Σαν σήμερα, στις 31 Οκτωβρίου του 1888, γεννήθηκε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, άλλος ένας από τους «καταραμένους» της λογοτεχνίας μας. Ερωτικός και αιχμηρός, έγραψε στίχους τολμηρούς και με έντονο μελαγχολικό τόνο. Οι τολμηροί του στίχοι, η δεδηλωμένη του ομοφυλοφιλία, η ελευθεριάζουσα ερωτική ζωή του και ο εθισμός του στην ηρωΐνη προκαλούσαν την κοινωνία της εποχής. Ο ίδιος, παρά την ευφυΐα του, το ταλέντο του, τις σπουδές και τη γλωσσομάθειά του, δεν μπόρεσε ποτέ να υπάρξει οικονομικά ανεξάρτητος. Έτσι, μετά το θάνατο των γονιών του, της μητέρας του το 1937 και του πατέρα του το 1942, και με δεδομένη την εξάρτησή του από την ηρωΐνη, άρχισε να ξεπουλά την πατρική του περιουσία.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1944, οικονομικά κατεστραμμένος και εξουθενωμένος από τις στερήσεις της Κατοχής, αυτοκτονεί μέσα στο πατρικό του σπίτι στα Εξάρχεια. Η κηδεία του πραγματοποιείται τέσσερις μέρες αργότερα, μετά από έρανο των φίλων του.
Σύμφωνα με το μελετητή του έργου του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Βαγγέλη Ψαραδάκη : « … Ένα τέτοιο ακριβώς παράθυρο είναι η ποίηση του Λαπαθιώτη. Στα ανθρώπινα μέτρα. Μας μιλά με απλό και συγκινητικό τρόπο για βασικά συναισθήματα και καταστάσεις όπως ο έρωτας, η χαρά, η λύπη, ο πόνος, η ανάμνηση, η απογοήτευση, ο θάνατος κ.ά. Πιστεύω πως, όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τους ανθρώπους, τα λουλούδια, τα ζώα, το φεγγάρι, που ερωτεύονται, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, που γελούν ή κλαίνε – η ποίηση του Λαπαθιώτη παραμένει ενεργή. Κι επειδή ο Λαπαθιώτης ήταν τύπος κατεξοχήν νυχτερινός, η ποίησή του, νομίζω, πρέπει να διαβάζεται είτε βράδυ είτε νωρίς το πρωί. Για τις νύχτες που έγιναν – ή όχι».
Ένα από τα ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με τίτλο Ερωτικό, μελοποίησε υπέροχα ο Νίκος Ξυδάκης και το ερμήνευσε με τον ιδιαίτερο τρόπο της η Ελευθερία Αρβανιτάκη
«Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμά του.
Ας είν', ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
Αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σαν μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!»
Όπως διαβάζουμε στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου " [το ποίημα] ... γράφτηκε στις 7.8.1928. Όπως πρώτος αποκάλυψε ο Άρης Δικταίος στη συγκεντρωτική έκδοση του 1964, το ποίημα έχει ακροστιχίδα και σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας» που ήταν η μεγάλη αγάπη του ποιητή. Φαίνεται πως η φιλία τους κράτησε αρκετά χρόνια, αφού ο ίδιος μνημονεύεται και σε επιστολή του 1935 (την παραθέτει ο Δικταίος) αλλά και στις Προϋποθέσεις, το σχεδίασμα του 1937"