Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένας δύσκολος ποιητής. Ίσως ήταν και ένας δύσκολος άνθρωπος. Το σίγουρο πάντως είναι ότι από κει που βρίσκεται πλέον, θα γελά σαρκαστικά για όσους σήμερα γράφουν την αγιογραφία του, ενώ ποτέ τους δεν τον κατάλαβαν κι ενώ ο ίδιος δεν τους έδωσε ποτέ δείγματα ότι τους εκτιμούσε. Αντί αφιερώματος, παραθέτουμε ένα εξόχως σαρκαστικό ποίημα του Κώστα Ουράνη
«Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ’ στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεββάτι μου. Θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Εχει μέρες που χάθηκε!…»
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «-Μ’ αυτός έχει πεθάνει».
Μια στιγμή θα κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να πουν: Τ’ ειν’ ο άνθρωπος!… Χτες ακόμα ζούσε!»
Και βουβά το παιγνίδι τους θ’ αρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θάναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ’ εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει»