Από το ανέκδοτο βιβλίο "Ανορθολογικαί Αποδράσεις" του Theo
Οι χιονάνθρωποι φτιάχνονται συνήθως απ’ τα παιδιά. Τα παιδιά όταν ολοκληρώσουν το έργο τους, χαρούμενα, με κατακόκκινα μάγουλα απ’ το παιχνίδι με το χιόνι, φεύγουν πριν πέσει το σκοτάδι. Τα βράδια του χειμώνα, καθώς το φως υποχωρεί μαζί με τους εκδρομείς, ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει κάποιες ανεπαίσθητες κινήσεις των χιονανθρώπων.
Αρχικά διστακτικές, μουδιασμένες, σα να μην πιστεύουν στη δυνατότητά τους να κινηθούν, με την ώρα όλο και πιο έντονες. Όταν η παγερή νύχτα κυριαρχήσει και τα’ αστέρια σκαρφαλώσουν ψηλά στο στερέωμα, οι χιονάνθρωποι μετακινούνται. Γλιστρώντας απαλά πάνω στις χιονισμένες βάσεις τους μαζεύονται γύρω από ένα νοητό κέντρο (προς θεού, όχι φωτιά) και τραγουδούν τα σιωπηλά τους λευκά τραγούδια μέσα στο χιονοφώτιστο σκοτάδι. Τραγουδούν γεμάτοι χαρά, ανοιγοκλείνοντας τα χωρίς χείλη στόματά τους, παρ’ ότι γνωρίζουν το εφήμερο της ύπαρξής τους – όσο ζούνε το γλεντάνε!
Ο χειμώνας του έτους 20.. έπεσε πολύ βαρύς και έδωσε τον απαραίτητο χρόνο σε κάποιες ομάδες χιονανθρώπων-ουτοπιστών να καταστρώσουν σχέδιο δράσης: Επανάσταση κατά του ήλιου και του φαινομένου του θερμοκηπίου!
Η πληροφορία διαδόθηκε σαν αστραπή στο δάσος, από δέντρο σε δέντρο, κύλησε απαλά μέσα στις χιονισμένες ρεματιές, ανηφόρησε με χτυποκάρδι στα κακοτράχαλα χιονισμένα γκρεμνά, γαντζώθηκε σα διάφανο σκουλαρίκι στις κρουσταλλιασμένες δροσοσταλίδες των φύλλων… Κανένα πλάσμα του δάσους δεν είχε ποτέ σκεφτεί κάτι τέτοιο! Κατά πολλούς, οι τελευταίοι που θα είχαν δικαίωμα να επαναστατήσουν κατά του ήλιου ήταν οι χιονάνθρωποι, καθαρά ανθρώπινα δημιουργήματα – και οι άνθρωποι προτιμούν τη ζέστη, ως θερμόαιμα θηλαστικά βεβαίως... Τα πράγματα όμως, δεν ακολουθούν πάντα γραμμική πορεία στην ιστορία, ως γνωστόν.
Οι επαναστάτες-χιονάνθρωποι (ΕΠΧΙΟ στο εξής) εργάστηκαν σκληρά για πολλά μερόνυχτα προπαγανδίζοντας την ιδέα τους απ’ άκρη σε άκρη του δάσους, έχτισαν συμμαχίες με κάποια είδη που κατείχαν επιβλητική θέση στην τροφική πυραμίδα, δημιούργησαν με άκρατο ενθουσιασμό αλλά και βαθειά περίσκεψη τις υποκειμενικές συνθήκες για την επερχόμενη επανάσταση και προχώρησαν σε μια σειρά κλιμακούμενων ενεργειών που θα έκαναν σαφές στον αντίπαλο ότι είναι ενωμένοι και αποφασισμένοι ως την τελική νίκη.
Πριν την τελική σύγκρουση στο στρατόπεδο των ΕΠΧΙΟ επικράτησε μία αλλόκοτη γαλήνη, σα βεβαιότητα για την αίσια έκβαση, σαν …το μέλλον που οραματίζονταν για καιρό να ήταν ήδη πραγματικότητα, σα να είχαν μετακινηθεί ένα βηματάκι μες το χρόνο, ένα χρονικό βηματάκι μετά την σύγκρουση – άλλωστε κατά κάποιον τρόπο ο νέος κόσμος που οραματίζονταν ήταν ήδη μια πλήρως διαμορφωμένη πραγματικότητα μέσα στα κεφάλια τους, κάτω απ’ τα πολύχρωμα καπέλα τους και τις καροτένιες μύτες τους…
Ο παγωμένος βόρειος άνεμος, αυτός ο αδιάσειστος σύμμαχος, υποχώρησε ένα χάραμα. Ένας λαμπρός ήλιος ανέβηκε γοργά στο στερέωμα, στυγνά και χωρίς διατυπώσεις έλιωσε τους ΕΠΧΙΟ, μαζί και το ουτοπικό τους όραμα. Πέρασε σιγά-σιγά στο μαλακό βρεμένο χώμα, σπόρος κι αυτό μαζί με τόσους άλλους σπόρους ιδεών, δυνατοί όλοι και έτοιμοι να βλαστήσουν την ερχόμενη άνοιξη, μέσα στον αέναο κύκλο εναλλαγής των γήινων εποχών.