και το πίστεψα χωρίς καμιά αμφιβολία. Έκανα μεταβολή και γύρισα μπροστά στον πίνακα.
-Έτσι λοιπόν αποδεικνύεται ότι η ενέργειά μας θα δημιουργήσει εν τέλει την πραγματικότητα μας αν την εστιάσουμε ώστε να καμπυλώσει τον χωροχρόνο. Και σας έχω καταθέσει την αποδεικτική μου διαδικασία. Αν έχετε αντιρρήσεις θα έπρεπε κανονικά να μιλήσουμε πάνω σε αυτές και όχι να μου ζητάτε μία απολογία με βάση τη φτηνή σας κατηγορία για αντιεπιστημονική συμπεριφορά.
Αν ένας ψήφιζε από τους τρεις τους υπέρ μου, θα παρέμενα. Η απόφαση της αποπομπής μου από το Πανεπιστήμιο χρειαζόταν να είναι ομόφωνη.
-Ο Θεός με τραβά από την μύτη αλλά τον τραβάω κι εγώ. Γιατί μπορούμε να κατευθύνουμε τα πράγματα, γύρισα προς το ακροατήριο. Γεννηθήτω το θέλημά του, αναφώνησα. Είμαστε κατ’ εικόνα και ομοίωση.
Κάποιοι χειροκρότησαν πάλι με περισσότερο θάρρος. Στράφηκα χορευτικά προς την έδρα. Πλησίασα τη Σαββίδου αδιάφορα αλλά κοιτούσα επίμονα τον στρογγυλό.
-Μη με παρεξηγήσετε, συνέχισα.
Στερέωσα το ένα χέρι μου όρθιος καθώς ήμουν στην έδρα ακριβώς μπροστά από τη Σαββίδου κοιτώντας αλλού. Το χέρι μου έβγαζε φλόγες που κατευθύνονταν κάτω από τα καστανά μαλλιά της. Παρότι την συναντούσα από κοντά για πρώτη φορά, είχα μάθει και για αυτήν. Ήταν διαπρεπής φυσικός με σπουδές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και διδακτορικό στο Στάνφορντ. Είχε ζήσει στην Αμερική για οκτώ συναπτά έτη και πριν μία πενταετία ήταν διδάκτωρ της θεωρητικής φυσικής στην πατρίδα μας πια. Ελεύθερη, μόνη και αυστηρή. Αξιοσέβαστη στην επιστημονική κοινότητα.
Κρακ άκουσα μέσα στο μυαλό μου κι είδα το καβούκι της να σπάζει. Όπως ακριβώς το είχα αποδείξει: m=E/c2. Μάζα, ύλη, πραγματικότητα από την ενέργειά μου.
Μα φυσικά παρέμεινα στο Πανεπιστήμιο. Ήξερα ν’ αναποδογυρίζω αυτήν που ερωτευόμουν.
© Γκέλυ Τουλή 27/1/2023
Το κείμενο προσφέρεται και σε PDF για ανάγνωση είτε σε χαρτί είτε ως e-book