Έκλεισε η Εθνική οδός, έκλεισε και η Αττική οδός, χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν ή βρίσκονται ακόμη αποκλεισμένοι στα αυτοκίνητά τους, ακόμη περισσότεροι όσοι είναι για ώρες χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Οι μόνοι που δεν φταίνε, ως συνήθως, είναι οι υπεύθυνοι. Καιροί χιονισμένοι, καιροί μπερδεμένοι, καιροί σουρεαλιστικοί. Καιροί που μας έφεραν στη μνήμη το «Ολαρία, ολαρά» του Διονύση Σαββόπουλου.
Ολαρία, ολαρά, χιόνι πέφτει από ψηλά
χιόνι πέφτει και σκεπάζει την αυλή μας,
το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά,
χιόνι πέφτει και σκεπάζει τη σκεπή μας
και το άρρωστο σκυλί μας ξεψυχά.
Ολαρία ολαρά, μαύρο τύμπανο χτυπά,
τα παιδιά που αγαπούν τα στρατιωτάκια,
τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά,
βρικολάκιασαν βγήκαν στο σοκάκια,
έλα μέσα και μίλα πιο σιγά..
Ολαρία ολαρά, δάγκωσέ με πιο βαθιά,
αχ, ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει
και ο Χίτλερ τού χαϊδεύει τα μαλλιά,
διαμαντένιο δαχτυλίδι του φοράει
και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά.
Ολαρία ολαρά, με σουραύλια και βιολιά
θα βρεθούμε όλοι μαζί στο πανηγύρι,
θα ‘ναι όλη η παλιά μας συντροφιά
και θα πιούμε από το ίδιο το ποτήρι
και την πιο πικρή γουλιά.
Ολαρία ολαρά, γύρω – γύρω τα παιδιά,
ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίππυ,
ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά
ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη
κι η παρθένα με τον σατανά.
Όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα
και το χιόνι πέφτει από ψηλά,
τα ζευγάρια στροβιλίζονται πιο πέρα
κι η κοπέλα μου αστράφτει από χαρά.
Ολαρία ολαρά, ολαρία ολαρά.