Η ζωή αποδεικνύει πως ο άνθρωπος τελικά δεν διδάσκεται τίποτα από την Ιστορία . Λαοί που βίωσαν σε όλη του την έκταση τον πόνο του πολέμου, εύκολα θα πέσουν θύματα της καθεστωτικής προπαγάνδας και θα ξεχάσουν. Ίσως μια γενιά είναι αρκετή για να σβήσει ή να διαστρεβλώσει από τη συλλογική μνήμη γεγονότα και να εγγράψει ή να τροποποιήσει άλλα. Και τότε, οι λαοί είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν τους δικούς τους πια πολέμους. Αυτά συμβαίνουν όταν οι ιδεολογίες και οι αξίες καταρρέουν κάτω από το βάρος της μεγάλης μάστιγας του εθνικισμού.
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο τραγικά, όταν συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχει μια καλή μεριά να πάρεις το μέρος της ώστε να ελπίζεις πως από την επικράτησή της θα γεννηθεί κάτι καλό. Μόνο άνθρωποι που σύρονται και πεθαίνουν σε πολέμους για τους οποίους ποτέ δεν ρωτήθηκαν και αθώοι άμαχοι
Όσοι όμως δεν ξεχνούν, πρέπει να υπενθυμίζουν συνεχώς, μήπως και καταφέρουν να σωθεί κάτι. Μήπως και πάψει ο πόλεμος να είναι η λύση του ανθρώπου στην ανεπάρκειά του να διαχειριστεί τη ζωή του
Σήμερα θ΄ ακούσουμε ένα λαϊκό ρώσικο τραγούδι, από την εποχή που όλος ο κόσμος υποκλινόταν στις θυσίες και τον αγώνα του ρωσικού λαού ενάντια στη ναζιστική εισβολή. Το τραγούδι δεν μιλάει για εθνικά μεγαλεία, αλλά για το θάνατο του πολέμου.
Οι «Γερανοί» ξεκίνησαν ως ένα ποίημα του Ρασούλ Γκαμζάτοφ, από τη Δημοκρατία του Νταγκεστάν (Ρωσία), όπου εκεί ζει μια πανσπερμία εθνοτήτων, και από μία εποχή που προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κοινωνία πέρα από εθνικισμούς και θρησκείες που διαχώριζαν τους λαούς. Δεν τα κατάφερε.
Αυτό το ποίημα, γράφτηκε στην αβαρική γλώσσα, τη γλώσσα του ποιητή, μεταφράστηκε στα ρωσικά από τον Ναούμ Γκρέμνπεφ και μελοποιήθηκε το 1969. Λίγα χρόνια αργότερα, το ποίημα μεταφράστηκε από τον Γιάννη Ρίτσο και το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στο δίσκο της Μαργαρίτας Ζορμπαλά ("12 ρούσικα λαϊκά τραγούδια" - μετάφραση Γιάννης Ρίτσος, 1977)
Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.
Πετούν και μας καλούν
με τις κραυγές τους
απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.
Θα ’ρθεί μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ’ τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.